τελευταια νεα
Tag

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Browsing

Στον ορισμό των «πολιτικών πεποιθήσεων» περιλαμβάνονται και οι προσπάθειες του αιτούντος διεθνή προστασία, να προασπίσει με νόμιμα μέσα τα συμφέροντα του έναντι ιδιωτών που ενεργούν παρανόμως, οταν αυτοί λόγω δεσμών διαφθοράς που διατηρούν με το κράτος, χρησιμοποιούν τον κρατικό μηχανισμό επιβολής του νόμου σε βάρος του αιτούντος.

Στις 12 Ιανουαρίου 2023, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) εξέδωσε την απόφασή του για την υπόθεση P.I. v. Migracijos departamentas prie Lietuvos Respublikos vidaus reikalu ministerijos (C-280/21).

Η υπόθεση αφορούσε πολίτη τρίτης χώρας (ΥΤΧ), ο οποίος ζήτησε διεθνή προστασία λόγω εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας στη χώρα καταγωγής του. Κατά τον αιτούντα διεθνή προστασία, επιχειρηματίες συνδεόμενοι με τις αρχές με δεσμούς διαφθοράς είχαν αποσπάσει από αυτόν περιουσιακά στοιχεία του. Αφότου εναντιώθηκε στην ενέργεια αυτή, κινήθηκε ποινική διαδικασία σε βάρος του με πρωτοβουλία ενός εκ των επιχειρηματιών και ότι η ποινική αυτή διαδικασία, η οποία αποσκοπούσε στον εκφοβισμό του, κινήθηκε εκ νέου, ενώ είχε ανασταλεί, όταν ο P.I. επιχείρησε να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του ενώπιον των δικαστηρίων, με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την έκδοση διάταξης περί κράτησής του.

Οι εθνικές αρχές ασύλου απέρριψαν την εν λόγω αίτηση ασύλου με το σκετπικό οτι οι λόγοι που δικαιολογούν τον κίνδυνο ποινικής δίωξης και κράτησης σε περίπτωση επιστροφής του αιτούντος διεθνή προστασία στην χώρα του, δεν αντιστοιχούσαν σε κανέναν από τους λόγους που καλύπτονται από τη Σύμβαση της Γενεύης, συμπεριλαμβανομένου, ιδίως, του λόγου που βασίζεται στην έννοια των «πολιτικών πεποιθήσεων».

Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Λιθουανίας, εξετάζοντας σχετική έφεση του αιτούντος διεθνή προστασία, ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβάλε στο Δικαστήριο της Ευρωπαικής Ένωσης προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία την έννοια των «πολιτικών πεποιθήσεων» κατά το άρθρο 10 της της Οδηγίας «Αναγνώρισης» (2011/95/ΕΕ)

Απαντώντας στο σχετικό ερώτημα, το ΔΕΕ έκρινε ότι στον ώς άνω ορισμό των «πολιτικών πεποιθήσεων» της Οδηγίας περιλαμβάνονται και οι προσπάθειες του αιτούντος διεθνή προστασία, να προασπίσει με νόμιμα μέσα τα προσωπικά του περιουσιακά και οικονομικά συμφέροντα έναντι μη κρατικών φορέων που ενεργούν παρανόμως, όταν οι φορείς αυτοί, λόγω των δεσμών διαφθοράς που διατηρούν με το συγκεκριμένο κράτος, είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν τον κρατικό μηχανισμό επιβολής του νόμου σε βάρος του αιτούντος, στο μέτρο που οι προσπάθειες του αυτές εκλαμβάνονται από τους υπεύθυνους της δίωξης ως ένδειξη αντίθεσης ή αντίστασης σε τομέα που σχετίζεται με τους εν λόγω υπεύθυνους ή με τις πολιτικές και/ή τις μεθόδους τους.

Με τη δημοσιευθείσα στις 22.11.2022 απόφασή του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι δεν επιτρέπεται η απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος πάσχει από σοβαρή ασθένεια αν, ελλείψει κατάλληλης αγωγής στη χώρα προορισμού, αυτός διατρέχει τον κίνδυνο να εκτεθεί σε ταχεία, σημαντική και μη αναστρέψιμη επιδείνωση του πόνου που συνδέεται με την ασθένειά του.

Ιστορικό της υπόθεσης

Σε Ρώσο υπήκοο ο οποίος προσβλήθηκε σε ηλικία δεκαέξι ετών από σπάνια μορφή καρκίνου του αίματος παρέχεται επί του παρόντος περίθαλψη στις Κάτω Χώρες. Η θεραπευτική αγωγή του συνίσταται, κυρίως, στη χορήγηση φαρμακευτικής κάνναβης για την αντιμετώπιση του πόνου. Η χρήση φαρμακευτικής κάνναβης δεν επιτρέπεται εντούτοις στη Ρωσία.

Ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε πλείονες αιτήσεις ασύλου στις Κάτω Χώρες, η τελευταία από τις οποίες απορρίφθηκε το 2020, στη συνέχεια δε άσκησε προσφυγή ενώπιον του rechtbank Den Haag (πρωτοδικείου Χάγης) κατά της  απόφασης επιστροφής που εκδόθηκε εις βάρος του. Υποστηρίζει ότι πρέπει να του χορηγηθεί άδεια διαμονής ή, τουλάχιστον, να αναβληθεί η απομάκρυνσή του, διότι η θεραπευτική αγωγή με χρήση φαρμακευτικής κάνναβης, η οποία του χορηγείται στις Κάτω Χώρες, είναι τόσο σημαντική για αυτόν, ώστε εάν διακοπεί δεν θα είναι πλέον σε θέση να ζήσει αξιοπρεπώς.

Το πρωτοδικείο Χάγης αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα προκειμένου να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν το δίκαιο της Ένωσης 1 αποκλείει την έκδοση απόφασης επιστροφής ή τη λήψη μέτρου απομάκρυνσης σε μια τέτοια περίπτωση.

Το σκεπτικό του Δικαστηρίου της Ευρωπαικής Ένωσης

Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, υπό το φως της νομολογίας του και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να εκδώσει απόφαση επιστροφής ή να προβεί στην απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει παρανόμως στο κράτος μέλος αυτό και πάσχει από σοβαρή ασθένεια, εφόσον υφίστανται σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι να θεωρηθεί ότι η επιστροφή του ενδιαφερομένου θα τον εξέθετε, λόγω της μη διαθεσιμότητας της κατάλληλης περίθαλψης στη χώρα προορισμού, σε πραγματικό κίνδυνο ταχείας, σημαντικής και μη αναστρέψιμης επιδείνωσης του πόνου που προκαλείται από την ασθένειά του.

Η προαναφερθείσα προϋπόθεση συντρέχει ιδίως όταν αποδεικνύεται ότι, στη χώρα προορισμού, δεν είναι δυνατόν να του χορηγηθεί νομίμως η μόνη αποτελεσματική αναλγητική αγωγή και ότι η έλλειψη τέτοιας αγωγής θα τον εξέθετε σε πόνο τέτοιας έντασης που θα προσέβαλλε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, δεδομένου ότι θα μπορούσε να του προκαλέσει σοβαρές και μη αναστρέψιμες ψυχικές βλάβες ή ακόμη και να τον οδηγήσει στην αυτοκτονία.

Όσον αφορά το κριτήριο της ταχείας επιδείνωσης, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης εθνική ρύθμιση η οποία, προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ταχεία η επιδείνωση του πόνου του υπηκόου τρίτης χώρας σε περίπτωση επιστροφής του, θέτει ως απαίτηση να πιθανολογείται ότι η επιδείνωση αυτή θα εκδηλωθεί εντός προθεσμίας καθοριζόμενης εκ των προτέρων με απόλυτο τρόπο στο δίκαιο του οικείου κράτους μέλους. Αν τα κράτη μέλη καθορίζουν προθεσμία, αυτή πρέπει να είναι αμιγώς ενδεικτική και δεν απαλλάσσει την αρμόδια εθνική αρχή από την υποχρέωση συγκεκριμένης εξέτασης της κατάστασης του ενδιαφερομένου.

Όσον αφορά τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής του ενδιαφερομένου, κατά την έννοια του άρθρου 7 του Χάρτη, στοιχείο της οποίας αποτελεί η χορήγηση θεραπευτικής αγωγής σε υπήκοο τρίτης χώρας, ακόμη και παρανόμως διαμένοντα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρμόδια εθνική αρχή μπορεί να εκδώσει απόφαση επιστροφής ή να προβεί στην απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας μόνον αφού έχει λάβει υπόψη την κατάσταση της υγείας του.

Εντούτοις, το γεγονός ότι, σε περίπτωση επιστροφής, δεν θα μπορεί πλέον να χορηγηθεί στον ενδιαφερόμενο η ίδια αγωγή με εκείνη που του χορηγείται στο κράτος μέλος όπου διαμένει παρανόμως και ότι, εξ αυτού του λόγου, ενδέχεται να επηρεαστεί, μεταξύ άλλων, η ανάπτυξη των κοινωνικών του σχέσεων στη χώρα προορισμού, δεν μπορεί από μόνο του να αποκλείσει την έκδοση απόφασης επιστροφής ή τη λήψη μέτρου απομάκρυνσης εις βάρος του, σε περίπτωση που η έλλειψη της συγκεκριμένης αγωγής, στη χώρα προορισμού, δεν τον εκθέτει σε πραγματικό κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης.

Τι είναι η διαδικασία προδικαστικής παραπομπής;

Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.