τελευταια νεα
Tag

ΔΙΑΚΟΠΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΑΣΥΛΟΥ

Browsing

Νεότερο νομοθετικό καθεστώς που προβλέπει επί σιωπηρής ανάκλησης την έκδοση απόφασης επί της ουσίας και όχι διακοπή εξέτασης του αιτήματος ασύλου και θέση στο αρχείο. Εκκρεμείς προσφυγές ενώπιον Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών. Κρίσιμο καθεστώς είναι το ισχύον κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης επί της προσφυγής. Αντίθετη μειοψηφία σύμφωνα με την οποία κρίσιμο εν προκειμένω καθεστώς είναι αυτό ισχύει κατά το χρόνο συζήτησης της προσφυγής.

5. Επειδή, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η νομιμότητα της διοικητικής πράξης, εφόσον δεν ορίζεται ή δεν συνάγεται άλλο από το νόμο, κρίνεται σύμφωνα με το νομοθετικό καθεστώς, που ισχύει κατά το χρόνο της έκδοσής της. Σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, η γενική αυτή αρχή εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις των αιτημάτων διεθνούς προστασίας, υπό την έννοια ότι κρίσιμο νομοθετικό καθεστώς είναι, κατ’ αρχήν, το ισχύον κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης επί ενδικοφανούς προσφυγής κατά απόφασης απορριπτικής αιτήματος διεθνούς προστασίας σε πρώτο βαθμό, όταν ακόμη θεσπίζεται μεταβολή των όρων και προϋποθέσεων χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας μεταξύ του χρόνου υποβολής της σχετικής αίτησης  και του χρόνου έκδοσης της απόφασης του πρώτου βαθμού επί της αιτήσεως αυτής, καθώς και μεταξύ του χρόνου άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής κατά της απορριπτικής απόφασης επί του αιτήματος διεθνούς προστασίας πρώτου βαθμού και του χρόνου έκδοσης της απόφασης επ’ αυτής (πρβλ. ΣτΕ 279, 280/2017, 941/2016, 3563/2008, 1/2006 7μ., 1981/2005 Ολομ., 2502/2004 7μ.). Ωστόσο, η Πρόεδρος του Τμήματος […], η οποία μειοψήφησε, διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Η ως άνω γενική αρχή του διοικητικού δικαίου δεν μπορεί να εφαρμοστεί στις περιπτώσεις των αποφάσεων των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών του ν. 4375/2016 (ΦΕΚ Α΄ 51) που αποφαίνονται επί των αιτημάτων διεθνούς προστασίας, όπου κρίσιμο είναι το νομοθετικό καθεστώς το οποίο ισχύει κατά το χρόνο συζήτησης της ενδικοφανούς προσφυγής από τις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, δεδομένου ότι διαφορετική ερμηνεία θα κατέληγε στην έκδοση ενδεχομένως αντιφατικών αποφάσεων επί ενδικοφανών προσφυγών, οι οποίες συζητήθηκαν την ίδια ημέρα, οι αποφάσεις όμως επ’ αυτών εκδόθηκαν σε χρονικό σημείο κατά το οποίο ίσχυε διαφορετικό νομοθετικό καθεστώς. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι σε κάθε περίπτωση η προαναφερόμενη γενική αρχή εφαρμόζεται εφόσον δεν ορίζεται ή δεν συνάγεται άλλο από τον νόμο, εν προκειμένω δε κάμψη της αρχής αυτής θεσπίστηκε με την μεταβατική διάταξη του άρθρου 117 του ν.4636/2019, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 29 του ν.4686/2020, η οποία ρητά ορίζει ότι οι διατάξεις του ν.4636/2019 καταλαμβάνουν από την έναρξη ισχύος του όλες τις εκκρεμείς, ενώπιον της Αρχής Προσφυγών, προσφυγές που εξετάζονται από τις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, από 1ης.1.2020 ( Άρθρο 29 Τροποποίηση του άρθρου 117 του ν. 4636/2019 Στο άρθρο 117 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) προστίθεται παράγραφος 6, ως εξής: «6. Οι ρυθμίσεις του παρόντος νόμου καταλαμβάνουν από την έναρξη ισχύος του: α) όλες τις εκκρεμείς αιτήσεις διεθνούς προστασίας, β) όλες τις εκκρεμείς, ενώπιον της Αρχής Προσφυγών, προσφυγές που εξετάζονται από τις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, από 1ης.1.2020 και μετά. Κατ’ εξαίρεση: α) η παράγραφος 8 του άρθρου 70, καταλαμβάνει όλες τις εκκρεμείς προσφυγές επί των οποίων δεν έχει δημοσιευθεί απόφαση, β) η περίπτωση ε΄ του άρθρου 93 εφαρμόζεται σε όσες προσφυγές έχουν ασκηθεί από 1ης.1.2020 και μετά). Ερμηνευτικό εξ αντιδιαστολής επιχείρημα υπέρ της άποψης αυτής αντλείται εξάλλου από την προαναφερθείσα διάταξη της παραγράφου 6 εδ.γ΄ του άρθρου 29 του ν.4686/2020, όπου ρητά ορίζεται ως κρίσιμο χρονικό σημείο για την έναρξη ισχύος της παρ.8 του άρθρου 70 ο χρόνος δημοσίευσης της απόφασης της Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών. […]

8. Επειδή, σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο,  με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις προμνησθείσες διατάξεις, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη: α) ότι οι διατάξεις του άρθρου 81 του ν. 4636/2019, με τις οποίες αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 47 παρ. 2 του ν. 4375/2016, τέθηκαν σε ισχύ από 1.1.2020, σύμφωνα με το άρθρο 125 του ν. 4636/2019, β) ότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην πέμπτη σκέψη της παρούσας, κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης (30.1.2020), εφαρμοστέο ήταν το καθεστώς του ν. 4636/2019, υπό την ισχύ του οποίου δεν προβλέπεται, πλέον, διαδικασία διακοπής εξέτασης αιτήματος για χορήγηση διεθνούς προστασίας, λόγω σιωπηρής ανάκλησης, αλλά ορίζεται, στο άρθρο 81 του ως άνω νόμου, ότι όταν υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του, οι αρμόδιες αρχές αποφαίνονται επί της ουσίας, κατόπιν επαρκούς εξέτασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ίδιου νόμου, με βάση τα διαθέσιμα στην υπηρεσία στοιχεία, και γ) ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε στις 30.1.2020, διακόπηκε η εξέταση του ένδικου αιτήματος χορήγησης διεθνούς προστασίας, λόγω σιωπηρής ανάκλησης της οικείας αίτησης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 47 παρ. 2 του ν. 4375/2016, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση νόμου και πρέπει, για το λόγο αυτό, να ακυρωθεί, κατ’ αποδοχή του σχετικού λόγου, ενώ παρέλκει, ως αλυσιτελής, η εξέταση των λοιπών προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης. Κατόπιν τούτου, πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση, η οποία, εφόσον κρίνει ότι υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του, θα  εφαρμόσει τις σχετικές διατάξεις του ν. 4636/2019. Ωστόσο, η Πρόεδρος του Τμήματος, η οποία μειοψήφησε, διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο εξέτασης της ενδικοφανούς προσφυγής του αιτούντος (10.12.2019) εξακολουθούσε να ισχύει ο ν. 4375/2016 [δεδομένου ότι το άρθρο 47 αυτού καταργήθηκε από 1-1-2020, σύμφωνα με τα άρθρα 117 παρ. 6 – όπως η παρ. αυτή προστέθηκε με το 29 του ν.4686/2020 (Α΄ 96/12-5-2020), 119 και 125 του ν.4636/2019 (Α΄169) ], και, επομένως, η Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών ορθώς εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 47 παρ.2, αφού έκρινε ότι υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του, διέκοψε την εξέταση της αίτησης και έθεσε την υπόθεση στο αρχείο, δυνάμενου του αιτούντος, σε κάθε περίπτωση, να ζητήσει, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ως άνω άρθρου 47, τη συνέχιση της διαδικασίας εξέτασης ή να υποβάλει νέα αίτηση. Εξάλλου, οι με αριθμούς 941/2016, 3563/2008, 1/2006 7μ., 1981/2005 Ολομ. και 2502/2004 7μ. αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, τις οποίες επικαλείται η άποψη που επικράτησε, έχουν ως αντικείμενο τον έλεγχο πράξεων ή παραλείψεων διοικητικών οργάνων και όχι δευτεροβάθμιων Επιτροπών μετά την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής (οι ΣτΕ  941/2016, 3563/2008 και 1981/2005 Ολομ. αφορούν πολεοδομικές υποθέσεις κατ’ εφαρμογήν της νομοθεσίας σχετικά με την έκδοση οικοδομικών αδειών και την άρνηση ανακλήσεως συντελεσμένης απαλλοτριώσεως, η ΣτΕ 1/2006 αφορά απόρριψη από τον Υπουργό της Δικαιοσύνης αιτήματος περί χορηγήσεως σε δικαστικό λειτουργό ειδικής εννεάμηνης άδειας με αποδοχές για ανατροφή τέκνου και η ΣτΕ 2502/2004 έχει εκδοθεί επί αιτήσεως ακύρωσης κατά αποφάσεως του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας). Περαιτέρω, οι 279 και 280/2017 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αφορούν το δικαστικό έλεγχο αποφάσεων Δευτεροβάθμιων Επιτροπών του άρθρου 10 του ν. 2643/1998  «Μέριμνα για την απασχόληση προσώπων ειδικών κατηγοριών και άλλες διατάξεις» (Α΄ 220), ήτοι αντικειμένου που δεν σχετίζεται με την υπό κρίση υπόθεση, που αφορά αίτηση ακύρωσης κατά απόφασης  Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 4375/2016, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 86 παρ. 1 του ν. 4399/2016. Και τούτο, διότι οι ως άνω επιτροπές προσφυγών, οι οποίες είναι αρμόδιες για την εκδίκαση ενδικοφανών προσφυγών των αιτούντων διεθνή προστασία, ώστε να ελέγχονται κατά νόμον και κατ’ ουσίαν οι απορριπτικές σε πρώτο βαθμό αποφάσεις, χαρακτηρίζονται στην αιτιολογική έκθεση του άρθρου 86 του ν. 4399/2016, ως «οιονεί δικαιοδοτικά όργανα», έχει δε κριθεί ότι δεν αποτελούν μεν δικαστήρια, κατά την έννοια του Συντάγματος, συνιστούν όμως επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα κατά την έννοια της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 89 παρ. 2 (ΣτΕ 1237, 1238/2017 Ολομ. και 2347, 2348/2017 Ολομ.). Επομένως, η προσβαλλόμενη πράξη παρίσταται νόμιμη και η ένδικη αίτηση πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω, ως προς τους λοιπούς λόγους ακύρωσης. […]

Δέχεται την αίτηση.

Ακυρώνει την 25443/2019/30.1.2020 απόφασης της 9ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών.

Αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση, κατά το σκεπτικό.

4. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως, η οποία κατατέθηκε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, εισήχθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με τη διαδικασία της «πιλοτικής» δίκης, μετά την αποδοχή σχετικής αίτησης του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51), με την υπ’ αριθμ. 12/2020 πράξη της αρμόδιας Τριμελούς Επιτροπής, προκειμένου να επιλυθεί το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα αν, κατά την έννοια των διατάξεων των παρ. 1 και 4 του άρθρου 81 του ν. 4636/2019, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 13 του ν. 4686/2020, με τις οποίες ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη το άρθρο 28 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, στην περίπτωση διακοπής της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας λόγω σιωπηρής ανάκλησης αυτής οφειλόμενης στη μη τήρηση των υποχρεώσεων του αιτούντος, είναι ή όχι δυνατή η εκτέλεση της απόφασης επιστροφής αυτού στη χώρα του εντός της προθεσμίας των εννέα (9) μηνών που προβλέπεται για την υποβολή αίτησης συνέχισης εξέτασης της αρχικής αίτησης ή υποβολής νέας. Η προαναφερόμενη πράξη της Επιτροπής δημοσιεύθηκε προσηκόντως σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών («…..» και «……» στα φύλλα της 27ης.7.2020), κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010. […]

22. Επειδή, το άρθρο 28 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το προπαρατεθέν (σκέψεις 17 και 18) άρθρο 81 του ν. 4636/2019. Το άρθρο αυτό, όπως εν συνεχεία τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του ν. 4686/2020, προβλέπει, στην παράγραφο 1, ότι, όταν υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας η αποφαινόμενη αρχή είτε εξετάζει την αίτηση επαρκώς επί της ουσίας, με βάση τα διαθέσιμα στην υπηρεσία στοιχεία, και την απορρίπτει ως αβάσιμη είτε, εφόσον δεν είναι δυνατή η επαρκής εξέταση της αίτησης με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, σταματά την εξέταση της αίτησης και εκδίδει απόφαση διακοπής, με την οποία διατάσσεται και η επιστροφή του αιτούντος (κατά τα οριζόμενα δε στο άρθρο 82 παρ. 3 του ιδίου νόμου, η απόφαση διακοπής και επιστροφής κοινοποιείται στον αιτούντα μαζί με συνοδευτικό έντυπο σε γλώσσα που κατανοεί ή ευλόγως θεωρείται ότι κατανοεί, με το οποίο του εξηγείται με τρόπο απλό και προσιτό το περιεχόμενο του εγγράφου που επιδόθηκε, οι συνέπειές του για τον ίδιο και οι ενέργειες, στις οποίες δύναται να προβεί). Στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου 81 απαριθμούνται οι ενέργειες και οι παραλείψεις του αιτούντος που τυποποιούνται, κατά το εθνικό δίκαιο, ως λόγοι σιωπηρής ανάκλησης του αιτήματος παροχής διεθνούς προστασίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται (περίπτωση στ?) και η μη εμφάνιση για την ανανέωση του «δελτίου αιτούντος διεθνή προστασία» (η χορήγηση του δελτίου αυτού, το οποίο οι αιτούντες προμηθεύονται ατελώς από την αρμόδια Αρχή αμέσως μετά την οριστική καταγραφή της αίτησής τους, φέρει την φωτογραφία του αιτούντος, αποτελεί προσωρινό τίτλο που επιτρέπει την παραμονή του στην Ελληνική Επικράτεια, χωρίς να θεμελιώνει δικαίωμα για έκδοση άδειας διαμονής, διασφαλίζει την απόλαυση των δικαιωμάτων του αιτούντος όπου αυτά προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις, και εξασφαλίζει τις απαραίτητες συναλλαγές κατά τον χρόνο ισχύος του· το δελτίο έχει διάρκεια ισχύος έξι μηνών και ανανεώνεται έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας). Με την παράγραφο 4 του άρθρου 81 του ν. 4636/2019 (άρθρο 13 παρ. 3 ν. 4686/2020) δίδεται στον αιτούντα, του οποίου η εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας έχει διακοπεί, λόγω μη τήρησης των κατά νόμο υποχρεώσεών του (μεταξύ των οποίων η μη ανανέωση του δελτίου αιτούντος διεθνή προστασία), το δικαίωμα, μόνο μία φορά και εντός προθεσμίας εννέα μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης διακοπής, να ζητήσει από την αρχή που την εξέδωσε, την συνέχιση της διαδικασίας εξέτασης της υπόθεσής του ή να υποβάλει νέα αίτηση, η οποία δεν λογίζεται ως μεταγενέστερη αίτηση του άρθρου 89 του νόμου αυτού. Ορίζεται δε ότι μέχρι την τελεσίδικη κρίση της ως άνω αίτησης, ο αιτών δεν απελαύνεται από την χώρα ούτε εκτελείται απόφαση επιστροφής.

23. Επειδή, […], στην περίπτωση που διαπιστώνεται σιωπηρή ανάκληση αιτήματος παροχής διεθνούς προστασίας και δεν είναι δυνατή, λόγω ελλείψεως επαρκών στοιχείων, η επί της ουσίας εξέταση του αιτήματος τούτου, εκδίδεται πράξη διακοπής της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματος στην οποία σωρεύεται και πράξη επιστροφής κατά τις διατάξεις του νόμου, με τον οποίο μεταφέρθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη οι ρυθμίσεις της οδηγίας 2008/115/ΕΚ. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η εν λόγω πράξη επιστροφής παράγει όλες τις έννομες συνέπειές της από την έκδοση και κοινοποίησή της στον αιτούντα και μπορεί, συνεπώς, να εκτελεσθεί υπό τις προϋποθέσεις του νόμου, εφόσον με την διακοπή της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματος παροχής διεθνούς προστασίας έπαυσε να ισχύει το δικαίωμα προσωρινής παραμονής του αιτούντος στην χώρα. Δεν είναι, όμως, επιτρεπτή η εκτέλεση της πράξης επιστροφής εάν ο αιτών ασκήσει εντός εννέα μηνών το δικαίωμά του να ζητήσει την επανεξέταση της υπόθεσής του ή υποβάλει αίτημα παροχής διεθνούς προστασίας που στηρίζεται σε νέα στοιχεία, οπότε και αναβιώνει, σύμφωνα με τα αναφερθέντα, το κατά το άρθρο 9 παρ. 1 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ δικαίωμα παραμονής του στην χώρα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η επιστροφή είναι δυνατή μόνο μετά τη λήξη της διαδικασίας που κινήθηκε με την άσκηση του δικαιώματος επανεξέτασης ή την υποβολή νέας αίτησης εμπροθέσμως. Με την έννοια αυτή, η επίμαχη ρύθμιση του εθνικού δικαίου είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του παραγώγου ενωσιακού δικαίου, που μνημονεύονται σε προηγούμενες σκέψεις, ήτοι των οδηγιών 2013/32/ΕΕ και 2008/115/ΕΚ, καθώς επίσης και με την αρχή της μη επαναπροώθησης, για την οποία θα γίνει ειδικότερα λόγος στην επόμενη σκέψη. Τυχόν αντίθετη εκδοχή, κατά την έννοια της οποίας η επιστροφή του αιτούντος είναι δυνατή μόνον μετά την πάροδο εννέα μηνών από την επίδοση της απόφασης διακοπής της εξέτασης του αιτήματος – και υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει ασκηθεί εν τω μεταξύ το δικαίωμα υποβολής αίτησης επανεξέτασης ή νέου αιτήματος – όχι μόνο δεν ευρίσκει έρεισμα στις ανωτέρω οδηγίες αλλά αντίκειται και στην γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, κατά την οποία η αναστολή της εκτέλεσης διοικητικής πράξης είναι επιτρεπτή μόνον εφόσον ρητώς προβλέπεται (άρθρο 52 παρ. 1 π.δ/τος 18/1989, Α΄ 8) ή πάντως προκύπτει σαφώς από διάταξη νόμου (ΣτΕ Ολομ. 2343/1952), περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Μειοψήφησε η Σύμβουλος Ι.Α., η οποία διατύπωσε την γνώμη ότι η άμεση εκτέλεση της απόφασης επιστροφής υπηκόου τρίτης χώρας του οποίου η αίτηση διεθνούς προστασίας θεωρήθηκε σιωπηρώς ανακληθείσα και η εξέταση του αιτήματός του διεκόπη, οδηγεί σε ανεπίτρεπτο έμμεσο περιορισμό του απονεμόμενου από το ενωσιακό δίκαιο (άρθρο 28 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ) δικαιώματός του να επανέλθει εντός συγκεκριμένης ελάχιστης προθεσμίας, ζητώντας την επανεξέταση της υπόθεσής του, καθώς αναιρεί επί της ουσίας το τεθέν από τον ενωσιακό νομοθέτη ελάχιστο χρονικό αυτό όριο, εξαναγκάζοντας τον αιτούντα να προβεί στις αναγκαίες για τη συνέχιση της εξέτασής του ενέργειες εντός σημαντικά στενότερου χρονικού πλαισίου. Κατά συνέπεια, η εκτέλεση της απόφασης επιστροφής δεν δύναται να λάβει χώρα πριν την παρέλευση της προθεσμίας των εννέα (9) μηνών, εντός της οποίας υφίσταται η δυνατότητα υποβολής αίτησης συνέχισης ή νέας αίτησης, όπως δέχθηκε και η προσβαλλόμενη απόφαση.

24. Επειδή, ειδικότερα ως προς την αρχή της μη επαναπροώθησης, η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 81 του ν. 4636/2019, όπως ισχύουν, οι οποίες σκοπό έχουν την αντιμετώπιση περιπτώσεων ατόμων που παρουσιάζουν καταχρηστικές συμπεριφορές, δεν σημαίνει ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών, των οποίων η αίτηση για διεθνή προστασία έχει θεωρηθεί ανακληθείσα και για τους οποίους έχει εκδοθεί απόφαση διακοπής της εξέτασης της εν λόγω αίτησης και επιστροφής, με συνέπεια ως προς αυτούς να υπάρχει υποχρέωση απομάκρυνσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2008/115/ΕΚ, διότι μένουν παράτυπα στην χώρα, απομακρύνονται κατά παράβαση της ανωτέρω αρχής και ότι δεν τηρείται η υποχρέωση προστασίας των δικαιωμάτων τους. Αντιθέτως, εφόσον τα πρόσωπα αυτά χρήζουν πραγματικά διεθνούς προστασίας ή συντρέχουν στο πρόσωπό τους οι προϋποθέσεις της αρχής της μη επαναπροώθησης (βάσιμος φόβος ότι διατρέχουν κίνδυνο να υποβληθούν σε δίωξη, σοβαρή βλάβη, βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή ποινή ή απαξιωτική συμπεριφορά), έχουν τη δυνατότητα να επικαλεστούν τα δικαιώματά τους και να τύχουν απόλυτα της προστασίας της αρχής αυτής. Συγκεκριμένα, στην παράγραφο 3 του άρθρου 68 του ν. 4636/2019 ορίζεται ρητά ότι, όπου σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού παύει η ισχύς του δικαιώματος παραμονής του αιτούντος στη χώρα, εξετάζεται η τυχόν συνδρομή των όρων της αρχής της μη επαναπροώθησης και, στην περίπτωση που συντρέχουν οι όροι αυτής, χορηγείται σ’ αυτόν βεβαίωση περί μη απομάκρυνσης για ανθρωπιστικούς λόγους, η οποία ισοδυναμεί με βεβαίωση αναβολής απομάκρυνσης του άρθρου 24 του ν. 3907/2011. Εξάλλου, ναι μεν η ταυτόχρονη έκδοση πράξης διακοπής εξέτασης του αιτήματος παροχής διεθνούς προστασίας και απόφασης επιστροφής είναι επιτρεπτή, η εκτέλεση, όμως, της δεύτερης γίνεται εντός του πλαισίου των διαδικαστικών και ουσιαστικών εγγυήσεων της οδηγίας 2008/115/ΕΚ, η οποία έχει μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 3907/2011 (σκέψη 20), που εξασφαλίζουν τη δίκαιη μεταχείριση εκείνου που έχει πραγματικά ανάγκη διεθνούς προστασίας. Επομένως, ο υπήκοος τρίτης χώρας, σε περίπτωση που έχει εκδοθεί από την Ανεξάρτητη Αρχή Προσφυγών απόφαση αφενός περί διακοπής της εξέτασης της αίτησής του για παροχή διεθνούς προστασίας, λόγω ανάκλησης αυτής, και αφετέρου περί επιστροφής του, δύναται, αφενός μεν, να υποβάλει, κατά τα προεκτεθέντα, αίτηση επανεξέτασης του αιτήματός του ή νέα αίτηση (εντός της εννεάμηνης προθεσμίας) για διεθνή προστασία, οπότε δεν εκτελείται η απόφαση περί επιστροφής, αφετέρου δε, να υποβάλει οποτεδήποτε, πριν να εκτελεσθεί η απόφαση περί επιστροφής, αίτημα για να εξεταστεί εάν συντρέχουν στην περίπτωσή του οι όροι της αρχής της μη επαναπροώθησης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η ενεργοποίηση των ως άνω δικαιωμάτων προϋποθέτει την υποβολή αίτησης εκ μέρους του ενδιαφερομένου. […]

27. Επειδή, ενόψει των εκτεθέντων στις σκέψεις 21-24, ως προς το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα, για το οποίο εισήχθη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας η κρινόμενη αίτηση, προσήκει η απάντηση ότι, κατά την έννοια των παρ. 1 και 4 του άρθρου 81 του ν. 4636/2019, όπως τούτο ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 13 του ν. 4686/2020, στην περίπτωση που διαπιστώνεται σιωπηρή ανάκληση αιτήματος αλλοδαπού περί παροχής διεθνούς προστασίας και εκδίδεται πράξη διακοπής της διαδικασίας εξέτασης αυτού, στην οποία σωρεύεται και απόφαση περί επιστροφής του αλλοδαπού, η τελευταία αυτή παράγει όλες τις έννομες συνέπειές της από την έκδοση και κοινοποίησή της στον ενδιαφερόμενο και, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα έχει αυτός εν τω μεταξύ υποβάλει αίτηση επανεξέτασης του αιτήματός του περί παροχής διεθνούς προστασίας ή νέα αίτηση, μπορεί να εκτελεσθεί και πριν από την πάροδο εννέα μηνών από την κοινοποίησή της, εφόσον με την διακοπή της εξέτασης του αιτήματος περί παροχής διεθνούς προστασίας παύει να ισχύει το δικαίωμα προσωρινής παραμονής του αλλοδαπού στη χώρα. Με την έννοια δε αυτή η επίμαχη ρύθμιση του εθνικού δικαίου είναι σύμφωνη με τις διατάξεις των οδηγιών 2013/32/ΕΕ και 2008/115/ΕΚ, καθώς και με την αρχή της μη επαναπροώθησης. […]

Επιλύει το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα, για το οποίο εισήχθη η αίτηση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 27 του σκεπτικού.

Κρατεί την υπόθεση, δικάζει και δέχεται την αίτηση.

Ακυρώνει την υπ’ αριθμ. …./2.6.2020 απόφαση της 3ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών (υπό μονομελή σύνθεση), κατά το μέρος που διατάσσει την επιστροφή της αιτούσας (και των τέκνων της) «μόνο μετά την πάροδο εννέα (9) μηνών από την επίδοση» της εν λόγω απόφασης.