τελευταια νεα
Tag

ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ

Browsing

Το τεκμαρτό σύστημα απόδειξης της ένταξης στην οικονομική ζωή της Χώρας επί τη βάσει εισοδηματικών κριτηρίων για την πολιτογράφηση αλλοδαπού αποτελεί μέθοδο ανεκτή από το Σύνταγμα, προς εξακρίβωση της πραγματικής επιβάρυνσης του συστήματος της κοινωνικής πρόνοιας και, εν γένει, του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας από την ενσωμάτωση των αλλογενών αλλοδαπών στην Χώρα. Λαμβανομένου υπ’ όψιν του σκοπού δημοσίου συμφέροντος, στην εξυπηρέτηση του οποίου αποβλέπουν οι νέες ρυθμίσεις, και δοθέντος ότι δεν κατοχυρώνεται ατομικό δικαίωμα κτήσεως της ιθαγένειας, η εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων και επί των ήδη εκκρεμών αιτήσεων, δεν προσκρούει στις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου, της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Αντίθετη μειοψηφία.

6. Επειδή, κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 5Α’ του ΚΕΙ, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 3 του ν. 4735/2020, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 29845/16.4.2021 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών «Τεκμήρια για την οικονομική και κοινωνική ένταξη του αλλοδαπού που αιτείται την ελληνική ιθαγένεια» (Β’ 1652/22.4.2021), στην οποία, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση των εδαφίων δ’ και ε’ της υποπαραγράφου 2 της παραγράφου Α’ του άρθρου 1 από την υπ’ αριθμ. 58050/4.8.2021 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών (Β’ 3967/30.8.2021) και την κατάργηση του εδαφίου στ’ της ίδιας ως άνω υποπαραγράφου από το άρθρο μόνο της υπ’ αριθμ. 96289/27.12.2021 όμοιας απόφασης (Β’ 6402/31.12.2021), ορίζονται τα εξής: «Στο πλαίσιο εξακρίβωσης της συνδρομής των ουσιαστικών προϋποθέσεων για την πολιτογράφηση που προβλέπονται στην περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 5Α του Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας παραθέτουμε τα ειδικότερα στοιχεία που αποτελούν τεκμήρια για την οικονομική και κοινωνική ένταξη του αλλοδαπού που αιτείται την ελληνική ιθαγένεια ως ακολούθως: Άρθρο 1 ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΝΤΑΞΗΣ Α) Εισοδηματικά Κριτήρια 1. Προσδιορισμός της έννοιας του επαρκούς εισοδήματος και των πηγών προέλευσής του. α) Ο αλλοδαπός που επιθυμεί να γίνει Έλληνας/ίδα πολίτης πρέπει να αποδεικνύει ότι διαθέτει ετήσιο εισόδημα που του εξασφαλίζει ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης χωρίς να επιβαρύνει το σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας της χώρας … β) Η σταθερή και πολυετής εργασία του αλλοδαπού στη χώρα, όπως και η μακρόχρονη οικονομική του δραστηριότητα σε αυτή είναι στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη ισχυρού δεσμού του με την Ελλάδα. Το τακτικό εισόδημα που αποκτά στη χώρα προσωπικά ο ίδιος ο αλλοδαπός από οποιαδήποτε πηγή π.χ. μισθωτή εργασία, σύνταξη, ακίνητη περιουσία, επιχειρηματική δραστηριότητα, από κεφάλαιο, μερίσματα από εισηγμένες στο ελληνικό χρηματιστήριο, εταιρείες, αποδεικνύει τη βούλησή του για μόνιμη και συνεχή εγκατάσταση στη χώρα. Στο πλαίσιο αυτό η απόκτηση ιδιόκτητης κατοικίας προς ιδιοκατοίκηση καθώς και η διατήρηση λογαριασμών σε πιστωτικά ιδρύματα που τελούν υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδας συνιστούν απόδειξη ότι η χώρα αποτελεί το κέντρο των βιοτικών του σχέσεων. γ) Το ύψος του επαρκούς ετήσιου εισοδήματος συναρτάται με τις ετήσιες αποδοχές του αμειβόμενου υπαλλήλου και εργατοτεχνίτη της χώρας, όπως αυτές προσδιορίζονται με την εκάστοτε ισχύουσα υπουργική απόφαση με την οποία καθορίζεται το ύψος του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου … 2. Προσδιορισμός των ετών με βάση τα οποία ο αιτών έχει υποχρέωση να δηλώνει το, κατά τα ανωτέρω, απαιτούμενο εισόδημα. Προκειμένου ο αλλοδαπός να έχει δικαίωμα υποβολής αίτησης πολιτογράφησης πρέπει να διαμένει στην Ελλάδα, νόμιμα και μόνιμα πριν από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης, κατά τα τρία (3), επτά (7) ή δώδεκα (12) έτη αναλόγως της κατηγορίας που ανήκει κατά τη διάταξη της περ. δ της παρ. 1 του άρθρου 5 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (ΚΕΙ), όπως ισχύει. Αυτό σημαίνει ότι ο αλλοδαπός χρειάζεται να αποδείξει ότι έχει αποκτήσει επαρκές εισόδημα για κάθε έτος χωριστά κατά αναλογία με τα απαιτούμενα έτη προηγούμενης νόμιμης διαμονής του. Το καθοριζόμενο ως επαρκές εισόδημα απαιτείται να αποδεικνύεται με βάση την εξεταζόμενη κατά περίπτωση χρονική περίοδο ως εξής: Για όσους απαιτείται να συμπληρώνουν επτά έτη πρέπει να αποδεικνύουν επαρκές εισόδημα για πέντε (5) τουλάχιστον έτη πριν την υποβολή της αιτήσεως. Για όσους απαιτείται να συμπληρώνουν δώδεκα έτη πρέπει να αποδεικνύουν επαρκές εισόδημα για επτά (7) τουλάχιστον έτη πριν την υποβολή της αιτήσεως». Εν συνεχεία, με βάση υπολογισμού το καθορισθέν, με την ανωτέρω υπουργική απόφαση, στοιχείο του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου του αμειβόμενου υπαλλήλου και εργατοτεχνίτη, προσδιορίστηκε, με την υπ’ αριθμ. 81/4.2.2022 εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Ιθαγένειας (παράρτημα), το «ελάχιστο επαρκές εισόδημα φορολογούμενου αλλοδαπού ανά έτος», το οποίο, ειδικότερα, για την κατηγορία του φορολογούμενου χωρίς εξαρτώμενα μέλη, όπως ο αιτών, ορίστηκε σε 7.500 ευρώ για καθένα από τα έτη 2007-2011 και σε 6.500 για καθένα από τα έτη 2012-2018.

7. Επειδή, ο καθορισμός της ιθαγένειας εκάστου προσώπου, ήτοι ο νομικός δεσμός του προς την πολιτεία στην οποία ανήκει, συνιστά ζήτημα εξόχως σημαντικό για την πολιτεία και το δημόσιο συμφέρον, καθόσον έχει άμεση επίπτωση στον καθορισμό της σύνθεσης του Λαού ως άμεσου οργάνου του Κράτους (εκλογικό σώμα) και, εντεύθεν, στην άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Το εν λόγω ζήτημα διέπεται κυριαρχικώς από την νομοθεσία του Κράτους, η οποία προσδιορίζει, κατ’ αρχήν, ελευθέρως, τόσο τους ουσιαστικούς όρους και τις προϋποθέσεις κτήσεως της ιθαγένειας, όσο και την σχετική διαδικασία (ΣτΕ 1831/2021 Ολομ., 1067-1068/2015, 381/2012), ο δε εθνικός νομοθέτης δεν περιορίζεται, κατ’ αρχήν, από το διεθνές δίκαιο κατά την ρύθμιση των ανωτέρω ζητημάτων, ενώ, εξάλλου, ούτε στην κυρωθείσα με το ν.δ/γμα 53/1974 (Α’ 256) Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) κατοχυρώνεται ατομικό δικαίωμα κτήσεως της ιθαγένειας (ΣτΕ 1831/2021 Ολομ., 1167/2010, 2798/2009). Ενόψει αυτών, ο εθνικός νομοθέτης έχει την δυνατότητα να εκτιμά εκάστοτε τις συγκεκριμένες συνθήκες (πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές) και να καθορίζει τις προϋποθέσεις κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας κατά τρόπο χαλαρότερο ή αυστηρότερο (ΣτΕ 1831/2021 Ολομ. σκ. 16, 460/2013 Ολομ. σκ. 6), χωρίς να κωλύεται από κάποια συνταγματική ή άλλη διάταξη να θεσπίσει, ως ελάχιστο όρο και όριο των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας, την απόκτηση ορισμένου ύψους ετήσιου εισοδήματος, το οποίο θεωρεί ότι εξασφαλίζει στον αλλογενή αλλοδαπό ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης χωρίς να επιβαρύνει το σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας της Χώρας και, εν γένει, το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία. Ως εκ τούτου, ο δικαστής δεν έχει την εξουσία να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής των ως άνω διατάξεων, οι οποίες, λόγω της σημασίας τους για την πολιτεία και το δημόσιο συμφέρον και της ευθείας επίδρασης που έχουν στην διαμόρφωση της σύνθεσης του εκλογικού σώματος ως άμεσου οργάνου του Κράτους, είναι σε κάθε περίπτωση στενώς ερμηνευτέες, συνεκτιμώντας, για την απόδειξη της οικονομικής ένταξης του αλλοδαπού και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο θεωρεί, κατά την κρίση του, ως πρόσφορο, πέραν των κριτηρίων που ρητώς καθορίζονται στις σχετικές διατάξεις. Στα πλαίσια αυτά, όπως συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις και τις αιτιολογικές εκθέσεις των ν. 4735/2020 και 4873/2021, με το άρθρο 3 του ν. 4735/2020 θεσπίστηκαν εκ νέου οι ουσιαστικές προϋποθέσεις, που πρέπει να πληροί ο αλλογενής αλλοδαπός για να πολιτογραφηθεί ως Έλληνας πολίτης. Ειδικότερα, η εξακρίβωση της γνώσης της ελληνικής ιστορίας, της γεωγραφίας, του πολιτισμού και των θεσμών του πολιτεύματος απέκτησε διακριτό χαρακτήρα και διαφοροποιήθηκε από την οικονομική και κοινωνική του ένταξη, η εξακρίβωση της οποίας έχει πλέον αυτοτελή χαρακτήρα. Εν συνεχεία, με τις διατάξεις του άρθρου 36 του ν. 4873/2021 δόθηκε η δυνατότητα σε όσους είχαν υποβάλει αίτηση πολιτογράφησης πριν από την εφαρμογή του ν. 4735/2020, να αιτηθούν την χορήγηση ιθαγένειας με βάση την πραγματική οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση, επικαιροποιώντας τα απαιτούμενα δικαιολογητικά. Εκτιμήθηκε, δηλαδή, από τον νομοθέτη, όπως αναφέρεται στην οικεία αιτιολογική έκθεση, ότι ήταν επιβεβλημένη η άμεση εφαρμογή των εν λόγω νέων ρυθμίσεων για λόγους δημοσίου συμφέροντος, προκειμένου να διασφαλιστεί η αντικειμενικότητα και η διαφάνεια στον τρόπο εξακρίβωσης της πραγματικής οικονομικής κατάστασης των αιτούντων αλλοδαπών με βάση νέα επικαιροποιημένα στοιχεία, ανεξαρτήτως του χρόνου υποβολής της αιτήσεώς τους. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, κατά την γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, λαμβανομένου υπ’ όψιν του σκοπού δημοσίου συμφέροντος, στην εξυπηρέτηση του οποίου αποβλέπουν οι νέες ρυθμίσεις, συνιστάμενου στην διακρίβωση της πραγματικής οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των αιτούντων την ελληνική ιθαγένεια αλλοδαπών, η οποία μαρτυρεί αν εξασφαλίζεται σε αυτούς ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης, ώστε να μην επιβαρύνεται το σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας της Χώρας από την ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία και δοθέντος ότι δεν κατοχυρώνεται ατομικό δικαίωμα κτήσεως της ιθαγένειας, όπως προεκτέθηκε, η εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων και επί των ήδη εκκρεμών αιτήσεων, κατά τις ρητές διατάξεις των άρθρων 37 και 38 του ν. 4873/2021, δεν προσκρούει στις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου, της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Εφόσον δε, περαιτέρω, οι ως άνω διαχρονικού δικαίου διατάξεις, τυγχάνουσες εφαρμογής σε όλες ανεξαιρέτως τις εκκρεμείς κατά την 1η.4.2021 αιτήσεις πολιτογραφήσεως, ερείδονται σε κριτήρια γενικά και αντικειμενικά, δεν αντίκεινται ούτε στην αρχή της ασφάλειας δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 1894/2022 σκ. 20) και, συνεπώς, θεμιτώς, κατά το Σύνταγμα, προβλέφθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 5Α’ του ΚΕΙ, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν, καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς αιτήσεις, οι οποίες είχαν υποβληθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4735/2020. Εξάλλου, με την εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 2 του άρθρου 5Α’ του ΚΕΙ, όπως ισχύει, υπ’ αριθμ. 29845/16.4.2021 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, προσδιορίστηκαν, ως ειδικότερα θέματα, η έννοια του επαρκούς εισοδήματος, οι πηγές προέλευσής του, ο ακριβής αριθμός των ετών, για τα οποία ο αιτών υποχρεούται να δηλώνει επαρκές εισόδημα και καθορίστηκε το συνολικό ετήσιο εισόδημα που συνιστά, κατά την κρίση του εξουσιοδοτηθέντος κανονιστικού νομοθέτη, επαρκές κριτήριο οικονομικής ένταξης, προκειμένου να διασφαλιστεί η αντικειμενικότητα και η διαφάνεια στην διαπίστωση του πραγματικού εισοδήματος, ως όρου απονομής της ελληνικής ιθαγένειας. Με την δομή του αυτή, το ανωτέρω τεκμαρτό σύστημα απόδειξης της ένταξης στην οικονομική ζωή της Χώρας, συναρτώμενο προς το ύψος του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου του αμειβόμενου υπαλλήλου και εργατοτεχνίτη, στηρίζεται σε τεκμήρια, των οποίων η βάση και τα συμπεράσματα ανταποκρίνονται προς τα δεδομένα της κοινής πείρας, από την άποψη ιδίως του ύψους του απαιτούμενου εισοδήματος, το οποίο, κατά την κρίση του νομοθέτη, αντανακλά την ελάχιστη ετήσια δαπάνη διαβίωσης του αιτούντος αλλοδαπού και, ως εκ τούτου, αποτελεί μέθοδο ανεκτή από το Σύνταγμα, προς εξακρίβωση της πραγματικής επιβάρυνσης του συστήματος της κοινωνικής πρόνοιας και, εν γένει, του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας από την ενσωμάτωση των αλλογενών αλλοδαπών στην Χώρα (πρβλ. ΣτΕ 1296-1297/1991). Κατά την γνώμη, όμως, του Προέδρου του Τμήματος Α. Α, Προέδρου Εφετών Δ.Δ., το αναμφισβήτητο και κυριαρχικό δικαίωμα κάθε κράτους να καθορίσει τους όρους και τις προϋποθέσεις χορήγησης της ελληνικής ιθαγένειας, θεσπίζοντας το ανωτέρω τεκμαρτό σύστημα απόδειξης της ένταξης στην οικονομική ζωή της Χώρας, συναρτώμενο προς το ύψος του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου του αμειβόμενου υπαλλήλου και εργατοτεχνίτη, οριοθετείται από την αρχή της αναλογικότητας, σε συνδυασμό με την αρχή της χρηστής διοικήσεως. Ειδικότερα, κατά την ίδια γνώμη, ο νομοθέτης οφείλει, θέτοντας τα ανωτέρω κριτήρια, να περιλάβει πρόβλεψη για τις εκκρεμείς αιτήσεις, καθόσον οι ήδη έχοντες υποβάλει αίτηση για χορήγηση της ελληνικής ιθαγένειας, όχι μόνο δεν είχαν υπ’ όψιν την σχετική διάταξη, ώστε να μεριμνήσουν για την απόκτηση εισοδήματος που θα τους έδινε την δυνατότητα να διεκδικήσουν, με την συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων, την ελληνική ιθαγένεια, αλλά, περαιτέρω, βρίσκονται σε αντικειμενική αδυναμία να καλύψουν την σχετική έλλειψη, με αποτέλεσμα την άνευ άλλου τινός απόρριψη της αιτήσεώς τους. Για τους λόγους αυτούς η σχετική διάταξη, κατά το μέρος που δεν περιέχει ρητή πρόβλεψη για τις εκκρεμείς αιτήσεις, βρίσκεται σε αντίθεση με την αρχή της αναλογικότητας. […]

9. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, όπως αναπτύσσεται με το επ’ αυτής υπόμνημα, ο αιτών υποστηρίζει ότι η απορριπτική της αιτήσεως πολιτογραφήσεώς του πράξη είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι δεν ελήφθη υπ’ όψιν από το αποφασίζον όργανο ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα των ετών 2011-2015 φοιτούσε σε σχολή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ότι, για τον λόγο αυτό, δεν μπορούσε να απασχοληθεί σε μόνιμη εργασία, παρά ταύτα, όμως, αποκόμιζε ένα ελάχιστο εισόδημα, ώστε να μπορεί να βιοπορίζεται από αυτό, ενώ δεν συνυπολογίστηκαν οι επιπτώσεις στην αγορά εργασίας που επέφερε η οικονομική κρίση στην Χώρα. Επίσης, κατά τον ίδιο λόγο, το αρμόδιο όργανο, κατά την διαμόρφωση της κρίσης του, παρέλειψε να συνεκτιμήσει ότι ο αιτών δεν διαθέτει πλέον κοινωνικό ή οικονομικό σύνδεσμο με την χώρα καταγωγής του και ότι έχει καταστεί η Ελλάδα το κέντρο των κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων του, όπως προκύπτει από την τριτοβάθμια εκπαίδευση που έλαβε και την διαρκή εργασιακή του απασχόληση. Ως παράδειγμα δε της ενσωμάτωσης του ιδίου και της οικογένειάς του, ο αιτών επικαλείται το γεγονός ότι η αδελφή του, …, η οποία έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, έχει ήδη λάβει την ελληνική ιθαγένεια. Ο λόγος αυτός, ενόψει των εκτεθέντων στην 7η σκέψη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ο νομοθέτης καθορίζει κάθε φορά κυριαρχικώς τις απαιτούμενες προϋποθέσεις και τα, κατά την κρίση του, πρόσφορα μέσα απόδειξης των προϋποθέσεων αυτών για τον κρίσιμο χρόνο, όπως έπραξε, εν προκειμένω, με τις διατάξεις του άρθρου 5Α’ του ΚΕΙ, όπως τροποποιήθηκαν από τους ν. 4735/2020 και 4873/2021, με τις οποίες ρύθμισε εκ νέου το πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας πολιτογραφήσεως των αλλογενών αλλοδαπών, θεσπίζοντας εισοδηματικά κριτήρια για την απόδειξη της οικονομικής ένταξής τους στην Χώρα. Οι διατάξεις αυτές, λόγω της σημασίας τους για την πολιτεία και το δημόσιο συμφέρον και της ευθείας επίδρασης που έχουν στην διαμόρφωση της σύνθεσης του εκλογικού σώματος ως άμεσου οργάνου του Κράτους, είναι σε κάθε περίπτωση στενώς ερμηνευτέες και, ως εκ τούτου, δεν καταλείπεται στον δικαστή εξουσία να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής τους, συνεκτιμώντας, για την απόδειξη της οικονομικής ένταξης του αλλοδαπού και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο θεωρεί, κατά την κρίση του, ως πρόσφορο, πέραν των κριτηρίων που ρητώς καθορίζονται από τον νόμο. Επομένως, νομίμως, η Διοίκηση απέρριψε την αίτηση πολιτογραφήσεως του αιτούντος, με την αιτιολογία ότι δεν πληρούνται τα ελάχιστα εισοδηματικά κριτήρια που τέθηκαν από την διάταξη του άρθρου 5Α’ παρ. 1 περ. δ’ του ΚΕΙ, όπως ισχύει, χωρίς να συνεκτιμήσει άλλα στοιχεία για την απόδειξη της οικονομικής ένταξής του στην Χώρα.

10. Επειδή, ο αιτών ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι μη νόμιμη διότι, αν και η αίτηση πολιτογραφήσεώς του κατατέθηκε το έτος 2016, κατά το οποίο δεν ίσχυαν τα εισοδηματικά κριτήρια που προβλέφθηκαν με την, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 3 του ν. 4735/2020 εκδοθείσα, υπ’ αριθμ. 29845/16.4.2021 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, αυτά εφαρμόστηκαν και στις εκκρεμείς αιτήσεις, όπως η δική του. Η αναδρομική ισχύς των διατάξεων αυτών, οι οποίες καταλαμβάνουν υποθέσεις μετά πάροδο πέντε ετών από την υποβολή του αιτήματος, αντίκειται, κατά τον αιτούντα, στις αρχές του κράτους δικαίου και της χρηστής διοίκησης. Ο λόγος αυτός είναι, κατά την γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ούτε από το Σύνταγμα ούτε από την ΕΣΔΑ κατοχυρώνεται ατομικό δικαίωμα κτήσεως της ιθαγένειας και, συνεπώς, δεν ισχύουν συνταγματικές ή ενωσιακού δικαίου εγγυήσεις που καλύπτουν τα εν λόγω θέματα, τις οποίες αποστερήθηκε ο αιτών με την αναδρομική ισχύ των νέων διατάξεων. Σύμφωνα, επομένως, με τα προαναφερθέντα, επί αιτήσεως πολιτογραφήσεως αλλοδαπού υποβληθείσας προ της εκδόσεως του ν. 4735/2020 και εκκρεμούσας κατά την έναρξη ισχύος του, την 1η.4.2021, θεμιτώς προβλέφθηκε ότι είναι εφαρμοστέα η ουσιαστική ρύθμιση που θεσπίζεται με τις νέες διατάξεις, κατά την οποία η οικονομική ένταξη του αιτούντος στην Χώρα αποδεικνύεται από την θέσπιση εισοδηματικών κριτηρίων, λόγω δε της ειδικής διαχρονικού δικαίου ρύθμισης του άρθρου 18 στον ως άνω ν. 4735/2020, δεν μπορούσε η Διοίκηση να κρίνει το αίτημα του ενδιαφερομένου με βάση τις διατάξεις που ίσχυαν κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεώς του (20.10.2016). Κατά την γνώμη, όμως, του Προέδρου του Τμήματος Α.Α., Προέδρου Εφετών Δ.Δ., ο λόγος αυτός πρέπει να γίνει δεκτός, καθόσον, σύμφωνα με την αναφερόμενη στην 7η σκέψη γνώμη της μειοψηφίας, η μη πρόβλεψη από τον νομοθέτη ρυθμίσεως για τις εκκρεμείς αιτήσεις αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας και, συνακόλουθα, στην αρχή της αναλογικότητας αντίκειται και η προσβαλλόμενη απόφαση.

11. Επειδή, ο αιτών διατείνεται ότι η απόρριψη του αιτήματός του αντίκειται, επίσης, στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, διότι εφόσον υπέβαλε την αίτησή του στις 20.10.2016, σε χρόνο κατά τον οποίο πληρούσε τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που είχε ο νομοθέτης εκ των προτέρων καθορίσει, είχε δημιουργηθεί σε αυτόν η εύλογη πεποίθηση ότι θα αποκτήσει συγκεκριμένο δικαίωμα, ήτοι την ελληνική ιθαγένεια, η δε θέσπιση επιπλέον κριτηρίων οικονομικής ένταξης με τις μεταγενέστερες διατάξεις, με τις οποίες τέθηκε αναδρομικώς ελάχιστο ετήσιο εισόδημα για τα πριν την υποβολή της αιτήσεώς του έτη, ανατρέπει την δικαιολογημένη πεποίθησή του ότι πληροί τα κριτήρια κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται, κατ’ αρχήν, από την συνταγματική αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης να εισάγει ρυθμίσεις διαφορετικές από αυτές που ίσχυαν στο παρελθόν και προς τις οποίες είχαν προσαρμοσθεί ή αποβλέψει οι διοικούμενοι, έστω και αν θίγονται υφιστάμενα δικαιώματα ή συμφέροντα αυτών, αρκεί η επιχειρούμενη ρύθμιση να χωρεί κατά τρόπο γενικό, απρόσωπο και αντικειμενικό (ΣτΕ 16, 3353/2015 Ολομ., 2100/2019 Ολομ., 1822/2020 Ολομ., 1831/2021), όπως εν προκειμένω. Σε ό,τι αφορά δε, το ειδικότερο ζήτημα της πολιτογραφήσεως αλλογενούς αλλοδαπού, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η πολιτογράφηση δεν αποτελεί περιεχόμενο ατομικού δικαιώματος του ενδιαφερομένου, το οποίο γεννά αξίωση προς κτήση της ιθαγένειας, αλλά αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμα της Ελληνικής Πολιτείας, η οποία το ασκεί, σε κάθε περίπτωση, ελευθέρως, διαθέτοντας ευρύτατα περιθώρια πολιτικών εκτιμήσεων κατά τον καθορισμό των προϋποθέσεων, των κριτηρίων και της διαδικασίας που θεωρεί πλέον πρόσφορα για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας σε αλλοδαπούς την εκάστοτε συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Συνεπώς, αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι οι εισάγουσες αναδρομικώς εισοδηματικά κριτήρια διατάξεις του άρθρου 5Α’ του ΚΕΙ, όπως τροποποιήθηκαν από το άρθρο 3 του ν. 4735/2020, παραβιάζουν την συνταγματική αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

12. Επειδή, στο άρθρο 45 παρ. 4 του π.δ/τος 18/1989 (Α’ 8) ορίζεται ότι: «Στις περιπτώσεις που ο νόμος επιβάλλει σε κάποια αρχή να ρυθμίσει συγκεκριμένη σχέση με την έκδοση εκτελεστής πράξης … η αίτηση ακυρώσεως είναι δεκτή και κατά της παράλειψης της αρχής να προβεί σε οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια. Η αρχή θεωρείται ότι αρνείται την ενέργεια αυτή, όταν παρέλθει άπρακτη η ειδική προθεσμία που τυχόν τάσσει ο νόμος, διαφορετικά όταν παρέλθει τρίμηνο από την υποβολή της σχετικής αιτήσεως στη Διοίκηση …». Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α’ 45), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από την παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 3230/2004 (Α’ 44) και, ακολούθως, από την παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 3242/2004 (Α’ 102), ορίζονται τα εξής: «α. Οι δημόσιες υπηρεσίες … όταν υποβάλλονται αιτήσεις, οφείλουν να διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις των ενδιαφερομένων και να αποφαίνονται για τα αιτήματά τους μέσα σε προθεσμία πενήντα (50) ημερών, εφόσον από ειδικές διατάξεις δεν προβλέπονται μικρότερες προθεσμίες …». Όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 668/2022, 92, 800, 975/2016, 3938/2013, 3524/2011, 3004/2010 Ολομ., 2073-4/2008 7μ., 1325-1327/2008 7μ.), οι εν λόγω διατάξεις του άρθρου 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, σύμφωνα και με την εισηγητική έκθεση του Κώδικα αυτού, αποβλέπουν προεχόντως στην δραστηριοποίηση των διοικητικών υπηρεσιών για την ταχεία και αποτελεσματική εξυπηρέτηση των πολιτών, θεμελιώνοντας απλώς την γενική υποχρέωση της Διοίκησης να επιλαμβάνεται εγκαίρως των αιτημάτων των διοικουμένων και να τους ενημερώνει για την πορεία της εξέτασής τους. Ως εκ τούτου, με τις διατάξεις αυτές δεν εισάγεται νέος δικονομικός κανόνας δικαίου και δεν τροποποιούνται οι δικονομικής φύσεως διατάξεις του π.δ/τος 18/1989 και, ειδικότερα, το άρθρο 45 παρ. 4 αυτού, που προβλέπει την δυνατότητα προσβολής της τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης αιτήματος, η οποία συνάγεται από την άπρακτη παρέλευση τριμήνου από την υποβολή του. Εν προκειμένω, ο αιτών δεν έχει προσβάλει την τεκμαιρόμενη σιωπηρή απόρριψη της αιτήσεως πολιτογραφήσεώς του, η οποία συνάγεται από την παράλειψη της Διοίκησης να αποφανθεί εντός τριμήνου από την υποβολή της, αν και είχε, εκ του άρθρου 45 παρ. 4 του π.δ/τος 18/1989, την δυνατότητα αυτή, ώστε να εξεταστεί το αίτημά του με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως πολιτογραφήσεώς του. Νομίμως, επομένως, εφαρμόστηκε το άρθρο 5Α’ του ΚΕΙ, όπως τροποποιήθηκε και ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως (24.2.2022), με την οποία περατώθηκε απορριπτικώς η διαδικασία επί του αιτήματος πολιτογραφήσεως του αιτούντος, είναι δε απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος, με τον οποίο ο αιτών επικαλείται την ως άνω διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και την 50νθήμερη προθεσμία προς απάντηση που τίθεται στην Διοίκηση, για την οποία προβάλλει ότι παραβιάστηκε από την καθυστέρησή της να απαντήσει επί του αιτήματος πολιτογραφήσεώς του.

13. Επειδή, ο αιτών προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απορριπτική του αιτήματός του απόφαση είναι μη νόμιμη, διότι εκδόθηκε χωρίς να του δοθεί η δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως περί παραβάσεως του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος λόγω μη προη­γούμενης ακροάσεως του αιτούντος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η προσβαλλόμενη απόρριψη έλαβε χώρα μετά την, κατόπιν αιτήσεως του αιτούντος, κίνηση της διαδικασίας εξετάσεως του αιτήματος πολιτογραφήσεώς του και, επομένως, δεν συνέτρεχε, κατά την ως άνω συνταγματική διάταξη, υποχρέωση της Διοίκησης να καλέσει τον αιτούντα σε προηγούμενη ακρόαση (ΣτΕ 1748/2020, 991/2018, 1006/2016, 715/2015, 217, 640, 1830/2013, 1012, 2624/2011, 2800/2009, 401-403/2007, 2147/2007). Εξάλλου, εν προκειμένω, η έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως δεν στηρίζεται σε οποιαδήποτε επίμεμπτη υποκειμενική συμπεριφορά του αιτούντος, αλλά ερείδεται στο αντικειμε­νικό δεδομένο της έλλειψης νόμιμης προϋπόθεσης για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας και, επομένως, δεν συνέτρεχε και εξ αυτού του λόγου, κατά την ως άνω συνταγματική διάταξη, υποχρέωση της Διοίκησης να καλέσει τον αιτούντα σε προηγούμενη ακρόαση (ΣτΕ 1792-1795/2021, 3225, 3457/2015, 808/2013, 1800-1801/2012, 2687, 2774, 3883, 4473/2012, 3781/2011, 3222/2000).

14. Επειδή, ο αιτών υποστηρίζει ότι οι διατάξεις του άρθρου 5Α’ του ΚΕΙ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους από τους ν. 4735/2020 και 4873/2021, είναι αντίθετες προς το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι οι διοικητικές αρχές υποχρεούνται να ενεργούν λαμβάνοντας υπ’ όψιν την αρχή της αναλογικότητας, στις περιπτώσεις που οι ενέργειές τους θίγουν οποιοδήποτε θεμελιώδες δικαίωμα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, ανεξαρτήτως ότι από το Σύνταγμα ή από άλλη διάταξη του εθνικού ή του ενωσιακού δικαίου δεν αναγνωρίζεται ατομικό δικαίωμα ιθαγένειας, όπως προελέχθη, τα εισοδηματικά κριτήρια που τίθενται με την διάταξη του άρθρου 5Α’ του ΚΕΙ, όπως ισχύει, συναρτώμενα προς το ύψος του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου του αμειβόμενου υπαλλήλου, αντανακλούν την ελάχιστη ετήσια δαπάνη διαβίωσης. Ως εκ τούτου, παρίστανται πρόσφορα προκειμένου να εξακριβωθεί η πραγματική ένταξη των αλλοδαπών στην οικονομική ζωή της Χώρας, είναι κατάλληλα και αναγκαία για την διασφάλιση της αντικειμενικότητας και της διαφάνειας στην απονομή της ελληνικής ιθαγένειας και δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, συνιστάμενου στην μη επιβάρυνση του συστήματος της κοινωνικής πρόνοιας από την ενσωμάτωση των αλλοδαπών στην Χώρα, καθόσον δεν καθιστούν αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερή την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας, ενώ, εξάλλου, οι ενδιαφερόμενοι δύνανται, μετά την απόρριψη της αρχικής αιτήσεώς τους, να υποβάλουν νέα αίτηση επιδιώκοντας την πολιτογράφησή τους βάσει νέων δικαιολογητικών, που πιστοποιούν την μεταγενέστερη οικονομική ένταξή τους στην Χώρα. Επομένως, η επίμαχη ουσιαστική προϋπόθεση δεν έχει ως άμεση και αυτόθροη συνέπεια τον αποκλεισμό της δυνατότητας των αλλογενών αλλοδαπών να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια, ώστε να τίθεται ζήτημα παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας, όπως αβασίμως επικαλείται ο αιτών.

15. Επειδή, στην διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους». Η συνταγματική αυτή διάταξη, έχουσα κατά βάση κατευθυντήριο χαρακτήρα, αφήνει στον κοινό νομοθέτη ευχέρεια να προσδιορίσει, κατά την εκτίμησή του, το είδος και την έκταση της ειδικής φροντίδας που παρέχεται στον θεσμό της οικογένειας (ΣτΕ 1831/2021 Ολομ., 1937/2018). Από την διάταξη αυτή δεν προκύπτει υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να απονέμει αυτοδικαίως την ελληνική ιθαγένεια σε ενήλικους αλλοδαπούς, για τον λόγο ότι ανήκουν σε οικογένεια, μέλος της οποίας έχει ήδη πολιτογραφηθεί ως Έλληνας πολίτης. Τούτο διότι, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο καθορισμός τόσο των ουσιαστικών προϋποθέσεων, όσο και της διαδικασίας κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας με πολιτογράφηση αποτελούν κυριαρχικό δικαίωμα της Ελληνικής Πολιτείας, η οποία το ασκεί, σε κάθε περίπτωση, ελευθέρως. Περαιτέρω, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θεσπίζονται με την διάταξη του άρθρου 5Α’ του ΚΕΙ, όπως ισχύουν, δεν έχουν ως αυτόθροη συνέπεια την διάρρηξη των οικογενειακών δεσμών, η δε ενότητα της οικογένειας δεν εξαρτάται από την ύπαρξη της κοινής ιθαγένειας των μελών της. Συνεπώς, αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι οι διατάξεις του άρθρου 5Α’ του ΚΕΙ, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν, με τις οποίες προβλέπεται ότι οι αλλοδαποί αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια εφόσον αποδείξουν ότι πληρούν ορισμένα εισοδηματικά κριτήρια, παραβιάζουν την διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος διότι, κατά τα προβαλλόμενα, καθιστούν εξαιρετικώς δυσχερή την πολιτογράφησή τους. […]

Απορρίπτει την αίτηση ακύρωσης.