τελευταια νεα
Tag

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ

Browsing

Ο αιτών πολίτης Τουρκίας, προς απόδειξη των ισχυρισμών του, ότι στην χώρα του έχει ήδη διωχθεί από τις αρχές, με αφορμή τη δράση του με το κόμμα HDP, προσκόμισε έγγραφα συνταγμένα στην τουρκική, τα οποία δεν έγιναν δεκτά από την Επιτροπή, χωρίς, να εκφέρει συγκεκριμένη κρίση ως προς το περιεχόμενο, την γνησιότητα και την αποδεικτική τους δύναμη, περιοριζόμενη να αναφέρει ότι συνεκτιμήθηκαν σε συνδυασμό με τις δηλώσεις του αιτούντος. Οι δηλώσεις αυτές, όμως, είχαν ήδη κριθεί ως αναξιόπιστες απο την Επιτροπή, διότι θεωρήθηκαν ασαφείς και γενικόλογες, χωρίς να γίνει αυτοτελής κρίση για την αποδεικτική δύναμη των ως άνω εγγράφων. Μη νομίμως αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση της 12ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών.

11.Επειδή, εν προκειμένω, από τις πληροφορίες που αντλήθηκαν από τις διεθνείς πηγές προκύπτει ότι δεν αποκλείεται και απλά, χαμηλόβαθμα μέλη του κόμματος ….να υποστούν διώξεις στην χώρα καταγωγής του αιτούντος και σε βάρος τους να απαγγελθούν σοβαρές κατηγορίες κατ΄ επίκληση του αντιτρομοκρατικού νόμου. Περαιτέρω, ο αιτών πέραν των δηλώσεών του, προς απόδειξη των κρίσιμων ισχυρισμών του, ότι στην χώρα του έχει ήδη διωχθεί από τις αρχές, με αφορμή την συμμετοχή του και την δράση του με το κόμμα …, προσκόμισε συγκεκριμένα έγγραφα συνταγμένα στην τουρκική. Από αυτά, το πρώτο (η βεβαίωση συμμετοχής στο κόμμα …) δεν έγινε δεκτό από την Επιτροπή, χωρίς, όμως, η τελευταία να εκφέρει συγκεκριμένη κρίση ως προς την γνησιότητά του, ούτε ως προς την αποδεικτική του δύναμη, περιοριζόμενη να αναφέρει ότι προσκομίστηκε σε απλό αντίγραφο και εκτιμάται σε συνδυασμό με τις δηλώσεις του αιτούντος. Οι δηλώσεις αυτές, όμως, είχαν ήδη κριθεί ως αναξιόπιστες, διότι θεωρήθηκαν ασαφείς και γενικόλογες, χωρίς να γίνει αυτοτελής κρίση για την αποδεικτική δύναμη του ανωτέρω εγγράφου, ήτοι κατά πόσο αυτό είναι πρόσφορο να στηρίξει την διήγηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών από τον αιτούντα και την ιδιότητά του ως μέλους του …, σκοπός για τον οποίον προσκομίστηκε. Περαιτέρω, τα έγγραφα που υποβλήθηκαν στις 11.10.2021 στην Αρχή Προσφυγών δεν εκτιμήθηκαν από την Επιτροπή, η οποία στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν διέλαβε οποιαδήποτε κρίση για το περιεχόμενο, την γνησιότητα και την αποδεικτική τουςδύναμη. Με αυτά τα δεδομένα, εφόσον προβάλλεται ότι από τα έγγραφα αυτά προέκυπταν οι κατηγορίες που είχαν απαγγελθεί στον αιτούντα, έπρεπε και αυτά να συνεκτιμηθούν, προκειμένου να αξιολογηθεί συνδυαστικώς η αξιοπιστία των δηλώσεών του. Διότι τόσο η ανωτέρω βεβαίωση, όσο και τα από 11.10.2021 υποβληθέντα έγγραφα προβάλλεται ότι σχετίζονται με το κρίσιμο ζήτημα της ιδιότητας του αιτούντος ως μέλος του … και της φερόμενης δίωξής του από το καθεστώς για την πολιτική του δράση, δηλαδή ακριβώς με αυτούς τους ισχυρισμούς, που δεν έρχονται σε αντίθεση με τις πληροφορίες που συλλέχθηκαν από τις διεθνείς πηγές, είναι ουσιώδεις για την υπαγωγή του τελευταίου σε προσφυγικό καθεστώς, ωστόσο κρίθηκαν αναξιόπιστοι με βάση μόνο την συνέντευξη του τελευταίου. Με αυτά τα δεδομένα, η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που έκρινε ως αναξιόπιστους τους ανωτέρω ισχυρισμούς του αιτούντος, χωρίς να εκφέρει κρίση ως προς την αποδεικτική δύναμη των ανωτέρω εγγράφων, εκ των οποίων τα από 11.10.2021 έγγραφα δεν μνημονεύονται καν στο σώμα της, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει ούτε το περιεχόμενό τους, δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη, όπως βασίμως προβάλλεται. […]

Δέχεται την αίτηση ακύρωσης.

Ακυρώνει την … /5.11.2021 απόφασης της 12ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών της Αρχής Προσφυγών του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου και αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση προς νέα νομίμως αιτιολογημένη κρίση […]

Κατά τον κρίσιμο χρόνο (έτος 2018), οι μετακλητοί εργάτες γής εξακολουθούσαν να αμείβονταν και ασφαλίζονταν αποκλειστικά με εργόσημο. Μη νόμιμη η προσβαλλόμενη απόφαση του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, με την οποία ανακλήθηκε η άδεια διαμονής που ειχε χορηγηθεί σε μετακλητό εργάτη γής, με την αιτιολογία ότι αυτός, κατά τη διάρκεια ισχύος της αρχικής άδειας διαμονής του, είχε μεταβάλει την ειδικότητα απασχόλησής του και τον ασφαλιστικό του φορέα, κατά παράβαση των οριζόμενων στο άρθρο 15 παρ.4 του ν. 4251/2014.

3. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 11 και 12 του ν. 4251/2014, συνάγεται ότι η μετάκληση πολιτών τρίτων χωρών στην Ελλάδα για παροχή εξαρτημένης εργασίας ρυθμίζεται με γνώμονα τις υπάρχουσες ανάγκες εργασίας στην ελληνική επικράτεια. Για τον λόγο αυτό, αρχικώς, με απόφαση των αρμόδιων Υπουργών, που εκδίδεται το τελευταίο τρίμηνο κάθε δεύτερου έτους, καθορίζεται ο ανώτατος αριθμός θέσεων για εξαρτημένη εργασία ανά Περιφέρεια και ανά ειδικότητα απασχόλησης, αφού ληφθεί υπόψη, υποχρεωτικώς, η γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής του Ο.Α.Ε.Δ. και των Περιφερειών, σχετικά με τις υπάρχουσες ανάγκες εργασίας στην ελληνική επικράτεια (βλ. άρθρο 11 παρ. 1 και 2 του ν. 4251/2014). Ακολούθως δε, κάθε εργοδότης που επιθυμεί να προσλάβει προσωπικό για εξαρτημένη εργασία, με βάση τις θέσεις εργασίας της ως άνω κοινής υπουργικής απόφασης, καταθέτει σχετική αίτηση στην αρμόδια υπηρεσία της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, συνοδευόμενη, μεταξύ άλλων, από έγκυρη σύμβαση εργασίας στην Ελλάδα του πολίτη τρίτης χώρας, διάρκειας, τουλάχιστον, ενός έτους (βλ. άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 4251/2014), η οποία (αίτηση) εγκρίνεται από τον Γενικό Γραμματέα (και ήδη τον Συντονιστή) της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης με πράξη, που αφορά την παροχή εξαρτημένης εργασίας συγκεκριμένου πολίτη τρίτης χώρας σε συγκεκριμένο εργοδότη, μόνο εφόσον η ειδικότητα της απασχόλησής του περιλαμβάνεται στην ισχύουσα κοινή υπουργική απόφαση και ο αριθμός των εκεί προβλεπομένων θέσεων εργασίας της εν λόγω ειδικότητας δεν έχει εξαντληθεί (βλ. άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4251/2014). Ως εκ τούτου και δεδομένου ότι η μετάκληση πολιτών τρίτων χωρών στην Ελλάδα για παροχή εξαρτημένης εργασίας ρυθμίζεται με γνώμονα τις υπάρχουσες ανάγκες εργασίας στην ελληνική επικράτεια και, μάλιστα, ανά Περιφέρεια και ανά ειδικότητα απασχόλησης, με το άρθρο 15 παρ. 4 του ν. 4251/2014, προβλέφθηκε ότι ο πολίτης τρίτης χώρας που έχει λάβει αρχική άδεια διαμονής για εξαρτημένη εργασία, επιτρέπεται να συνάπτει σύμβαση εργασίας με άλλον εργοδότη, κατά τη διάρκεια ισχύος της αρχικής άδειας διαμονής του, με την προϋπόθεση ότι δεν επέρχεται μεταβολή της ειδικότητας για την οποία του χορηγήθηκε η εθνική θεώρηση εισόδου, καθώς και του ασφαλιστικού του φορέα. Ωστόσο, με την παράγραφο 5 του άρθρου 15 του ν. 4251/2014, ορίστηκε ότι ο κάτοχος άδειας διαμονής για εξαρτημένη εργασία δύναται να εργαστεί σε άλλη περιφερειακή ενότητα και να μεταβάλει την ειδικότητα απασχόλησής του, μετά την πάροδο ενός έτους από τη χορήγηση της αρχικής άδειας διαμονής του. Από τη συνδυαστική ερμηνεία των διατάξεων των παρ. 4 και 5 του άρθρου 15 του ν. 4251/2014, συνάγεται ότι ο πολίτης τρίτης χώρας, που έχει λάβει άδεια διαμονής για εξαρτημένη εργασία, κατά μεν τη διάρκεια του πρώτου έτους ισχύος της αρχικής άδειας διαμονής του, δύναται να συνάπτει σύμβαση εργασίας με άλλον εργοδότη, μόνον υπό τις προϋποθέσεις ότι δεν επέρχεται μεταβολή της ειδικότητας απασχόλησής του και συνεχίζει να απασχολείται στην ίδια περιφερειακή ενότητα, μετά δε την πάροδο ενός έτους από τη χορήγηση της αρχικής άδειας διαμονής του, δύναται, κατά τη σύναψη σύμβασης εργασίας με άλλον εργοδότη, να μεταβάλλει την ειδικότητα απασχόλησής του και την περιφερειακή ενότητα στην οποία εργάζεται. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 4251/2014, η αίτηση μετάκλησης που καταθέτει ο ενδιαφερόμενος εργοδότης στην αρμόδια υπηρεσία της Αποκεντρωμένης Διοίκησης συνοδεύεται από έγκυρη σύμβαση εργασίας του πολίτη τρίτης χώρας στην Ελλάδα, η οποία απαιτείται να έχει ελάχιστη διάρκεια ένα έτος, με αποτέλεσμα, μετά τη λήξη ισχύος της σύμβασης αυτής, να υποχρεωθεί ενδεχομένως ο πολίτης τρίτης χώρας, που έχει λάβει διετή άδεια διαμονής για εξαρτημένη εργασία, να συνάψει σύμβαση εργασίας με άλλον εργοδότη, μεταβάλλοντας την ειδικότητα και τον τόπο παροχής της εργασίας του. Από τη σύμβαση αυτή, εξάλλου, πρέπει να προκύπτει ότι η αμοιβή του πολίτη τρίτης χώρας είναι ίση, τουλάχιστον, με τις μηνιαίες αποδοχές του ανειδίκευτου εργάτη.

7. Επειδή, […] συνάγεται ότι οι απασχολούμενοι με αμοιβή σε αγροτικές εργασίες της πρωτογενούς αγροτικής δραστηριότητας και σε αγροτικές εκμεταλλεύσεις υπάγονταν υποχρεωτικά και αυτοδίκαια, από 1.1.2004, στην ασφάλιση του Ο.Γ.Α., εξαιρούμενοι της ασφάλισης του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.. Από την έναρξη δε ισχύος του ν. 3863/2010, θεσπίσθηκε το εργόσημο, ως τρόπος αποκλειστικής αμοιβής, μεταξύ άλλων, των αγρεργατών σε προσωπικές γεωργικές εκμεταλλεύσεις (άρθρο 20 του ν. 3863/2010 σε συνδυασμό με την περ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 4169/1961), οι οποίοι συνέχιζαν να υπάγονται στην ασφάλιση του Ο.Γ.Α. (άρθρο 22 του ν. 3863/2010). Με τη σύσταση του Ε.Φ.Κ.Α., προβλέφθηκε, για τη συγκεκριμένη κατηγορία αγρεργατών, το ειδικό παράβολο ασφαλιστικής κάλυψης αγρεργατών (άρθρο 42 του ν. 4387/2016), κατά τον κρίσιμο δε χρόνο (έτος 2018), η προβλεπόμενη υπουργική απόφαση δεν είχε εκδοθεί. Η σχετική υπουργική απόφαση ουδέποτε εκδόθηκε και, με το άρθρο 38 του ν. 4670/2020, αντικαταστάθηκε το ως άνω άρθρο 42, τροποποιώντας τις σχετικές περί εργοσήμου διατάξεις, προκειμένου να προβλέπεται ότι τα ως άνω πρόσωπα υπάγονται πλέον στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α. (πρώην Ο.Γ.Α), ανεξαρτήτως των ημερών εργασίας τους ανά έτος. Κατά συνέπεια, κατά το χρόνο του ελέγχου και όσο δεν είχε εκδοθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 42 του ν. 4387/2016 υπουργική απόφαση περί ειδικού παραβόλου ασφαλιστικής κάλυψης αγρεργατών, οι αγρεργάτες που απασχολούνταν σε προσωπικές αγροτικές εκμεταλλεύσεις αμείβονταν και ασφαλίζονταν αποκλειστικά με εργόσημο και εξακολουθούσαν να εφαρμόζονται γι’ αυτούς οι διατάξεις του τέταρτου κεφαλαίου του ν. 3863/2010.

8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αιτών, υπήκοος Αλβανίας, γεννηθείς στις 19.10.1990, κάτοχος του … διαβατηρίου αλβανικών αρχών, λήξεως την 30.7.2023, υπέβαλε, στις 31.10.2019, προς την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας – Θράκης, την υπ’ αριθμ. … αίτησή του για ανανέωση της αρχικώς χορηγηθείσας σε αυτόν, υπ’ αριθμ. … /29.11.2017, άδειας διαμονής για εργασία (μετακλητός εργάτης γης), ισχύος από 27.11.2017 έως 29.11.2019, συνυποβάλλοντας τα εξής έγγραφα: α) βεβαίωση ασφαλιστικής ικανότητας για ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη από 1.10.2019 έως 26.11.2019 και β) τον από 30.10.2019 λογαριασμό ασφαλισμένου, εκδοθέντα από το Α΄ Τοπικό Υποκατάστημα Μισθωτών Αλεξανδρούπολης, από τον οποίο προκύπτει η ασφάλιση του αιτούντος για τις μισθολογικές περιόδους 3ο/2019-9ο/2019, με την ειδικότητα του εργάτη οικοδομοτεχνικών έργων. […] Ακολούθως, κατόπιν επικοινωνίας της αρμόδιας υπηρεσίας με τον ανταποκριτή ΕΦΚΑ του Δήμου Αλεξανδρούπολης, προέκυψε ότι ο αιτών δεν φαίνεται ασφαλισμένος, κατά το πρώτο έτος παραμονής του στη Χώρα, στα μητρώα του ΕΦΚΑ Αγροτών του ανωτέρω Δήμου (βλ. σχετ. το … /3.7.2020 απαντητικό έγγραφο του ανταποκριτή ΕΦΚΑ του Δήμου Αλεξανδρούπολης). Ενόψει τούτων, στις 14.7.2020, ο αιτών κλήθηκε, με συστημένη επιστολή, να προσέλθει, ενώπιον της Διεύθυνσης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (Τμήμα Αδειών Διαμονής Έβρου), προκειμένου να εκφράσει τις απόψεις του. Στις 31.7.2020, παρουσιάτηκε και δήλωσε ότι δεν βρήκε την εργοδότρια που τον κάλεσε, δεν δούλεψε καθόλου σε αυτήν, δούλεψε σε άλλο αφεντικό, σε ζώα και χωράφια, και, μετά, δούλεψε στις οικοδομές, προσκόμισε δε αποδεικτικό εξαργύρωσης εργοσήμου των ΕΛ.ΤΑ, του οποίου κρατηθηκε φωτοτυπία από την ανωτέρω υπηρεσία. Με τα δεδομένα αυτά, εκδόθηκαν οι εξής πράξεις: α) η … απόφαση του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης, – υπογραφόμενη, κατ΄ εντολή αυτού, από την Αναπληρώτρια Προϊστάμενη του τμήματος αδειών διαμονής Έβρου – με την οποία ανακλήθηκε η αρχικώς χορηγηθείσα άδεια διαμονής του αιτούντος, λόγω της επελθούσας μεταβολής της ειδικότητας για την οποία η άδεια αυτή του χορηγήθηκε (μετακλητός εργάτης γης) και της συνακόλουθης διακοπής της ασφάλισής αυτού στον Ο.Γ.Α και β) η υπ’ αριθμ. … απόφαση του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας – Θράκης – υπογραφόμενη κατ΄ εντολή αυτού από την ίδια Αναπληρώτρια Προϊστάμενη – με την οποία, ενόψει ανάκλησης της αρχικώς χορηγηθείσας άδειας διαμονής, αφενός μεν, απορρίφθηκε το από 31.10.2019 αίτημα για ανανέωση άδειας διαμονής του αιτούντος, αφετέρου δε, επιβλήθηκε, σε βάρος του, το μέτρο της επιστροφής, με οικειοθελή αναχώρηση από τη Χώρα, εντός προθεσμίας 30 ημερών. […]

11. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα και τις ως άνω ερμηνευθείσες διατάξεις, το Δικαστήριο, λαμβάνει υπόψη ότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην 7η σκέψη της παρούσας απόφασης, ο πολίτης τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια διαμονής για εξαρτημένη εργασία, μετά την πάροδο ενός έτους από τη χορήγηση της αρχικής άδειας διαμονής του, δύναται να συνάπτει σύμβαση εργασίας με άλλον εργοδότη, μεταβάλλοντας την ειδικότητα απασχόλησής του και την περιφερειακή ενότητα στην οποία εργάζεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο αποδεικτικό εξαργύρωσης εργοσήμου, ο αιτών εργάσθηκε, ως εργάτης γης, για λογαριασμό του …, ενώ, μετά από τη συμπλήρωση ενός έτους από τη χορήγηση της αρχικής άδειας διαμονής του, προσλήφθηκε από άλλον εργοδότη και εργάσθηκε, πλέον, ως εργάτης οικοδομοτεχνικών έργων, μεταβάλλοντας, ως εκ τούτου, επιτρεπτώς, κατά την παρ. 5 του άρθρου 15 του ν.4251/2014, την ειδικότητα της απασχόλησής του από εργάτη γης σε οικοδόμο και, κατά συνακόλουθα, και τον τρόπο ασφάλισής του, μετά την πάροδο ενός έτους από τη χορήγηση της αρχικής άδειας διαμονής του. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας – Θράκης, με την οποία ανακλήθηκε η άδεια διαμονής που του είχε χορηγηθεί, με την αιτιολογία ότι αυτός, κατά τη διάρκεια ισχύος της αρχικής άδειας διαμονής του, είχε μεταβάλει την ειδικότητα απασχόλησής του και τον ασφαλιστικό του φορέα, κατά παράβαση των οριζόμενων στο άρθρο 15 παρ.4 του ν. 4251/2014, δεν είναι νόμιμη και πρέπει να ακυρωθεί, ενώ, πρέπει να ακυρωθεί και η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία ερείδεται αποκλειστικώς στην ανωτέρω παράνομη ανακλητική απόφαση, κατ’ αποδοχή του σχετικού λόγου της κρινόμενης αίτησης ακυρώσεως, ως βασίμου. Η ακύρωση δε των αποφάσεων αυτών, κατά το μέρος που με αυτές το μεν ανακλήθηκε η άδεια διαμονής του αιτούντος το δε απορρίφθηκε το αίτημα ανανέωσής της, στερούν, σύμφωνα με τα άρθρα 21 παρ.1 του ν. 3907/2011, το επιβληθέν, σε βάρος του αιτούντος, μέτρο της επιστροφής από το νόμιμο έρεισμά του και, συνεπώς, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πρέπει να ακυρωθούν στο σύνολό τους. Κατόπιν τούτων, παρέλκει, ως αλυσιτελής, η έρευνα των λοιπών προβαλλομένων, με την υπό κρίση αίτηση, λόγων.

Η ιατρική βεβαίωση προσκομίστηκε από τον αιτούντα με αίτηση επίσπευσης, που κατέθεσε προκειμένου να αποδείξει την ανάγκη για την, κατ’ εξαίρεση, εξέταση με προτεραιότητα του αιτήματος του, δεν μπορούσε να ασκήσει επιρροή στην κρίση της Διοίκησης περι συνδρομής ή όχι συνεχούς επταετούς διαμονής στην Ελλάδα για τη χορήγηση άδειας για εξαιρετικούς λόγους.

7. Επειδή, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του αιτούντος για χορήγηση άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους, λόγω χρήσης πλαστών εγγράφων, στηρίζεται, όπως, σαφώς, προκύπτει από το σώμα της, αποκλειστικά, στην πλαστότητα της …/14-12-2018 ιατρικής βεβαίωσης. Όμως, το εν λόγω έγγραφο δεν συνυπεβλήθη από τον αιτούντα με την … /27-06-2018 αίτησή του, περί χορήγησης άδειας διαμονής, προς απόδειξη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 19 παρ. 1 του Ν. 4251/2014, του πραγματικού γεγονότος της διαμονής του στη Χώρα για επτά, τουλάχιστον, συνεχή έτη πριν την υποβολή της αίτησής του. Αντιθέτως, όπως προκύπτει και συνομολογείται, άλλωστε, στην προσβαλλομένη, η ανωτέρω ιατρική βεβαίωση προσκομίστηκε από τον αιτούντα με τη …/20-12-2018 αίτηση επίσπευσης, που κατέθεσε ενώπιον του Τμήματος Αδειών Διαμονής Κορινθίας, προκειμένου να αποδείξει την ανάγκη για την, κατ’ εξαίρεση, εξέταση με προτεραιότητα του αιτήματος του, περί χορήγησης άδειας διαμονής. Συνεπώς, το εν λόγω έγγραφο δεν μπορούσε να ασκήσει επιρροή στην απόφαση της Διοίκησης να απορρίψει το υποβληθέν από τον αιτούντα αίτημα χορήγησης τίτλου διαμονής, αλλά η τελευταία όφειλε, κατά την εκφορά της σχετικής κρίσης της, να προβεί σε ουσιαστική εκτίμηση των στοιχείων του, συνοδεύοντος την …/27-06-2018 αίτηση, οικείου φακέλου του αιτούντος. Εξάλλου, το ότι η …. /14-12-2018 ιατρική βεβαίωση δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη ούτε να συνεκτιμηθεί από τη Διοίκηση, κατά την εξέταση του αιτήματος χορήγησης άδειας διαμονής του αιτούντος, επιρρωνύεται και από το γεγονός ότι εκδόθηκε στις 14-12-2018, ήτοι αφορούσε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της ημερομηνίας κατάθεσης (27-06-2018) της ένδικης … /2018 αίτησης του αιτούντος, ενώ, η συνεχής επταετής διαμονή στην Ελλάδα του πολίτη τρίτης χώρας, που τίθεται ως προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας διαμονής για εξαιρετικούς λόγους, κατ’ άρθρο 19 παρ. 1 του Ν. 4251/2014, όπως ισχύει, πρέπει να αποδεικνύεται με έγγραφα, που ανάγονται στο κρίσιμο χρονικό διάστημα της επταετίας προ της υποβολής του αιτήματός του (εν προκειμένω, από 27-06-2011 έως 27-06-2018). Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη πράξη παρίσταται, πλημμελώς, αιτιολογημένη και, για το λόγο αυτόν, πρέπει να ακυρωθεί, κατ’ αποδοχή, ως βάσιμου, του σχετικώς προβαλλόμενου λόγου της κρινόμενης αίτησης ακύρωσης, η εξέταση των λοιπών λόγων της οποίας παρέλκει, ως αλυσιτελής. […]

Δέχεται την αίτηση ακύρωσης.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη σταθερότητα των οικογενειακών και βιοτικών εν γένει δεσμών του αιτούντος με τη Χώρα και την ενσωμάτωση της οικογένειάς του σ’ αυτήν, το βελτιστο συμφέρον του τέκνου του αντιμετωπίζει σοβαρό προβλημα υγείας το προβλημα υγείας που απαιτεί παρουσία και συνδρομή και των δύο γονέων του, το Δικαστήριο κρίνει συντρέχουν, εν προκειμένω εξαιρετικές περιστάσεις, κατά τις οποίες η απομάκρυνση του αιτούντος – αν και παρανόμως διαμένοντος στη Χώρα – και η συνακόλουθη εγγραφή του στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. αντίκεινται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α..

4. Επειδή, όπως γίνεται νομολογιακά δεκτό, το άρθρο 8 της Ε.Σ.Δ.Α. ναι μεν δεν επιβάλλει συγκεκριμένες διαδικαστικές υποχρεώσεις στα συμβαλλόμενα κράτη, ωστόσο προϋποθέτει και στην περίπτωση χορήγησης άδειας διαμονής σε αλλοδαπούς μία δίκαιη διαδικασία, η οποία διασφαλίζει το δέοντα σεβασμό στις απορρέουσες από το άρθρο 8 εγγυήσεις [βλ. την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) της 27ης-09-2011 Alim κατά Ρωσίας, αριθμ. 39417/2007, σκ. 91 έως 98]. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., η ως άνω διάταξη του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α. δεν εγγυάται στους αλλοδαπούς ένα γενικό δικαίωμα εισόδου και παραμονής σε συγκεκριμένο κράτος [πρβλ. τις αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α. της 10ης-03-2011, Kiyutin κατά Ρωσίας, αριθμ. προσφυγής 2700/2010, σκ. 53, της 16ης-12-2014, Liou κατά Ρωσίας, αριθμ. προσφυγής 42086/2005, σκ. 50, της 22ης-07-2004, Radovanovic κατά Αυστρίας, αριθμ. προσφυγής 42703/1998, σκ. 30 και 31], ούτε αμφισβητεί την κυριαρχική εξουσία του κράτους να ελέγχει την είσοδο και διαμονή των πολιτών τρίτων χωρών στο έδαφός του (υπό την επιφύλαξη, ασφαλώς, των εγγυήσεων που με τη διάταξη αυτή τίθενται για την προστασία της οικογενειακής ή και ιδιωτικής ζωής), ούτε επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη τη γενική υποχρέωση να σέβονται την επιλογή των οικογενειών να εγκατασταθούν σε συγκεκριμένο κράτος ή να επιτρέπουν την οικογενειακή επανένωση των αλλοδαπών μελών της οικογένειάς τους στο έδαφός τους (πρβλ. τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 03ης-10-2014, Jeunesse κατά Ολλανδίας, σκ. 103, της 14ης-02-2012, Antwi κατά Νορβηγίας, αριθμ. 26940/2010, σκέψη 89, της 28ης-06-2011, Nunez κατά Νορβηγίας, αριθμ. 55597/2009, σκ. 70, της 31ης-07-2008, Darren Omoregie κατά Νορβηγίας, αριθμ. 265/2007, σκ. 57, της 31ης-01-2006, Rodrigues da Silva και Hoogkamer κατά Ολλανδίας, αριθμ. 50435/99, σκ. 39). Ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι επιβάλλει σ’ ένα συμβαλλόμενο κράτος τη γενική υποχρέωση να αποδεχθεί την εγκατάσταση πολιτών τρίτων χωρών στην επικράτειά του ανεξαρτήτως της συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων για τη διαμονή τους στο έδαφός του, τις οποίες κυριαρχικώς προσδιορίζει ο εθνικός νομοθέτης, επιδιώκοντας θεμιτό σκοπό δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή τον έλεγχο διαμονής στην επικράτεια πολιτών τρίτων χωρών (βλ. την απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. της 28ης-05-1985 Abdulaziz, Cabales, Balkandali κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκ. 68), ούτε ότι κατοχυρώνει δικαίωμα επιλογής της χώρας εγκατάστασης της οικογενειακής ζωής ή δικαίωμα διαμονής αλλοδαπού σε συγκεκριμένη χώρα [βλ. την απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. (Ευρεία Σύνθεση) της 15ης-01-2007 Sisojeva κ.ά. κατά Λετονίας, σκ. 91, αριθ. προσφυγής 60654/00, της 26ης-06-2012 Kurić κ.ά. κατά Σλοβενίας, σκ. 328, αριθ. προσφυγής 26828/06, της 21ης-06-2016, Ramadan κατά Μάλτας, σκ. 91, αριθ. προσφυγής 76136/12, της 26ης-06-2014, Gablishvili κατά Ρωσίας, αριθ. προσφυγής 39428/2012, σκ.53, της 10ης-03-2011, Kiyutin κατά Ρωσίας, αριθ. προσφυγής 2700/2010, της 18ης-10-2006, Uner κατά Ολλανδίας, σκέψη 54, πρβλ. ΣτΕ 991/2018, 1803/2016, 715/2015]. Όπως, άλλωστε, δέχεται παγίως το Ε.Δ.Δ.Α., μόνο σε όλως εξαιρετικές περιστάσεις η απομάκρυνση, συνεπεία έκδοσης απόφασης επιστροφής, από το έδαφος ενός κράτους αλλοδαπού, που έχει εισέλθει ή διαμένει παράνομα σε αυτό, μπορεί να αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., οι εγγυήσεις του οποίου σε κάθε περίπτωση δεν συνεπάγονται και την άνευ ετέρου χορήγηση άδειας διαμονής συγκεκριμένου τύπου (πρβλ. Σ.τ.Ε. 990/2013, 1881/2012, πρβλ. τις αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α., Kiyutin κατά Ρωσίας, αριθμός προσφυγής 2700/2010, της 10ης-03-2011, Ολομέλεια, Abdulaziz, Cabales και Balkandali κατά Ην. Βασιλείου, αριθμοί προσφυγών 9214/1980, 9473/1981, 9474/1981, της 28ης-05- 1985, σκ. 68, ευρείας σύνθεσης, Syssoeva κλπ. κ. Λεττονίας, αριθ. προσφυγής 60654/2000, της 15ης-01-2007, σκ. 91, Nunez κατά Νορβηγίας, αριθ. προσφυγής 55597/2009, της 28ης-06-2011, σκ. 70, Rodrigues da Silva and Hoogkamer κατά Ολλανδίας, αριθ. προσφυγής 50435/1999, της 31ης-01-2006, σκ. 39, της 14ης-02-2012, Antwi κατά Νορβηγίας, αριθ. προσφυγής 26940/10, σκέψη 89, της 28ης-06-2011, της 31ης-07-2008, Darren Omoregie κατά Νορβηγίας, αριθ. προσφυγής 265/07, σκ. 57 και αποφάσεις του ΕΔΔΑ επί του παραδεκτού, της 14ης-04-2009, Narenji Haghighi κατά Ολλανδίας, αριθ. προσφυγής 38165/07 και της 22ης-06-1999, Ajayi and Others κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αριθ. προσφυγής 27663/95]. Ακόμη, ως προς την επιστροφή παρανόμως διαμενόντων αλλοδαπών, έχει μεν κριθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. ΔΕΕ αποφάσεις της 28ης-04-2011, Hassen El Dridi, C-61/2011 σκ. 35, της 06ης-12-2011, Alexandre Achughbabian, C-329/2011, σκ. 30-31 και της 11ης-12-2014, Khaled Boudjlida, C-249/2013, σκ. 45-46), υπό το φως του σκοπού της ως άνω Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, που συνίσταται στην αποτελεσματική διαδικασία επιστροφής των παρανόμως διαμενόντων σε κράτος μέλος πολιτών τρίτων χωρών στη χώρα καταγωγής τους, ότι, άπαξ και διαπιστωθεί το παράνομο της διαμονής, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν, καταρχήν, δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1 της Οδηγίας 2008/115 και με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 2 έως 5 της Οδηγίας αυτής, να εκδίδουν απόφαση επιστροφής (βλ. ήδη άρθρο 24 παρ. 2 του ν. 4251/2014). Ωστόσο, στο στάδιο αυτό, κατά ρητή, μάλιστα, πρόβλεψη στη διάταξη του άρθρου 20 σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 21 παρ. 4 του ν. 3907/2011, που αποτελεί μεταφορά της ως άνω Οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη, και υπό το πρίσμα και του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α., είναι, καταρχήν, ακουστοί λόγοι αναγόμενοι στην προστασία της οικογενειακής ή και της ιδιωτικής ζωής, οι ίδιοι, δε, λόγοι είναι ακουστοί και στο πλαίσιο του ακυρωτικού ελέγχου (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4/2021, 715/2015). Σε κάθε περίπτωση, η Διοίκηση, όταν οδηγείται σε λήψη του μέτρου της επιστροφής σε βάρος αλλοδαπού, πολλώ δε μάλλον στην απαγόρευση εισόδου του στο έδαφος του κράτους αυτού, που επισύρει και την εγγραφή του στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν ως ανεπιθύμητου στο έδαφος Σένγκεν, πρέπει να εξετάσει το φάκελο κατά τρόπο ώστε να λάβει απόφαση με πλήρη γνώση της κατάστασης, αφού, δηλαδή, λάβει υπόψη της το σύνολο των στοιχείων που τον αφορούν και να αιτιολογήσει την απόφαση αυτή δεόντως, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, που πρέπει να υπερβαίνουν το απλό γεγονός της παράνομης παραμονής (πρβλ. ΔΕΕ, C-166/13, Mukarubega, ΔΕΕ, C-249/13, Khaled Boudjlida, σκ. 59, βλ. και 6η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ). […]

7. Επειδή, η κατ’ αρχήν παράνομη παραμονή του αιτούντος στη Χώρα δικαιολογεί, εξ αντικειμένου, την έκδοση απόφασης επιστροφής, υπό το καθεστώς ισχύος του ν. 3907/2011. Ωστόσο, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπ’ όψιν: α] τη σταθερότητα των οικογενειακών και βιοτικών εν γένει δεσμών του αιτούντος με τη Χώρα και την ενσωμάτωση της οικογένειάς του σ’ αυτήν, που απορρέει από τη γέννηση των δύο τέκνων του, τη μακρόχρονη και νόμιμη παραμονή αυτών και της συζύγου του στην Ελλάδα, κατόπιν εκδόσεως αδειών διαμονής και τη φοίτηση των τέκνων του σε ελληνικά σχολεία και ήδη σε ανώτατο επίπεδο, β] την ανηλικότητα του υιού σε συνδυασμό με το σοβαρό πρόβλημα υγείας που παρουσιάζει (αιμορροφιλία τύπου Β, επιληψία στο πλαίσιο εγκεφαλικής δυσπλασίας, εμφύτευση υποδόριου καθετήρα), το βέλτιστο συμφέρον του οποίου απαιτεί παρουσία και συνδρομή και των δύο γονέων του, γ] την εκπλήρωση των φορολογικών και κοινωνικοασφαλιστικών υποχρεώσεων της συζύγου του και την αγορά κύριας κατοικίας και δ] τη φύση και τη βαρύτητα του τελεσθέντος αδικήματος (κατοχή και χρήση πλαστού, αποδοχή προϊόντων εγκλήματος), σε συνδυασμό με τις συνθήκες τέλεσης αυτού, την επιβληθείσα συνολική ποινή (40 ημέρες φυλάκισης) και τον μεμονωμένο χαρακτήρα της παραβατικής συμπεριφοράς του αιτούντος, που δεν καταδεικνύουν  επικινδυνότητα αυτού για το κοινωνικό σύνολο κ ρ ί ν ε ι ότι συντρέχουν, εν προκειμένω εξαιρετικές περιστάσεις, κατά τις οποίες η απομάκρυνση του αιτούντος – αν και παρανόμως διαμένοντος στη Χώρα – και η συνακόλουθη εγγραφή του στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. αντίκεινται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α.. Με τα δεδομένα αυτά, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πρέπει να ακυρωθούν ως πλημμελώς αιτιολογημένες, κατ’ αποδοχή ως βάσιμου του σχετικού λόγου ακύρωσης, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της εξέτασης των λοιπών λόγων ακύρωσης. Όσον αφορά δε, την δεύτερη προσβαλλόμενη, υπ’ πρωτ. …/26.1.2017 απόφαση του Γενικού Περιφερειακού Αστυνομικού Διευθυντή Ηπείρου, η υπόθεση θα πρέπει να αναπεμφθεί στη Διοίκηση, προκειμένου αυτή να αιτιολογήσει ειδικά την κρίση της περί της επιστροφής του αιτούντος, αφού λάβει υπ’ όψιν της το σύνολο των στοιχείων του φακέλου που αφορούν την οικογενειακή και προσωπική κατάσταση αυτού, καθώς και την κατάσταση της υγείας του τέκνου του, τα στοιχεία που τυχόν αναζητηθούν προς τον σκοπό αυτό από την Διοίκηση, καθώς και τις εξηγήσεις του αιτούντος που τυχόν παρασχεθούν σε σχέση με τα ανωτέρω.

[…] Δέχεται την αίτηση ακύρωσης

Η διάταξη της οικ.41711/11.8.2014 κοινής υπουργικής απόφασης, η οποία ορίζει ως συνέπεια της μη καταβολής του επιβληθέντος, δυνάμει του άρθρου 9 παρ. 1 του ν. 4251/2014, προστίμου εντός της προβλεπόμενης δίμηνης προθεσμίας από την ημέρα επίδοσης της σχετικής απόφασης, την απόρριψη της αίτησης του πολίτη τρίτης χώρας, είναι ανίσχυρη ως τεθείσα καθ’ υπέρβαση της παρασχεθείσας νομοθετικής εξουσιοδότησης.

6. Επειδή, η διάταξη της παρ. 11 του άρθρου 136 του ν. 4251/2014, η οποία αποτελεί το νομικό έρεισμα της εκδοθείσας οικ.41711/11.8.2014 κοινής υπουργικής απόφασης, παρέχει εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Εσωτερικών και Οικονομικών και στον κατά περίπτωση αρμόδιο Υπουργό να καθορίσουν το αρμόδιο όργανο και την διαδικασία βεβαίωσης των προστίμων του Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης. Με το περιεχόμενο αυτό η εν λόγω διάταξη δεν δύναται να θεωρηθεί ότι εξουσιοδοτεί τους αρμόδιους Υπουργούς να θεσπίσουν και περαιτέρω συνέπειες εκ της μη εξόφλησης του ποσού των εν λόγω προστίμων εντός συγκεκριμένης προθεσμίας και, μάλιστα, την επαχθέστερη των συνεπειών, την απόρριψη δηλαδή του υποβληθέντος από τον πολίτη τρίτης χώρας αιτήματος ανανέωσης της άδειας διαμονής του, η οποία συνεπάγεται την στέρηση νόμιμου τίτλου παραμονής στην Ελλάδα και (στην πλειοψηφία των περιπτώσεων) την ενσωμάτωση απόφασης περί επιστροφής του αλλοδαπού στην χώρα καταγωγής του. Επομένως, η διάταξη του εδαφίου β΄ της παρ. 2 του άρθρου 2 της οικ.41711/11.8.2014 απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομικών, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, η οποία ορίζει ως συνέπεια της μη καταβολής του επιβληθέντος, δυνάμει του άρθρου 9 παρ. 1 του ν. 4251/2014, προστίμου εντός της προβλεπόμενης δίμηνης προθεσμίας από την ημέρα επίδοσης της σχετικής απόφασης, την απόρριψη της αίτησης του πολίτη τρίτης χώρας, ρυθμίζουσα ζήτημα μη συνδεόμενο με τον καθορισμό ούτε του οργάνου ούτε της διαδικασίας βεβαίωσης των προστίμων του Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο εύρος της παρασχεθείσας νομοθετικής εξουσιοδότησης και, για τον λόγο αυτόν, ο οποίος εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ως αναγόμενος στο κύρος του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου (ΣτΕ 1749/2016 Ολ., 58/2015 7μ., 2834/2010 κ.ά.), είναι ανίσχυρη ως τεθείσα καθ’ υπέρβαση αυτής. […]

10. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, η απόρριψη του αιτήματος του αιτούντος για ανανέωση της άδειας διαμονής του για εξαρτημένη εργασία ερείδεται αποκλειστικώς στην προβλεπόμενη στην διάταξη του εδ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 2 της οικ.41711/11.8.2014 κοινής υπουργικής απόφασης κύρωση της απόρριψης της αίτησης χορήγησης ή ανανέωσης άδειας διαμονής σε περίπτωση μη εξόφλησης του επιβληθέντος προστίμου εντός διμήνου από την επίδοση της απόφασης περί επιβολής του. Σύμφωνα, όμως με όσα έγιναν δεκτά στην έκτη σκέψη της παρούσας, η εν λόγω διάταξη είναι ανίσχυρη ως τεθείσα καθ’ υπέρβαση της παρεχόμενης με την παρ. 11 του άρθρου 136 του ν. 4251/2014 νομοθετικής εξουσιοδότησης. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη … απόφαση του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης, που υπογράφεται, με εντολή του, από τον Αναπληρωτή Προϊστάμενο του Τμήματος Αδειών Διαμονής Ημαθίας, με την οποία, κατ’ εφαρμογή της ως άνω ανίσχυρης διάταξης, απορρίφθηκε η … αίτηση του αιτούντος για ανανέωση της άδειας διαμονής του για εξαρτημένη εργασία, είναι μη νόμιμη και πρέπει να ακυρωθεί, καθόσον το αιτιολογικό έρεισμά της παρίσταται πλημμελές, παρελκομένης, ως αλυσιτελούς, της έρευνας των προβαλλόμενων με την αίτηση ακύρωσης λόγων. Δεδομένου δε ότι η Διοίκηση δεν εξέτασε επί της ουσίας την συνδρομή στο πρόσωπο του αιτούντος των νομίμων προϋποθέσεων ανανέωσης της άδειας διαμονής του, πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στο αρμόδιο όργανο για νέα νόμιμη κρίση.

Δεν προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο, στο πλαίσιο της σύννομης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας, που διέθετε για τον χαρακτηρισμό του αιτούντος ως επικίνδυνου για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, εξέτασε τους λόγους για τους οποίους διατάχθηκε η επιστροφή και έλαβε χώρα η καταχώρηση στον Ε.Κ.ΑΝ.Α., σε συνδυασμό με τα στοιχεία της προσωπικής κατάστασης του αιτούντος και ότι συνεκτίμησε κάθε άλλο πρόσφορο στοιχείο, από αυτά που είχαν τεθεί ενώπιον του και που ανάγονται στην όλη προσωπικότητα και συμπεριφορά του.

2. Επειδή, […] Με τις προεκτεθείσες διατάξεις του εδ. α’, περ. γ’ και του εδ. β’ του άρθρου 6 του ν.4251/2014, το οποίο αφορά τις γενικές διατυπώσεις του δικαιώματος διαμονής των αλλοδαπών, προβλέπεται διακριτική ευχέρεια των οργάνων της Διοίκησης, να προβαίνουν σε απόρριψη αιτήματος χορηγήσεως ή ανανεώσεως αδείας διαμονής στην ημεδαπή, εφόσον διαπιστώσουν τη συνδρομή λόγων δημοσίας τάξεως και ασφαλείας στο πρόσωπο του ενδιαφερόμενου αλλοδαπού, ήτοι εφόσον διαπιστώσουν ότι η παραμονή του στην ελληνική επικράτεια αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη (ΣτΕ 5002/2013, 991/2013). Μεταξύ των κριτηρίων, που σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, συνεκτιμώνται από τα όργανα της Διοίκησης, κατά τη διαμόρφωση της κρίσης τους αυτής, είναι η έκδοση σε βάρος του αλλοδαπού τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης σε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, χωρίς, όμως, η ύπαρξη τέτοιας απόφασης να οδηγεί αναγκαστικά και άνευ ετέρου στον χαρακτηρισμό του αλλοδαπού ως επικίνδυνου για την δημόσια τάξη. Περαιτέρω, άλλο κριτήριο, που θέτει ο νομοθέτης είναι η εγγραφή του αλλοδαπού στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών, η οποία, επίσης, εφόσον συντρέχει, δεν αρκεί από μόνη της για να οδηγήσει στο χαρακτηρισμό του συγκεκριμένου προσώπου ως επικίνδυνου για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Τα όργανα της Διοίκησης έχουν μεν κατά τη διαμόρφωση της κρίσης τους περί της επικινδυνότητας του αλλοδαπού διακριτική ευχέρεια, η οποία, όμως, πρέπει να ασκείται σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας (πρβλ. ΣτΕ 374/2011, 655/2011, 2946/2010, 2414/2008), η δε κρίση τους πρέπει να εκφέρεται αιτιολογημένα, μετά από συνεκτίμηση, στην περίπτωση της ύπαρξης καταδικαστικής απόφασης, της φύσης, της βαρύτητας, των συνθηκών διάπραξης του εγκλήματος, του ύψος της καταγνωσθείσας με την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ποινής, στη δε περίπτωση της εγγραφής στον εθνικό κατάλογο, των λόγων που οδήγησαν σ’ αυτήν σε συνδυασμό με κάθε άλλο πρόσφορο στοιχείο αναγόμενο στην όλη προσωπικότητα και συμπεριφορά του αλλοδαπού (πρβλ. ΣτΕ 340/2019, 1772/2016, 4869/2012, 655/2011, 3222/2005 κ.α.).

8. Επειδή, η ανάκληση της άδειας διαμονής του αιτούντος με την προσβαλλόμενη απόφαση ερείδεται στην εγγραφή του ίδιου στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. έως 5.9.2028, βάσει της […] απόφασης του αναπληρωτή αρμόδιου αξιωματικού της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής, για λόγους δημόσιας τάξης, που προκύπτουν από την ανωτέρω απόφαση καθώς και από το […]έγγραφο του Τμήματος Επιστροφών της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής προς την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής. Κατά την διατύπωση, εξάλλου, της σχετικής κρίσης, το αρμόδιο όργανο, στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας, που διαθέτει προς τούτο, έλαβε υπόψη τα στοιχεία, που είχαν διαβιβαστεί υπηρεσιακώς από την Διεύθυνση Αλλοδαπών Αττικής και ειδικότερα, το γεγονός ότι σχηματίστηκαν δικογραφίες σε βάρος του αιτούντος, ιδίως για τα αδικήματα της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος και της κλοπής. Ωστόσο, στο […] έγγραφο του Τμήματος Επιστροφών της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής ρητά αναφέρεται ότι δεν είναι γνωστή στην ως άνω υπηρεσία η έκβαση των οικείων ποινικών υποθέσεων, ενώ ούτε από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου προκύπτει η τυχόν έκδοση δικαστικών αποφάσεων για τις σχηματισθείσες δικογραφίες, το ύψος των τυχόν επιβληθεισών ποινών και τα πραγματικά περιστατικά των φερόμενων ως τελεσθέντων αδικημάτων, ιδίως εκείνου της κλοπής. Βάσει αυτών αλλά και όσων έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης και των οριζόμενων στο άρθρο 6 του ν. 4251/2014, από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης, καθ’ ο μέρος αυτή έχει ως έρεισμα την σε βάρος του αιτούντος ύπαρξη της απόφασης επιστροφής και καταχώρησης στον Ε.Κ.ΑΝ.Α., δεν προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο, στο πλαίσιο της σύννομης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας, που διέθετε για τον χαρακτηρισμό του αιτούντος ως επικίνδυνου για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, εξέτασε τους λόγους για τους οποίους διατάχθηκε η επιστροφή και έλαβε χώρα η καταχώρηση στον Ε.Κ.ΑΝ.Α., σε συνδυασμό με τα στοιχεία της προσωπικής κατάστασης του αιτούντος και ότι συνεκτίμησε κάθε άλλο πρόσφορο στοιχείο, από αυτά που είχαν τεθεί ενώπιον του και που ανάγονται στην όλη προσωπικότητα και συμπεριφορά του (έτη παραμονής στην Ελλάδα, οικογενειακή κατάσταση και νόμιμη ή μη διαμονή των μελών της οικογένειάς του στη χώρα, κατάσταση υγείας κ.ά.). Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρίσταται πλήρως και νομίμως αιτιολογημένη και συνεπώς, πρέπει να ακυρωθεί, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με τον οικείο λόγο, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακύρωσης. Η ακύρωση δε της ένδικης απόφασης ως προς το παραπάνω κεφάλαιο στερεί, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ.1 του ν. 3907/2011, το επιβληθέν σε βάρος του αιτούντος μέτρο της επιστροφής από το νόμιμο έρεισμά του και συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της.

Οι ένδικες απορρίψεις των αιτημάτων ανανέωσης των αδειών διαμονής ως μελών οικογένειας πολίτη τρίτης χώρας, ερείδονται αποκλειστικώς στη διαπίστωση της υπέβασης των ανωτάτων ορίων απουσίας τους απο τη χώρα, δίχως η Διοίκηση να συνεκτιμήσει τη σταθερότητα των οικογενειακών τους δεσμών στην Ελλάδα, ή να εκφέρει εξατομικευμένη κρίση εάν η απουσία τους επέφερε διάρρηξη των δεσμών τους με τα λοιπά μέλη της οικογένειάς τους, που διαμένουν νομίμως στην ελληνική επικράτεια.

8. Επειδή, […] η Διοίκηση, κατά την εξέταση αιτημάτων ανανέωσης ή επανέκδοσης αδειών διαμονής, που προβλέπονται στα άρθρα 69 επ. του ν.4251/2014 για οικογενειακή επανένωση, οφείλει, σε περίπτωση που διαπιστώνεται απουσία του ενδιαφερόμενου πολίτη τρίτης χώρας από την Ελλάδα, καθ’ υπέρβαση των χρονικών ορίων, που προβλέπονται στην παρ.6 του άρθρου 21 του ν.4251/2014, να συνεκτιμά τον χαρακτήρα και τη σταθερότητα των οικογενειακών δεσμών αυτού, τη διάρκεια διαμονής του στην ελληνική επικράτεια, καθώς και την ύπαρξη οικογενειακών, πολιτιστικών και κοινωνικών δεσμών με τη χώρα καταγωγής του, να εκφέρει δε κρίση, περί του εάν η απουσία του από την ελληνική επικράτεια, καθ’ υπέρβαση των τιθέμενων χρονικών ορίων, συνεπάγεται διάρρηξη των οικογενειακών δεσμών του με τα μέλη της οικογένειάς του, που διαμένουν νομίμως στην Ελλάδα. Στην προκείμενη περίπτωση, η Διοίκηση με τα υπ’αρ.πρωτ. …/21-11-2019 έγγραφά της ζήτησε από τους αιτούντες, όπως προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία διαμονής των τέκνων του στη Χώρα, αυτοί δε με τις συμπληρωματικές αιτήσεις τους προσκόμισαν τα ως άνω πιστοποιητικά. Οι ένδικες δε απορρίψεις των αιτημάτων ανανέωσης των αδειών διαμονής των …, ως μελών οικογένειας πολίτη τρίτης χώρας, ερείδονται αποκλειστικώς στη διαπίστωση της Διοίκησης ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του νόμου προϋποθέσεις λόγω ελλείψεων βάσει νόμου. Ωστόσο, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, έχοντας το ανωτέρω περιεχόμενο, δεν αιτιολογούνται νομίμως, καθόσον η απουσία των ανωτέρω από την Ελλάδα, όπως αυτή προκύπτει από τα υπ’αρ.πρωτ. … /4-7-2019 έγγραφα παροχής πληροφοριών αφιξαναχωρήσεων, τα οποία νομίμως συμπληρώνουν την αιτιολογία τους, ναι μεν υπερέβαινε το χρονικό όριο των έξι μηνών ανά έτος, πλήν όμως, δεν δύναται από μόνη της να αποτελέσει λόγο μη ανανέωσης των αδειών διαμονής, σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά. Και τούτο, διότι ούτε από τις ίδιες τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ούτε από κανένα στοιχείο της δικογραφίας προκύπτει ότι, κατά την απόρριψη του επίδικου αιτήματος, η Διοίκηση, όπως όφειλε να πράξει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 21 παρ.6 σε συνδυασμό με το άρθρο 74 παρ.1 και 4 του ν.4251/2014, αφενός έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε το χαρακτήρα και την σταθερότητα των οικογενειακών τους δεσμών, τη διαμονή στο ελληνικό έδαφος έτερων μελών της οικογένειας, την ύπαρξη ή μη οικογενειακών, πολιτιστικών και κοινωνικών δεσμών με τη χώρα καταγωγής τους, αφετέρου εξέφερε εξατομικευμένη κρίση [βάσει των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης, μεταξύ των οποίων ο χρόνος διαμονής των ιδίων και των υπολοίπων μελών της οικογένειάς τους στη Χώρα, η φοίτησή τους σε ελληνικά σχολεία, ο λόγος απουσίας τους], περί του εάν η, κατά τα ανωτέρω, απουσία τους από την Ελλάδα, επέφερε διάρρηξη των δεσμών τους με τα λοιπά μέλη της οικογένειάς τους, που διαμένουν νομίμως στην ελληνική επικράτεια. Για τον λόγο αυτό, ο οποίος προβάλλεται βάσιμα, πρέπει, κατά παραδοχή της κρινόμενης αίτησης, η προσβαλλόμενη απόφαση να ακυρωθεί, ενώ παρέλκει, ως αλυσιτελής, η εξέταση των λοιπών λόγων ακύρωσης.

Νεότερο νομοθετικό καθεστώς που προβλέπει επί σιωπηρής ανάκλησης την έκδοση απόφασης επί της ουσίας και όχι διακοπή εξέτασης του αιτήματος ασύλου και θέση στο αρχείο. Εκκρεμείς προσφυγές ενώπιον Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών. Κρίσιμο καθεστώς είναι το ισχύον κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης επί της προσφυγής. Αντίθετη μειοψηφία σύμφωνα με την οποία κρίσιμο εν προκειμένω καθεστώς είναι αυτό ισχύει κατά το χρόνο συζήτησης της προσφυγής.

5. Επειδή, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η νομιμότητα της διοικητικής πράξης, εφόσον δεν ορίζεται ή δεν συνάγεται άλλο από το νόμο, κρίνεται σύμφωνα με το νομοθετικό καθεστώς, που ισχύει κατά το χρόνο της έκδοσής της. Σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, η γενική αυτή αρχή εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις των αιτημάτων διεθνούς προστασίας, υπό την έννοια ότι κρίσιμο νομοθετικό καθεστώς είναι, κατ’ αρχήν, το ισχύον κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης επί ενδικοφανούς προσφυγής κατά απόφασης απορριπτικής αιτήματος διεθνούς προστασίας σε πρώτο βαθμό, όταν ακόμη θεσπίζεται μεταβολή των όρων και προϋποθέσεων χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας μεταξύ του χρόνου υποβολής της σχετικής αίτησης  και του χρόνου έκδοσης της απόφασης του πρώτου βαθμού επί της αιτήσεως αυτής, καθώς και μεταξύ του χρόνου άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής κατά της απορριπτικής απόφασης επί του αιτήματος διεθνούς προστασίας πρώτου βαθμού και του χρόνου έκδοσης της απόφασης επ’ αυτής (πρβλ. ΣτΕ 279, 280/2017, 941/2016, 3563/2008, 1/2006 7μ., 1981/2005 Ολομ., 2502/2004 7μ.). Ωστόσο, η Πρόεδρος του Τμήματος […], η οποία μειοψήφησε, διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Η ως άνω γενική αρχή του διοικητικού δικαίου δεν μπορεί να εφαρμοστεί στις περιπτώσεις των αποφάσεων των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών του ν. 4375/2016 (ΦΕΚ Α΄ 51) που αποφαίνονται επί των αιτημάτων διεθνούς προστασίας, όπου κρίσιμο είναι το νομοθετικό καθεστώς το οποίο ισχύει κατά το χρόνο συζήτησης της ενδικοφανούς προσφυγής από τις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, δεδομένου ότι διαφορετική ερμηνεία θα κατέληγε στην έκδοση ενδεχομένως αντιφατικών αποφάσεων επί ενδικοφανών προσφυγών, οι οποίες συζητήθηκαν την ίδια ημέρα, οι αποφάσεις όμως επ’ αυτών εκδόθηκαν σε χρονικό σημείο κατά το οποίο ίσχυε διαφορετικό νομοθετικό καθεστώς. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι σε κάθε περίπτωση η προαναφερόμενη γενική αρχή εφαρμόζεται εφόσον δεν ορίζεται ή δεν συνάγεται άλλο από τον νόμο, εν προκειμένω δε κάμψη της αρχής αυτής θεσπίστηκε με την μεταβατική διάταξη του άρθρου 117 του ν.4636/2019, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 29 του ν.4686/2020, η οποία ρητά ορίζει ότι οι διατάξεις του ν.4636/2019 καταλαμβάνουν από την έναρξη ισχύος του όλες τις εκκρεμείς, ενώπιον της Αρχής Προσφυγών, προσφυγές που εξετάζονται από τις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, από 1ης.1.2020 ( Άρθρο 29 Τροποποίηση του άρθρου 117 του ν. 4636/2019 Στο άρθρο 117 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) προστίθεται παράγραφος 6, ως εξής: «6. Οι ρυθμίσεις του παρόντος νόμου καταλαμβάνουν από την έναρξη ισχύος του: α) όλες τις εκκρεμείς αιτήσεις διεθνούς προστασίας, β) όλες τις εκκρεμείς, ενώπιον της Αρχής Προσφυγών, προσφυγές που εξετάζονται από τις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, από 1ης.1.2020 και μετά. Κατ’ εξαίρεση: α) η παράγραφος 8 του άρθρου 70, καταλαμβάνει όλες τις εκκρεμείς προσφυγές επί των οποίων δεν έχει δημοσιευθεί απόφαση, β) η περίπτωση ε΄ του άρθρου 93 εφαρμόζεται σε όσες προσφυγές έχουν ασκηθεί από 1ης.1.2020 και μετά). Ερμηνευτικό εξ αντιδιαστολής επιχείρημα υπέρ της άποψης αυτής αντλείται εξάλλου από την προαναφερθείσα διάταξη της παραγράφου 6 εδ.γ΄ του άρθρου 29 του ν.4686/2020, όπου ρητά ορίζεται ως κρίσιμο χρονικό σημείο για την έναρξη ισχύος της παρ.8 του άρθρου 70 ο χρόνος δημοσίευσης της απόφασης της Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών. […]

8. Επειδή, σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο,  με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις προμνησθείσες διατάξεις, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη: α) ότι οι διατάξεις του άρθρου 81 του ν. 4636/2019, με τις οποίες αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 47 παρ. 2 του ν. 4375/2016, τέθηκαν σε ισχύ από 1.1.2020, σύμφωνα με το άρθρο 125 του ν. 4636/2019, β) ότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην πέμπτη σκέψη της παρούσας, κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης (30.1.2020), εφαρμοστέο ήταν το καθεστώς του ν. 4636/2019, υπό την ισχύ του οποίου δεν προβλέπεται, πλέον, διαδικασία διακοπής εξέτασης αιτήματος για χορήγηση διεθνούς προστασίας, λόγω σιωπηρής ανάκλησης, αλλά ορίζεται, στο άρθρο 81 του ως άνω νόμου, ότι όταν υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του, οι αρμόδιες αρχές αποφαίνονται επί της ουσίας, κατόπιν επαρκούς εξέτασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ίδιου νόμου, με βάση τα διαθέσιμα στην υπηρεσία στοιχεία, και γ) ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε στις 30.1.2020, διακόπηκε η εξέταση του ένδικου αιτήματος χορήγησης διεθνούς προστασίας, λόγω σιωπηρής ανάκλησης της οικείας αίτησης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 47 παρ. 2 του ν. 4375/2016, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση νόμου και πρέπει, για το λόγο αυτό, να ακυρωθεί, κατ’ αποδοχή του σχετικού λόγου, ενώ παρέλκει, ως αλυσιτελής, η εξέταση των λοιπών προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης. Κατόπιν τούτου, πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση, η οποία, εφόσον κρίνει ότι υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του, θα  εφαρμόσει τις σχετικές διατάξεις του ν. 4636/2019. Ωστόσο, η Πρόεδρος του Τμήματος, η οποία μειοψήφησε, διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο εξέτασης της ενδικοφανούς προσφυγής του αιτούντος (10.12.2019) εξακολουθούσε να ισχύει ο ν. 4375/2016 [δεδομένου ότι το άρθρο 47 αυτού καταργήθηκε από 1-1-2020, σύμφωνα με τα άρθρα 117 παρ. 6 – όπως η παρ. αυτή προστέθηκε με το 29 του ν.4686/2020 (Α΄ 96/12-5-2020), 119 και 125 του ν.4636/2019 (Α΄169) ], και, επομένως, η Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών ορθώς εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 47 παρ.2, αφού έκρινε ότι υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του, διέκοψε την εξέταση της αίτησης και έθεσε την υπόθεση στο αρχείο, δυνάμενου του αιτούντος, σε κάθε περίπτωση, να ζητήσει, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ως άνω άρθρου 47, τη συνέχιση της διαδικασίας εξέτασης ή να υποβάλει νέα αίτηση. Εξάλλου, οι με αριθμούς 941/2016, 3563/2008, 1/2006 7μ., 1981/2005 Ολομ. και 2502/2004 7μ. αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, τις οποίες επικαλείται η άποψη που επικράτησε, έχουν ως αντικείμενο τον έλεγχο πράξεων ή παραλείψεων διοικητικών οργάνων και όχι δευτεροβάθμιων Επιτροπών μετά την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής (οι ΣτΕ  941/2016, 3563/2008 και 1981/2005 Ολομ. αφορούν πολεοδομικές υποθέσεις κατ’ εφαρμογήν της νομοθεσίας σχετικά με την έκδοση οικοδομικών αδειών και την άρνηση ανακλήσεως συντελεσμένης απαλλοτριώσεως, η ΣτΕ 1/2006 αφορά απόρριψη από τον Υπουργό της Δικαιοσύνης αιτήματος περί χορηγήσεως σε δικαστικό λειτουργό ειδικής εννεάμηνης άδειας με αποδοχές για ανατροφή τέκνου και η ΣτΕ 2502/2004 έχει εκδοθεί επί αιτήσεως ακύρωσης κατά αποφάσεως του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας). Περαιτέρω, οι 279 και 280/2017 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αφορούν το δικαστικό έλεγχο αποφάσεων Δευτεροβάθμιων Επιτροπών του άρθρου 10 του ν. 2643/1998  «Μέριμνα για την απασχόληση προσώπων ειδικών κατηγοριών και άλλες διατάξεις» (Α΄ 220), ήτοι αντικειμένου που δεν σχετίζεται με την υπό κρίση υπόθεση, που αφορά αίτηση ακύρωσης κατά απόφασης  Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 4375/2016, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 86 παρ. 1 του ν. 4399/2016. Και τούτο, διότι οι ως άνω επιτροπές προσφυγών, οι οποίες είναι αρμόδιες για την εκδίκαση ενδικοφανών προσφυγών των αιτούντων διεθνή προστασία, ώστε να ελέγχονται κατά νόμον και κατ’ ουσίαν οι απορριπτικές σε πρώτο βαθμό αποφάσεις, χαρακτηρίζονται στην αιτιολογική έκθεση του άρθρου 86 του ν. 4399/2016, ως «οιονεί δικαιοδοτικά όργανα», έχει δε κριθεί ότι δεν αποτελούν μεν δικαστήρια, κατά την έννοια του Συντάγματος, συνιστούν όμως επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα κατά την έννοια της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 89 παρ. 2 (ΣτΕ 1237, 1238/2017 Ολομ. και 2347, 2348/2017 Ολομ.). Επομένως, η προσβαλλόμενη πράξη παρίσταται νόμιμη και η ένδικη αίτηση πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω, ως προς τους λοιπούς λόγους ακύρωσης. […]

Δέχεται την αίτηση.

Ακυρώνει την 25443/2019/30.1.2020 απόφασης της 9ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών.

Αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση, κατά το σκεπτικό.

Οι διατάξεις του Κώδικα Μετανάστευσης που προβλέπουν ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας έλληνα πολίτη, την προηγούμενη παραίτησή του ενδιαφερομένου απο την αίτηση ασύλου του, αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση θεμιτού σκοπού δημοσίου συμφέροντος.

7. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις [του Ν.4251/2014] που παρατέθηκαν στην τρίτη σκέψη, απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να χορηγηθεί, σε αιτούντα διεθνή προστασία, άδεια διαμονής στην Ελλάδα, ως σύζυγο Ελληνίδας πολίτη, είναι η προηγούμενη παραίτησή του από την σχετικά κατατεθείσα αίτηση διεθνούς προστασίας. Όπως, όμως, προέκυψε, ο αιτών δεν προσκόμισε έκθεση παραίτησης από την υποβληθείσα στις 22.5.2018 αίτηση χορήγησης διεθνούς προστασίας, παρά το γεγονός ότι του ζητήθηκε η προσκόμιση αυτής, ενώ, όπως επίσης προέκυψε, ουδέποτε παραιτήθηκε από της ως άνω αίτηση. Με τα ανωτέρω δεδομένα, το Δικαστήριο κρίνει ότι νόμιμα απορρίφθηκε η αίτησή του για τη χορήγηση σε αυτόν άδειας διαμονής στην Ελλάδα, ως σύζυγο Ελληνίδας πολίτη, με την αιτιολογία ότι δεν προσκόμισε έκθεση παραίτησης από την σχετικά κατατεθείσα αίτηση για χορήγηση διεθνούς προστασίας, η οποία  (αιτιολογία) παρίσταται νόμιμη και επαρκής, όσα, δε, περί του αντιθέτου υποστηρίζει ο αιτών πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Εξάλλου, ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης περί παράβασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης είναι απορριπτέος ομοίως ως αβάσιμος, καθώς, στην προκείμενη περίπτωση δεν ήταν επιβεβλημένη η κλήση του αιτούντος σε ακρόαση πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Και τούτο διότι, η ως άνω απόφαση εκδόθηκε ύστερα από σχετική αίτησή του, με την οποία είχε την ευχέρεια να εκθέσει τις απόψεις του και να προσκομίσει τα απαιτούμενα για την υποστήριξή της στοιχεία (βλ. ΣτΕ 1748/2020, 991/2018, 715/2015 3719/2009, 2147/2007, 452/2004 κ.α.). Ως αβάσιμοι πρέπει να απορριφθούν και οι λόγοι ακύρωσης περί κακής χρήσης της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και περί παράβασης της αρχής της αναλογικότητας, δεδομένου ότι οι ως άνω αρχές δεν δύνανται να τύχουν εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση, κατά την οποία η απόρριψη του αιτήματος του αιτούντος χώρησε κατά δέσμια αρμοδιότητα της Διοίκησης, βάσει αντικειμενικών δεδομένων, και συγκεκριμένα επειδή δεν προσκόμισε την αιτηθείσα έκθεση παραίτησης από την σχετικά κατατεθείσα αίτηση χορήγησης διεθνούς προστασίας (πρβλ. ΣτΕ 1803/2016, 3685, 3771/2012, 4028/2011). Εξάλλου, οι εφαρμοστέες, εν προκειμένω, διατάξεις αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση θεμιτού σκοπού δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος συνίσταται στο κυριαρχικό δικαίωμα της ελληνικής πολιτείας, στο πλαίσιο της μεταναστευτικής της πολιτικής, να ελέγχει την είσοδο, εγκατάσταση, εργασία κατά κλάδο δραστηριότητας και παραμονή των αλλοδαπών σε αυτήν (βλ. ΣτΕ 991/2018, 1803/2016, 715/2015, 5029, 2107/2012). Κατόπιν τούτων, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λόγων ακύρωσης που πλήττουν το επάλληλο αιτιολογικό έρεισμα της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο συνίσταται στη μη εμφάνιση του αιτούντος ενώπιον της Επιτροπής Μετανάστευσης και Ασύλου, κατά τις σχετικά ορισθείσες ημερομηνίες της 26ης.6.2020 και της 4ης.12.2020.

10. Επειδή, η απόρριψη του ένδικου αιτήματος διεθνούς προστασίας των αιτούντων ερείδεται στην κρίση της Επιτροπής Προσφυγών ότι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί τους δεν έγιναν δεκτοί, διότι υπήρχαν ορισμένες σημαντικές αντιφάσεις, και συγκεκριμένα ότι: α) δεν ήταν ταυτόσημες οι αφηγήσεις τους σχετικά με το περιστατικό της πυρπόλησης της οικίας τους, και β) οι αιτούντες δεν κατάλαβαν, ούτε γνώριζαν την απάντηση στην ερώτηση σχετικά με την ιδεολογική τοποθέτηση (αριστερή ή δεξιά) του κόμματος που υποστηρίζουν. Όμως η κρίση αυτή της Επιτροπής αναφορικά με την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών των αιτούντων, η οποία στηρίζεται στα ανωτέρω συμπεράσματα, δεν αιτιολογείται επαρκώς. Και τούτο διότι η διαπίστωση ότι οι αιτούντες δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσουν τον πολιτικό χώρο του κόμματός τους βάσει του ιδεολογικού διπόλου αριστερά-δεξιά δεν συνιστά εύλογη κρίση, διότι από το συνταχθέν πρακτικό συνέντευξης προκύπτει αβίαστα ότι ο πρώτος αιτών δεν κατανόησε το νόημα της ερώτησης, ενώ ο αρμόδιος χειριστής δεν απηύθυνε ούτε σε αυτόν ούτε στην αιτούσα ερωτήσεις για περαιτέρω διευκρίνιση πάνω στο ζήτημα αυτό ή για την παράθεση περισσότερων λεπτομερειών, όπως όφειλε. Επιπροσθέτως, από τις διεθνείς πηγές που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η πολιτική ζωή στη Σιέρρα Λεόνε είναι έντονα διαιρεμένη, με την πολιτική διαμάχη να εστιάζεται στις διαφορές μεταξύ εθνοτικών ομάδων που ζουν στο βόρειο και νότιο τομέα της χώρας και όχι τόσο σε ιδεολογίες βάσει του ισχύοντος πολιτικού χάρτη στην Ευρώπη. Περαιτέρω, η κρίση της Επιτροπής ότι δεν είναι αξιόπιστος ο ισχυρισμός των αιτούντων περί της πυρπόλησης της οικίας τους από μέλη του αντίπαλου κόμματος τον Απρίλιο του 2018, ήτοι μετά τη διενέργεια των εθνικών εκλογών, ομοίως δεν αιτιολογείται επαρκώς, διότι η μικρή διαφοροποίηση στις αφηγήσεις των αιτούντων αφενός μεν δικαιολογείται ευλόγως από το γεγονός ότι η αιτούσα δεν ήταν παρών στο κρίσιμο συμβάν, αφετέρου δε η διαφοροποίηση αυτή δεν αρκεί για να αναιρέσει την αληθοφάνεια του συμβάντος της πυρπόλησης και να οδηγήσει στον χαρακτηρισμό του σχετικού ισχυρισμού ως μη αξιόπιστου. Με αυτά τα δεδομένα και λαμβανομένου υπόψη ότι η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση και την παρατιθέμενη αιτιολογία της, όπως αυτή εκτίθεται στην όγδοη σκέψη, έχει υιοθετήσει αυτούσια το περιεχόμενο της πρωτοβάθμιας απόφασης, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν προέβη, ως όφειλε, σε ενδελεχή εξέταση της ενδικοφανούς προσφυγής των αιτούντων, με την οποία προέβαλαν ουσιώδεις ισχυρισμούς ως προς τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, την ένταξη και οργάνωσή τους σε πολιτικό κόμμα που ανήκει στην αντιπολίτευση στη Σιέρρα Λεόνε, τα γεγονότα που συνέβησαν μετά τις εκλογές του 2018, μεταξύ των οποίων και η πυρπόληση της οικίας τους, για τα οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν σχετικά έγγραφα (φωτογραφίες, αντίγραφα των κομματικών ταυτοτήτων τους και του καταστατικού του κόμματος) και δημοσιεύματα που αποδεικνύουν τα αντίθετα από αυτά που δέχτηκε η Επιτροπή. Κατόπιν τούτων, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή όφειλε να κάνει δεκτούς, έστω και με το ευεργέτημα της αμφιβολίας, τους ισχυρισμούς των αιτούντων σχετικά με τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, την ένταξη και επίσημη οργάνωσή τους με το αντιπολιτευόμενο κόμμα, καθώς και το συμβάν της πυρπόλησης της οικίας τους από μέλη του κυβερνώντος κόμματος, και να εξετάσει, για τους λόγους αυτούς, αν συντρέχει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης των αιτούντων σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση παρίσταται μη νόμιμη, διότι στερείται επαρκούς αιτιολογίας, και πρέπει να ακυρωθεί κατά τον βάσιμο σχετικό λόγο ακύρωσης.  

[…] Ακυρώνει την υπ΄αρ.πρωτ. 8746/2019/10.4.2020 απόφαση του β΄ βαθμού της 13ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών.

Αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για νέα αιτιολογημένη κρίση, κατά το σκεπτικό.