τελευταια νεα
Tag

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

Browsing

Δεν συντρέχει, λόγος χορήγησης αναστολής εκτέλεσης, καθόσον οι λόγοι ακυρώσεως δεν μπορούν να θεωρηθούν προδήλως βάσιμοι, δεδομένου ότι οι διατάξεις περί του Μητρώου δικηγόρων δεν έχουν τύχει ακομη νομολογιακής επεξεργασίας, ενώ και η βλάβη που επικαλείται ο αιτών δικηγόρος ως οικονομική δεν παρίσταται ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη.  Αντίθετη μειοψηφία κατά την οποία η πρόβλεψη της χρονικής προτεραιότητας υποβολής των αιτήσεων υποψηφιότητας ως μόνου κριτηρίου επιλογής μεταξύ των πληρούντων τις τυπικές προϋποθέσεις προς εγγραφή στο Μητρώο δικηγόρων ειναι αντίθετη στις αρχές της διαφάνειας και αξιοκρατίας.

2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η αναστολή εκτελέσεως της υπ’ αριθμ. … απόφασης του Γενικού Γραμματέα Μεταναστευτικής Πολιτικής του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, με την οποία επικυρώθηκαν οι πίνακες επιλεγέντων και επιλαχόντων δικηγόρων, που εγγράφηκαν στο «Μητρώο Δικηγόρων για παροχή συνδρομής σε αιτούντες διεθνή προστασία ανά Περιφερειακή Υπηρεσία Ασύλου», κατά το μέρος αυτής με το οποίο επικυρώθηκε η κατάταξη του αιτούντος στην πέμπτη θέση του πίνακα επιλαχόντων για το Περιφερειακό Γραφείο Ασύλου (Π.Γ.Α.) Δυτικής Ελλάδας. Κατά της απόφασης αυτής, καθώς επίσης κατά (α) της υπ’ αριθμ. …απόφασης-προκήρυξης του Διοικητή της Υπηρεσίας Ασύλου για την υποβολή αιτήσεων εγγραφής στο ως άνω Μητρώο και (β) της υπ’ αριθμ. … απόφασης του αυτού οργάνου, με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση του αιτούντος κατά του από 8-1-2021 πίνακα επιλεγέντων και επιλαχόντων δικηγόρων για το Π.Γ.Α. Δυτικής Ελλάδας, ο αιτών έχει ασκήσει αίτηση ακυρώσεως (αρ. κατ. …), για την οποία δικάσιμος μετ’ αναβολή έχει οριστεί η 16-2-2023.

3. Επειδή, το άρθρο 7 του ν. 4375/2016 (Α΄ 51) περί οργάνωσης και λειτουργίας Υπηρεσίας Ασύλου και Αρχής Προσφυγών και προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ «σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας» ορίζει στην παρ. 5 ότι: «Κατά των αποφάσεων που απορρίπτουν αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας ή ανακαλούν το καθεστώς αυτό μπορεί να ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή …», στη δε παρ. 8 ότι: «Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και των κατά περίπτωση αρμόδιων Υπουργών, όπου τούτο απαιτείται, ρυθμίζονται θέματα που αφορούν … τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις παροχής νομικής συνδρομής σε αιτούντες διεθνή προστασία …». Κατ’ εξουσιοδότηση της ως άνω διάταξης της παρ. 8 του ν. 4375/2016 εκδόθηκε η κοινή απόφαση 3686/19-2-2020 των Υπουργών Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Δικαιοσύνης και Μετανάστευσης και Ασύλου (Β΄ 1009/24-3-2020), η οποία ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «1. Στους αιτούντες διεθνή προστασία παρέχεται δωρεάν νομική συνδρομή για την άσκηση της προβλεπόμενης προσφυγής της παραγράφου 5 του άρθρου 7 του ν. 4375/2016 ενώπιον της Αρχής Προσφυγών, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις της παρούσας απόφασης. … 2. … 5. Η νομική συνδρομή περιλαμβάνει: α. τη σύνταξη και κατάθεση προσφυγής, σε περίπτωση δε που η προσφυγή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα και την κατάθεση αιτήματος παραμονής …, εφόσον δεν έχει ήδη ασκηθεί, β. την πραγματοποίηση συσκέψεων με τον αιτούντα για την κατάλληλη προετοιμασία της υπόθεσής του και γ. τη σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος και κάθε άλλου απαιτούμενου εγγράφου ή στοιχείου. 6. … 7. …», στο δε άρθρο 2 ότι: «1. Στην Υπηρεσία Ασύλου τηρείται Μητρώο Δικηγόρων, αποτελούμενο από εν ενεργεία δικηγόρους, στο οποίο δύνανται να εγγραφούν, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις των ακολούθων παραγράφων. Ειδικότερα, οι δικηγόροι θα πρέπει: α. να έχουν πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας και β. να μην έχουν τιμωρηθεί πειθαρχικά. 2. Με απόφαση του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου ορίζεται ο χρόνος έναρξης της διαδικασίας επιλογής, προβλέπονται τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και ρυθμίζονται τα διαδικαστικά θέματα. Στην ίδια απόφαση περιλαμβάνεται ο αριθμός των δικηγόρων για τη συμπλήρωση του μητρώου και ο αριθμός των θέσεων δικηγόρων ανά Περιφερειακή Υπηρεσία Ασύλου. 3. Η επιλογή διενεργείται από τριμελή επιτροπή, η οποία συγκροτείται από έναν υπάλληλο της Υπηρεσίας Ασύλου, κατηγορίας ΠΕ με πτυχίο νομικής, ο οποίος … ασκεί τα καθήκοντα του Προέδρου, έναν εκπρόσωπο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και έναν εκπρόσωπο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ως μέλη. … 4. … 6. Δικηγόρος, ο οποίος επιθυμεί την εγγραφή του στο Μητρώο οφείλει να δηλώσει κατά σειρά προτεραιότητας τις Περιφερειακές Υπηρεσίες Ασύλου, στις οποίες επιθυμεί να παρέχει νομική συνδρομή, εφόσον επιλεγεί. 7. Στο Μητρώο περιλαμβάνονται οι επιλεγέντες δικηγόροι, οι οποίοι κατατάσσονται κατά τη χρονολογική σειρά υποβολής της αίτησής τους για υπαγωγή στο Μητρώο και κατανέμονται στις Περιφερειακές Υπηρεσίες Ασύλου … με βάση την παραπάνω κατάταξη και τη δήλωση της παραγράφου 6. Όταν η αίτηση αποστέλλεται ταχυδρομικά, ως ημερομηνία υποβολής θεωρείται η σφραγίδα του ταχυδρομείου. Σε περίπτωση υπεραρίθμου των αιτήσεων που υποβλήθηκαν την ίδια ημερομηνία η επιλογή των προς ένταξη στο Μητρώο δικηγόρων γίνεται με κλήρωση, η οποία διενεργείται ενώπιον της Επιτροπής της παρ. 3. 8. Το Μητρώο περιλαμβάνει και κατάλογο ισάριθμων επιλαχόντων, εφόσον αυτό είναι εφικτό, οι οποίοι κατανέμονται ανά γεωγραφική περιοχή αρμοδιότητας των Περιφερειακών υπηρεσιών Ασύλου, σύμφωνα με την παράγραφο 6. 9. … 12. …», στο άρθρο 3 παρ. 1 ότι «Το ύψος της αμοιβής των δικηγόρων ορίζεται σε εκατόν εξήντα … ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. ανά υπόθεση (ατομικό φάκελο αίτησης διεθνούς προστασίας) και καταβάλλεται από την Υπηρεσία Ασύλου …», στο άρθρο 4 παρ. 1 ότι «Οι δικηγόροι που περιλαμβάνονται στο Μητρώο αμείβονται χωριστά για κάθε υπόθεση που διεκπεραιώνουν …», στο δε άρθρο 5 παρ. 2 ότι «Οι δικηγόροι υποχρεούνται να συμμετέχουν, χωρίς πρόσθετη αμοιβή, σε εκπαιδευτικά προγράμματα που διοργανώνονται από την Υπηρεσία Ασύλου σε συνεργασία με άλλους φορείς (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες κ.ά.) με σκοπό τη διαρκή τους επιμόρφωση και ενημέρωση σε ζητήματα δικαίου διεθνούς προστασίας».

[…]5. Επειδή, το άρθρο 52 του π.δ. 18/1989 ορίζει ότι: «1. … 2. Επιτροπή που συγκροτείται κάθε φορά από τον Πρόεδρο … του αρμόδιου τμήματος και απαρτίζεται από τον ίδιο ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, τον εισηγητή της υπόθεσης και ένα σύμβουλο, μπορεί, μετά από αίτηση εκείνου που άσκησε αίτηση ακυρώσεως, να αναστείλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης, με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση η οποία εκδίδεται σε συμβούλιο. … 3. Η αίτηση πρέπει να διαλαμβάνει τους ειδικούς λόγους που μπορούν να δικαιολογήσουν την αναστολή εκτέλεσης στη συγκεκριμένη περίπτωση. … 4. … 6. Η αίτηση αναστολής εκτέλεσης γίνεται δεκτή, όταν κρίνεται ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα προκαλέσει στον αιτούντα βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης ακυρώσεως. Η αίτηση όμως μπορεί να απορριφθεί, αν κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημοσίου συμφέροντος κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος. 7. Εάν η Επιτροπή εκτιμά ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως βάσιμη, μπορεί να δεχθεί την αίτηση αναστολής, ακόμη και αν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης δεν κρίνεται ως ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη. … 8. Η Επιτροπή, εκτός από την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, μπορεί να διατάξει και κάθε άλλο, κατά περίπτωση, κατάλληλο μέτρο, χωρίς να δεσμεύεται από τις προτάσεις των διαδίκων. 9. …12. …». Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, αναστολή εκτέλεσης διοικητικής πράξης, που έχει προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, διατάσσεται από την Επιτροπή Αναστολών του Δικαστηρίου, ύστερα από αίτηση του διαδίκου που άσκησε την αίτηση ακυρώσεως, αν πιθανολογείται ότι η εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα προκαλέσει στον αιτούντα την ανεπανόρθωτη ή, τουλάχιστον, δυσχερώς επανορθώσιμη, σε περίπτωση αποδοχής της αιτήσεως ακυρώσεως, βλάβη, την οποία επικαλείται. Αναστολή εκτέλεσης δύναται επίσης να διαταχθεί, και ανεξαρτήτως βλάβης του αιτούντος, αν η Επιτροπή κρίνει ότι το κύριο ένδικο βοήθημα παρίσταται προδήλως βάσιμο [όπως, ιδίως, στην περίπτωση που οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως βασίζονται σε πάγια νομολογία ή σε νομολογία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. Ε.Α. 15/2015, 329/2016, 58, 154, 200, 290/2018 κ.ά.)], όχι, όμως, αν απλώς πιθανολογείται, έστω και σοβαρά, η ευδοκίμηση αυτού (βλ. Ε.Α. 1016, 1022/2008, 1115/2010, 242/2014).

6. Επειδή, ο αιτών ζητεί με την υπό κρίση αίτηση τη χορήγηση αναστολής εκτέλεσης της ανωτέρω … απόφασης του Γενικού Γραμματέα Μεταναστευτικής Πολιτικής του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, επικαλούμενος αποκλειστικά το προδήλως βάσιμο της κατ’ αυτής και των λοιπών ως άνω πράξεων ασκηθείσης αιτήσεως ακυρώσεως και, ειδικότερα, των λόγων, με τους οποίους προβάλλεται: (α) παράβαση των αρχών της δημοσιότητας και διαφάνειας, διότι (1) δεν τηρήθηκαν ως προς την … προκήρυξη οι προσήκουσες διατυπώσεις δημοσιότητας [δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ή τήρηση των οριζομένων στο – αναλογικώς εφαρμοζόμενο, κατά τον αιτούντα – άρθρο 43 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208) διατυπώσεων δημοσιοποίησης των προκηρύξεων για την πρόσληψη δικηγόρων στον δημόσιο τομέα με έμμισθη εντολή], (2) ο Διοικητής της Υπηρεσίας Ασύλου δεν προσδιόρισε ρητώς και σαφώς, με την εν λόγω απόφαση-προκήρυξη, την ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων υποψηφιότητας για τη συμπλήρωση του Μητρώου Νομικής Συνδρομής, αντιθέτως προς τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 2 της ως άνω κοινής υπουργικής απόφασης 3686/2020, (3) η ακριβής ημερομηνία δημοσίευσης της προκήρυξης, κατά το πλήρες σώμα της, δεν προκύπτει ούτε από την τρίτη προσβαλλόμενη με την αίτηση ακυρώσεως … απόφαση του Διοικητή της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση του αιτούντος κατά του από 8-1-2021 πίνακα επιλεγέντων και επιλαχόντων δικηγόρων, ούτε από την 1836/16-2-2021 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Μεταναστευτικής Πολιτικής του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου περί κυρώσεως των οριστικών πινάκων, ούτως ώστε να διαπιστώνεται μετά βεβαιότητας, με αναφορά στη σταθερή αυτή ημερομηνία, η έναρξη της διαδικασίας υποβολής των αιτήσεων υποψηφιότητας, (4) ειδικά ως προς το Π.Γ.Α. Δυτικής Ελλάδας, για το οποίο είχε υποβάλει υποψηφιότητα ο αιτών, ο Δικηγορικός Σύλλογος Πατρών έλαβε καθυστερημένα γνώση της προκήρυξης και την ανήρτησε στο κατάστημά του μόλις στις 2-10-2020, οπότε και ο αιτών έλαβε γνώση αυτής, δεν προκύπτει δε από την απόφαση περί απόρριψης της ένστασης του αιτούντος αν οι αιτήσεις υποψηφιότητας των δύο (2) επιλεγεισών δικηγόρων κατετέθησαν μετά την ως άνω ημερομηνία, (β) έλλειψη αιτιολογίας τόσο της … απόφασης του Διοικητή της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και της … απόφασης του Γενικού Γραμματέα Μεταναστευτικής Πολιτικής του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, καθόσον δεν αναφέρεται σε αυτές η ημεροχρονολογία υποβολής εκάστης αίτησης υποψηφιότητας, ώστε να τεκμηριώνεται η κατά χρονική προτεραιότητα κατάταξη αυτών και, ειδικότερα, αν οι αιτήσεις των δύο (2) επιλεγεισών δικηγόρων κατετέθησαν προ της κατάθεσης της αίτησης του αιτούντος, (γ) παράβαση των συνταγματικών αρχών της αξιοκρατίας και της ισότητας, που επιβάλλουν την κατάταξη των υποψηφίων προς εγγραφή στο Μητρώο Νομικής Συνδρομής βάσει κριτηρίων συναπτομένων με ικανότητα, ειδίκευση και εμπειρία των υποψηφίων δικηγόρων και όχι με βάση το τυχαίο και συμπτωματικό κριτήριο της χρονικής προτεραιότητας υποβολής των σχετικών αιτήσεων.

7. Επειδή, κατά την κρατήσασα στην Επιτροπή γνώμη, οι ως άνω λόγοι ακυρώσεως δεν μπορούν να θεωρηθούν προδήλως βάσιμοι, καθόσον οι εφαρμοσθείσες κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης προκήρυξης διατάξεις του ν. 4375/2016 και της κοινής υπουργικής απόφασης 3686/2020 δεν έχουν τύχει νομολογιακής επεξεργασίας, ώστε να υπάρχει προηγούμενη δικαστική κρίση επί των ειδικώς τιθεμένων με αυτούς ζητημάτων (πρβλ. Ε.Α. 200, 282/2018, 19/2019). Περαιτέρω, η βλάβη του αιτούντος ως εκ της εγγραφής του σε θέση επιλαχόντος στο εν λόγω Μητρώο (την οποία όλως αορίστως επικαλείται με το εκ των υστέρων υποβληθέν, στις 25-10-2022, αίτημα αυτού περί χορήγησης προσωρινής διαταγής), ως προεχόντως οικονομική, δεν παρίσταται ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της υπ’ αυτού ασκηθείσης αιτήσεως ακυρώσεως (πρβλ. Ε.Α. 110/2006, 446/2008). Δεν συντρέχει, συνεπώς, κατά την κρίση της Επιτροπής, λόγος χορήγησης αναστολής ή λήψης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 52 παρ. 8 του π.δ. 18/1989, άλλου πρόσφορου μέτρου, όπως η προσωρινή εγγραφή του αιτούντος στο Μητρώο του Π.Γ.Α. Δυτικής Ελλάδας, την οποία ζητεί με το ως άνω από 25-10-2022 αίτημα προσωρινής διαταγής (και η οποία θα είχε ως συνέπεια την περαιτέρω μείωση των ανατιθεμένων στους ήδη εγγραφέντες σε αυτό συναδέλφους του υποθέσεων, δεδομένου μάλιστα ότι ο συνολικός αριθμός προσφυγών ενώπιον της Επιτροπής Ασύλου σε όλη τη Χώρα έχει ήδη σημαντικά μειωθεί, σύμφωνα με τα προσκομισθέντα από τη Διοίκηση στοιχεία). Κατά τη γνώμη, όμως, της Συμβούλου…, ανεξαρτήτως (α) του αν νομίμως ορίσθηκε με την ως άνω διάταξη της παρ. 15 της … απόφασης-προκήρυξης ο ως άνω ειδικός τρόπος δημοσίευσης αυτής – περί της θέσπισης του οποίου ουδέν αναφέρεται στην παρ. 8 του άρθρου 7 του ν. 4375/2016 ή στην παρ. 2 του άρθρου 2 της 3686/2020 κοινής υπουργικής απόφασης -, (β) του αν πράγματι τηρήθηκαν όλες οι προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή της προκήρυξης διατυπώσεις δημοσιότητας (όπως, ιδίως, η δημοσίευση περίληψης αυτής σε δύο εφημερίδες πανελλαδικής εμβέλειας) και (γ) του αν ασκεί εν προκειμένω επιρροή η γνωστοποίηση της προκήρυξης στα μέλη του οικείου δικηγορικού συλλόγου στις 2-10-2020, πάντως η … απόφαση-προκήρυξη του Διοικητή της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν ορίζει ρητώς και σαφώς την ημερομηνία έναρξης της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων υποψηφιότητας των ενδιαφερομένων να εγγραφούν στο Μητρώο Νομικής Συνδρομής, και δη σε συνάρτηση προς την ολοκλήρωση των ανωτέρω, οριζομένων στην παράγραφο 15 αυτής, διατυπώσεων δημοσιότητας. Η έλλειψη αυτή, συνδυαζόμενη με την πρόβλεψη της χρονικής προτεραιότητας υποβολής των αιτήσεων υποψηφιότητας ως μόνου κριτηρίου επιλογής μεταξύ των πληρούντων τις τυπικές προϋποθέσεις προς εγγραφή στο Μητρώο δικηγόρων, συνεπάγεται, κατά τη μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, πρόδηλη παραβίαση όχι μόνον της ως άνω διάταξης του άρθρου 2 παρ. 2 της 3686/2020 κοινής υπουργικής απόφασης, όσο, κυρίως, των αρχών της διαφάνειας και αξιοκρατίας, οι οποίες θα έπρεπε να διέπουν την προκειμένη διαδικασία επιλογής δικηγόρων. Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, η υπό κρίση αίτηση αναστολής θα έπρεπε να γίνει δεκτή και να διαταχθεί ως πρόσφορο μέτρο η προσωρινή εγγραφή του αιτούντος στο Μητρώο Νομικής Συνδρομής της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, μέχρις ότου δημοσιευθεί η απόφαση του Δικαστηρίου επί της υπ’ αυτού ασκηθείσης αιτήσεως ακυρώσεως.

8. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Προσβάλλεται εθνικός κατάλογος στον οποίο περιλαμβάνεται η Τουρκία ως ασφαλής τρίτη χώρα για ορισμένες κατηγορίες αιτούντων διεθνή προστασία, με συνέπεια οι αιτήσεις αυτών να απορρίπτονται κατ’ αρχήν ως απαράδεκτες. Το Δικαστήριο διατυπώνει προδικαστικά ερωτήματα προς το ΔΕΕ σε σχέση με την επιρροή επί της νομιμότητας του ανωτέρω εθνικού καταλόγου που ασκεί το γεγονός ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα (που στην συγκεκριμένη περίπτωση υπερβαίνει τους είκοσι μήνες) η Τουρκία αρνείται την επανεισδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία και δεν προκύπτει ότι ερευνήθηκε το ενδεχόμενο να μεταβληθεί η στάση της χώρας αυτής στο προσεχές μέλλον.

Το ενωσιακό δίκαιο (άρθρο 38 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ) επιτρέπει την απόκλιση από τον κανόνα της κατ’ αρχήν εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας επί της ουσίας, μεταξύ άλλων και στην περίπτωση των ασφαλών τρίτων χωρών, όταν δηλαδή ο αιτών, ως εκ της επαρκούς σύνδεσής του με τρίτη χώρα, όπως ορίζεται από την εθνική νομοθεσία, αναμένεται ευλόγως να αναζητήσει προστασία στην τρίτη αυτή χώρα και υφίστανται λόγοι για να θεωρηθεί ότι ο αιτών θα τύχει εισδοχής ή επανεισδοχής στην εν λόγω χώρα.

Το εθνικό δίκαιο (άρθρο 86 ν. 4636/2019) υιοθέτησε την έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας και προέβλεψε, εκτός από την εφαρμογή της σε ατομικές περιπτώσεις αιτούντων διεθνή προστασία, την κατάρτιση εθνικού καταλόγου ασφαλών τρίτων χωρών στον οποίο περιλαμβάνονται οι χώρες που χαρακτηρίζονται ως γενικά ασφαλείς για ορισμένες κατηγορίες αιτούντων. Όταν μία τρίτη χώρα έχει χαρακτηρισθεί ως γενικά ασφαλής, ο αιτών διεθνή προστασία φέρει το βάρος της προβολής και της απόδειξης των ισχυρισμών ότι η εν λόγω χώρα δεν είναι ασφαλής για την περίπτωσή του, ενόψει των συγκεκριμένων συνθηκών υπό τις οποίες τελεί.

Προσβάλλεται κοινή υπουργική απόφαση (42799/3.6.2021) του Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών και του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου, με την οποία καταρτίσθηκε εθνικός κατάλογος ασφαλών τρίτων χωρών που περιλαμβάνει την Τουρκία ως ασφαλή τρίτη χώρα για ορισμένες κατηγορίες αιτούντων διεθνή προστασία. Μετά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως εκδόθηκε  νεότερη κοινή υπουργική απόφαση 458568/15.12.2021 των ιδίων Υπουργών, με την οποία, κατόπιν «επανεξέτασης και επικαιροποίησης» των στοιχείων στα οποία είχε στηριχθεί η αρχική πράξη, χαρακτηρίσθηκε εκ νέου η Τουρκία ως ασφαλής τρίτη χώρα για τις ίδιες κατηγορίες αιτούντων διεθνή προστασία.

Η πράξη χαρακτηρισμού τρίτης χώρας ως ασφαλούς έχει κανονιστικό χαρακτήρα.

Κρίνεται ότι τόσο το πρώτο αιτούν σωματείο όσο και η δεύτερη αιτούσα αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία νομιμοποιούνται στην άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως. Ειδικώς, η αιτούσα εταιρεία νομιμοποιείται στην άσκηση της αιτήσεως κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, εφόσον πάντως εφαρμόσθηκε το προϊσχύσαν δίκαιο (Εμπορικός Νόμος) –χωρίς η σχετική ευθύνη να βαρύνει αποκλειστικά την ίδια- από τα κατά το δίκαιο αυτό αρμόδια κρατικά όργανα ως προς τις προϋποθέσεις απόκτησης νομικής προσωπικότητας από αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία (και όχι το ισχύον περί καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ.).   

Η δίκη συνεχίζεται ως προς την 458568/15.12.2021 ΚΥΑ και καταργείται ως προς την 42799/3.6.2021 ΚΥΑ.

Απορρίπτεται λόγος ακυρώσεως περί αναρμοδιότητας του Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών.

Κρίνεται ότι τόσο κατά το ενωσιακό δίκαιο όσο και κατά το εσωτερικό δίκαιο η επίκληση από τον διάδικο διάταξης οδηγίας, η οποία δεν είναι αρκούντως σαφής, ακριβής και απαλλαγμένη αιρέσεων ώστε να έχει άμεσο αποτέλεσμα, δεν μπορεί να καταλήγει στο να μην εφαρμόζεται από δικαστήριο κράτους μέλους μια διάταξη εθνικού δικαίου. Το άρθρο 38 παρ. 2 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ έχει άμεσο αποτέλεσμα και, συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως ότι η διάταξη αυτή έχει μεταφερθεί πλημμελώς με το άρθρο 86 του ν. 4636/2019 προβάλλεται παραδεκτώς ενώπιον του εθνικού δικαστή, είναι όμως αβάσιμος.

Περαιτέρω, το Δικαστήριο, με επίκληση προηγούμενης νομολογίας του (ΣτΕ Ολομ. 2347-8/2017), κρίνει ότι τρίτη χώρα, η οποία έχει επικυρώσει την Σύμβαση της Γενεύης με γεωγραφικό περιορισμό, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ασφαλής, κατά την έννοια των άρθρων 86 του ν. 4636/2019 και 38 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, εφόσον τηρεί την αρχή της μη επαναπροώθησης και παρέχει επαρκή προστασία ορισμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως, μεταξύ άλλων, του δικαιώματος πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη και την αγορά εργασίας.

Ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού της εξασφάλισης της κατά το δυνατόν ταχείας εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, ενόψει και των οριζομένων στο άρθρο 18 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το άρθρο 38 της οδηγίας (και, αντιστοίχως, το άρθρο 86 του ν. 4636/2019) έχει την έννοια ότι δεν είναι δυνατός ο χαρακτηρισμός τρίτης χώρας ως ασφαλούς εφόσον δεν προκύπτει ότι θα καταστεί εφικτή η εισδοχή ή η επανεισδοχή του αιτούντος διεθνή προστασία στην εν λόγω τρίτη χώρα διότι, στην αντίθετη περίπτωση, θα παρατεινόταν απλώς ο χρόνος εξέτασης του υποβληθέντος αιτήματος διεθνούς προστασίας και η αβεβαιότητα του αιτούντος ως προς το καθεστώς παραμονής του στην χώρα στην οποία υπέβαλε το αίτημα, χωρίς να αποκλείεται ο κίνδυνος επαναπροώθησής του σε χώρα στην οποία κινδυνεύει να υποστεί δίωξη και το ενδεχόμενο διατάραξης των διεθνών σχέσεων των κρατών. Η άποψη ότι η δυνατότητα εισδοχής ή επανεισδοχής του αλλοδαπού αιτούντος προστασία στην τρίτη χώρα αποτελεί προϋπόθεση του χαρακτηρισμού τρίτης χώρας ως ασφαλούς, έχει αποτυπωθεί εξάλλου σε κείμενα ηπίου δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης και έχει υποστηριχθεί και από μερίδα της θεωρίας του διεθνούς δικαίου,  ενώ την έχουν υιοθετήσει δικαστήρια και άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ολλανδικό Συμβούλιο της Επικρατείας). Περαιτέρω, η διαπίστωση της συνδρομής της προϋπόθεσης της δυνατότητας εισδοχής ή επανεισδοχής του αλλοδαπού στην ασφαλή τρίτη χώρα περιλαμβάνει την εξέταση τόσο του υφιστάμενου στην εν λόγω χώρα νομικού καθεστώτος (ήτοι της τυχόν ανάληψης σχετικής νομικής υποχρέωσης εκ μέρους της τρίτης χώρας) όσο και της εν τοις πράγμασι συμμόρφωσης της τρίτης χώρας προς τις αναληφθείσες σχετικές υποχρεώσεις της. Από τα ανωτέρω  συνάγεται ότι, στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος καταρτίσει εθνικό κατάλογο γενικά ασφαλών τρίτων χωρών, κάνοντας χρήση της παρεχομένης από το άρθρο 38 παρ. 2 της οδηγίας σχετικής ευχέρειας, δεν επιτρέπεται, για τους λόγους ταχείας ολοκλήρωσης της εξέτασης των αιτημάτων διεθνούς προστασίας που αναφέρθηκαν παραπάνω, να χαρακτηρισθεί κανονιστικώς ως ασφαλής, τρίτη χώρα εφόσον δεν διαπιστώνεται η συνδρομή της προαναφερθείσας προϋπόθεσης – της δυνατότητας εισδοχής ή επανεισδοχής στην χώρα αυτή – και ως προς τα δύο προεκτεθέντα επί μέρους σκέλη της. 

Κατά την γνώμη όμως δύο Συμβούλων, οι οποίοι μειοψήφησαν, ο έλεγχος της συνδρομής της κατά τα ανωτέρω προϋπόθεσης δεν χωρεί κατά την κατάρτιση του καταλόγου ασφαλών τρίτων χωρών αλλά κατά την έκδοση των ατομικών πράξεων εφαρμογής της, ενώ ένας Σύμβουλος και μία Πάρεδρος υποστήριξαν ότι η εισδοχή ή η επανεισδοχή του αλλοδαπού στην ασφαλή τρίτη χώρα πρέπει να εξακριβώνεται κατά την στιγμή της εκτέλεσης της απόφασης της αρμόδιας εθνικής αρχής που απορρίπτει αίτημα διεθνούς προστασίας για τον λόγο αυτόν, και δεν αποτελεί στοιχείο της νομιμότητας της κανονιστικής πράξης περί χαρακτηρισμού γενικώς τρίτης χώρας ως ασφαλούς ή της ατομικής, απορριπτικής του αιτήματος, πράξης.

Το Δικαστήριο κρίνει ότι ικανοποιείται η κατά τα ανωτέρω, προκύπτουσα από το άρθρο 38 παρ. 4 της οδηγίας (και, αντιστοίχως, το άρθρο 86 παρ. 5 του ν. 4636/2019) προϋπόθεση, ως προς το πρώτο («νομικό») σκέλος της, εφόσον από τις σχετικές διεθνείς συμφωνίες και την από 18.3.2016 κοινή δήλωση Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας προκύπτει ότι νομίμως έγινε δεκτό από τον κανονιστικό νομοθέτη ότι η Τουρκία ανέλαβε την νομική υποχρέωση να αποδέχεται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την επανεισδοχή από την Ελλάδα αλλοδαπών αιτούντων διεθνή προστασία. Ως προς το δεύτερο όμως σκέλος της, το οποίο αφορά την εν τοις πράγμασι συμμόρφωση της Τουρκίας προς τις εν λόγω νομικές υποχρεώσεις της, η ίδια προϋπόθεση δεν ικανοποιείται, αφού δεν προκύπτει ότι πραγματοποιείται η επανεισδοχή στην Τουρκία των αιτούντων διεθνή προστασία, των οποίων τα αιτήματα έχουν απορριφθεί ως απαράδεκτα για τον λόγο της «ασφαλούς τρίτης χώρας», αλλά, αντιθέτως, όπως  αναφέρεται στο σχετικό σημείωμα της αρμόδιας Υπηρεσίας, το οποίο συνοδεύει την εισήγηση του Διοικητή της Υπηρεσίας Ασύλου, στην συνέχεια της οποίας εκδόθηκε η επίδικη Κοινή Υπουργική Απόφαση, «Από τον Μάρτιο του 2020 έως και σήμερα [δηλαδή για διάστημα που υπερβαίνει τους είκοσι μήνες] οι επιστροφές από την Ελλάδα στην Τουρκία έχουν παγώσει», χωρίς μάλιστα διάκριση ως προς την νομική βάση (διεθνείς συμφωνίες ή κοινή δήλωση Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας) δυνάμει της οποίας διατάσσονται οι επιστροφές. Ούτε μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του Δημοσίου ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν πάσχει από την άποψη αυτήν, προεχόντως διότι τα  προβαλλόμενα, ότι πρόκειται για προσωρινή «και κατά το μάλλον ή ήττον δικαιολογημένη [λόγω της συγκυρίας] μη εφαρμογή [της κοινής δήλωσης της 18.3.2016]» («η Τουρκία προσωρινά, λόγω της πανδημίας COVID, (γεγονός παγκόσμιο και αναμφισβήτητο), δεν δέχεται επανεισδοχές το τελευταίο χρονικό διάστημα»), δεν ευρίσκουν έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου. Ούτε προκύπτει εξάλλου ότι ερευνήθηκε από την αρμόδια αρχή το ενδεχόμενο να μεταβληθεί η στάση της Τουρκίας ως προς το ζήτημα αυτό στο προσεχές μέλλον. Για τον λόγο, συνεπώς, αυτόν, βασίμως προβαλλόμενο, θα έπρεπε, κατά την γνώμη που πλειοψήφησε ως προς την ερμηνεία του άρθρου 38 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ και του άρθρου 86 του ν. 4636/2019, να γίνει δεκτή η  αίτηση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη 458568/15.12.2021 κοινή υπουργική απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών και του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου, κατά το μέρος που καθορίζεται με αυτήν η Τουρκία ως ασφαλής τρίτη χώρα για ορισμένες κατηγορίες αιτούντων διεθνή προστασία. Αντιθέτως, κατά την άποψη της μειοψηφίας, ο λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος διότι η διαπίστωση της συνδρομής της εν τοις πράγμασι αποδοχής της επανεισδοχής των αιτούντων διεθνή προστασία  δεν αποτελεί στοιχείο του κύρους της κανονιστικής πράξης περί του χαρακτηρισμού γενικώς τρίτης χώρας ως ασφαλούς αλλά εξετάζεται σε επόμενα στάδια της διοικητικής διαδικασίας.

Δοθέντος όμως ότι γεννώνται εύλογες αμφιβολίες ως προς την έννοια του άρθρου 38 της οδηγίας, το Δικαστήριο αναβάλλει την οριστική του κρίση  και διατυπώνει προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

              α) Το άρθρο 38 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική (κανονιστική) ρύθμιση, με την οποία χαρακτηρίζεται ως γενικώς ασφαλής για ορισμένες κατηγορίες αιτούντων διεθνή προστασία τρίτη χώρα, η οποία έχει μεν αναλάβει την νομική υποχρέωση να επιτρέπει την επανεισδοχή στο έδαφός της των εν λόγω κατηγοριών αιτούντων διεθνή προστασία, προκύπτει, όμως, ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα (που στην συγκεκριμένη περίπτωση υπερβαίνει τους είκοσι μήνες) η χώρα αυτή αρνείται την επανεισδοχή και δεν προκύπτει ότι ερευνήθηκε το ενδεχόμενο να μεταβληθεί η στάση της χώρας στο προσεχές μέλλον; ή

              β) έχει την έννοια ότι η επανεισδοχή στην τρίτη χώρα δεν αποτελεί σωρευτική προϋπόθεση για την έκδοση της εθνικής (κανονιστικής) πράξης, με την οποία χαρακτηρίζεται τρίτη χώρα ως γενικώς ασφαλής για ορισμένες κατηγορίες αιτούντων διεθνή προστασία, αλλά αποτελεί σωρευτική προϋπόθεση για την έκδοση της ατομικής πράξης, με την οποία απορρίπτεται συγκεκριμένο αίτημα διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτο για τον λόγο της «ασφαλούς τρίτης χώρας»; ή

              γ) έχει την έννοια ότι η επανεισδοχή στην «ασφαλή τρίτη χώρα» πρέπει να εξακριβώνεται μόνον κατά την στιγμή της εκτέλεσης της απόφασης, όταν η απόφαση αυτή περί απορρίψεως του αιτήματος διεθνούς προστασίας βασίζεται στον λόγο της «ασφαλούς τρίτης χώρας»;

Επιπλέον, το Δικαστήριο υποβάλλει με την απόφασή του αίτημα για την εφαρμογή της ταχείας διαδικασίας από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πηγή: Συμβούλιο της Επικρατείας, 3.2.2023

Ως εξελληνισμός του κυρίου ονόματος πολιτογραφούμενου ομογενούς νοείται όχι μόνο η πιστή φθογγολογική αντιστοίχιση του ονόματος του ενδιαφερόμενου – όπως αυτό είχε καταχωρισθεί στην ληξιαρχική πράξη γέννησης της χώρας της πρώτης ιθαγένειας, επί τη βάσει της οποίας εχώρησε η απόφαση πολιτογράφησης – με όνομα της ελληνικής γλώσσας, αλλά και η εν ευρεία εννοία μεταφορά και απόδοση του ονόματός του στην ελληνική γλώσσα, ως στοιχείου ένταξης του πολιτογραφούμενου ομογενούς στην ελληνική έννομη τάξη και κοινωνική ζωή. Αντίθετη μειοψηφία. Πλημμελώς αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση. Παραπομπή της υπόθεσης στην επταμελή σύνθεση.

4. Επειδή, σύμφωνα με τις ανωτέρω παρατιθέμενες διατάξεις του Κ.Ε.Ι., όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν, για την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας με πολιτογράφηση ομογενούς κατόχου ΕΔΤΟ, ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει αίτηση πολιτογράφησης συνοδευόμενη, πλην άλλων, από επίσημα μεταφρασμένο νομίμως επικυρωμένο πιστοποιητικό γέννησης, το οποίο έχει εκδοθεί από την αρμόδια αρχή της χώρας της πρώτης του ιθαγένειας. Η απόφαση πολιτογράφησης εκδίδεται επί τη βάσει των αναφερομένων στο πιστοποιητικό αυτό ονοματεπωνυμικών του στοιχείων, ακολούθως δε χωρεί η εγγραφή του πολιτογραφημένου ομογενούς στο δημοτολόγιο και το μητρώο αρρένων επί τη βάσει των αναγραφομένων στην απόφαση πολιτογράφησής του ονοματεπωνυμικών στοιχείων (βλ. άρθρα 2 και 6 π.δ/τος 497/1991, Α΄ 180). Εξ άλλου, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου μόνου του ν.δ/τος 2573/1953 (Α΄ 241), όπως ισχύει, προκειμένου περί ομογενούς αλλοδαπού που αποκτά την ελληνική ιθαγένεια, ο Νομάρχης (και ήδη ο Δήμαρχος, βλ. άρθρο 94 παρ. 6 του ν. 3852/2010, Α΄ 87), μπορεί να αποφασίσει, προς τον σκοπό του εξελληνισμού του ονόματός του, την αλλαγή τόσο του επωνύμου όσο και του κυρίου ονόματός του, όπως αυτά είναι καταχωρισμένα στο δημοτολόγιο (και το μητρώο αρρένων). Ήδη δε, με την παρατιθέμενη στην προηγούμενη σκέψη διάταξη της παρ. 9α του άρθρου 142 του ν. 4251/2014 παρεσχέθη η δυνατότητα στον αιτούμενο την πολιτογράφηση ομογενή κάτοχο ΕΔΤΟ να ζητήσει και τον εξελληνισμό του κυρίου ονόματός του. Η τελευταία αυτή διάταξη διέπει την παρούσα υπόθεση, τούτο δε διότι, είναι μεν μεταγενέστερη της ένδικης … αποφάσεως πολιτογραφήσεως της αιτούσας, αίτηση τροποποίησης της οποίας απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, εντούτοις, πρέπει να θεωρηθεί ότι καταλαμβάνει όχι μόνο τις αιτήσεις πολιτογράφησης που υποβάλλονται μετά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, αλλά αφορά και αιτήματα εξελληνισμού του ονόματος ομογενούς μεταγενέστερα της απόφασης πολιτογράφησης που εξεδόθη πριν τη θέσπιση της ανωτέρω διάταξης με τον εν λόγω ν. 4251/2014. Εξ άλλου, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως εξελληνισμός του κυρίου ονόματος πολιτογραφούμενου ομογενούς νοείται όχι μόνο η πιστή φθογγολογική αντιστοίχιση του ονόματος του ενδιαφερόμενου – όπως αυτό είχε καταχωρισθεί στην ληξιαρχική πράξη γέννησης της χώρας της πρώτης ιθαγένειας, επί τη βάσει της οποίας εχώρησε η απόφαση πολιτογράφησης – με όνομα της ελληνικής γλώσσας, πράγμα το οποίο άλλωστε δεν είναι πάντοτε εφικτό, αλλά και η εν ευρεία εννοία μεταφορά και απόδοση του ονόματός του στην ελληνική γλώσσα, ως στοιχείου ένταξης του πολιτογραφούμενου ομογενούς στην ελληνική έννομη τάξη και κοινωνική ζωή. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Δ.Κ., ο οποίος διατύπωσε τη γνώμη ότι, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης πολιτογράφησης διατάξεις, για τον ομογενή αλλοδαπό, ο οποίος έχει αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια με απόφαση περί πολιτογραφήσεως εκδιδομένη επί τη βάσει των ονοματεπωνυμικών στοιχείων που αναγράφονται στην επίσημη μετάφραση της νομίμως επικυρωμένης αλλοδαπής πράξης γεννήσεώς του, δεν προβλέπεται η τροποποίηση της εν λόγω αποφάσεως περί πολιτογραφήσεως ως προς το αναγραφόμενο σε αυτήν όνομα. Στον πολιτογραφημένο Έλληνα ομογενή αλλοδαπό παρέχεται η δυνατότητα αλλαγής της καταχώρισης του κυρίου ονόματός του στο δημοτολόγιο, μόνον προς τον σκοπό του εξελληνισμού του (σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου μόνου του ν.δ/τος 2573/1953) και δη υπό την στενή έννοια αυτού, δηλαδή της πρόσδοσης, αν υπάρχει τέτοια δυνατότητα, στον ενδιαφερόμενο του αντίστοιχου ονόματος της ελληνικής γλώσσας. Εξ άλλου, η διάταξη του άρθρου 142 παρ. 9α του ν. 4251/2014 εφαρμόζεται στις αιτήσεις περί πολιτογραφήσεως ομογενών, οι οποίες υποβάλλονται μετά την έναρξη της ισχύος της, δεν αφορά δε τους ομογενείς, οι οποίοι έχουν αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια βάσει των ονοματεπωνυμικών στοιχείων, όπως αυτά απεδόθησαν στην επίσημη μετάφραση της αλλοδαπής πράξεως γεννήσεώς τους.

5. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: […] Η αιτούσα, γεννηθείσα το έτος 1982, υπήκοος Αλβανίας, κάτοχος Ειδικού Δελτίου Ταυτότητας Ομογενούς (Ε.Δ.Τ.Ο.), υπέβαλε στον Δήμο Αθηναίων την … αίτηση πολιτογράφησης για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Ι. (ν. 3284/2004), όπως τότε ίσχυε. […] Η αιτούσα απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια από την ημερομηνία της ορκωμοσίας της (1.6.2012), με την δε … απόφαση του ίδιου ως άνω Γενικού Γραμματέα διετάχθη η εγγραφή της στο δημοτολόγιο του Δήμου Αθηναίων, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ/τος 497/1991. Στις 24.1.2019 η αιτούσα υπέβαλε ενώπιον του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής «αίτηση – ερώτημα», όπου ανέφερε ότι, ναι μεν ήταν καταχωρισμένη στα αρχεία του δημοτολογίου της κοινότητας […]Αλβανίας με το όνομα «…», εντούτοις, με την έλευσή της στην Ελλάδα βαπτίσθηκε, στις 13.10.1991, Χριστιανή Ορθόδοξη και έλαβε το όνομα «…», όπως προκύπτει από την προσκομισθείσα σχετική ληξιαρχική πράξη βάπτισής της. Ειδικότερα, ανέφερε ότι το όνομα «…», δεν είναι ελληνικό χριστιανικό ορθόδοξο, αποτελούσε δε από την παιδική της ηλικία αφορμή εμπαιγμού και ειρωνικών σχολίων σε βάρος της. Περαιτέρω, ανέφερε ότι, λόγω του ότι είναι Ελληνίδα πολίτης εκ πολιτογραφήσεως και όχι εκ γεννήσεως, αδυνατεί να ζητήσει την αλλαγή του ονόματός της από τα ελληνικά δικαστήρια, τα οποία δεν έχουν αρμοδιότητα για διόρθωση αλλοδαπών ληξιαρχικών πράξεων, ούτε όμως και από τις αλβανικές διοικητικές ή δικαστικές αρχές, διότι τέτοια δυνατότητα καταργήθηκε στο Αλβανικό δίκαιο από το έτος 2012. Κατόπιν τούτου, ζήτησε να εκδοθεί απόφαση διόρθωσης–συμπλήρωσης της ανωτέρω Φ.41083/2011/0036195/ 19.1.2012 απόφασης πολιτογραφήσεώς της, με την προσθήκη στο καταχωρισθέν στην απόφαση αυτή κύριο όνομά της «…» και του βαπτιστικού της ονόματος «…» […] Το ανωτέρω αίτημα απορρίφθηκε με την ήδη προσβαλλόμενη … απόφαση της Διεύθυνσης Ιθαγένειας Αθηνών του Υπουργείου Εσωτερικών, με την εξής αιτιολογία: «Η εγγραφή των πολιτογραφημένων αλλοδαπών στα δημοτολόγια και στα μητρώα αρρένων γίνεται με νόμιμο έρεισμα την απόφαση πολιτογράφησής τους […] και με τα όποια ονοματεπωνυμικά στοιχεία αναγράφονται σε αυτήν. Σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, για την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας με πολιτογράφηση, ο αλλοδαπός που επιθυμεί να πολιτογραφηθεί ως Έλληνας πολίτης υποβάλλει αίτηση πολιτογράφησης, συνοδευόμενη μεταξύ άλλων από πρωτότυπο πιστοποιητικό γέννησης, το οποίο έχει εκδοθεί από την αρμόδια αρχή της χώρας της πρώτης του ιθαγένειας, νομίμως επικυρωμένο με πρωτότυπη επίσημη μετάφρασή του. Βάσει των αναφερομένων σε αυτό το πιστοποιητικό ονοματεπωνυμικών στοιχείων εκδίδεται η απόφαση πολιτογράφησης. Ενόψει των ανωτέρω, γίνεται αντιληπτό ότι το πιστοποιητικό γέννησης είναι το σημαντικότερο συνοδευτικό της αίτησης πολιτογράφησης έγγραφο καθώς από αυτό αντλούνται στοιχεία για τον αιτούντα την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας. Η ενδιαφερόμενη είναι πολιτογραφημένη ομογενής, δηλαδή απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια από τον χρόνο πολιτογράφησής της (ημερομηνία ορκωμοσίας), η δε απόφαση πολιτογράφησής της, βασιζόμενη στο αλλοδαπό πιστοποιητικό γέννησής της την αναφέρει με τα συγκεκριμένα ονοματεπωνυμικά στοιχεία, ήτοι «…». Η μετέπειτα προσκόμιση από την αιτούσα της έκθεσης βάπτισής της με το όνομα … δεν επιφέρει καμία επίπτωση στην ελληνική έννομη τάξη και στην ήδη διαμορφωθείσα αστική της κατάσταση, καθόσον δεν είναι δυνατόν να γίνει τροποποίηση στην απόφαση πολιτογράφησης».

6. Επειδή, η ανωτέρω αιτιολογία απορρίψεως με την προσβαλλόμενη απόφαση του αιτήματος της αιτούσας περί διορθώσεως – συμπληρώσεως της αποφάσεως πολιτογραφήσεώς της ως προς το αναγραφόμενο σε αυτήν όνομα, με την προσθήκη στο καταχωρισθέν στην απόφαση αυτή όνομα «…» και του βαπτιστικού της ονόματος «…», δεν είναι νόμιμη. Και τούτο διότι, κατά τα γενόμενα ανωτέρω δεκτά, η εν λόγω είχε κατά νόμον τη δυνατότητα να ζητήσει την τροποποίηση της πράξεως πολιτογραφήσεώς της ως προς το αναγραφόμενο σε αυτήν όνομα, το δε αρμόδιο όργανο για τη πολιτογράφησή της ώφειλε, επιλαμβανόμενο του ανωτέρω υποβληθέντος αιτήματος, να εξετάσει αν συνέτρεχε περίπτωση εξελληνισμού του ονόματος που αναγράφεται στην απόφαση πολιτογραφήσεως υπό την ανωτέρω δοθείσα ευρεία έννοια αυτού. Κατά την άποψη όμως του Συμβούλου Δ.Κ., η ανωτέρω αιτιολογία είναι νόμιμη, διότι το αίτημα της αιτούσας περί αλλαγής του ονόματός της, χωρίς να τίθεται ζήτημα εξελληνισμού του, δια της τροποποιήσεως της αποφάσεως περί πολιτογραφήσεώς της, η οποία εκδόθηκε βάσει των ονοματεπωνυμικών στοιχείων που αναγράφονται στο πιστοποιητικό γεννήσεως της χώρας πρώτης ιθαγενείας της, δεν ευρίσκει έρεισμα στις διατάξεις που ίσχυαν κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η δε διάταξη του άρθρου 142 παρ. 9α του ν. 4251/2014 αφορά τις αιτήσεις πολιτογράφησης που υποβάλλονται μετά την έναρξη της ισχύος της και δεν καταλαμβάνει, ως εκ τούτου, την ένδικη υπόθεση.

7. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση θα έπρεπε να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η απόφαση …της Διεύθυνσης Ιθαγένειας Αθηνών του Υπουργείου Εσωτερικών. Ενόψει, όμως, της σπουδαιότητας του τιθέμενου ζητήματος, το Τμήμα, υπό την παρούσα πενταμελή σύνθεση, κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ/τος 18/1989, στην επταμελή σύνθεση […]

Παραβατική συμπεριφορά του αλλοδαπού, εκδηλουμένη κατ’ επανάληψιν με πράξεις του, που κατά νόμον είτε συνιστούν πταίσματα είτε διοικητικές παραβάσεις και συνδυαζομένη και με ποινική καταδίκη του για πλημμέλημα, η οποία καταδίκη, ωστόσο, δεν απέληξε στην επιβολή ποινής φυλακίσεως άνω του ενός έτους, είναι δυνατόν να συγκροτήσει λόγο δημοσίας τάξεως, δικαιολογούντα την άρνηση χορήγησης άδειας διαμονής. Δεν κωλύεται η Διοίκηση ν’ απορρίψει μεταγενέστερο αίτημά για χορήγηση αδείας διαμονής άλλου τύπου (του άρ. 19 ν. 4251/2014), εκ του γεγονότος ότι ειχε χορηγηθεί στον ενδιαφερόμενο κατά το παρελθόν άδεια διαμονής για μόνο τον λόγο ότι καθυστερούσε η οριστική διοικητική κρίση επί του αιτήματός του ασύλου.

8. Επειδή, με τον πρώτο λόγο εφέσεως προβάλλεται εσφαλμένη υπό του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ερμηνεία της εννοίας των λόγων δημοσίας τάξεως. Δεδομένου ότι, όπως προβάλλεται, δεν συνέτρεξε εδώ η νόμιμη [άρ. 6 περ. (γ) υποπερ. (i) του Κώδικα Μεταναστεύσεως] προϋπόθεση της ποινικής καταδίκης σε φυλάκιση ενός τουλάχιστον έτους, κατ’ ορθήν ερμηνεία του νόμου θα έπρεπε να είχε γίνει δεκτό ότι χαμηλής απαξίας πλημμελήμματα ή πταίσματα, έστω και κατ’ επανάληψιν τελούμενα από τον αλλοδαπό, δεν μπορούν να στεγασθούν στην έννοια των λόγων δημοσίας τάξεως. Προβάλλεται δε συναφώς [σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του αρ. 58 κωδ. π. δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), όπως τροποποιήθηκε ήδη από την παράγραφο 2 του άρ. 12 ν. 3900/2010, και, περαιτέρω, επανελήφθη με την παράγραφο 3 του άρθρου 15 ν. 4446/2016 (Α΄ 240)], ο βάσιμος ισχυρισμός ότι με τον λόγο εφέσεως αυτόν τίθεται συγκεκριμένο ερμηνευτικό ζήτημα, κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς, ζήτημα για το οποίο δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατ’ ουσίαν ο ίδιος αυτός λόγος εφέσεως, συνοδευόμενος από αντίστοιχο ισχυρισμό της παραγράφου 1 του αρ. 58 κωδ. π. δ/τος 18/1989, προβάλλεται ως εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι αυτό απαγορεύει την απομάκρυνση αλλοδαπού για λόγους δημοσίας τάξεως, οι οποίοι συγκροτούνται από αδικήματα ήσσονος ποινικής απαξίας, τελεσθέντα από αυτόν, διότι κάτι τέτοιο θίγει υπέρμετρα την ιδιωτική ζωή αλλοδαπού που διαβιοί νομίμως στην χώρα. […]

12. Επειδή, κατά την έννοια της υποπεριπτώσεως (iii) του άρθρου 6 περίπτ. (γ) του ν. 4251/2014 («άλλοι λόγοι δημόσιας τάξης, οι οποίοι θα πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς και αιτιολογημένα στη σχετική απόφαση») παραβατική συμπεριφορά του αλλοδαπού, εκδηλουμένη κατ’ επανάληψιν με πράξεις του, που κατά νόμον είτε συνιστούν πταίσματα είτε διοικητικές παραβάσεις και συνδυαζομένη και με ποινική καταδίκη του για πλημμέλημα, η οποία καταδίκη, ωστόσο, δεν απέληξε στην επιβολή ποινής φυλακίσεως άνω του ενός έτους [άρθρο 6 περίπτ. (γ) υποπεριπτ. (i)], είναι δυνατόν να συγκροτήσει λόγο δημοσίας τάξεως, δικαιολογούντα την άρνηση της αρμόδιας Αρχής να του χορηγήσει άδεια διαμονής (πρβλ. ΣτΕ 1306, 1363/2013, 1969, 2873, 4151/2012). Υπό την αμέσως ανωτέρω έννοια η εν λόγω διάταξη του ν. 4251/2014 δεν αντίκειται προς το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, διότι αποδίδει στα αρμόδια εθνικά όργανα εξουσία η οποία κινείται μέσα στο περιθώριο εκτιμήσεως που αυτά διαθέτουν κατά την Σύμβαση σε ό,τι αφορά το -κατά την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων- επί μέρους κριτήριο της «φύσεως και την βαρύτητας της διαπραχθείσης παραβάσεως». Είναι, συνεπώς, απορριπτέοι ως νόμω αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου λόγοι εφέσεως. […]

14. Επειδή, με τον έτερο λόγο εφέσεως προβάλλεται ότι ανεπιτρέπτως στο πλαίσιο της προκειμένης διαδικασίας του άρ. 19 του ν. 4251/2014 επανεξέτασε η Διοίκηση την συνδρομή λόγων δημοσίας τάξεως στο πρόσωπο της εκκαλούσας, διότι η αρνητική αυτή προϋπόθεση χορηγήσεως αδείας διαμονής σε αλλοδαπό (και μάλιστα για τα αυτά, ἐν μέρει προϋφιστάμενα, πραγματικά περιστατικά, τα συγκροτούντα τους λόγους) είχε κριθεί ήδη σιωπηρώς, όταν της είχε χορηγηθεί με πράξη του Γενικού Γραμματέα Δημοσίας Τάξεως άδεια παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, στις 24 Οκτωβρίου 2016, έχουσα ως νόμιμο έρεισμα το ως άνω άρθρο 22 του ν. 4375/2016, το οποίο κωλύει των επανεκτίμηση των αυτών περιστατικών στο πλαίσιο χορηγήσεως αδείας διαμονής του ν. 4251/2014.

15. Επειδή, ο αλλοδαπός που ζητεί άδεια διαμονής με βάση το άρ. 19 ν. 4251/2014, επιδιώκει την υπαγωγή του σε ένα καθεστώς με διαφορετικές προϋποθέσεις και συνέπειες από αυτές, υπό τις οποίες του είχε χορηγηθεί -με χαλαρώτερες, μάλιστα, προϋποθέσεις- το εντελώς εξαιρετικό καθεστώς του άρ. 22 ν. 4375/2016 [για όσον χρόνο το τελευταίο αυτό ίσχυσε, έως την κατάργησή του, δηλαδή, από το άρ. 72 παρ. 10 ν. 4825/21 (Α΄ 157)]. Και τούτο διότι, αρκούσε κατά την τελευταία αυτή διάταξη ως ουσιαστική προϋπόθεση η πενταετής καθυστέρηση στην οριστική διοικητική κρίση επί του αιτήματος για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ο δε νομοθέτης παρείχε σαφή ένδειξη ότι ο έλεγχος των ζητημάτων δημοσίας τάξεως και ασφαλείας κατ’ αρχήν θα επικεντρωνόταν σε ποινικά αδικήματα με έντονη απαξία. Δεν εκωλύετο, επομένως, η Διοίκηση, η οποία είχε χορηγήσει άδεια διαμονής σε αλλοδαπό για μόνο τον λόγο ότι καθυστερούσε η οριστική διοικητική κρίση επί του αιτήματός του για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ν’ απορρίψει μεταγενέστερο αίτημά του για χορήγηση αδείας διαμονής άλλου τύπου (του άρ. 19 ν. 4251/2014), η οποία αναμένεται να τραπεί κατά τρόπο πάγιο σε άδεια παροχής εργασίας, υπηρεσιών ή έργου κ.λπ. Τούτο δε, κατόπιν νέας σταθμίσεως των ιδίων λόγων δημοσίας τάξεως και ασφαλείας ή και επιγενομένων, πολύ περισσότερο, όπως στην προκείμενη περίπτωση δέχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, αφού η εκκαλούσα συνέχισε την παραβατική συμπεριφορά και μετά την χορήγηση αδείας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, συνεκτιμωμένων και των λοιπών νομίμων κριτηρίων. Ο ερμηνευτικός αυτός χειρισμός δεν αντίκειται στις αρχές της χρηστής Διοικήσεως και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, όπως αβασίμως προβάλλει η εκκαλούσα, διότι η αξιολόγηση των αυτών λόγων οι οποίοι ενδέχεται να καθιστούν ήδη τον αλλοδαπό απειλή για την δημόσια τάξη, γίνεται πλέον υπό το πρίσμα της (προβλεπτής) συνεχίσεως της διαμονής του με σκοπό την παροχή εργασίας, υπηρεσιών ή έργου, δηλαδή υπό καθεστώς με πάγιο χαρακτήρα, επι τη βάσει νέων πραγματικών δεδομένων, που συνίστανται στο ότι εξέλιπε πλέον ο εξαιρετικός λόγος ανθρωπιστικού χαρακτήρα, ο οποίος εβάρυνε ως εκ της φύσεώς του κατά την στάθμιση που είχε διενεργήσει η Διοίκηση, υπάγοντας τον αλλοδαπό στο καθεστώς του άρ. 22 ν. 4375/2016 και χορηγώντας του βάσει αυτής της υπαγωγής την προηγηθείσα άδεια διαμονής (πρβλ. ΣτΕ 4/2021). Συνεπώς, και ο λόγος αυτός εφέσεως, είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθώς και η έφεση στο σύνολό της.

Η παρακολούθηση στο εξωτερικό προγραμμάτων που εντάσσονται στην εκεί παρεχομένη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δεν συνιστά «σοβαρό» κατ’ άρ. 21 παρ. 6 ν. 4251/2014 «λόγο» που συγχωρεί σε ανήλικο αλλοδαπό κάτοχο άδειας διαμονής για οικογενειακή επανένωση, να παραμείνει εκτός Ελλάδος επί δωδεκάμηνο χρονικό διάστημα, χωρίς να θίγεται από την απουσία αυτήν η ισχύς της αδείας του.

8. Επειδή, όπως συνάγεται από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, η κατά την παράγραφο 6 του άρ. 21 ν. 4251/2014 έννοια των «σπουδών» στο εξωτερικό, οι οποίες συγχωρούν σε αλλοδαπό, κάτοχο αδείας διαμονής, να παραμείνει εκτός Ελλάδος επί δωδεκάμηνο το πολύ συναπτό χρονικό διάστημα, χωρίς να θίγεται από την απουσία αυτήν η ισχύς της αδείας του, προϋποθέτει εκπαίδευση επόμενη χρονικώς και ανώτερη της εκεί παρεχομένης δευτεροβάθμιας (ή ανάλογης προς την δευτεροβάθμια). Τούτο ισχύει και όταν πρόκειται για ανηλίκους, κατόχους αδείας διαμονής για οικογενειακή επανένωση, των οποίων η κοινωνική ένταξη αποτελεί ομολογημένο σκοπό του νομοθέτη (άρθρα 128-131) και για τους οποίους, άλλωστε, ο νόμος ρητώς προνοεί να έχουν ελεύθερη και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση σε όλες τις βαθμίδες εκπαιδεύσεως στην Ελλάδα, προβλέποντας ανάλογο δικαίωμα και όταν αυτοί αποκτήσουν στην συνέχεια αυτοτελείς άδειες διαμονής. Γι’ αυτήν την κατηγορία ανηλίκων, μάλιστα, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό και την τελεολογία των πιο πάνω διατάξεων, η παρακολούθηση στο εξωτερικό προγραμμάτων που εντάσσονται στην εκεί παρεχομένη δευτεροβάθμια ή πρωτοβάθμια εκπαίδευση, δεν μπορεί να συνιστά «σοβαρό» κατ’ άρ. 21 παρ. 6 ν. 4251/2014 «λόγο». […]

11. Επειδή, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης επελήφθη σχετικής αιτήσεως ακυρώσεως που άσκησε ο εφεσίβλητος. Με την εκκαλουμένη απόφασή του (74/2019) έκρινε εν πρώτοις ότι η απαρίθμηση των σοβαρών λόγων που δικαιολογούν την έως δωδεκάμηνο απουσία του αλλοδαπού από την Χώρα, είναι ενδεικτική κατά το γράμμα της διατάξεως του άρ. 21 παρ. 6 ν. 4251/14. Στην συνέχεια θεώρησε ως μη νόμιμη την έννοια που απέδωσε η Διοίκηση στον όρο «σπουδές» (ότι, δηλαδή, αυτές αφορούν «την παρακολούθηση προγράμματος … με σκοπό την απόκτηση πτυχίου και όχι τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση») και έκρινε περαιτέρω ότι ήταν δυνατόν ακόμα και παρακολούθηση μαθημάτων δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως στο εξωτερικό από κάτοχο αδείας διαμονής αυτής της κατηγορίας να συνιστά «σοβαρό λόγο» κατά την έννοια της διατάξεως. Κατόπιν αυτών και κατ’ αποδοχήν του σχετικού λόγου ακύρωσε την προσβληθείσα πράξη του Συντονιστή ως μη νομίμως αιτιολογημένη. […]

13. Επειδή, ο εκκαλών Υπουργός αμφισβητεί τις ερμηνευτικές αυτές κρίσεις του Διοικητικού Πρωτοδικείου και προβάλλει τον κατ’ άρ. 58 παρ. 1 εδ. β΄ επ. του κωδ. π. δ/τος 18/1989 ισχυρισμό ότι τίθεται με τον συναφή λόγο εφέσεως νομικό ζήτημα, το οποίο και προσδιορίζει, ήτοι αν κατά την έννοια του άρ. 21 παρ. 6 ν. 4251/14 η φοίτηση στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο εξωτερικό συνιστά “σοβαρό λόγο” που να συγχωρεί την εκτός Ελλάδος και για διάστημα πέραν των έξη μηνών απουσία αλλοδαπού, κατόχου αδείας διαμονής. Προβάλλει επίσης ότι επί του ζητήματος αυτού δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.

14. Επειδή, ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος, διότι δι’ αυτού αναδεικνύεται το ζήτημα, αυτό ανάγεται πράγματι στην ερμηνεία του νόμου και δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επ’ αυτού. Ο σχετικός λόγος, εφέσεως, επομένως, προβάλλεται παραδεκτώς.

15. Επειδή, με βάση όσα έχουν εκτεθεί σε προηγουμένη σκέψη, στην έννοια των «σπουδών» στο εξωτερικό, η οποία ρητώς τυποποιείται από τον νόμο ως «σοβαρός λόγος», δικαιολογητικός της απουσίας αλλοδαπού, περιλαμβάνεται εκπαίδευση, επόμενη χρονικώς και ανώτερη της εκεί παρεχομένης δευτεροβάθμιας (ή ανάλογης προς την δευτεροβάθμια). Όπως, επίσης, έχει εκτεθεί ανωτέρω, η παρακολούθηση στο εξωτερικό προγραμμάτων που εντάσσονται στην εκεί παρεχομένη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δεν μπορεί να συνιστά ούτε και «σοβαρό» κατ’ άρ. 21 παρ. 6 ν. 4251/2014 «λόγο» για ανηλίκους, κατόχους αδείας διαμονής για οικογενειακή επανένωση. Συνεπώς, είναι βάσιμος ο λόγος εφέσεως, με τον οποίον ο Υπουργός παραπονείται ότι η κρίνοντας αντιθέτως η εκκαλουμένη, εσφαλμένα ερμήνευσε τον νόμο. Πρέπει, λοιπόν, να γίνει δεκτός και να εξαφανισθεί η υπ’ αριθμόν 74/2019 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του δευτέρου λόγου εφέσεως.

2. Επειδή, με το άρθρο πρώτο του ν. 3417/2005 (Α΄ 286) κυρώθηκε η Συνθήκη της 25ης Απριλίου 2005 για την προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Εξ άλλου, με το π.δ. 106/2007 “Ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή στην ελληνική επικράτεια των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους” (Α΄ 135), με το οποίο μεταφέρονται στο εθνικό δίκαιο οι διατάξεις της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (L 158) καθορίζονται οι όροι που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος εισόδου και διαμονής στην Ελλάδα των πολιτών των κρατών μελών της ΕΕ. Στο ανωτέρω διάταγμα, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 139 παρ. 2 του ν. 4251/2014 (Α΄ 80), ορίζεται ως “Πολίτης της Ένωσης” κάθε πρόσωπο το οποίο έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους της Ένωσης (άρθρο 2), ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με τη διαμονή και την μόνιμη διαμονή των προσώπων της κατηγορίας αυτής (άρθρα 6 επ.). Ειδικότερα, στο άρθρο 8 του δ/τος αυτού, με τον τίτλο “Χορήγηση βεβαίωσης εγγραφής στους πολίτες της Ένωσης” ορίζεται ότι πολίτες της ΕΕ που πρόκειται να διαμείνουν στην Ελλάδα για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τους τρεις μήνες από την ημερομηνία άφιξής τους υποχρεούνται πριν από τη λήξη του τριμήνου να εμφανίζονται στις αρμόδιες για τον χειρισμό θεμάτων αλλοδαπών αστυνομικές αρχές του τόπου κατοικίας τους, “για καταγραφή”, ότι οι υπηρεσίες αυτές “ενεργούν σχετική εγγραφή και χορηγούν … βεβαίωση για την πράξη τους”, μετά την προσκόμιση ορισμένων δικαιολογητικών, στο άρθρο 13 ορίζεται ότι πολίτες της ΕΕ που έχουν διαμείνει νομίμως για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών στην Ελλάδα έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής, στο δε άρθρο 16 με τον τίτλο “Έγγραφο πιστοποίησης μόνιμης διαμονής πολίτη της Ένωσης” ορίζεται ότι “[α]φού εξακριβωθεί η διάρκεια παραμονής των πολιτών της Ένωσης που είναι δικαιούχοι μόνιμης διαμονής … οι αρμόδιες για τον χειρισμό θεμάτων αλλοδαπών αστυνομικές αρχές του τόπου κατοικίας τους τους χορηγούν … έγγραφο που πιστοποιεί τη μόνιμη διαμονή τους”. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ. 1 και 2 του π.δ. 106/2007: “1. Κατά της διοικητικής απόφασης απέλασης είναι επιτρεπτή η άσκηση διοικητικής προσφυγής … 2. Κατά της αποφάσεως που εκδίδεται επί της διοικητικής προσφυγής της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και κατά της απόφασης απόρριψης της αίτησης για χορήγηση βεβαίωσης εγγραφής, δελτίου διαμονής ή μόνιμης διαμονής, της ανάκλησης ή μη ανανέωσής του, ασκείται αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 15 παρ. 3 του ν. 3068/2002 (Α΄ 274), όπως ισχύει”.

3. Επειδή, ο προαναφερθείς ν. 3068/2002 όριζε αρχικώς στο άρθρο 15 ότι στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου υπάγονται οι ακυρωτικές διαφορές, “οι οποίες γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών και αφορούν: α) Άρνηση χορηγήσεως σε αλλοδαπό θεωρήσεως εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή άρνηση παρατάσεως της ισχύος της. β) Απαγόρευση εισόδου αλλοδαπού στην Ελλάδα. γ) Άρνηση χορηγήσεως, άρνηση ανανεώσεως ή ανάκληση άδειας παραμονής αλλοδαπού στην Ελλάδα. δ) Άρνηση χορηγήσεως, άρνηση ανανεώσεως ή ανάκληση άδειας εργασίας αλλοδαπού. ε) Άρνηση χορηγήσεως, άρνηση ανανεώσεως ή ανάκληση άδειας ασκήσεως, από αλλοδαπό, ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας. στ) Διοικητική απέλαση. ζ) Εγγραφή στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών. η) Επαναπροώθηση αλλοδαπού στη χώρα προελεύσεως ή καταγωγής του ή σε τρίτη χώρα. θ) Επιβολή σε αλλοδαπό περιορισμών, αναγομένων στην εγκατάσταση, παραμονή σε ορισμένη περιοχή της χώρας, την άσκηση ορισμένου επαγγέλματος ή την υποχρέωση εμφανίσεώς του στις αστυνομικές αρχές” [παρ. 1] και ότι εξακολουθούν να εκδικάζονται από το Συμβούλιο της Επικρατείας “οι ακυρωτικές διαφορές που γεννώνται: α) Από την προσβολή πράξεων, αναφερομένων στην είσοδο, έξοδο, κίνηση, διαμονή, εγκατάσταση και απασχόληση στην Ελλάδα αλλοδαπών, οι οποίες εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. β) Από την προσβολή πράξεων, αναφερομένων στην αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα … γ) Από την προσβολή πράξεων που αφορούν την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας” [παρ. 3]. Το άρθρο 15 αντικαταστάθηκε ακολούθως με το άρθρο 49 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) ως εξής: “1. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου υπάγονται οι ακυρωτικές διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών εν γένει, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3. 2. … 3. Υπάγονται στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου οι ακυρωτικές διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που αφορούν: α) την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα … β) την κτήση και την απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας…”. Με το άρθρο 67 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51) αντικαταστάθηκε η παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 3068/2002 που αφορά την κατά τόπον αρμοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων για την εκδίκαση των διαφορών της παρ. 1 του ιδίου άρθρου, τροποποιήθηκαν δε με το άρθρο 29 παρ. 1 του ν. 4540/2018 (Α΄ 91) και το άρθρο 79 παρ. 4 του ν. 4635/2019 (Α΄ 167) ορισμένες διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 15 ως προς τις διαφορές που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα, χωρίς να μεταβληθεί η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του διοικητικού πρωτοδικείου και του διοικητικού εφετείου, όπως είχε καθορισθεί με τον ν. 3900/2010. Στη συνέχεια, το άρθρο 15 του ν. 3068/2002 αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 115 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169/1.11.2019), ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 125 αυτού, ισχύει από 1.1.2020, ορίσθηκαν δε τα εξής: “1. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου υπάγονται οι ακυρωτικές διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδίδονται: α) κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών εν γένει, β) που αφορούν την κτήση και την απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας, γ) που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα … 2. Για την εκδίκαση των διαφορών των περιπτώσεων α΄ και β΄ της προηγούμενης παραγράφου αρμόδιο κατά τόπον είναι το Διοικητικό Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η διοικητική αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη. Κατ’ εξαίρεση, αν πρόκειται για διαφορές που αφορούν είτε απόρριψη αιτήματος χορήγησης ή ανανέωσης ή ανάκλησης ισχύοντος τίτλου διαμονής και εργασίας, είτε απόφαση επιστροφής που ενσωματώνεται σε πράξη απόρριψης του αιτήματος χορήγησης ή ανανέωσης τίτλου διαμονής, καθώς και σε απόφαση ανάκλησης ισχύοντος τίτλου διαμονής, αρμόδιο είναι το Διοικητικό Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η αρμόδια υπηρεσία της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, στην οποία τηρείται ο διοικητικός φάκελος του αλλοδαπού, δηλαδή το ανά νομό Τμήμα Αλλοδαπών και Μετανάστευσης …3. Για την εκδίκαση των διαφορών της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1, αρμόδιο κατά τόπον δικαστήριο είναι … 7. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 των περιπτώσεων β΄ και γ΄ εφαρμόζονται στις εκκρεμείς υποθέσεις στα Διοικητικά Εφετεία της χώρας, για τις οποίες δεν έχει ορισθεί δικάσιμος, οι οποίες διαβιβάζονται στα κατά τόπον αρμόδια Διοικητικά Πρωτοδικεία της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου …”. Τέλος, το άρθρο 15 του ν. 3068/2002, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 57 παρ. 1 του ν. 4689/2020 (Α΄ 103/27.5.2020), ορίζει εξής: “1. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου υπάγονται οι ακυρωτικές διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων: α) που εκδίδονται, κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών εν γένει, με την επιφύλαξη της παρ. 9 και β) που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα … 2. … 3. Για την εκδίκαση των διαφορών της περ. α΄ της παρ. 1 αρμόδιο κατά τόπο είναι το διοικητικό πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η διοικητική αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη. Κατ’ εξαίρεση … 4. Για την εκδίκαση των διαφορών της περ. β΄ της παρ. 1, αρμόδιο κατά τόπο δικαστήριο είναι … 8. Οι διατάξεις της περ. β’ της παρ. 1 εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς ενώπιον των διοικητικών εφετείων υποθέσεις, για τις οποίες δεν έχει ορισθεί δικάσιμος, οι οποίες διαβιβάζονται στα κατά τόπο αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία της παρ. 4 … 9. Οι ακυρωτικές διαφορές που γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που αφορούν στην κτήση και απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας, υπάγονται στην αρμοδιότητα των κατά τόπον αρμόδιων τριμελών διοικητικών εφετείων …” [για την εν συνεχεία αντικατάσταση της παρ. 9 του άρθρου 15 του ν. 3068/2002 βλ. άρθρα 32 και 43 του ν. 4786/2021 (Α΄ 43/23.3.2021)].

4. Επειδή, όπως συνάγεται από τις διατάξεις που παρατίθενται στις προηγούμενες σκέψεις, οι ακυρωτικές διαφορές που γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων, με τις οποίες απορρίπτεται, δυνάμει των διατάξεων του π.δ. 106/2007, αίτηση για χορήγηση βεβαίωσης εγγραφής, δελτίου διαμονής ή μόνιμης διαμονής, όπως είναι και το “έγγραφο πιστοποίησης μόνιμης διαμονής” του άρθρου 16 του διατάγματος αυτού, καθώς και από την προσβολή πράξεων με τις οποίες ανακαλούνται οι ανωτέρω βεβαιώσεις και τα “έγγραφα πιστοποίησης”, δικάζονται από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στο οποίο υπάγονται κατά νόμον [άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 3068/2002, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 57 παρ. 1 του ν. 4689/2020], οι διαφορές από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών εν γένει (πρβλ. ΣτΕ 1304/2012, 695/2012). Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, με την οποία ζητείται η ακύρωση πράξης που ανακαλεί την χορηγηθείσα στον αιτούντα, υπήκοο Βουλγαρίας, “πιστοποίηση μόνιμης εγκατάστασης πολίτη ΕΕ”, πρέπει να παραπεμφθεί στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Χανίων.

Πιλοτική δίκη ξεκινά ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για ζητήματα συνταγματικότητας του νόμου για το πολιτικό άσυλο και την διεθνή προστασία. Συγκεκριμένα, δυνάμει της υπ’ αρ. ΑΔ534/2022 απόφασης Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ξεκινά πρώτυπη δίκη, λόγω σπουδαιότητας και ευρέως ενδιαφέροντος, ενώπιον του ΣτΕ με αντικείμενο τον έλεγχο συνταγματικότητας του α. 5 παρ. 7 ν. 4375/2016, όπως ισχύει μετά το ν. 4636/2019.

Με τη συγκεκριμένη διάταξη προβλέπεται ότι αποφάσεις επί αιτήσεων διεθνούς προστασίας, με τις οποίες αυτές απορρίπτονται με την ταχύρρυθμη διαδικασία ή ως προδήλως αβάσιμες ή ως απαράδεκτες ή ως εκπρόθεσμες ή στα πλαίσια της “διαδικασίας στα σύνορα” ή στα νησιά, εξετάζονται από Επιτροπές Προσφυγών σε μονομελή σύνθεση, αποτελούμενες από έναν διοικητικό δικαστή.

Το προδικαστικό ερώτημα το οποίο απευθύνθηκε αυτεπαγγέλτως από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο εκκρεμούς δίκης αίτησης διεθνούς προστασίας πολίτη Τόγκο έχει ως εξής:

«Είναι σύμφωνες με τα οριζόμενα στις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά την αναθεώρηση του 2001, οι διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 7 του ν. 4375/2016, σύμφωνα με τις οποίες οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, όργανα ενταγμένα στη δομή της εκτελεστικής εξουσίας, που ασκούν δικαιοδοτικής φύσης καθήκοντα – ως προς τα οποία καθήκοντα επιτρέπεται, από την παρ. 2 του ως άνω άρθρου του Συντάγματος, η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών σε συλλογικά όργανα –, μπορούν να λειτουργούν και να αποφαίνονται, στις ειδικότερα αναφερόμενες στο εν λόγω άρθρο κατηγορίες υποθέσεων, υπό μονομελή σύνθεση;». 

10. […] Η είσοδος στη Χώρα αλλοδαπών/υπηκόων τρίτης χώρας και η περαιτέρω διαμονή τους –η οποία μπορεί να είναι και μακρά– δεν είναι ελεύθερη ούτε ανεξέλεγκτη, αλλά διέπεται από κανονιστικό καθεστώς (του ν. 3386/2005) που επιβάλλει σ` αυτούς την υποχρέωση εφοδιασμού τους με διαβατήριο/ταξιδιωτικό έγγραφο, θεώρηση εισόδου και άδεια διαμονής για συγκεκριμένο σκοπό (για εργασία, ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα, σπουδές ή άλλο νόμιμο σκοπό) και καθιδρύει δεσμία αρμοδιότητα των αστυνομικών οργάνων για την έκδοση πράξεως απελάσεως (βλ. Σ.τ.Ε. 1248/2015. Επίσης, βλ. Σ.τ.Ε. 5208/1995 υπό το προγενέστερο καθεστώς του ν. 1975/1991, Α΄ 184) σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, που ο αλλοδαπός έχει παραβιάσει τις σχετικές διατάξεις, μετά δε την έναρξη ισχύος του ν. 3907/2011 πράξεως επιστροφής για τους παρανόμως διαμένοντες (κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη). Οι ρυθμίσεις των διατάξεων του ν. 3386/2005 αποσκοπούν όχι μόνον στην προστασία του γενικού (δημόσιου) συμφέροντος (της διασφαλίσεως της δημόσιας τάξεως, ασφάλειας, κοινωνικής ειρήνης, δημόσιας υγείας), αλλά και στην προστασία του συμφέροντος των ιδιωτών με την αποτροπή της προσβολής των συνταγματικώς προστατευόμενων έννομων αγαθών (της ζωής, της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας, της τιμής, της υπολήψεως, της προσωπικής ελευθερίας, της γενετήσιας ελευθερίας, της περιουσίας, της ιδιοκτησίας τους) από τη συμπεριφορά των παρανόμως εισελθόντων, διαμενόντων και εργαζόμενων στη Χώρα αλλοδαπών. Επίσης, αποσκοπούν και στην προστασία του συμφέροντος των προσώπων αυτών, τα οποία, όπως επισημαίνεται στην οικεία αιτιολογική έκθεση, «παραμένουν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής ορισμένες μάλιστα φορές σε συνθήκες κατώτερες του ελαχίστου που υπαγορεύει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, με αποτέλεσμα να εξωθούνται μοιραία σε ποικίλες μορφές παραβατικότητας, τροφοδοτώντας έτσι ακούσια, κατά καιρούς, τάσεις επιφυλακτικότητας εκ μέρους του ημεδαπού πληθυσμού». Άλλωστε, όσο τα αστυνομικά όργανα παραβιάζουν τις υποχρεώσεις τους και δεν εκδίδουν κατ’ ενάσκηση της δεσμίας αρμοδιότητάς τους πράξη απελάσεως ή μετά τις 26.1.2011 πράξη επιστροφής για τους παρανόμως διαμένοντες, δημιουργείται η βεβαιότητα σε όποιον αλλοδαπό εισήλθε λάθρα, διαμένει παρανόμως στη Χώρα και επιθυμεί να συμπεριφερθεί παρανόμως και να προσβάλει κάποιο έννομο αγαθό ότι ποτέ δεν θα τιμωρηθεί. Και τούτο, διότι η ταυτότητά του δεν είναι γνωστή στις ελληνικές αρχές ούτε έχουν ληφθεί τα δακτυλικά αποτυπώματά του (αφού δεν συνελήφθη ούτε κατά την παράνομη είσοδό του στη Χώρα ούτε κατά τη διάρκεια της παράνομης διαμονής του). Ενόψει των επιδιωκόμενων ως άνω προστατευτικών σκοπών των ρυθμίσεων του ν. 3386/2005, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε περίπτωση παρανόμως εισελθόντος στη Χώρα αλλοδαπού που επί μακρόν διαμένει και εργάζεται παρανόμως σε περιορισμένο κατ’ έκταση τόπο (λ.χ. νησί), η παράλειψη των αστυνομικών οργάνων να άρουν την παράνομη κατάσταση που προκλήθηκε από την παράνομη είσοδο και παραμονή του επί μακρόν στη Χώρα, μη εκδίδοντας, ενώ έχουν υποχρέωση και μπορούν, πράξη απελάσεως κατά παράβαση του άρθρου 76 παρ. 1 περ. β΄ του ν. 3386/2005 ή μετά τις 26.1.2011 πράξη επιστροφής κατά παράβαση του άρθρου 21 παρ. 1 εδ. τρίτο του ν. 3907/2011, μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικώς και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος επιζήμιου αποτελέσματος (εγκλήματος). Συνεπώς, υπάρχει γενικώς και αφηρημένως αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης αυτής παραλείψεως των οργάνων του Δημοσίου και της ζημίας (λ.χ. βλάβης του σώματος ή της υγείας ή θανατώσεως) τρίτου προσώπου, η οποία προκαλείται όταν ο παρανόμως εισελθών και διαμένων στην Ελλάδα υπήκοος τρίτης χώρας προσβάλει απολύτως προστατευόμενο έννομο αγαθό (πρβ. Σ.τ.Ε. 1964-1966/2021 7μ., 442/2012, 1364, 1677/2008, 4067/2005 7μ., 28/2000 κ.ά. σε περιπτώσεις παραλείψεων των αστυνομικών οργάνων να λάβουν τα αναγκαία, κατάλληλα και πρόσφορα μέτρα για την αποτροπή ζημιών εις βάρος φυσικών ή νομικών προσώπων κατά τη διάρκεια βίαιων επεισοδίων στο πλαίσιο μαζικής κινητοποιήσεως πολιτών ή διαδηλώσεων ή εξαιτίας τρομοκρατικών ενεργειών). […]

11. Επειδή, […] με την από 18.10.2017 αγωγή που άσκησε -από κοινού με τη μητέρα και την αδελφή της- η αναιρεσείουσα, εκπροσωπηθείσα νομίμως από την ως άνω δικαστική συμπαραστάτριά της (μητέρα της), ζήτησε, κατ’ επίκληση του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου να της καταβάλει τα προαναφερθέντα ποσά. Με την αγωγή αυτή ισχυρίσθηκε, προσκομίζοντας σχετικά αποδεικτικά μέσα (των οποίων γίνεται επίκληση στο δικόγραφο της αγωγής και στα πρωτοδίκως κατατεθέντα υπομνήματα), ότι ο ανωτέρω υπήκοος της ….. εισήλθε παρανόμως στη Ελλάδα από τα σύνορα του Έβρου του 2010. Περαιτέρω, προέβαλε ότι: (α) Η Ελληνική Αστυνομία όφειλε να είχε λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των συνόρων και ειδικότερα την πρόληψη και την αποτροπή της παράνομης εισόδου του δράστη, (β) όφειλε να τον είχε συλλάβει κατά την είσοδό του στη Χώρα, να τον είχε παραπέμψει στη δικαιοσύνη ή να τον είχε επαναπροωθήσει στη χώρα προελεύσεως ή καταγωγής του, (γ) όφειλε να είχε λάβει τα απαραίτητα μέτρα και να είχε διενεργήσει τους απαιτούμενους ελέγχους, προκειμένου να αποτραπεί και να εντοπισθεί η παράνομη παραμονή και εργασία του στη Χώρα, αλλά και να είχε κινήσει τις διαδικασίες που απαιτούνται από τον νόμο προκειμένου να πραγματοποιηθεί η διοικητική απέλασή του κατά τα άρθρα 44 του ν. 2910/2001 και 76 του ν. 3386/2005, αφού με την παράνομη είσοδο και παραμονή του στη Χώρα παραβιάσθηκαν οι διατάξεις του νόμου περί αλλοδαπών, (δ) η Ελληνική Αστυνομία παρέλειψε, ενώ όφειλε, να προβεί σε όλες τις ανωτέρω ενέργειες, με αποτέλεσμα ο ……… να κυκλοφορεί παρανόμως στη Χώρα, χωρίς να έχει γίνει έλεγχος των στοιχείων του, χωρίς να έχει καταγραφεί η είσοδός του και χωρίς να γίνουν οι απαιτούμενες ενέργειες για την επαναπροώθηση ή την απέλασή του και (ε) μεταξύ των ανωτέρω παράνομων πράξεων και παραλείψεων των οργάνων του Δημοσίου και της ζημίας της υφίσταται αιτιώδης συνάφεια και, ειδικότερα, εάν είχαν ληφθεί τα αναγκαία μέτρα από την Ελληνική Αστυνομία τόσο για την αποτροπή εισόδου στη Χώρα του ……..(αφού εισήλθε παρανόμως, χωρίς τις απαιτούμενες από τον νόμο διατυπώσεις) όσο και για τη σύλληψη και απέλασή του λόγω παράνομης παραμονής στη Χώρα (βρισκόταν στη Χώρα για 2 χρόνια, κυκλοφορούσε κανονικά χωρίς να κρύβεται και εργαζόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα στο νησί της Πάρου), ο ……. δεν θα βρισκόταν στη Χώρα και συνεπώς δεν θα συνέβαινε το γεγονός του βιασμού της από τον δράστη, αλλά και της ανεπανόρθωτης βλάβης της υγείας της που προκλήθηκε από τα βάναυσα χτυπήματά του. Σύμφωνα με το …./23.10.2018 έγγραφο του Διευθυντή της Διευθύνσεως Αλλοδαπών του Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ. (το οποίο προσκομίσθηκε από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο πρωτοδίκως με την έκθεση απόψεων επί της ως άνω αγωγής και το περιεχόμενό του παρατίθεται στα παραδεκτώς κατατεθέντα υπομνήματα των διαδίκων επί της αγωγής), ο ως άνω υπήκοος Πακιστάν δεν είχε υποβάλει αίτημα ασύλου στις αρμόδιες Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας και, ως εκ τούτου, δεν είχε χορηγηθεί σ’ αυτόν άδεια παραμονής (ροζ κάρτα) ως αιτούντα άσυλο ή άδεια διαμονής πρόσφυγα (λευκή) ούτε και ταξιδιωτικό έγγραφο (T.D.V.), επιπλέον δε ο ως άνω αλλοδαπός δεν είχε λάβει άδεια διαμονής από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές, ενώ, εξάλλου, δεν προέκυψε καταχώρισή του στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών ούτε στο σύστημα πληροφοριών Schengen (SIS II). Με την πρωτόδικη απόφαση η αγωγή αυτή, κατά το μέρος που ασκήθηκε από την αναιρεσείουσα, απορρίφθηκε ως αβάσιμη. Ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι ναι μεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του Δημοσίου, τα οποία παρέλειψαν να αποτρέψουν την παράνομη είσοδο του ανωτέρω αλλοδαπού στη Χώρα ή να τον εντοπίσουν κατά τη διετή παράνομη παραμονή του και κυκλοφορία του σε αυτήν και να τον υπαγάγουν σε διαδικασία επαναπροωθήσεως στη χώρα από την οποία προέρχεται, όπως είχαν καθήκον, όμως μόνη η κατά τα ανωτέρω παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου να αποτρέψουν την είσοδο και παραμονή του συγκεκριμένου αλλοδαπού στη Χώρα, ο οποίος δεν ήταν πριν από το ανωτέρω έγκλημα σεσημασμένος ή εγγεγραμμένος στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών ούτε η παρουσία του είχε επισημανθεί ή καταγγελθεί ως επικίνδυνη στις Αρχές, δεν αρκεί για να επιφέρει την ένδικη ζημία, καθόσον για την επέλευσή της μεσολάβησε η διάπραξη ειδεχθούς εγκληματικής πράξεως από αυτόν, η οποία διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο. Περαιτέρω, κατά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, υπό την αντίθετη εκδοχή, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι μόνη η παράνομη είσοδος και παραμονή στη Χώρα αλλοδαπού επιφέρει αυτόθροα την τέλεση σοβαρότατων εγκλημάτων, συμπέρασμα αβάσιμο ενόψει του αριθμού αυτών (των παρανόμως ευρισκομένων στη Χώρα αλλοδαπών). Εξάλλου, η αγωγή καθ` ο μέρος είχε ασκηθεί από τη μητέρα της αναιρεσείουσας ατομικώς και την αδελφή της με αίτημα να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει σε καθεμιά από αυτές 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν από τις ως άνω παράνομες παραλείψεις, απορρίφθηκε με την πρωτόδικη απόφαση ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποιήσεως (άρθρο 71 του Κ.Δ.Δ.), με την αιτιολογία ότι οι ενάγουσες αυτές ως εμμέσως ζημιωθείσες δεν εδικαιούντο χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Κατά της πρωτόδικης αποφάσεως η αναιρεσείουσα, εκπροσωπηθείσα νομίμως από την ως άνω δικαστική συμπαραστάτριά της, άσκησε (από κοινού με τις λοιπές αρχικές ενάγουσες) έφεση, με την οποία προέβαλε ότι (α) εάν είχαν ληφθεί τα αναγκαία μέτρα από την Ελληνική Αστυνομία τόσο για την αποτροπή εισόδου στη Χώρα του ……. όσο και για τη σύλληψη και απέλασή του, αυτός δεν θα βρισκόταν στη Χώρα και συνεπώς δεν θα συνέβαινε ο βιασμός και ο βαρύτατος τραυματισμός της αναιρεσείουσας, (β) οι ανωτέρω παράνομες παραλείψεις της αστυνομίας είχαν ως συνέπεια ο εν λόγω αλλοδαπός να ζει υπό καθεστώς ανομίας για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθόσον ως παρανόμως διαμένων στη Χώρα (και ειδικότερα στη νήσο Πάρο, η οποία αποτελεί μία γεωγραφικά απομονωμένη περιοχή, με μικρή έκταση και σαφώς οριοθετημένο μέγεθος) βρισκόταν εκ των πραγμάτων, αφού δεν ήταν καταγεγραμμένος πουθενά, εκτός του πεδίου της ελληνικής έννομης τάξεως όσον αφορά την εν γένει διαβίωσή του και (γ) το ως άνω γεγονός (η διαβίωση επί μεγάλο χρονικό διάστημα υπό καθεστώς ανομίας) συναρτάται άμεσα με την εγκληματική συμπεριφορά (ληστεία, βιασμός και απόπειρα ανθρωποκτονίας) που εμφάνισε. Ενόψει τούτων, προέβαλε ότι συνέτρεχε εν προκειμένω η απαραίτητη προϋπόθεση της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των παράνομων παραλείψεων των οργάνων του Δημοσίου και της ζημίας που επήλθε σε αυτήν. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε ως αβάσιμος ο κατά τα ανωτέρω λόγος εφέσεως της αναιρεσείουσας. Ειδικότερα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη ότι (α) με τις ανωτέρω αποφάσεις του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Σύρου ο ……. κηρύχθηκε ένοχος (μεταξύ άλλων) για τις πράξεις της απόπειρας ανθρωποκτονίας και του βιασμού εις βάρος της αναιρεσείουσας και (β) τα όργανα του Ελληνικού Δημοσίου παρέλειψαν να αποτρέψουν την παράνομη είσοδο του συγκεκριμένου αλλοδαπού στην ελληνική επικράτεια και ακολούθως να τον εντοπίσουν κατά τη διετή παράνομη παραμονή και κυκλοφορία του σε αυτήν και να τον υπαγάγουν σε διαδικασία επαναπροωθήσεως στη χώρα καταγωγής ή προελεύσεώς του. Με τα δεδομένα αυτά, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι η παράνομη είσοδος του ανωτέρω αλλοδαπού στη Χώρα και στη συνέχεια η διετής παράνομη παραμονή του και κυκλοφορία του στη Χώρα δεν είναι βέβαιο αλλά ούτε και πιθανό ότι κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων προκάλεσε τον βαρύτατο τραυματισμό της αναιρεσείουσας, διότι, υπό τις συνθήκες που έγινε, πρόσφορη αιτία για τον τραυματισμό της δεν ήταν η παράνομη είσοδος του ανωτέρω αλλοδαπού στη Χώρα και στη συνέχεια η διετής παράνομη παραμονή του και κυκλοφορία του στη Χώρα αλλά οι πράξεις του βιασμού και της απόπειρας ανθρωποκτονίας που τέλεσε ο εν λόγω αλλοδαπός εις βάρος της. Με τις σκέψεις αυτές, το διοικητικό εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι δεν υπάρχουν παραλείψεις των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου που να βρίσκονται σε αιτιώδη συνάφεια με τον βαρύτατο τραυματισμό της αναιρεσείουσας και, ως εκ τούτου, η αγωγή κατά το μέρος που είχε ασκηθεί από την αναιρεσείουσα ήταν απορριπτέα ως αβάσιμη. Ο ίδιος ως άνω λόγος εφέσεως (κατά της κρίσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου όσον αφορά τη μη συνδρομή αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των παράνομων παραλείψεων των οργάνων του Δημοσίου και της επελθούσας ζημίας) καθ` ο μέρος προβλήθηκε από τις λοιπές εκκαλούσες – ενάγουσες (μητέρα και αδερφή της αναιρεσείουσας) απορρίφθηκε ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης υποθέσεως, με τη σκέψη ότι η αγωγή τους δεν είχε απορριφθεί για έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου αλλά για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως κατά το άρθρο 71 του Κ.Δ.Δ. Ήδη με την κρινόμενη αίτηση η αναιρεσείουσα πλήσσει την ως άνω κρίση του διοικητικού εφετείου για έλλειψη της σωρευτικώς απαιτούμενης για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης του Ελληνικού Δημοσίου προϋποθέσεως της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παρανομίας και της ζημίας και ζητεί την αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως καθ` ο μέρος ο ως άνω λόγος εφέσεως απορρίφθηκε ως αβάσιμος.

12. Επειδή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στις προηγούμενες σκέψεις, η ως άνω κρίση του διοικητικού εφετείου δεν είναι νόμιμη. Και τούτο, διότι υπό τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως κατ’ αναίρεση δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η παράνομη παράλειψη των αστυνομικών οργάνων να άρουν την παράνομη κατάσταση που προκλήθηκε από την παράνομη είσοδο και παραμονή επί μακρόν στη Χώρα υπηκόου τρίτης χώρας, μη εκδίδοντας, ενώ είχαν υποχρέωση και μπορούσαν, πράξη απελάσεως ή πράξη επιστροφής κατά παράβαση των διατάξεων των νόμων 3386/2005 και 3907/2011, μπορεί αντικειμενικώς κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να οδηγήσει στο επιζήμιο αποτέλεσμα της προσβολής της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας τρίτου προσώπου. Επομένως, υπάρχει γενικώς και αφηρημένως αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης αυτής παραλείψεως των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου και της ζημίας (βλάβης του σώματος και της υγείας) του προσώπου, η οποία προκαλείται από τον ουδέποτε συλληφθέντα και εντεύθεν μη απελαθέντα ή μη υποχρεωθέντα σε επιστροφή υπήκοο τρίτης χώρας. Δεν αίρεται δε ο αιτιώδης σύνδεσμος εκ του ότι μεταξύ της παρανομίας των οργάνων του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου και του βαρύτατου τραυματισμού παρεμβάλλεται η εγκληματική ενέργεια αλλοδαπού ο οποίος εισήλθε λάθρα, διέμενε και εργαζόταν επί μακρόν παρανόμως στη Χώρα και χωρίς να έχει εντοπισθεί πουθενά, παρότι τούτο ήταν εφικτό. Και τούτο, διότι ο τραυματισμός αυτός δεν θα είχε προκληθεί αν τα αρμόδια κατά νόμον (βλ. σκέψεις 6 έως 8) όργανα του Ελληνικού Δημοσίου είχαν τηρήσει τη συμπεριφορά που επιβαλλόταν από τις παραβιασθείσες διατάξεις των νόμων 3386/2005 και 3907/2011 που αναφέρονται στη σκέψη 9 και οι οποίες έχουν τεθεί και για χάρη της προστασίας, μεταξύ άλλων, της ζωής, της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας, της τιμής και της γενετήσιας ελευθερίας όλων των προσώπων που βρίσκονται στη Χώρα. Για τον λόγο αυτόν, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η υπόθεση δε, που χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για νέα κρίση.

4. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως, η οποία κατατέθηκε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με τη διαδικασία της «πιλοτικής» δίκης, μετά την αποδοχή σχετικής αίτησης του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51), με την υπ’ αριθμ. 12/2020 πράξη της αρμόδιας Τριμελούς Επιτροπής, προκειμένου να επιλυθεί το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα αν, κατά την έννοια των διατάξεων των παρ. 1 και 4 του άρθρου 81 του ν. 4636/2019, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 13 του ν. 4686/2020, με τις οποίες ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη το άρθρο 28 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, στην περίπτωση διακοπής της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας λόγω σιωπηρής ανάκλησης αυτής οφειλόμενης στη μη τήρηση των υποχρεώσεων του αιτούντος, είναι ή όχι δυνατή η εκτέλεση της απόφασης επιστροφής αυτού στη χώρα του εντός της προθεσμίας των εννέα (9) μηνών που προβλέπεται για την υποβολή αίτησης συνέχισης εξέτασης της αρχικής αίτησης ή υποβολής νέας. Η προαναφερόμενη πράξη της Επιτροπής δημοσιεύθηκε προσηκόντως σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών («…..» και «……» στα φύλλα της 27ης.7.2020), κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010. […]

22. Επειδή, το άρθρο 28 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το προπαρατεθέν (σκέψεις 17 και 18) άρθρο 81 του ν. 4636/2019. Το άρθρο αυτό, όπως εν συνεχεία τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του ν. 4686/2020, προβλέπει, στην παράγραφο 1, ότι, όταν υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας η αποφαινόμενη αρχή είτε εξετάζει την αίτηση επαρκώς επί της ουσίας, με βάση τα διαθέσιμα στην υπηρεσία στοιχεία, και την απορρίπτει ως αβάσιμη είτε, εφόσον δεν είναι δυνατή η επαρκής εξέταση της αίτησης με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, σταματά την εξέταση της αίτησης και εκδίδει απόφαση διακοπής, με την οποία διατάσσεται και η επιστροφή του αιτούντος (κατά τα οριζόμενα δε στο άρθρο 82 παρ. 3 του ιδίου νόμου, η απόφαση διακοπής και επιστροφής κοινοποιείται στον αιτούντα μαζί με συνοδευτικό έντυπο σε γλώσσα που κατανοεί ή ευλόγως θεωρείται ότι κατανοεί, με το οποίο του εξηγείται με τρόπο απλό και προσιτό το περιεχόμενο του εγγράφου που επιδόθηκε, οι συνέπειές του για τον ίδιο και οι ενέργειες, στις οποίες δύναται να προβεί). Στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου 81 απαριθμούνται οι ενέργειες και οι παραλείψεις του αιτούντος που τυποποιούνται, κατά το εθνικό δίκαιο, ως λόγοι σιωπηρής ανάκλησης του αιτήματος παροχής διεθνούς προστασίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται (περίπτωση στ?) και η μη εμφάνιση για την ανανέωση του «δελτίου αιτούντος διεθνή προστασία» (η χορήγηση του δελτίου αυτού, το οποίο οι αιτούντες προμηθεύονται ατελώς από την αρμόδια Αρχή αμέσως μετά την οριστική καταγραφή της αίτησής τους, φέρει την φωτογραφία του αιτούντος, αποτελεί προσωρινό τίτλο που επιτρέπει την παραμονή του στην Ελληνική Επικράτεια, χωρίς να θεμελιώνει δικαίωμα για έκδοση άδειας διαμονής, διασφαλίζει την απόλαυση των δικαιωμάτων του αιτούντος όπου αυτά προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις, και εξασφαλίζει τις απαραίτητες συναλλαγές κατά τον χρόνο ισχύος του· το δελτίο έχει διάρκεια ισχύος έξι μηνών και ανανεώνεται έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας). Με την παράγραφο 4 του άρθρου 81 του ν. 4636/2019 (άρθρο 13 παρ. 3 ν. 4686/2020) δίδεται στον αιτούντα, του οποίου η εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας έχει διακοπεί, λόγω μη τήρησης των κατά νόμο υποχρεώσεών του (μεταξύ των οποίων η μη ανανέωση του δελτίου αιτούντος διεθνή προστασία), το δικαίωμα, μόνο μία φορά και εντός προθεσμίας εννέα μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης διακοπής, να ζητήσει από την αρχή που την εξέδωσε, την συνέχιση της διαδικασίας εξέτασης της υπόθεσής του ή να υποβάλει νέα αίτηση, η οποία δεν λογίζεται ως μεταγενέστερη αίτηση του άρθρου 89 του νόμου αυτού. Ορίζεται δε ότι μέχρι την τελεσίδικη κρίση της ως άνω αίτησης, ο αιτών δεν απελαύνεται από την χώρα ούτε εκτελείται απόφαση επιστροφής.

23. Επειδή, […], στην περίπτωση που διαπιστώνεται σιωπηρή ανάκληση αιτήματος παροχής διεθνούς προστασίας και δεν είναι δυνατή, λόγω ελλείψεως επαρκών στοιχείων, η επί της ουσίας εξέταση του αιτήματος τούτου, εκδίδεται πράξη διακοπής της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματος στην οποία σωρεύεται και πράξη επιστροφής κατά τις διατάξεις του νόμου, με τον οποίο μεταφέρθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη οι ρυθμίσεις της οδηγίας 2008/115/ΕΚ. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η εν λόγω πράξη επιστροφής παράγει όλες τις έννομες συνέπειές της από την έκδοση και κοινοποίησή της στον αιτούντα και μπορεί, συνεπώς, να εκτελεσθεί υπό τις προϋποθέσεις του νόμου, εφόσον με την διακοπή της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματος παροχής διεθνούς προστασίας έπαυσε να ισχύει το δικαίωμα προσωρινής παραμονής του αιτούντος στην χώρα. Δεν είναι, όμως, επιτρεπτή η εκτέλεση της πράξης επιστροφής εάν ο αιτών ασκήσει εντός εννέα μηνών το δικαίωμά του να ζητήσει την επανεξέταση της υπόθεσής του ή υποβάλει αίτημα παροχής διεθνούς προστασίας που στηρίζεται σε νέα στοιχεία, οπότε και αναβιώνει, σύμφωνα με τα αναφερθέντα, το κατά το άρθρο 9 παρ. 1 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ δικαίωμα παραμονής του στην χώρα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η επιστροφή είναι δυνατή μόνο μετά τη λήξη της διαδικασίας που κινήθηκε με την άσκηση του δικαιώματος επανεξέτασης ή την υποβολή νέας αίτησης εμπροθέσμως. Με την έννοια αυτή, η επίμαχη ρύθμιση του εθνικού δικαίου είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του παραγώγου ενωσιακού δικαίου, που μνημονεύονται σε προηγούμενες σκέψεις, ήτοι των οδηγιών 2013/32/ΕΕ και 2008/115/ΕΚ, καθώς επίσης και με την αρχή της μη επαναπροώθησης, για την οποία θα γίνει ειδικότερα λόγος στην επόμενη σκέψη. Τυχόν αντίθετη εκδοχή, κατά την έννοια της οποίας η επιστροφή του αιτούντος είναι δυνατή μόνον μετά την πάροδο εννέα μηνών από την επίδοση της απόφασης διακοπής της εξέτασης του αιτήματος – και υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει ασκηθεί εν τω μεταξύ το δικαίωμα υποβολής αίτησης επανεξέτασης ή νέου αιτήματος – όχι μόνο δεν ευρίσκει έρεισμα στις ανωτέρω οδηγίες αλλά αντίκειται και στην γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, κατά την οποία η αναστολή της εκτέλεσης διοικητικής πράξης είναι επιτρεπτή μόνον εφόσον ρητώς προβλέπεται (άρθρο 52 παρ. 1 π.δ/τος 18/1989, Α΄ 8) ή πάντως προκύπτει σαφώς από διάταξη νόμου (ΣτΕ Ολομ. 2343/1952), περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Μειοψήφησε η Σύμβουλος Ι.Α., η οποία διατύπωσε την γνώμη ότι η άμεση εκτέλεση της απόφασης επιστροφής υπηκόου τρίτης χώρας του οποίου η αίτηση διεθνούς προστασίας θεωρήθηκε σιωπηρώς ανακληθείσα και η εξέταση του αιτήματός του διεκόπη, οδηγεί σε ανεπίτρεπτο έμμεσο περιορισμό του απονεμόμενου από το ενωσιακό δίκαιο (άρθρο 28 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ) δικαιώματός του να επανέλθει εντός συγκεκριμένης ελάχιστης προθεσμίας, ζητώντας την επανεξέταση της υπόθεσής του, καθώς αναιρεί επί της ουσίας το τεθέν από τον ενωσιακό νομοθέτη ελάχιστο χρονικό αυτό όριο, εξαναγκάζοντας τον αιτούντα να προβεί στις αναγκαίες για τη συνέχιση της εξέτασής του ενέργειες εντός σημαντικά στενότερου χρονικού πλαισίου. Κατά συνέπεια, η εκτέλεση της απόφασης επιστροφής δεν δύναται να λάβει χώρα πριν την παρέλευση της προθεσμίας των εννέα (9) μηνών, εντός της οποίας υφίσταται η δυνατότητα υποβολής αίτησης συνέχισης ή νέας αίτησης, όπως δέχθηκε και η προσβαλλόμενη απόφαση.

24. Επειδή, ειδικότερα ως προς την αρχή της μη επαναπροώθησης, η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 81 του ν. 4636/2019, όπως ισχύουν, οι οποίες σκοπό έχουν την αντιμετώπιση περιπτώσεων ατόμων που παρουσιάζουν καταχρηστικές συμπεριφορές, δεν σημαίνει ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών, των οποίων η αίτηση για διεθνή προστασία έχει θεωρηθεί ανακληθείσα και για τους οποίους έχει εκδοθεί απόφαση διακοπής της εξέτασης της εν λόγω αίτησης και επιστροφής, με συνέπεια ως προς αυτούς να υπάρχει υποχρέωση απομάκρυνσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2008/115/ΕΚ, διότι μένουν παράτυπα στην χώρα, απομακρύνονται κατά παράβαση της ανωτέρω αρχής και ότι δεν τηρείται η υποχρέωση προστασίας των δικαιωμάτων τους. Αντιθέτως, εφόσον τα πρόσωπα αυτά χρήζουν πραγματικά διεθνούς προστασίας ή συντρέχουν στο πρόσωπό τους οι προϋποθέσεις της αρχής της μη επαναπροώθησης (βάσιμος φόβος ότι διατρέχουν κίνδυνο να υποβληθούν σε δίωξη, σοβαρή βλάβη, βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή ποινή ή απαξιωτική συμπεριφορά), έχουν τη δυνατότητα να επικαλεστούν τα δικαιώματά τους και να τύχουν απόλυτα της προστασίας της αρχής αυτής. Συγκεκριμένα, στην παράγραφο 3 του άρθρου 68 του ν. 4636/2019 ορίζεται ρητά ότι, όπου σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού παύει η ισχύς του δικαιώματος παραμονής του αιτούντος στη χώρα, εξετάζεται η τυχόν συνδρομή των όρων της αρχής της μη επαναπροώθησης και, στην περίπτωση που συντρέχουν οι όροι αυτής, χορηγείται σ’ αυτόν βεβαίωση περί μη απομάκρυνσης για ανθρωπιστικούς λόγους, η οποία ισοδυναμεί με βεβαίωση αναβολής απομάκρυνσης του άρθρου 24 του ν. 3907/2011. Εξάλλου, ναι μεν η ταυτόχρονη έκδοση πράξης διακοπής εξέτασης του αιτήματος παροχής διεθνούς προστασίας και απόφασης επιστροφής είναι επιτρεπτή, η εκτέλεση, όμως, της δεύτερης γίνεται εντός του πλαισίου των διαδικαστικών και ουσιαστικών εγγυήσεων της οδηγίας 2008/115/ΕΚ, η οποία έχει μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 3907/2011 (σκέψη 20), που εξασφαλίζουν τη δίκαιη μεταχείριση εκείνου που έχει πραγματικά ανάγκη διεθνούς προστασίας. Επομένως, ο υπήκοος τρίτης χώρας, σε περίπτωση που έχει εκδοθεί από την Ανεξάρτητη Αρχή Προσφυγών απόφαση αφενός περί διακοπής της εξέτασης της αίτησής του για παροχή διεθνούς προστασίας, λόγω ανάκλησης αυτής, και αφετέρου περί επιστροφής του, δύναται, αφενός μεν, να υποβάλει, κατά τα προεκτεθέντα, αίτηση επανεξέτασης του αιτήματός του ή νέα αίτηση (εντός της εννεάμηνης προθεσμίας) για διεθνή προστασία, οπότε δεν εκτελείται η απόφαση περί επιστροφής, αφετέρου δε, να υποβάλει οποτεδήποτε, πριν να εκτελεσθεί η απόφαση περί επιστροφής, αίτημα για να εξεταστεί εάν συντρέχουν στην περίπτωσή του οι όροι της αρχής της μη επαναπροώθησης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η ενεργοποίηση των ως άνω δικαιωμάτων προϋποθέτει την υποβολή αίτησης εκ μέρους του ενδιαφερομένου. […]

27. Επειδή, ενόψει των εκτεθέντων στις σκέψεις 21-24, ως προς το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα, για το οποίο εισήχθη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας η κρινόμενη αίτηση, προσήκει η απάντηση ότι, κατά την έννοια των παρ. 1 και 4 του άρθρου 81 του ν. 4636/2019, όπως τούτο ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 13 του ν. 4686/2020, στην περίπτωση που διαπιστώνεται σιωπηρή ανάκληση αιτήματος αλλοδαπού περί παροχής διεθνούς προστασίας και εκδίδεται πράξη διακοπής της διαδικασίας εξέτασης αυτού, στην οποία σωρεύεται και απόφαση περί επιστροφής του αλλοδαπού, η τελευταία αυτή παράγει όλες τις έννομες συνέπειές της από την έκδοση και κοινοποίησή της στον ενδιαφερόμενο και, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα έχει αυτός εν τω μεταξύ υποβάλει αίτηση επανεξέτασης του αιτήματός του περί παροχής διεθνούς προστασίας ή νέα αίτηση, μπορεί να εκτελεσθεί και πριν από την πάροδο εννέα μηνών από την κοινοποίησή της, εφόσον με την διακοπή της εξέτασης του αιτήματος περί παροχής διεθνούς προστασίας παύει να ισχύει το δικαίωμα προσωρινής παραμονής του αλλοδαπού στη χώρα. Με την έννοια δε αυτή η επίμαχη ρύθμιση του εθνικού δικαίου είναι σύμφωνη με τις διατάξεις των οδηγιών 2013/32/ΕΕ και 2008/115/ΕΚ, καθώς και με την αρχή της μη επαναπροώθησης. […]

Επιλύει το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα, για το οποίο εισήχθη η αίτηση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 27 του σκεπτικού.

Κρατεί την υπόθεση, δικάζει και δέχεται την αίτηση.

Ακυρώνει την υπ’ αριθμ. …./2.6.2020 απόφαση της 3ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών (υπό μονομελή σύνθεση), κατά το μέρος που διατάσσει την επιστροφή της αιτούσας (και των τέκνων της) «μόνο μετά την πάροδο εννέα (9) μηνών από την επίδοση» της εν λόγω απόφασης.

12. Επειδή, με την παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 3068/2002 (Α΄ 274) υπήχθησαν στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου οι ακυρωτικές διαφορές που γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών. Διατηρήθηκε ωστόσο, δυνάμει της περ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 15 του ν. 3068/2002, η αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας για την εκδίκαση των ακυρωτικών διαφορών που γεννώνται, μεταξύ άλλων, από την προσβολή πράξεων, αναφερόμενων στην αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα, υπό την έννοια της Συμβάσεως της Γενεύης του 1951 περί του νομικού καθεστώτος των προσφύγων και του συναφούς Πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης του 1967. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της οικείας τροπολογίας, κρίσιμη για την ανωτέρω ρύθμιση ήταν η υπερβολική αύξηση του αριθμού των σχετικών με την είσοδο, παραμονή ή απέλαση των αλλοδαπών διαφορών από το 1990 και μετά. Συνεκτιμήθηκε δε ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε ήδη διαμορφώσει πάγια νομολογία για τα σημαντικότερα ζητήματα που αφορούν την κατάσταση των αλλοδαπών στη χώρα, ώστε υπήρχε το νομολογιακό υλικό που επέτρεπε στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια την, χωρίς μείζονα ερμηνευτικά προβλήματα, επίλυση των σχετικών διαφορών. Με το άρθρο 49 του ν. 3900/2010, και σε συνέχεια του 4/2010 Πρακτικού του Συμβουλίου της Επικρατείας σε Ολομέλεια και Συμβούλιο, με το οποίο προτάθηκε η σχετική ρύθμιση, αντικαταστάθηκε το άρθρο 15 του ν. 3068/2002, και υπήχθησαν κατ’ αρχήν, με την παρ. 1 του άρθρου αυτού, στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου οι ακυρωτικές διαφορές που γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών εν γένει. Περαιτέρω, με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, υπήχθησαν στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου οι ακυρωτικές διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα υπό την ανωτέρω έννοια (καθώς και αυτών που αφορούν την κτήση και την απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας), οι δε αποφάσεις επί των εν λόγω διαφορών υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφαρμοζόμενων κατά τα λοιπά των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 702/1977. Εξάλλου, το άρθρο 50 του ν. 3900/2010 όρισε ότι «Οι διατάξεις των άρθρων … και 49 καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις. Σχετικές αιτήσεις ακυρώσεως που έχουν ασκηθεί ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έως την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου αλλά δεν έχουν συζητηθεί διαβιβάζονται στα κατά τόπο αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία και εφετεία με πράξεις του Προέδρου του οικείου δικαστικού σχηματισμού». Με το άρθρο 115 του ν. 4636/2019 το ανωτέρω άρθρο 15 του ν. 3068/2002 αντικαταστάθηκε εκ νέου ως εξής: «1. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου υπάγονται οι ακυρωτικές διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδίδονται: α) κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών εν γένει, β) που αφορούν την κτήση και την απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας, γ) που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα, υπό την έννοια της Συμβάσεως της Γενεύης … . 2. Για την εκδίκαση των διαφορών των περιπτώσεων α΄ και β΄ της προηγούμενης παραγράφου αρμόδιο κατά τόπον είναι το Διοικητικό Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η διοικητική αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη. … . 3. Για την εκδίκαση των διαφορών της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1, αρμόδιο κατά τόπον δικαστήριο είναι το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, για αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από την Υπηρεσία Ασύλου, τα Περιφερειακά Γραφεία Ασύλου και Αυτοτελή Κλιμάκια Ασύλου, που εδρεύουν εντός των Περιφερειών Θεσσαλίας, Στερεάς Ελλάδας, Δυτικής Ελλάδας, Πελοποννήσου, Βορείου Αιγαίου, Νοτίου Αιγαίου, Κρήτης και Αττικής και για τις αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από την Υπηρεσία Ασύλου, τα Περιφερειακά Γραφεία Ασύλου και Αυτοτελή Κλιμάκια Ασύλου, που εδρεύουν εντός των Περιφερειών Ιονίων Νήσων, Ηπείρου, Δυτικής Μακεδονίας, Κεντρικής Μακεδονίας και Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, αρμόδιο είναι το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Για τις υποθέσεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1, οι αποφάσεις των Διοικητικών Πρωτοδικείων υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. 4. Για την εκδίκαση των διαφορών της παραγράφου 1 εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 2 έως και 4 του ν. 702/1977. Οι αποφάσεις των Διοικητικών Πρωτοδικείων επί των διαφορών των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 1 υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 702/1977. 5. … 7. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 των περιπτώσεων β΄ και γ΄ εφαρμόζονται στις εκκρεμείς υποθέσεις στα Διοικητικά Εφετεία της χώρας, για τις οποίες δεν έχει ορισθεί δικάσιμος, οι οποίες διαβιβάζονται στα κατά τόπον αρμόδια Διοικητικά Πρωτοδικεία της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου με πράξεις των Προέδρων των Τριμελών Συμβουλίων Διεύθυνσης ή των Προέδρων που διευθύνουν τα δικαστήρια. Για τις υποθέσεις αυτές δεν εφαρμόζονται οι προθεσμίες του άρθρου 110 [για τις προθεσμίες για τον προσδιορισμό της αίτησης ακυρώσεως]». Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4636/2019 «Με το άρθρο 115 μεταφέρεται η αρμοδιότητα εκδίκασης των υποθέσεων που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα στα διοικητικά πρωτοδικεία και μάλιστα μόνο σε αυτά της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Με τη ρύθμιση αυτή αντιμετωπίζεται το ζήτημα της διάσπασης της ενότητας της δικαστηριακής αντιμετώπισης συγκεκριμένης κατηγορίας διαφορών, ώστε πλέον όλες οι διαφορές που αφορούν το δίκαιο των αλλοδαπών να εκδικάζονται από τα διοικητικά πρωτοδικεία. Περαιτέρω, η εξαίρεση από τη ρύθμιση της κατά τόπο αρμοδιότητας, ειδικά για τις υποθέσεις που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα, με την πρόβλεψη ότι οι υποθέσεις αυτές θα εκδικάζονται μόνο από τα Διοικητικά Πρωτοδικεία της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, επιβάλλεται λόγω ανάγκης ταχείας εκδίκασης των υποθέσεων αυτών, καθόσον τα ανωτέρω διοικητικά πρωτοδικεία διαθέτουν υποδομές και οργάνωση προκειμένου να εκδικάσουν τη συγκεκριμένη κατηγορία διαφορών». Τέλος, με το άρθρο 57 παρ. 1 του ν. 4689/2020 (Α΄ 103/27.5.2020) αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 15 του ν. 3068/2002, ώστε, μεταξύ άλλων, οι υποθέσεις κτήσης και απώλειας της ελληνικής ιθαγένειας να υπαχθούν εκ νέου στα κατά τόπον αρμόδια τριμελή διοικητικά εφετεία. Η ως άνω διάταξη του άρθρου 115 του ν. 4636/2019, η οποία αποτελεί την κατάληξη μιας τμηματικής και προσεκτικής μεταφοράς των σχετικών με το δίκαιο των αλλοδαπών αρμοδιοτήτων από το Συμβούλιο της Επικρατείας προς τα διοικητικά δικαστήρια, αποβλέπει στην καλύτερη οργάνωση της απονομής δικαιοσύνης σε αυτήν την κρίσιμη όλα τα τελευταία χρόνια κατηγορία διαφορών. Η συγκέντρωση του συνόλου των διαφορών που αναφύονται από πράξεις σχετικές με το δίκαιο των αλλοδαπών (με την εξαίρεση των διαφορών που αφορούν την κτήση και την απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας που δικάζονται από το διοικητικό εφετείο κατά την παρ. 9 του άρθρου 57 του ν. 4689/2020) στα διοικητικά πρωτοδικεία γίνεται σε χρόνο που τα δικαστήρια αυτά έχουν αποκτήσει ήδη πολυετή εμπειρία από την εκδίκαση συναφών διαφορών. Το γεγονός δε ότι οι εκδιδόμενες στις διαφορές αυτές αποφάσεις των διοικητικών πρωτοδικείων υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας συνιστά μία επιπλέον εγγύηση και εξασφαλίζει την ενότητα της νομολογίας.

13. Επειδή, το Σύνταγμα στο άρθρο 26 καθιερώνει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, στην παρ. 1 του άρθρου 87 ορίζει ότι η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία, ενώ στην παρ. 1 του άρθρου 93 προβλέπει ότι τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους. Εξάλλου, το άρθρο 95 του Συντάγματος προβλέπει ότι στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκει, μεταξύ άλλων, η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών (παρ. 1 περ. α΄), ότι κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να υπάγονται με νόμο στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει τις υποθέσεις αυτές σε δεύτερο βαθμό, όπως ορίζει ο νόμος (παρ. 3), και, τέλος, ότι οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας ρυθμίζονται και ασκούνται όπως νόμος ειδικότερα ορίζει (παρ. 4). Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι η οργάνωση της δικαιοσύνης ρυθμίζεται επιτρεπτώς κατά το Σύνταγμα από τον νομοθέτη, οι σχετικές ρυθμίσεις όμως πρέπει να αποβλέπουν στην εύρυθμη λειτουργία της, να προάγουν την αποτελεσματικότητα της απονομής της και το κύρος των δικαστηρίων και να διασφαλίζουν την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης που συνδέεται με τη δικαστική αμεροληψία καθώς και την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών (πρβλ. ΣτΕ 3198/1981, 2152/1993 Ολομ., 3109/2017, ΑΠ 4/1996 Ολομ., ΣτΕ σε Ολομ. και Συμβούλιο 11/2002 και 1/2008). Εξάλλου, και σε συνέχεια της ως άνω διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 87 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών, αλλά και της παρ.1 του άρθρου 88, που προβλέπει ότι οι δικαστικοί λειτουργοί είναι ισόβιοι, το Σύνταγμα θέτει, περαιτέρω, τους βασικούς κανόνες που διέπουν την υπηρεσιακή κατάσταση αλλά και την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας στους δικαστικούς λειτουργούς. Ειδικότερα, η παρ. 3 του άρθρου 87 του Συντάγματος προβλέπει ότι η επιθεώρηση των τακτικών δικαστών ενεργείται από δικαστές ανώτερου βαθμού, ενώ το άρθρο 90, στις παρ. 1-4, ρυθμίζει τα σχετικά με τις προαγωγές και εν γένει τις υπηρεσιακές μεταβολές των δικαστικών λειτουργών, θέτοντας τον κανόνα (με την εξαίρεση των προαγωγών στις θέσεις του Προέδρου και των Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για τις οποίες προβλέπει η παρ. 5 του άρθρου 90) ότι αυτές διενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση ανώτατου δικαστικού συμβουλίου που συγκροτείται από τον Πρόεδρο του οικείου ανώτατου δικαστηρίου και από μέλη του ίδιου δικαστηρίου που ορίζονται με κλήρωση. Προβλέπεται επίσης ότι στο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο μετέχουν χωρίς ψήφο και δύο δικαστικοί λειτουργοί του κλάδου στον οποίον αφορούν οι υπηρεσιακές μεταβολές, βαθμού τουλάχιστον εφέτη ή αντιστοίχου, που ορίζονται επίσης με κλήρωση. Περαιτέρω, το άρθρο 91 του Συντάγματος ρυθμίζει σε γενικές γραμμές την άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας στους δικαστικούς λειτουργούς διακρίνοντας μεταξύ όσων έχουν βαθμό αρεοπαγίτη ή αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και πάνω, ή αντίστοιχους με αυτούς, ως προς τους οποίους η πειθαρχική εξουσία ασκείται από ανώτατο πειθαρχικό συμβούλιο, του οποίου προβλέπει την συγκρότηση (παρ. 1 και 2), και των λοιπών δικαστικών λειτουργών ως προς τους οποίους η πειθαρχική εξουσία ασκείται από συμβούλια που συγκροτούνται με κλήρωση από τακτικούς δικαστές, όπως ορίζει ο νόμος (παρ. 3). Οι ανωτέρω ρυθμίσεις του Συντάγματος εξειδικεύονται με τις διατάξεις του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (Α΄ 35). Συγκεκριμένα, σε σχέση με τους δικαστές των διοικητικών δικαστηρίων, ο Κώδικας αυτός ρυθμίζει στα άρθρα 66 και 67 τις προαγωγές και λοιπές υπηρεσιακές μεταβολές τους προβλέποντας (το άρθρο 67), μεταξύ άλλων, ότι το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο διοικητικής δικαιοσύνης αποφασίζει, μεταξύ άλλων, για τις τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και προαγωγές των δικαστικών λειτουργών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (παρ. 1), καθώς και ότι εάν πρόκειται για θέματα που αφορούν τους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας μετέχει στο εν λόγω ανώτατο δικαστικό συμβούλιο και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας, ότι για υπηρεσιακές μεταβολές προέδρων εφετών και εφετών, στο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο μετέχουν χωρίς ψήφο δύο πρόεδροι εφετών, ενώ εάν πρόκειται για υπηρεσιακές μεταβολές δικαστών με βαθμό κατώτερο του εφέτη, μετέχουν χωρίς ψήφο δύο εφέτες (παρ. 8). Η επιθεώρηση των δικαστών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ρυθμίζεται στα άρθρα 82, 84 και 85 του ανωτέρω Κώδικα. Ειδικότερα, το άρθρο 82 «Όργανα επιθεώρησης του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων» του Κώδικα, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 3 του ν. 3514/2006 (Α΄ 266), ορίζει ότι: «Α. … Γ. Όργανα επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων 1. Όργανα επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών τους είναι το Συμβούλιο Επιθεώρησης και οι επιθεωρητές. 2. … 3. Την επιθεώρηση διενεργούν: α. Στα διοικητικά εφετεία και πρωτοδικεία, σύμβουλοι επικρατείας. β. Στα διοικητικά πρωτοδικεία και πρόεδροι εφετών. γ. … 9. Οι πρόεδροι εφετών διενεργούν επιθεώρηση των διοικητικών πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους παράλληλα προς την επιθεώρηση των επιθεωρητών συμβούλων επικρατείας. Σε όσα δικαστήρια υπηρετούν περισσότεροι πρόεδροι ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο διενεργεί ο ίδιος την επιθεώρηση ή ορίζει εκ των ομοιοβάθμων του αυτόν ή αυτούς που θα τη διενεργήσουν». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 84 του ίδιου ως άνω Κώδικα, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 3514/2006, οι επιθεωρητές προτείνουν την άσκηση πειθαρχικής αγωγής κατά οποιουδήποτε επιθεωρουμένου, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις (παρ. 1 περ. γ΄).

14. Επειδή, οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών (ΑΕΠ) δεν αποτελούν δικαστήρια, κατά την έννοια του Συντάγματος (ΣτΕ Ολομ. 189/2007, 825/1998), ούτε συνιστούν πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, για την επίλυση των διαφορών των οποίων επιλαμβάνονται κατά το νόμο, αλλά ανεξάρτητες αρχές (εντασσόμενες στη δομή) της εκτελεστικής λειτουργίας του κράτους. Ασκούν, πάντως, αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 89 παρ. 2 του Συντάγματος (ΣτΕ 2347-8/2017 Ολομ., 1694/2018 Ολομ.). Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις των ΑΕΠ εκδίδονται κατ’ ενάσκηση αρμοδιότητας “δικαιοδοτικού χαρακτήρα”, διότι (α) ανάγονται στον έλεγχο του νόμω και ουσία βάσιμου της προσβαλλόμενης με την ενδικοφανή προσφυγή πράξης, ώστε είτε να επιλυθεί η διαφορά ταχέως, είτε, τουλάχιστον, να εκκαθαριστούν επαρκώς τα λυσιτελώς τιθέμενα νομικά ή/και πραγματικά ζητήματα, προκειμένου, αφενός, να μην επιβαρύνεται ασκόπως ο φόρτος των διοικητικών δικαστηρίων και, αφετέρου, να εξυπηρετείται η οικονομία και η αποτελεσματικότητα της οικείας ένδικης διαδικασίας επίλυσης της διαφοράς (πρβλ. ΣτΕ 2465/2018 επταμ.) και β) συνάπτονται προς το δικαίωμα παροχής ένδικης προστασίας και την άσκηση δικαιοδοτικής λειτουργίας από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια όχι μόνο για τον παραπάνω λόγο αλλά και καθόσον (i) το παραδεκτό της ένδικης προσφυγής προϋποθέτει την προηγούμενη άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής, (ii) ο δικαιοδοτικός έλεγχος αφορά στη νομιμότητα της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής και, συνακόλουθα, (iii) η έκταση του δικαιοδοτικού ελέγχου συναρτάται, κατ’ αρχήν, με την έκταση του ασκούμενου από τις ΑΕΠ ελέγχου. Επομένως, ο “δικαιοδοτικός” χαρακτήρας των αρμοδιοτήτων των ΑΕΠ απορρέει από το ότι η άσκησή τους, αφενός μεν, κατατείνει στην επίλυση των διαφορών που υποβάλλονται στις ΑΕΠ κατά το νόμο, αφετέρου δε, συνδέεται στενά με την άσκηση του δικαιώματος ένδικης προστασίας και την παροχή αυτής από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Ωστόσο, οι αποφάσεις των ΑΕΠ δεν συνιστούν άσκηση δικαιοδοτικής λειτουργίας, η οποία επιφυλάσσεται από το Σύνταγμα (άρθρο 26) στα δικαστήρια, αλλά αναγκαίο προστάδιο της ένδικης διαδικασίας, για την αποτελεσματικότερη λειτουργία των διοικητικών δικαστηρίων. Εξάλλου, ναι μεν οι ΑΕΠ συγκροτούνται (πλέον αποκλειστικά) από δικαστές των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αλλά τα πρόσωπα αυτά στελεχώνουν τις ΑΕΠ και ασκούν (συλλογικά και με καθεστώς προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας) τις αρμοδιότητες των ΑΕΠ όχι υπό την ιδιότητά των ως δικαστικών λειτουργών, αλλά ως κρατικοί λειτουργοί – μέλη ανεξάρτητων αρχών της εκτελεστικής λειτουργίας. Τούτων έπεται ότι, στο πλαίσιο του δικαιοδοτικού ελέγχου των αποφάσεων των ΑΕΠ από τα διοικητικά πρωτοδικεία, δεν κρίνεται η νομιμότητα αποφάσεων δικαστηρίων ή αποφάσεων δικαιοδοτικών, ήτοι εκδοθεισών κατ’ ενάσκηση της προβλεπόμενης στο Σύνταγμα δικαστικής λειτουργίας, ούτε, άλλωστε, ελέγχονται κρίσεις δικαστικών λειτουργών, εξενεχθείσες υπό την ιδιότητά τους αυτή, αλλά κρίσεις συλλογικών οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας. Εξάλλου, ο ως άνω δικαιοδοτικός έλεγχος ασκείται από δικαστικούς λειτουργούς των διοικητικών πρωτοδικείων, οι οποίοι απολαύουν των προβλεπόμενων από το Σύνταγμα και το νόμο αυξημένων εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπονομεύεται ή αποδυναμώνεται συνεπεία της έκδοσης των υπό έλεγχο πράξεων από όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας στα οποία συμμετέχουν άλλοι δικαστικοί λειτουργοί (πρβλ. ΣτΕ 2347-8/2017 Ολομ.). Συνεπώς, ο έλεγχος από τα διοικητικά πρωτοδικεία των αποφάσεων των ΑΕΠ στις οποίες τυχόν συμμετέχουν δικαστικοί λειτουργοί έχοντες βαθμό ανώτερο του προέδρου πρωτοδικών ή του πρωτοδίκη (δηλαδή διοικητικοί εφέτες ή πρόεδροι εφετών διοικητικών δικαστηρίων) δεν γεννά ζήτημα παραβίασης της αρχής της ορθολογικής οργάνωσης της δικαιοσύνης ούτε των επιταγών του Συντάγματος και του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου περί δικαστικής ανεξαρτησίας και αμεροληψίας. Εξάλλου, η ως άνω διάταξη του άρθρου 46 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ κάθε άλλο παρά αποκλείει την συμμετοχή τακτικών δικαστών (δημοσίων λειτουργών, οι οποίοι απολαμβάνουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας, κατά την εθνική συνταγματική τάξη) στο όργανο που επιλαμβάνεται της προσφυγής κατά των πράξεων με τις οποίες απορρίπτεται αίτημα παροχής (ή ανακαλείται το καθεστώς) διεθνούς προστασίας, ενώ, εξάλλου, κατά τα ήδη κριθέντα (ΔΕΕ, απόφαση της 31.1.2013, C-175/2011, D. και A., σκέψη 103) η πρόβλεψη στην εθνική νομοθεσία ενδίκων μέσων (ή βοηθημάτων), με τα οποία οι αιτούντες διεθνή προστασία μπορούν να αμφισβητήσουν το κύρος των δυσμενών πράξεων του ανωτέρω οργάνου ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων, «είναι από μόνη της σε θέση να αποτρέψει [το όργανο αυτό] από τυχόν πειρασμούς να υποκύψει σε εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις δυνάμενες να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία των μελών του». Η ανωτέρω κρίση δεν τίθεται εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι οι πρωτοδίκες των διοικητικών δικαστηρίων επιθεωρούνται, όπως έχει εκτεθεί, και από προέδρους εφετών ούτε από το γεγονός ότι οι επιθεωρητές πρόεδροι εφετών μπορεί να προτείνουν την άσκηση πειθαρχικής αγωγής κατά οποιουδήποτε επιθεωρούμενου πρωτοδίκη. Και τούτο, ιδίως ενόψει των προαναφερθεισών εγγυήσεων του Συντάγματος αλλά και του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων τόσο για την επιθεώρηση (η οποία διενεργείται, κατά τρόπο επαρκώς αιτιολογημένο και τεκμηριωμένο, από περισσότερους δικαστικούς λειτουργούς, και του Συμβουλίου της Επικρατείας), όσο και για τον πειθαρχικό έλεγχο (που ασκείται από συμβούλια τα οποία συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές) και τις προαγωγές και λοιπές υπηρεσιακές μεταβολές (που διενεργούνται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης). Άλλωστε, η άσκηση από τους προέδρους εφετών διοικητικών δικαστηρίων των αρμοδιοτήτων επιθεώρησης και πειθαρχικού ελέγχου δικαστών των διοικητικών πρωτοδικείων διέπεται από τη θεμελιώδη στην ημεδαπή και στην ενωσιακή έννομη τάξη αρχή της αντικειμενικής αμεροληψίας, η οποία μπορεί να βρει πεδίο εφαρμογής και όταν οι ασκούντες τις εν λόγω αρμοδιότητες έχουν προηγουμένως ασκήσει καθήκοντα μέλους ΑΕΠ. Ο ανωτέρω χαρακτήρας των ΑΕΠ του ν. 4375/2016, ως επιτροπών δηλαδή που ασκούν αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα, δεν άλλαξε μετά την αντικατάσταση του άρθρου 5 του ν. 4375/2016, όπως είχε τροποποιηθεί κατά βάση με τον ν. 4399/2016, με την παρ. 2 του άρθρου 116 του ν. 4636/2019 και την πρόβλεψη ότι αυτές αποτελούνται πλέον από τρεις δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Τούτο δε διότι με τον νεώτερο αυτό νόμο (ν. 4636/2019) απλώς ανασυγκροτήθηκαν οι Ανεξάρτητες Επιτροπές που ήδη λειτουργούσαν και συμπληρώθηκαν με την αντικατάσταση του τρίτου μέλους τους από έναν ακόμη δικαστικό λειτουργό (ΣτΕ 536/2020), προκειμένου, όπως ήδη προαναφέρθηκε, να ενισχυθεί, περαιτέρω, το κύρος τους. Εξάλλου, η πρόβλεψη (με την παρ. 7 του ανωτέρω άρθρου 115 του ν. 4636/2019) ότι η αρμοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων επί των υποθέσεων που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα ισχύει και για τις εκκρεμείς ενώπιον των διοικητικών εφετείων υποθέσεις, για τις οποίες δεν έχει ορισθεί δικάσιμος και οι οποίες διαβιβάζονται στα κατά τόπον αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία, δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα από συνταγματικής άποψης και, ειδικότερα, δεν αντίκειται προς τη θεσπιζόμενη με το άρθρο 8 εδ. α΄ του Συντάγματος αρχή του φυσικού δικαστή, εφόσον το ανωτέρω κριτήριο είναι γενικό και αντικειμενικό, η ρύθμιση δε αποβλέπει στην καλύτερη οργάνωση της απονομής της δικαιοσύνης στην επίμαχη κατηγορία διαφορών. Άλλωστε, συχνά οι νόμοι περί μεταφοράς αρμοδιοτήτων έχουν αντίστοιχες μεταβατικές ρυθμίσεις (βλ. σχετικώς τις παρ. 5 και 6 του άρθρου 15 του ν. 3068/2002 και το άρθρο 50 του ν. 3900/2010)· μάλιστα πολλοί από αυτούς τους νόμους καταλαμβάνουν και υποθέσεις στις οποίες έχει ήδη ορισθεί δικάσιμος (άρθρο 50 ν. 3900/2010).

15. Επειδή, μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Γ.Τ. και οι Σύμβουλοι Σ.Μ. και Α.Κ., με τη γνώμη των οποίων συντάχθηκε και η Πάρεδρος Β.Μ., οι οποίοι υποστήριξαν τα εξής: Ο νομοθέτης έχει ευρεία ευχέρεια να προβλέπει τα του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της δικαιοσύνης, κινούμενος όμως πάντοτε εντός των τεθειμένων συνταγματικών ορίων, υπό την έννοια ότι υποχρεούται, κατά τη θέσπιση των σχετικών ρυθμίσεων, να σέβεται πλήρως την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα (άρθρα 26, 93 και 95) αρχή της ορθολογικής οργάνωσης της δικαιοσύνης, η οποία σχετίζεται με την εύρυθμη λειτουργία της και την προαγωγή της αποτελεσματικότητας στην απονομή της και να διασφαλίζει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης (άρθρο 87), η οποία συνδέεται με την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών και την εντεύθεν δικαστική αμεροληψία∙ δεν είναι, επομένως, ανεκτή ως αντιβαίνουσα στις ανωτέρω συνταγματικές αρχές -ορθολογικής οργάνωσης της δικαιοσύνης και δικαστικής ανεξαρτησίας και αμεροληψίας- η υιοθέτηση εκ μέρους του νομοθέτη ρυθμίσεων οι οποίες επιτρέπουν να τίθεται υπό την κρίση κατώτερων κατά βαθμό δικαστών η κρίση δικαστών βαθμολογικώς ανώτερων από αυτούς και να τίθεται έτσι, αντικειμενικώς, υπό εύλογη αμφισβήτηση η ανεξαρτησία γνώμης των κατώτερων δικαστών, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για κρίσεις επί αποφάσεων δικαστικών σχηματισμών ή συλλογικών οργάνων της Διοίκησης που ασκούν δικαιοδοτικό έργο (πρβλ. ΣτΕ 2612/2015, 3972-3974/2013, 2734/2005, 79/2001, ΑΔΣΔΔ 34, 27, 28/2016, 24, 17/2015, Πρακτικά 4/2010 και 2/2014 του ΣτΕ σε Ολομ. και Συμβ.). Ενόψει αυτών, η επίμαχη ρύθμιση κατά την οποία διοικητικά πρωτοδικεία που αποτελούνται από πρωτοδίκες και προέδρους πρωτοδικών, δικάζουν αιτήσεις ακυρώσεως που στρέφονται κατά αποφάσεων των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, στις οποίες ενδέχεται να μετέχουν δικαστές ανώτεροι αυτών κατά βαθμό, εφέτες ή και πρόεδροι εφετών, αντιβαίνει προς τις ως άνω συνταγματικές αρχές, δεδομένου μάλιστα ότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα, οι μεν πρόεδροι εφετών διενεργούν επιθεώρηση στα διοικητικά πρωτοδικεία και προτείνουν την άσκηση πειθαρχικής αγωγής κατά οποιουδήποτε επιθεωρούμενου, οι δε εφέτες μετέχουν χωρίς ψήφο στο Ανώτατο Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης προκειμένου για υπηρεσιακές μεταβολές δικαστών με βαθμό κατώτερο του εφέτη (άρθρα 82 παρ. 3 εδαφ. β΄, 84 παρ. 1 περ. β΄ και 67 παρ. 8 του Κώδικα Οργάνωσης Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών), με αποτέλεσμα, υπό τα δεδομένα αυτά, να δύναται, αντικειμενικώς, να τεθεί υπό εύλογη αμφισβήτηση η κρίση των τελικώς αποφαινομένων δικαστών (πρωτοδικών και προέδρων πρωτοδικών) παρά τις κατά τα ανωτέρω συνταγματικές εγγυήσεις.

16. Επειδή, περαιτέρω, όπως έχει ήδη εκτεθεί, για την εκδίκαση των διαφορών που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα και, κατ’ εξαίρεση από τα γενικώς ισχύοντα στις διαφορές που αφορούν τη νομοθεσία περί αλλοδαπών εν γένει, αρμόδια κατά τόπο είναι αποκλειστικώς τα Διοικητικά Πρωτοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης κατά τα ανωτέρω ειδικότερα προβλεπόμενα από το άρθρο 115 του ν. 4636/2019. Η συγκέντρωση των διαφορών αυτών στα ως άνω δύο πρωτοδικεία έγινε, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, για το λόγο ότι αυτά διαθέτουν υποδομές και οργάνωση κατάλληλες για την ταχεία εκδίκασή τους. Με τα δεδομένα αυτά, η εν λόγω κατά τόπο αρμοδιότητα των Διοικητικών Πρωτοδικείων Αθηνών και Θεσσαλονίκης αποβλέπει σε οργανωτικό αποκλειστικά σκοπό και δεν αντίκειται σε καμία συνταγματική διάταξη. […]