τελευταια νεα
ΑΠΟΨΕΙΣ

Το κριτήριο της «εκ προθέσεως» άρνησης ιατρικής περίθαλψης στη χορήγηση διεθνούς προστασίας

Pinterest LinkedIn Tumblr

Σκέψεις με αφορμή την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση MP της 24ης Απριλίου 2018

Τη νομολογία των εθνικών και διεθνών δικαστηρίων έχουν απασχολήσει συχνά περιπτώσεις αλλοδαπών που κατά την απέλασή τους αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας και, κατ’ επέκταση, τον κίνδυνο να υποστούν για το λόγο αυτό απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση στη χώρα καταγωγής τους λόγω μη κατάλληλης θεραπείας.
Η μέχρι σήμερα προσέγγιση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήρξε περιοριστική, βασιζόμενη κυρίως σε κριτήρια εξωνομικά, με αποτέλεσμα να στερήσει σε μεγάλο βαθμό από τους αλλοδαπούς οι οποίοι είναι σοβαρά ασθενείς, αλλά των οποίων η κατάσταση είναι λιγότερο κρίσιμη, την πρόσβαση σε διεθνή προστασία (δείτε εδώ παλαιότερο άρθρο μου https://bit.ly/2qVwRdy).
Το ΕΔΔΑ, στην πρόσφατη υπόθεση Paposhvili, διαπιστώνοντας ότι η μέχρι σήμερα πάγια θέση της νομολογίας του είχε στερήσει επί της ουσίας από τους ασθενείς αλλοδαπούς το όφελος του άρθρου της 3 Σύμβασης (απαγόρευση απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης) προσπάθησε να αμβλύνει τα ανεπιεική αποτελέσματα της πιστής εφαρμογής αυτής, δίνοντας σαφείς οδηγίες προστασίας των σοβαρά ασθενών σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο.
Όπως σημείωσε το Δικαστήριο, ο αντίκτυπος απομάκρυνσης στον ενδιαφερόμενο πρέπει να εκτιμηθεί συγκρίνοντας την κατάσταση της υγείας αυτού ή αυτής πριν από την απομάκρυνση με το πώς αυτή θα εξελιχθεί μετά τη μεταφορά του προσώπου στο Κράτος υποδοχής. Στο πλαίσιο αυτό παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη, είναι αν η γενικά διαθέσιμη στο Κράτος υποδοχής περίθαλψη είναι επαρκής και κατάλληλη στην πράξη για τη θεραπεία της ασθένειας του προσφεύγοντος, ώστε να αποτρέψει την έκθεση αυτού ή αυτής σε μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 3. Το σημείο αναφοράς δεν είναι το επίπεδο της περίθαλψης που υπάρχει στο Κράτος επιστροφής και εάν η περίθαλψη στο Κράτος υποδοχής θα είναι ισοδύναμη ή κατώτερη. Επίσης, πρέπει να εξετάζεται ο βαθμός πραγματικής πρόσβασης σε κατάλληλη περίθαλψη και υποδομές και το κόστος της φαρμακευτικής αγωγής και θεραπείας, η ύπαρξη κοινωνικού και οικογενειακού δικτύου και η απόσταση που πρέπει να διανύσει κάποιος προκειμένου να έχει πρόσβαση.
Σε περίπτωση που, αφού εξεταστούν οι σχετικές πληροφορίες, εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με τις επιπτώσεις της απομάκρυνσης των εν λόγω προσώπων – λόγω της γενικότερης κατάστασης στη χώρα υποδοχής ή/και την ατομική τους κατάσταση – το Κράτος επιστροφής πρέπει να λάβει ατομικές και επαρκείς διαβεβαιώσεις από το Κράτος υποδοχής, ως προϋπόθεση για την απομάκρυνση, ότι η κατάλληλη θεραπεία θα είναι διαθέσιμη και προσβάσιμη στους ενδιαφερομένους, έτσι ώστε να μην περιαχθούν σε κατάσταση αντίθετη προς το άρθρο 3.
Δυστυχώς, το ΔΕΕ δεν ακολούθησε επί της ουσίας το παράδειγμά του ΕΔΔΑ. Αντί να αμβλύνει και αυτό με τη σειρά του την ερμηνεία που ακολούθησε σε προηγούμενες αποφάσεις του (M’Bodj και Abdida), το Δικαστήριο ενέμεινε στο κριτήριο της «εκ προθέσεως» στέρησης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στην υπόθεση MP αναφορικά με τη δυνατότητα χορήγησης επικουρικής προστασίας σε θύμα βασανιστηρίων. Διεθνής προστασία για λόγους επιδείνωσης της σοβαρής κατάστασης υγείας (φυσική και ψυχικής) εξακολουθεί να χορηγείται μόνο στην εξαιρετική περίπτωση που ο κίνδυνος απορρέει από την εκ προθέσεως άρνηση χορηγήσεως ιατρικής περιθάλψεως στον ενδιαφερόμενο (στην προκείμενη περίπτωση θύμα βασανιστηρίων). Πότε συντρέχει εκ προθέσεως άρνηση; Κατά το Δικαστήριο όταν οι αρχές του κράτους καταγωγής δεν είναι διατεθειμένες να παράσχουν κατάλληλη περίθαλψη για την αντιμετώπιση των σωματικών ή ψυχολογικών συνεπειών από τα βασανιστήρια που υπέστη ο ενδιαφερόμενος ή όταν διακρίσεις στην πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας για συγκεκριμένη κοινωνική κλπ ομάδα στην οποία ανήκει ο αλλοδαπός.  
Γιατί σφάλλει το Δικαστήριο; Γιατί αν πράγματι υπάρχει μία τέτοια «εκ προθέσεως» άρνηση θεραπείας, όπως την περιέγραψε, τότε αυτή θα συνδέεται μάλλον αναπόδραστα με κάποιον από τους λόγους δίωξης (φυλή, θρησκεία, εθνικότητα, ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα κλπ), οπότε ο ενδιαφερόμενος θα αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας και όχι ως δικαιούχος επικουρικής προστασίας. Αντίθετα, η επικουρική προστασία ήρθε να καλύψει ακριβώς εκείνες τις περιπτώσεις που ο ενδιαφερόμενος, παρόλο που δεν πληροί τις προϋποθέσεις της Σύμβασης της Γενεύης για να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας, εντούτοις κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή βλάβη στη χώρα καταγωγής του (στην προκείμενη περίπτωση λόγω αδυναμίας πρόσβασης σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη με κίνδυνο για την υγεία και τη ζωή του). 
Ο «φόβος» περί μαζικής εισροής ασθενών μεταναστών στην Ευρώπη, με σκοπό να επωφεληθούν του επιπέδου των παρεχόμενων ιατρικών υπηρεσιών φαίνεται ότι καλά κρατεί και εξακολουθεί να επηρεάζει κάθε σχετική συζήτησή –πολιτική και νομική. Παρόλο, που ιατρικές και άλλες έρευνες αναδεικνύουν ότι μόνο ένα πολύ μικρό έως ελάχιστο ποσοστό ανθρώπων αναφέρει ως κύρια αιτία μετανάστευσης τα προβλήματα υγείας και την αδυναμία να λάβει υπηρεσίες υγείας στη χώρα καταγωγής του (δείτε εδώ https://bit.ly/2Fcpu5O).
Η σημερινή απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης λοιπόν δεν εισφέρει κάτι νέο για τις λεγόμενες «ιατρικές υποθέσεις» (αντίθετος ο Steve Peers σε Torture victims and EU law).  Εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια ως κύριους ερμηνευτές και εφαρμοστές της ΕΣΔΑ και του ενωσιακού δικαίου, να μετουσιώσουν σε πράξη την προστασία των σοβαρά ασθενών αλλοδαπών και να εξελίξουν περαιτέρω το σχετικό ευρωπαϊκό δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Write A Comment