Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη σταθερότητα των οικογενειακών και βιοτικών εν γένει δεσμών του αιτούντος με τη Χώρα και την ενσωμάτωση της οικογένειάς του σ’ αυτήν, το βελτιστο συμφέρον του τέκνου του αντιμετωπίζει σοβαρό προβλημα υγείας το προβλημα υγείας που απαιτεί παρουσία και συνδρομή και των δύο γονέων του, το Δικαστήριο κρίνει συντρέχουν, εν προκειμένω εξαιρετικές περιστάσεις, κατά τις οποίες η απομάκρυνση του αιτούντος – αν και παρανόμως διαμένοντος στη Χώρα – και η συνακόλουθη εγγραφή του στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. αντίκεινται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α..
4. Επειδή, όπως γίνεται νομολογιακά δεκτό, το άρθρο 8 της Ε.Σ.Δ.Α. ναι μεν δεν επιβάλλει συγκεκριμένες διαδικαστικές υποχρεώσεις στα συμβαλλόμενα κράτη, ωστόσο προϋποθέτει και στην περίπτωση χορήγησης άδειας διαμονής σε αλλοδαπούς μία δίκαιη διαδικασία, η οποία διασφαλίζει το δέοντα σεβασμό στις απορρέουσες από το άρθρο 8 εγγυήσεις [βλ. την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) της 27ης-09-2011 Alim κατά Ρωσίας, αριθμ. 39417/2007, σκ. 91 έως 98]. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., η ως άνω διάταξη του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α. δεν εγγυάται στους αλλοδαπούς ένα γενικό δικαίωμα εισόδου και παραμονής σε συγκεκριμένο κράτος [πρβλ. τις αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α. της 10ης-03-2011, Kiyutin κατά Ρωσίας, αριθμ. προσφυγής 2700/2010, σκ. 53, της 16ης-12-2014, Liou κατά Ρωσίας, αριθμ. προσφυγής 42086/2005, σκ. 50, της 22ης-07-2004, Radovanovic κατά Αυστρίας, αριθμ. προσφυγής 42703/1998, σκ. 30 και 31], ούτε αμφισβητεί την κυριαρχική εξουσία του κράτους να ελέγχει την είσοδο και διαμονή των πολιτών τρίτων χωρών στο έδαφός του (υπό την επιφύλαξη, ασφαλώς, των εγγυήσεων που με τη διάταξη αυτή τίθενται για την προστασία της οικογενειακής ή και ιδιωτικής ζωής), ούτε επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη τη γενική υποχρέωση να σέβονται την επιλογή των οικογενειών να εγκατασταθούν σε συγκεκριμένο κράτος ή να επιτρέπουν την οικογενειακή επανένωση των αλλοδαπών μελών της οικογένειάς τους στο έδαφός τους (πρβλ. τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 03ης-10-2014, Jeunesse κατά Ολλανδίας, σκ. 103, της 14ης-02-2012, Antwi κατά Νορβηγίας, αριθμ. 26940/2010, σκέψη 89, της 28ης-06-2011, Nunez κατά Νορβηγίας, αριθμ. 55597/2009, σκ. 70, της 31ης-07-2008, Darren Omoregie κατά Νορβηγίας, αριθμ. 265/2007, σκ. 57, της 31ης-01-2006, Rodrigues da Silva και Hoogkamer κατά Ολλανδίας, αριθμ. 50435/99, σκ. 39). Ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι επιβάλλει σ’ ένα συμβαλλόμενο κράτος τη γενική υποχρέωση να αποδεχθεί την εγκατάσταση πολιτών τρίτων χωρών στην επικράτειά του ανεξαρτήτως της συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων για τη διαμονή τους στο έδαφός του, τις οποίες κυριαρχικώς προσδιορίζει ο εθνικός νομοθέτης, επιδιώκοντας θεμιτό σκοπό δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή τον έλεγχο διαμονής στην επικράτεια πολιτών τρίτων χωρών (βλ. την απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. της 28ης-05-1985 Abdulaziz, Cabales, Balkandali κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκ. 68), ούτε ότι κατοχυρώνει δικαίωμα επιλογής της χώρας εγκατάστασης της οικογενειακής ζωής ή δικαίωμα διαμονής αλλοδαπού σε συγκεκριμένη χώρα [βλ. την απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. (Ευρεία Σύνθεση) της 15ης-01-2007 Sisojeva κ.ά. κατά Λετονίας, σκ. 91, αριθ. προσφυγής 60654/00, της 26ης-06-2012 Kurić κ.ά. κατά Σλοβενίας, σκ. 328, αριθ. προσφυγής 26828/06, της 21ης-06-2016, Ramadan κατά Μάλτας, σκ. 91, αριθ. προσφυγής 76136/12, της 26ης-06-2014, Gablishvili κατά Ρωσίας, αριθ. προσφυγής 39428/2012, σκ.53, της 10ης-03-2011, Kiyutin κατά Ρωσίας, αριθ. προσφυγής 2700/2010, της 18ης-10-2006, Uner κατά Ολλανδίας, σκέψη 54, πρβλ. ΣτΕ 991/2018, 1803/2016, 715/2015]. Όπως, άλλωστε, δέχεται παγίως το Ε.Δ.Δ.Α., μόνο σε όλως εξαιρετικές περιστάσεις η απομάκρυνση, συνεπεία έκδοσης απόφασης επιστροφής, από το έδαφος ενός κράτους αλλοδαπού, που έχει εισέλθει ή διαμένει παράνομα σε αυτό, μπορεί να αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., οι εγγυήσεις του οποίου σε κάθε περίπτωση δεν συνεπάγονται και την άνευ ετέρου χορήγηση άδειας διαμονής συγκεκριμένου τύπου (πρβλ. Σ.τ.Ε. 990/2013, 1881/2012, πρβλ. τις αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α., Kiyutin κατά Ρωσίας, αριθμός προσφυγής 2700/2010, της 10ης-03-2011, Ολομέλεια, Abdulaziz, Cabales και Balkandali κατά Ην. Βασιλείου, αριθμοί προσφυγών 9214/1980, 9473/1981, 9474/1981, της 28ης-05- 1985, σκ. 68, ευρείας σύνθεσης, Syssoeva κλπ. κ. Λεττονίας, αριθ. προσφυγής 60654/2000, της 15ης-01-2007, σκ. 91, Nunez κατά Νορβηγίας, αριθ. προσφυγής 55597/2009, της 28ης-06-2011, σκ. 70, Rodrigues da Silva and Hoogkamer κατά Ολλανδίας, αριθ. προσφυγής 50435/1999, της 31ης-01-2006, σκ. 39, της 14ης-02-2012, Antwi κατά Νορβηγίας, αριθ. προσφυγής 26940/10, σκέψη 89, της 28ης-06-2011, της 31ης-07-2008, Darren Omoregie κατά Νορβηγίας, αριθ. προσφυγής 265/07, σκ. 57 και αποφάσεις του ΕΔΔΑ επί του παραδεκτού, της 14ης-04-2009, Narenji Haghighi κατά Ολλανδίας, αριθ. προσφυγής 38165/07 και της 22ης-06-1999, Ajayi and Others κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αριθ. προσφυγής 27663/95]. Ακόμη, ως προς την επιστροφή παρανόμως διαμενόντων αλλοδαπών, έχει μεν κριθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. ΔΕΕ αποφάσεις της 28ης-04-2011, Hassen El Dridi, C-61/2011 σκ. 35, της 06ης-12-2011, Alexandre Achughbabian, C-329/2011, σκ. 30-31 και της 11ης-12-2014, Khaled Boudjlida, C-249/2013, σκ. 45-46), υπό το φως του σκοπού της ως άνω Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, που συνίσταται στην αποτελεσματική διαδικασία επιστροφής των παρανόμως διαμενόντων σε κράτος μέλος πολιτών τρίτων χωρών στη χώρα καταγωγής τους, ότι, άπαξ και διαπιστωθεί το παράνομο της διαμονής, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν, καταρχήν, δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1 της Οδηγίας 2008/115 και με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 2 έως 5 της Οδηγίας αυτής, να εκδίδουν απόφαση επιστροφής (βλ. ήδη άρθρο 24 παρ. 2 του ν. 4251/2014). Ωστόσο, στο στάδιο αυτό, κατά ρητή, μάλιστα, πρόβλεψη στη διάταξη του άρθρου 20 σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 21 παρ. 4 του ν. 3907/2011, που αποτελεί μεταφορά της ως άνω Οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη, και υπό το πρίσμα και του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α., είναι, καταρχήν, ακουστοί λόγοι αναγόμενοι στην προστασία της οικογενειακής ή και της ιδιωτικής ζωής, οι ίδιοι, δε, λόγοι είναι ακουστοί και στο πλαίσιο του ακυρωτικού ελέγχου (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4/2021, 715/2015). Σε κάθε περίπτωση, η Διοίκηση, όταν οδηγείται σε λήψη του μέτρου της επιστροφής σε βάρος αλλοδαπού, πολλώ δε μάλλον στην απαγόρευση εισόδου του στο έδαφος του κράτους αυτού, που επισύρει και την εγγραφή του στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν ως ανεπιθύμητου στο έδαφος Σένγκεν, πρέπει να εξετάσει το φάκελο κατά τρόπο ώστε να λάβει απόφαση με πλήρη γνώση της κατάστασης, αφού, δηλαδή, λάβει υπόψη της το σύνολο των στοιχείων που τον αφορούν και να αιτιολογήσει την απόφαση αυτή δεόντως, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, που πρέπει να υπερβαίνουν το απλό γεγονός της παράνομης παραμονής (πρβλ. ΔΕΕ, C-166/13, Mukarubega, ΔΕΕ, C-249/13, Khaled Boudjlida, σκ. 59, βλ. και 6η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ). […]
7. Επειδή, η κατ’ αρχήν παράνομη παραμονή του αιτούντος στη Χώρα δικαιολογεί, εξ αντικειμένου, την έκδοση απόφασης επιστροφής, υπό το καθεστώς ισχύος του ν. 3907/2011. Ωστόσο, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπ’ όψιν: α] τη σταθερότητα των οικογενειακών και βιοτικών εν γένει δεσμών του αιτούντος με τη Χώρα και την ενσωμάτωση της οικογένειάς του σ’ αυτήν, που απορρέει από τη γέννηση των δύο τέκνων του, τη μακρόχρονη και νόμιμη παραμονή αυτών και της συζύγου του στην Ελλάδα, κατόπιν εκδόσεως αδειών διαμονής και τη φοίτηση των τέκνων του σε ελληνικά σχολεία και ήδη σε ανώτατο επίπεδο, β] την ανηλικότητα του υιού σε συνδυασμό με το σοβαρό πρόβλημα υγείας που παρουσιάζει (αιμορροφιλία τύπου Β, επιληψία στο πλαίσιο εγκεφαλικής δυσπλασίας, εμφύτευση υποδόριου καθετήρα), το βέλτιστο συμφέρον του οποίου απαιτεί παρουσία και συνδρομή και των δύο γονέων του, γ] την εκπλήρωση των φορολογικών και κοινωνικοασφαλιστικών υποχρεώσεων της συζύγου του και την αγορά κύριας κατοικίας και δ] τη φύση και τη βαρύτητα του τελεσθέντος αδικήματος (κατοχή και χρήση πλαστού, αποδοχή προϊόντων εγκλήματος), σε συνδυασμό με τις συνθήκες τέλεσης αυτού, την επιβληθείσα συνολική ποινή (40 ημέρες φυλάκισης) και τον μεμονωμένο χαρακτήρα της παραβατικής συμπεριφοράς του αιτούντος, που δεν καταδεικνύουν επικινδυνότητα αυτού για το κοινωνικό σύνολο κ ρ ί ν ε ι ότι συντρέχουν, εν προκειμένω εξαιρετικές περιστάσεις, κατά τις οποίες η απομάκρυνση του αιτούντος – αν και παρανόμως διαμένοντος στη Χώρα – και η συνακόλουθη εγγραφή του στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. αντίκεινται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α.. Με τα δεδομένα αυτά, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πρέπει να ακυρωθούν ως πλημμελώς αιτιολογημένες, κατ’ αποδοχή ως βάσιμου του σχετικού λόγου ακύρωσης, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της εξέτασης των λοιπών λόγων ακύρωσης. Όσον αφορά δε, την δεύτερη προσβαλλόμενη, υπ’ πρωτ. …/26.1.2017 απόφαση του Γενικού Περιφερειακού Αστυνομικού Διευθυντή Ηπείρου, η υπόθεση θα πρέπει να αναπεμφθεί στη Διοίκηση, προκειμένου αυτή να αιτιολογήσει ειδικά την κρίση της περί της επιστροφής του αιτούντος, αφού λάβει υπ’ όψιν της το σύνολο των στοιχείων του φακέλου που αφορούν την οικογενειακή και προσωπική κατάσταση αυτού, καθώς και την κατάσταση της υγείας του τέκνου του, τα στοιχεία που τυχόν αναζητηθούν προς τον σκοπό αυτό από την Διοίκηση, καθώς και τις εξηγήσεις του αιτούντος που τυχόν παρασχεθούν σε σχέση με τα ανωτέρω.
[…] Δέχεται την αίτηση ακύρωσης