τελευταια νεα
Tag

ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΕΞΟΔΟΣ

Browsing

Κηρύσσεται αθώα λόγω κατάστασης ανάγκης η κατηγορουμένη, πολίτης Καμερούν, η οποία σε νομότυπη έλεγχο κατελήφθη να κατέχει το διαβατήριο το οποίο ήταν κλεμμένο και πλαστό του οποίου έκανε χρήση επιδεικνύοντάς αυτά στον αρμόδιο για τον έλεγχο ταξιδιωτικών εγγράφων υπάλληλο του Κρατικού Αερολιμένος Κω, επιχειρόντας να εξέλθει από την Ελληνική Επικράτεια στερούμενη νόμιμων ταξιδιωτικών εγγράφων, καθόσον έχει ήδη χαρακτηριστεί ως θύμα εμπορίας ανθρώπων, δυνάμει εισαγγελικής διατάξεως.

Στο άρθρο 1 περιπτ. ια’ του ν. 4251/2014 ορίζεται ότι « ια) Θύμα εμπορίας ανθρώπων είναι τόσο το φυσικό πρόσωπο για το οποίο υπάρχουν βάσιμοι λόγοι, ώστε να θεωρηθεί θύμα οποιουδήποτε από τα εγκλήματα που προβλέπονται στα άρθρα 323, 323Α, 3231, 339 παράγραφοι 1 και 4, 342 παράγραφοι 1 και 2, 348Α, 3481, 349, 351 και 351 Α. του ΠΚ, πριν ασκηθεί η ποινική δίωξη για αυτό όσο και εκείνο σε βάρος του οποίου τελέστηκε κάποιο από τα παραπάνω εγκλήματα για τα οποία κινήθηκε η ποινική δίωξη, ανεξάρτητα από το εάν αυτό έχει εισέλθει στη χώρα νόμιμα ή παράνομα. Θύμα εμπορίας ανθρώπων, κατά το προηγούμενο εδάφιο, είναι το θύμα του εγκλήματος του άρθρου 336 του Ποινικού Κώδικα, όταν αυτό είναι ανήλικος. Ο χαρακτηρισμός «Θύμα εμπορίας ανθρώπων» αποδίδεται με πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα Πρωτοδικών, τόσο αμέσως μετά την κίνηση της ποινκής δίωξης για έγκλημα που προβλέπεται στα άρθρα 323, 323Α, 3231, 339 παράγραφοι 1 και 4, 342 παράγραφοι 1 και 2, 348Α, 3481, 349, 351 και 351 Α του Π.Κ. όσο και πριν ασκηθεί ποινική δίωξη για κάποιο από αυτά τα αδικήματα. Στην τελευταία περίπτωση, για την έκδοση της εν λόγω πράξης απαιτείται έγγραφη γνωμοδότηση, που συντάσσεται από δύο επιστήμονες με ειδικότητα ψυχιάτρου, ψυχολόγου ή κοινωνικού λειτουργού, οι οποίοι υπηρετούν σε Υπηρεσία ή σε Μονάδα Προστασίας και Αρωγής των άρθρων 2, 3 και 4 του π.δ. 233/2003, όπως αυτό ισχύει, ή στην Υπηρεσία Πρώτης Υποδοχής, ΜΚΟ ή στο ΔΟΜ ή σε Διεθνείς Οργανώσεις ή σε άλλους εξειδικευμένους και αναγνωρισμένους από το κράτος φορείς προστασίας και αρωγής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 2, 3 και 4 του ΠΔ 233/2003. Η πράξη χαρακτηρισμού εκδίδεται ανεξαρτήτως εάν το θύμα συνεργάζεται με τις διωκτικές Αρχές, σε όσες περιπτώσεις ο ανωτέρω Εισαγγελέας κρίνει, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Εισαγγελέα Εφετών, ότι συντρέχουν οι όροι τον άρθρου 1 παρ. 2 του π.δ. 233/2003 ή ότι το θύμα δεν συνεργάζεται εξαιτίας τ απειλών που στρέφονται κατά προσώπων της οικογένειας του που βρίσκονται στην Ελλάδα ή στη χώρα της προέλευσης του ή οπουδήποτε αλλού και ότι, εάν αυτό δεν προστατευθεί ή εάν απομακρυνθεί από τη χώρα αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο τα προαναφερόμενα πρόσωπα. Η ανωτέρω διαδικασία εφαρμόζεται και για την περίπτωση χαρακτηρισμού προσώπου ως «θύματος παράνομης διακίνησης μεταναστών», όπως ορίζεται στην περίπτωση ιβ του παρόντος άρθρου». Περαιτέρω, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, εξέδωσε Εγκύκλιο αναφορικά με το θέμα του χαρακτηρισμού προσώπων ως θυμάτων εμπορίας ανθρώπων (ΕισΑΠ 7/2022). Το ζήτημα τέθηκε από τον Εθνικό Εισηγητή για την Καταπολέμηση της Εμπορίας Ανθρώπων και Πρόεδρο της Ομάδας Εργασίας για την προστασία των θυμάτων της εμπορίας ανθρώπων, ο οποίος εξέθεσε ότι οι περισσότερες εισαγγελικές διατάξεις χαρακτηρισμού προσώπων ως θυμάτων εμπορίας ανθρώπων είναι απορριπτικές, παρά τις θετικές εισηγήσεις των αρμοδίων υπηρεσιών της ΕΛ.ΑΣ, ενώ οι λίγες θετικές εκδίδονται με περιορισμένη χρονική ισχύ, φαινόμενα που δεν φαίνεται να συμβιβάζονται με τον σκοπό, το πνεύμα και τις ρυθμίσεις της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την δράση κατά της εμπορίας ανθρώπων. Η Εισαγγελία επεσήμανε, αρχικά, ότι σύμφωνα με την ως άνω Σύμβαση προβλέπεται ένα αρχικό – προσωρινό στάδιο αναγνώρισης του προσώπου ως θύματος εμπορίας ανθρώπων, κατά το οποίο αρκεί πιθανολόγηση και εκδίδεται προσωρινή απόφαση χαρακτηρισμού, ακολούθως δε κατά το οριστικό στάδιο αναγνώρισης διαπιστώνεται ότι το πρόσωπο είναι θύμα εμπορίας ανθρώπου και εκδίδεται οριστική απόφαση χαρακτηρισμού. Στην εσωτερική έννομη τάξη, ο Ν. 4251/2014 δεν προβλέπει δύο στάδια κατά την διαδικασία αναγνώρισης ενός προσώπου ως θύματος εμπορίας ανθρώπων, αλλά μόνο ένα. Συνεπώς, ο εισαγγελικός λειτουργός αρκεί να πιθανολογήσει, ότι το ενώπιον του πρόσωπο εμπίπτει στην έννοια του θύματος εμπορίας ανθρώπων και δεν απαιτείται, ούτε να διαπιστώνεται με βεβαιότητα η ιδιότητα αυτή, ούτε να προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης σε βάρος του κάποιου από τα σχετικά αδικήματα. Άλλωστε, ο χαρακτηρισμός αυτός μπορεί να γίνει, και πριν την άσκηση ποινικής δίωξης. Πράγματι, σύμφωνα με την §134 της Επεξηγηματικής ‘Εκθεσης της Σύμβασης η διαδικασία αναγνώρισης ενός προσώπου ως θύματος εμπορίας ανθρώπων είναι ανεξάρτητη από οποιαδήποτε ποινική διαδικασία κατά των υπευθύνων της εμπορίας. Η Εισαγγελία επεσήμανε, περαιτέρω, ότι ούτε η Σύμβαση, ούτε ο ανωτέρω νόμος προβλέπει ως απαραίτητη την κατάθεση αίτησης από τον ενδιαφερόμενο, για να εκδοθεί εισαγγελική διάταξη χαρακτηρισμού του ως θύματος εμπορίας ανθρώπων. Για τον εισαγγελικό χαρακτηρισμό βαρύνουσα σημασία έχει η υπάρχουσα εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας, που έχει έλθει σε ετταφή με το θύμα, πολύ περισσότερο αν έχει ερευνήσει και αξιολογήσει τις συνθήκες εντοπισμού του, όπως η αστυνομία, η Επιθεώρηση Εργασίας, τα Τελωνεία, οι μεταναστευτικές αρχές και οι πρεσβείες ή τα προξενεία, αλλά και με σχετικά επιφορτισμένες ΜΚΟ. Σε περίπτωση που το τυχόν υπάρχον αίτημα χαρακτηρισμού ή η σχετική αναφορά της αρμόδιας υπηρεσίας είναι ασαφής ή αόριστη, ο εισαγγελέας – ακριβώς ενόψει της ενδεχόμενης πολλαπλώς επιβαρυμένης κατάστασης τον ενδιαφερομένου – δεν εκδίδει απορριπτική διάταξη, αλλά επιστρέφει την αλληλογραφία προς συμπλήρωση και, μόνο αν επανυποβληθεί απράκτως, τότε εκδίδει απορριπτική διάταξη. Τα ίδια ισχύουν και αν δεν τηρήθηκε η ορθή διαδικασία. Μεταξύ άλλων, η Εισαγγελία τόνισε πως εισαγγελική διάταξη χαρακτηρισμού, εφόσον δεν προβλέπεται στον νόμο, δεν μπορεί να έχει προσωρινή ισχύ. Στην περίπτωση εκκρεμούς σχετικής ποινικής διαδικασίας, μπορεί να προβλέψει επανεξέταση του χαρακτηρισμού, όταν η τελευταία περατωθεί αμετακλήτως, οπότε αν το δικαστήριο αποφανθεί, ότι το χαρακτηρισθέν θύμα δεν υπήρξε τέτοιο, τότε προδήλως θα ανακληθεί η αρχική διάταξη, ενώ επί καταδίκης ή ακόμα και απαλλαγής χωρίς να θίγεται η ιδιότητα του θύματος, είναι σαφές ότι η διάταξη θα συνεχίσει να ισχύει. Τέλος, όσον αφορά στο ζήτημα της χορήγησης περιόδου αποκατάστασης και περίσκεψης, ούτε η Σύμβαση, ούτε ο νόμος προβλέπει σχετική αίτηση του θύματος εμπορίας, αλλά αυτή, ανεξαρτήτως ύπαρξης ή όχι σχετικής αίτησης, χορηγείται αυτεπαγγέλτως, εκτός αν υπάρχει ρητή παραίτηση από πλευράς του θύματος. Η ανωτέρω περίοδος μπορεί χορηγηθεί είτε μεταγενέστερα του εισαγγελικού χαρακτηρισμού, είτε ταυτόχρονα με την περί χαρακτηρισμού διάταξη, γεγονός μάλιστα που ενδείκνυται και φαίνεται να προκρίνει η διάταξη του άρ. 49§1 ν. 4251/14, είτε ακόμα και πριν τον εισαγγελικό χαρακτηρισμό.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 25 ΠΚ, τιτλοφορούμενο «Κατάσταση ανάγκης που αίρει το άδικο», ορίζεται ότι «1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος προς αποτροπή παρόντος και αναπότρεπτου με άλλα μέσα κινδύνου, ο οποίος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιου άλλου χωρίς δική του υπαιτιότητα, αν η προσβολή που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από την προσβολή που απειλήθηκε. 2. Η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται σε όποιον έχει καθήκον να εκτεθεί στον απειλούμενο κίνδυνο. 3. Η διάταξη του άρθρου 23 έχει αντίστοιχη εφαρμογή και στην περίπτωση αυτού του άρθρου».
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και απ’ όλη την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε για το ότι ο πρώτος κατηγορούμενος […}, στη νήσο Κω και στο Διεθνή Αερολιμένα Κω “Ιπποκράτης”, την 2-7-2019 και ώρα 16:40′, προκειμένου να ταξιδέψει με την πτήση υπ’ αρ.[…] της αεροπορικής εταιρείας […]με προορισμό το Μιλάνο, σε νομότυπο έλεγχο που διενεργήθηκε από αστυνομικούς του Αστυνομικού Τμήματος Αερολιμένα Κω, κατελήφθη να κατέχει το με αριθμό […]διαβατήριο εκδοθέν την 6-3-2015 από Αρχές Ηνωμένου Βασιλείου, με στοιχεία κατόχου […], γεν. 26-5-1989 στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο ήταν κλεμμένο κα πλαστό, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. πρωτοκόλλου […]έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ΔΕΕ της ΕΛ.ΑΣ., έκανε δε χρήση αυτού επιδεικνύοντάς το στον αρμόδιο για τον έλεγχο ταξιδιωτικών εγγράφων υπάλληλο του Κρατικού Αερολιμένα Κω προκειμένου να ταξιδέψει στη Μιλάνο. Περαιτέρω, ως αλλοδαπός υπήκοος Συρίας, στον ως άνω αναφερόμενο χρόνο και τόπο, επιχείρησε να εξέλθει από την Ελληνική Επικράτεια κατά τον τρόπο που ροαναφέρθηκε, στερούμενος νομίμων ταξιδιωτικών εγγράφων. Επομένως, πρέπει ο πρώτος των κατηγορουμένων να κηρυχθεί ένοχος για τις πράξεις του αυτές. Περαιτέρω, η δεύτερη κατηγορούμενη […], γεν. στο Καμερούν στις 16-11-1951, κάτοχος του με αριθμό […] διαβατηρίου Αρχών Καμερούν, υπήκοος Καμερούν, στη νήσο Κω και στο Διεθνή Αερολιμένα Κω “Ιπποκράτης”, την 2-7-2019 και ώρα 16:40′, προκειμένου να ταξιδέψει με την αυτή υπ’ αρ. […]πτήση της αεροπορικής εταιρείας […]με προορισμό το Μιλάνο, σε νομότυπη έλεγχο που διενεργήθηκε από αστυνομικούς του Αστυνομικού Τμήματος Αερολιμένα Κω, κατελήφθη να κατέχει το με αριθμό […]διαβατήριο εκδοθέν την 16/9/2016 από τις Αρχές της Γαλλικής Δημοκρατίας, με στοιχεία κατόχου […], γεν. 12/06/1990 στη Γαλλία, το οποίο ήταν κλεμμένο και πλαστό (βλ. την ίδια ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ΔΕΕ). Επίσης η δεύτερη κατηγορούμενη κατείχε και το υπ. αριθμ. […]δελτίο ταυτότητας εκδοθέν την 14/2/2019 από τις αρχές ταυ Βελγίου, με στοιχεία κατόχου […], το οποίο ήταν εξ’ υπαρχής πλαστό (βλ. την ίδια ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ΔΕΕ). Αμφοτέρων των ταξιδιωτικών εγγράφων, και ειδικότερα, του υπ’ αριθμ. […] διαβατηρίου εκδοθέντος την 16/9/2016 αττό τις Αρχές της Γαλλικής Δημοκρατίας, καθώς και του υπ’ αριθμ.[…] δελτίου ταυτότητας εκδοθέντος την 14/2/2019 από τις αρχές του Βελγίου, έκανε χρήση επιδεικνύοντάς αυτά στον αρμόδιο για τον έλεγχο ταξιδιωτικών εγγράφων υπάλληλο του Κρατικού Αερολιμένος Κω, προκειμένού να ταξιδέφει με την ως άνω αναφερόμενη πτήση με προορισμό το Μιλάνο. Περαιτέρω, η δεύτερη κατηγορούμενη, ως αλλοδαπός υπήκοος και ειδικότερα υπήκοος Καμερούν, στον ως άνω αναφερόμενο χρόνο και τόπο, επιχείρησε να εξέλθει από την Ελληνική Επικράτεια κατά τον προαναφερθέντα τρόπο, στερούμενη νόμιμων ταξιδιωτικών εγγράφων.
Πλην όμως, αποδεικνύεται ότι η δεύτερη κατηγορούμενη έχει ήδη χαρακτηριστεί ως θύμα εμπορίας ανθρώπων, κατ’ άρθρο 1 περιπτ. ια’ του ν. 4251/2014, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 13/13-12-2020 εισαγγελικής διατάξεως της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών […], την οποία προσκόμισε κατά την ανάγνωση των εγγράφων στο ακροατήριο. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η δεύτερη κατηγορούμενη, τέλεσε τις ανωτέρω πράξεις προς αποτροπή παρόντος και αναπότρεπτου με άλλα μέσα κινδύνου, ο οποίος απειλούσε το πρόσωπο της ιδίας, άνευ υπαιτιότητας της, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να εκτεθεί στον κίνδυνο, η δε προκληθείσα προσβολή είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από την απειληθείσα, εις βάρος της δεύτερης κατηγορούμενης, προσβολή. Για το λόγο αυτό, κρίνεται ότι δεν είναι άδικες οι ανωτέρω πράξεις της, λόγω καταστάσεως ανάγκης αίρουσας τον άδικο χαρακτήρα αυτών, πρέπει δε, κατά παραδοχή και του παραδεκτώς προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού της, να κηρυχθεί αθώα […]