[…] Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του Ν. 3064/2002 προστέθηκε στον Ποινικό Κώδικα νέα διάταξη με αριθμό άρθρου 323Α και με τίτλο Εμπορία Ανθρώπων στην οποία ορίζεται ότι “1. Όποιος με τη χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου ή την επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας προσλαμβάνει, μεταφέρει ή προωθεί εντός ή εκτός της επικρατείας, κατακρατεί, υποθάλπει, παραδίδει με ή χωρίς αντάλλαγμα σε άλλον ή παραλαμβάνει από άλλον πρόσωπο με σκοπό την αφαίρεση των οργάνων του σώματος του ή για να εκμεταλλευθεί ο ίδιος ή άλλος την εργασία του, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και με χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων ευρώ. 2. Με την ποινή της προηγουμένης παραγράφου τιμωρείται ο υπαίτιος, αν για να επιτύχει τον ίδιο σκοπό, αποσπά την συναίνεση προσώπου με τη χρήση απατηλών μέσων ή το παρασύρει εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση του, με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή παροχή άλλων ωφελημάτων”.
Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι το έγκλημα της εμπορίας ανθρώπων είναι διαζευκτικώς ή υπαλλακτικώς μικτό, δηλαδή ανήκει σε αυτά που τελούνται με περισσότερους εναλλακτικούς τρόπους συμπεριφοράς και αν ο δράστης χρησιμοποιεί περισσότερους τρόπους τελέσεως αυτού μία μόνο πράξη τελεί και μία μόνο ποινή του επιβάλλεται, οι τυχόν δε περισσότερες μορφές τελέσεως του έχουν σημασία για την επίταση του αξιοποίνου και το μέγεθος της επιβαλλόμενης ποινής. Με τις διατάξεις αυτές του άρθρου 1 του ν. 3064/2002 κατά την παράγραφο 4 του οποίου με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών και χρηματική ποινή 50.000 έως 100.000 ευρώ τιμωρείται ο υπαίτιος σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους αν η πράξη α) στρέφεται κατά ανηλίκου, β) τελείται κατ’ επάγγελμα …… και εκείνη του άρθρου 11 του ίδιου νόμου με το οποίο αντικαταστάθηκε το στοιχείο η’ του άρθρου 8 του Π.Κ. ως εξής “πράξη δουλεμπορίου, εμπορίας ανθρώπων, σωματεμπορίας ή ασέλγειας σε ανήλικο έναντι αμοιβής”, τυποποιήθηκε ως νέο αδίκημα, μη υφιστάμενο πριν από τη θέσπιση του με τον παραπάνω νόμο η εμπορία ανθρώπων από την ανάγκη να αντιμετωπισθεί η εγκληματική εξέλιξη της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο στα πλαίσια της εργασιακής σχέσεως. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 323Α του ΠΚ και πραγματώνεται με την χωρίς την ελεύθερη συναίνεση του παθόντος προσώπου εκμετάλλευση της εργασίας αυτού απαιτείται αντικειμενικώς ο δράστης αφ’ ενός να προέρχεται σε πρόσληψη, μεταφορά ή προώθηση εντός ή εκτός της επικράτειας, κατακράτηση, υπόθαλψη, παράδοση με ή χωρίς αντάλλαγμα σε άλλον ή -παραλαβή από άλλον προσώπου και αφ’ ετέρου να προέρχεται στις ανωτέρω ενέργειες με τη χρήση των μέσων της βίας, της απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου, δηλαδή τέτοιου που οδηγεί σε μη ελεύθερο σχηματισμό της βουλήσεως του θύματος της εμπορίας ανθρώπων ή με την επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας. Ο όρος “προσλαμβάνει” στην παραπάνω διάταξη έχει την έννοια ότι ο δράστης εντάσσει (στρατολογεί) άλλο πρόσωπο για την παροχή των υπηρεσιών του στον δράστη ή σε τρίτους ή για την εκτέλεση ορισμένου έργου και επιτυγχάνει την για τέτοιο σκοπό χρησιμοποίηση του. Στην εμπορία ανθρώπων το στοιχείο της φυσικής εξουσίας του δράστη επί του θύματος διαφοροποιείται ποσοτικά και ποιοτικά ως προς την καθολικότητα και πι διάρκεια του σε σχέση με την εμπορία δούλων (Π.Κ. 323) καθόσον δεν απαιτεί ούτε την πλήρη υποδούλωση του θύματος ούτε τη διαρκή και χωρίς διακοπή θέση του υπό την εξουσία του δράστη. Όταν δεν έχει επέλθει ειρήνευση ως προς το έννομο αγαθό της προστασίας της εκμεταλλεύσεως ανθρώπου από άνθρωπο, για τη νομοθετική κάλυψη του οποίου θεσπίσθηκε με το άρθρο 323Α το έγκλημα της εμπορίας ανθρώπων, οι πράξεις της παράνομης βίας, της απειλής, της εκβιάσεως και της παράνομης κατακρατήσεως αποτελούν τα μέσα και τους τρόπους τελέσεως του εγκλήματος της εμπορίας ανθρώπων και δεν υφίσταται αληθής πραγματική συρροή των πράξεων αυτών με το ανωτέρω έγκλημα αλλά ισχύει η αρχή της απορροφήσεως των εν λόγω πράξεων από το έγκλημα της εμπορίας ανθρώπων. Όσον αφορά την υπερχειλή και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που προβλέπεται από το άρθρο 323Α παρ. 1 Π.Κ., απαιτείται δόλος του δράστη που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση αυτού, με τη χρήση βίας ή απειλής ή κάποιου από τα λοιπά αναφερόμενα εξαναγκαστικά μέσα, να προσλάβει, μεταφέρει, προωθήσει, υποθάλψει, κατακρατεί κ.λπ. ο ίδιος ή μέσω άλλου κατευθυνόμενου από αυτόν προσώπου, η δράση του οποίου κρίνεται κατά τις περί συνεργεία ς διατάξεις, τον παθόντα, με σκοπό την εξαναγκαστική εκμετάλλευση της εργασίας του τελευταίου, η οποία (εκμετάλλευση) συντελείται είτε με την παροχή από το θύμα της εργασίας σε τρίτους εργοδότες και την είσπραξη της αμοιβής αυτών από τον δράστη, είτε με την παροχή εργασίας για λογαριασμό του ιδίου του δράστη και δεν αρκεί ενδεχόμενος δόλος (ΑΠ 673/2011, ΠοινΧρον 2012, 348). Ο προαναφερόμενος σκοπός του δράστη δύναται να επιτευχθεί και με απατηλά μέσα και δεν ταυτίζεται με τη στέρηση της φυσικής ελευθερίας κίνησης, αλλά έχει ευρύτερο περιεχόμενο καλύπτοντας κάθε πρόσφορο τρόπο παρεμπόδισης του θύματος να αποδεσμευθεί από την εξουσίαση του δράστη. Απατηλά μέσα θεωρούνται οι ψευδείς παραστάσεις με τη χρήση των οποίων ο δράστης αποσπά την προηγούμενη συναίνεση του θύματος του να προβεί σε ενέργειες που θα το καταστήσουν, χωρίς να το γνωρίζει, αντικείμενο εκμετάλλευσης, παραπείθοντάς το ως προς τις αληθείς προθέσεις του. Η εξαπάτηση πρέπει να αφορά το είδος της εκμετάλλευσης που πρόκειται να επακολουθήσει και όχι τα εξ αυτής αναμενόμενα κέρδη. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ του ΠΚ κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Ιδίως κατ’ επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος (ΑΠ 1553/2010, ΠοινΧρ. 2011, 588).
Στην προκειμένη περίπτωση από την κύρια αποδεικτική διαδικασία και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν σε συνδυασμό προς την απολογία του παρόντος κατηγορουμένου και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ρουμανικής υπηκοότητας … προσήλθαν, μετά από προτροπή της πρεσβείας τους στην Αθήνα, στο Τμήμα καταπολέμησης εμπορίας ανθρώπων της Δ/νσης Ασφαλείας Αττικής και κατήγγειλαν ότι έπεσαν θύματα εκμετάλλευσης της δεινής οικονομικής τους κατάστασης τόσο οι ίδιοι όσο και άλλοι ομοεθνείς τους από τους κατηγορουμένους, οι οποίοι τους επέβαλαν να εργάζονται ζώντας κάτω από άθλιες συνθήκες, με μικρές αμοιβές, τις οποίες εισέπραττε για λογαριασμό τους από τους εργοδότες ο πρώτος κατηγορούμενος, χωρίς να τους πληρώνει στη συνέχεια και όλα αυτά με σκοπό να κερδίζουν από την εκμετάλλευση της εργασίας τους σε βάρος τους. Από τη συνδυαστική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων δεν αποδείχθηκε με βεβαιότητα το αληθές της άνω καταγγελίας. Αντιθέτως καταλείπονται στο Δικαστήριο αμφιβολίες σχετικά με την εκμετάλλευση των άνω προσώπων και άλλων ομοεθνών τους, την απεύθυνση απειλών σε βάρος τους και τη χρήση άλλων εξαναγκαστικών μέσων σε βάρος τους για να παραμείνουν στην εργασία τους. Την κρίση αυτή ενισχύει το γεγονός της παρόδου ελαχίστων ημερών από την άφιξη των καταγγελλόντων στην Ελλάδα, της πράγματι κουραστικής εργασίας τους την οποία προφανώς δεν μπόρεσαν να αντέξουν, αμειβόμενης με χαμηλό ημερομίσθιο, το οποίο ορισμένοι αυτών δεν είχαν προλάβει καν να λάβουν από τον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος ως Ρουμάνος υπήκοος και διαμένων επί 14 έτη στην Ελλάδα γνωρίζοντας τη γλώσσα, είχε το ρόλο του μεσάζοντα μεταξύ των συμπατριωτών του εργατών και των εργοδοτών της Λακκόπετρας που ζητούσαν εργατικό προσωπικό για αγροτικές εργασίες, πληρωνόταν για λογαριασμό τους από τους εργοδότες και ακολούθως θα τους απέδιδε την αμοιβή τους, αφού παρακρατούσε ποσό 2-3 ευρώ ημερησίως για τη στέγη που τους παρείχε και των άθλιων συνθηκών διαβίωσης τους, σε ακίνητο που όμως διέμενε και ο ίδιος ο πρώτος κατηγορούμενος με την οικογένεια του. Επίσης, πρέπει να αναφερθεί ότι οι καταγγέλλοντες ζούσαν υπό καθεστώς ελευθερίας, μετακινούνταν από και προς την εργασία τους πεζοί και μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να μην επιστρέψουν στο χώρο που τους είχε παραχωρηθεί να διαμένουν, ενώ ως Ευρωπαίοι υπήκοοι μπορούσαν να ταξιδέψουν ελεύθερα στη χώρα και να εξέλθουν απ’ αυτήν με μόνη την αστυνομική τους ταυτότητα. Προφανώς όμως, λόγω διάψευσης των προσδοκιών τους για καλύτερη εργασιακή τύχη απ’ αυτή της χώρας τους, διαπιστώνοντας ότι το περιβάλλον διαμονής τους ήταν πράγματι άθλιο και η εργασία τους στα χωράφια κοπιαστική και αμειβόμενη με χαμηλό ημερομίσθιο, παρέμειναν μόνο πέντε (5) ημέρες στο Καλαμάκι Αχαΐας και επέλεξαν να προσφύγουν στην πρεσβεία της χώρας τους στην Αθήνα προκειμένου να καταγγείλουν ότι έπεσαν θύματα εκμετάλλευσης από τους κατηγορουμένους. Πέραν όμως των άνω πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν σχετικά με τις δυσχέρειες που αντιμετώπισαν οι άνω υπήκοοι Ρουμανίας κατά την εργασία τους και τη διαμονή τους στο Καλαμάκι Αχαΐας σε λιγότερο από μια εβδομάδα παραμονής τους, το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τα αδικήματα της εγκληματικής οργάνωσης και εμπορίας ανθρώπων, μεταξύ άλλων και ανηλίκων, από κοινού κατ’ επάγγελμα και κατά συρροή που τους αποδίδονται. Ειδικότερα, το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι οι κατηγορούμενοι συγκρότησαν από κοινού και εντάχθηκαν σε δομημένη ομάδα, της οποίας αρχηγός ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος και δεύτερος στην ιεραρχία ο τρίτος κατηγορούμενος, οι δε λοιποί ασκούσαν καθήκοντα ανεύρεσης, μεταφοράς και ελέγχου των άνω Ρουμάνων πολιτών, με διαρκή δράση αυτής και οργανωμένο σχέδιο την προσέλκυση εργατών με ψεύτικες υποσχέσεις και όλα αυτά για την τέλεση του κακουργήματος της εμπορίας ανθρώπων, ούτε ότι οι κατηγορούμενοι είτε με την απόσπαση της συναίνεσης των θυμάτων είτε με απειλές, άσκηση βίας και απόκρυψη των ταξιδιωτικών τους εγγράφων τους κατακρατούσαν πετυχαίνοντας έτσι να εκμεταλλευτούν την εργασία τους, εισπράττοντας οι ίδιοι τα χρήματα της αμοιβής τους από την καθημερινή εργασία τους χωρίς να τους αποδίδουν αυτά, έχοντας μάλιστα σκοπό πορισμού εισοδήματος από την πράξη τους αυτή. Μάλιστα ο εκ των καταγγελλόντων … ρητά αναφέρει στην από 8-9-2009 προανακριτική του κατάθεση, η οποία αναγνώσθηκε, ότι εκ των συνολικά πέντε (5) ημερών παραμονής και εργασίας του στο Καλαμάκι πληρώθηκε κανονικά από τον Έλληνα εργοδότη του, χωρίς ο πρώτος κατηγορούμενος να παρακρατήσει το ημερομίσθιο του, 30 ευρώ για κάθε μέρα εργασίας του. Περαιτέρω, ουδόλως προέκυψε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος παρακρατούσε τα ταξιδιωτικά έγγραφα των καταγγελλόντων προκειμένου να έχει αυτούς δέσμιους προς εκμετάλλευση της εργασίας τους. Ενδεικτικό δε στοιχείο του ότι οι καταγγέλλοντες μπορούσαν ευχερώς να αποχωρήσουν από το Καλαμάκι όπου είχαν καταλύσει είναι το ότι μόλις πέντε ημέρες από την άφιξη τους βρέθηκαν με μέσα μεταφοράς που οι ίδιοι επέλεξαν στην Πρεσβεία τους στην Αθήνα προκειμένου να ζητήσουν βοήθεια για τον επαναπατρισμό τους, δεδομένου ότι δεν διέθεταν χρήματα για τα έξοδα της επιστροφής τους. Όσον αφορά τον ισχυρισμό τους ότι δεν είχαν εις χείρας τους τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα (ταυτότητες) με συνέπεια να μην δύνανται χωρίς τη συνδρομή της πρεσβείας τους να ταξιδέψουν, προφανώς αυτό οφείλεται στο ότι με τη θέληση τους και όχι καταναγκαστικά, όπως αναπόδεικτα οι ίδιοι διατείνονται, τα είχαν παραδώσει ως ενέχυρο μέχρι να αποπληρώσουν το ποσό των 140 ευρώ που αφορούσε τα έξοδα μεταφοράς τους από την Ρουμανία στην Ελλάδα, το οποίο ουδέποτε κατέβαλαν. Το ότι ήταν σύνηθες να αφήνουν αλλοδαποί πολίτες τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα ως ενέχυρο μέχρι να αποπληρώσουν τα έξοδα του ταξιδιού τους στην Ελλάδα ενισχύεται από το ότι στο τουριστικό γραφείο του πέμπτου κατηγορουμένου στην Αθήνα με τον διακριτικό τίτλο … που πραγματοποιούσε με ιδιόκτητα λεωφορεία επί σειρά ετών καθημερινά ταξίδια από και προς τη Ρουμανία για τη μεταφορά προσώπων, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν ταξιδιωτικά έγγραφα (διαβατήρια και ταυτότητες) που ανήκαν σε Ρουμάνους υπηκόους (εκ των οποίων πρέπει να αναφερθεί ότι κανένα δεν ανήκε στους καταγγέλλοντες και σε πρόσωπα που διέμεναν στην περιοχή του Καλαμακίου Λακκόπετρας Αχαΐας), χωρίς κανείς αυτών να έχει καταγγείλει στις αρμόδιες ελληνικές αρχές ή στην πρεσβεία του παράνομη παρακράτηση των ταξιδιωτικών του εγγράφων, γεγονός που καταδεικνύει ότι τα έγγραφα αυτά παραδόθηκαν με πι συναίνεση των δικαιούχων τους μέχρι να καταβληθεί το αντίτιμο του εισιτηρίου τους, το οποίο προφανώς ουδέποτε κατεβλήθη και γι’ αυτό τα διαβατήρια και οι ταυτότητες παρέμειναν στο γραφείο του 5ου κατηγορουμένου, όπου βρέθηκαν και κατασχέθηκαν επ’ αφορμή της συγκεκριμένης υπόθεσης. Άλλωστε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο πέμπτος κατηγορούμενος γνώριζε τους συγκατηγορουμένους του, ούτε ότι είχε έλθει σε οποιαδήποτε συνεννόηση με τον πρώτο κατηγορούμενο για να παρακρατεί τα ταξιδιωτικά έγγραφα Ρουμάνων υπηκόων ώστε να μην έχουν τη δυνατότητα να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και να παραμένουν στην Ελλάδα για να συνεχίζεται η εκμετάλλευση της εργασίας τους.
Επίσης, αναφορικά με τους τρίτο και τέταρτο κατηγορουμένους αποδείχθηκε ότι και αυτοί ήταν Ρουμάνοι υπήκοοι, οι όποιοι είχαν έλθει σε προγενέστερο χρόνο στην Ελλάδα και εκτελούσαν αγροτικές εργασίες απασχολούμενοι σε ομάδα εργατών υπό την εποπτεία του πρώτου κατηγορουμένου. Η δε δεύτερη κατηγορουμένη είχε έλθει και η ίδια σε προγενέστερο χρόνο στην Ελλάδα για αναζήτηση εργασίας επειδή δεν μπορούσε να ανεύρει εργασία στη Ρουμανία, εργαζόταν και η ίδια σε αγροτικές εργασίες και ήταν το πρόσωπο στο οποίο απευθύνονταν Ρουμάνοι υπήκοοι προκειμένου να μπορέσουν να έρθουν για εργασία στην Ελλάδα, χωρίς να αποδεικνύεται ότι απέσπασε την συναίνεση τους με την χρήση απατηλών μέσων και ακολούθως με εξαναγκαστικά μέσα κατακρατούσε τους καταγγέλλοντες για να εκμεταλλευθεί από κοινού με τους συγκατηγορούμενους της την εργασία τους.
Βάσει των ανωτέρω εκτιθέμενων, ενόψει και του ισχύοντος του τεκμηρίου αθωότητας που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 § 2 της ΕΣΔΑ και δεδομένου ότι αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, πρέπει να κηρυχθούν αθώοι οι κατηγορούμενοι των αποδιδόμενων σε αυτούς αξιόποινων κακουργηματικών πράξεων.
Διαβάστε το πλήρες κείμενο της απόφασης