10. […] Η είσοδος στη Χώρα αλλοδαπών/υπηκόων τρίτης χώρας και η περαιτέρω διαμονή τους –η οποία μπορεί να είναι και μακρά– δεν είναι ελεύθερη ούτε ανεξέλεγκτη, αλλά διέπεται από κανονιστικό καθεστώς (του ν. 3386/2005) που επιβάλλει σ` αυτούς την υποχρέωση εφοδιασμού τους με διαβατήριο/ταξιδιωτικό έγγραφο, θεώρηση εισόδου και άδεια διαμονής για συγκεκριμένο σκοπό (για εργασία, ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα, σπουδές ή άλλο νόμιμο σκοπό) και καθιδρύει δεσμία αρμοδιότητα των αστυνομικών οργάνων για την έκδοση πράξεως απελάσεως (βλ. Σ.τ.Ε. 1248/2015. Επίσης, βλ. Σ.τ.Ε. 5208/1995 υπό το προγενέστερο καθεστώς του ν. 1975/1991, Α΄ 184) σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, που ο αλλοδαπός έχει παραβιάσει τις σχετικές διατάξεις, μετά δε την έναρξη ισχύος του ν. 3907/2011 πράξεως επιστροφής για τους παρανόμως διαμένοντες (κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη). Οι ρυθμίσεις των διατάξεων του ν. 3386/2005 αποσκοπούν όχι μόνον στην προστασία του γενικού (δημόσιου) συμφέροντος (της διασφαλίσεως της δημόσιας τάξεως, ασφάλειας, κοινωνικής ειρήνης, δημόσιας υγείας), αλλά και στην προστασία του συμφέροντος των ιδιωτών με την αποτροπή της προσβολής των συνταγματικώς προστατευόμενων έννομων αγαθών (της ζωής, της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας, της τιμής, της υπολήψεως, της προσωπικής ελευθερίας, της γενετήσιας ελευθερίας, της περιουσίας, της ιδιοκτησίας τους) από τη συμπεριφορά των παρανόμως εισελθόντων, διαμενόντων και εργαζόμενων στη Χώρα αλλοδαπών. Επίσης, αποσκοπούν και στην προστασία του συμφέροντος των προσώπων αυτών, τα οποία, όπως επισημαίνεται στην οικεία αιτιολογική έκθεση, «παραμένουν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής ορισμένες μάλιστα φορές σε συνθήκες κατώτερες του ελαχίστου που υπαγορεύει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, με αποτέλεσμα να εξωθούνται μοιραία σε ποικίλες μορφές παραβατικότητας, τροφοδοτώντας έτσι ακούσια, κατά καιρούς, τάσεις επιφυλακτικότητας εκ μέρους του ημεδαπού πληθυσμού». Άλλωστε, όσο τα αστυνομικά όργανα παραβιάζουν τις υποχρεώσεις τους και δεν εκδίδουν κατ’ ενάσκηση της δεσμίας αρμοδιότητάς τους πράξη απελάσεως ή μετά τις 26.1.2011 πράξη επιστροφής για τους παρανόμως διαμένοντες, δημιουργείται η βεβαιότητα σε όποιον αλλοδαπό εισήλθε λάθρα, διαμένει παρανόμως στη Χώρα και επιθυμεί να συμπεριφερθεί παρανόμως και να προσβάλει κάποιο έννομο αγαθό ότι ποτέ δεν θα τιμωρηθεί. Και τούτο, διότι η ταυτότητά του δεν είναι γνωστή στις ελληνικές αρχές ούτε έχουν ληφθεί τα δακτυλικά αποτυπώματά του (αφού δεν συνελήφθη ούτε κατά την παράνομη είσοδό του στη Χώρα ούτε κατά τη διάρκεια της παράνομης διαμονής του). Ενόψει των επιδιωκόμενων ως άνω προστατευτικών σκοπών των ρυθμίσεων του ν. 3386/2005, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε περίπτωση παρανόμως εισελθόντος στη Χώρα αλλοδαπού που επί μακρόν διαμένει και εργάζεται παρανόμως σε περιορισμένο κατ’ έκταση τόπο (λ.χ. νησί), η παράλειψη των αστυνομικών οργάνων να άρουν την παράνομη κατάσταση που προκλήθηκε από την παράνομη είσοδο και παραμονή του επί μακρόν στη Χώρα, μη εκδίδοντας, ενώ έχουν υποχρέωση και μπορούν, πράξη απελάσεως κατά παράβαση του άρθρου 76 παρ. 1 περ. β΄ του ν. 3386/2005 ή μετά τις 26.1.2011 πράξη επιστροφής κατά παράβαση του άρθρου 21 παρ. 1 εδ. τρίτο του ν. 3907/2011, μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικώς και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος επιζήμιου αποτελέσματος (εγκλήματος). Συνεπώς, υπάρχει γενικώς και αφηρημένως αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης αυτής παραλείψεως των οργάνων του Δημοσίου και της ζημίας (λ.χ. βλάβης του σώματος ή της υγείας ή θανατώσεως) τρίτου προσώπου, η οποία προκαλείται όταν ο παρανόμως εισελθών και διαμένων στην Ελλάδα υπήκοος τρίτης χώρας προσβάλει απολύτως προστατευόμενο έννομο αγαθό (πρβ. Σ.τ.Ε. 1964-1966/2021 7μ., 442/2012, 1364, 1677/2008, 4067/2005 7μ., 28/2000 κ.ά. σε περιπτώσεις παραλείψεων των αστυνομικών οργάνων να λάβουν τα αναγκαία, κατάλληλα και πρόσφορα μέτρα για την αποτροπή ζημιών εις βάρος φυσικών ή νομικών προσώπων κατά τη διάρκεια βίαιων επεισοδίων στο πλαίσιο μαζικής κινητοποιήσεως πολιτών ή διαδηλώσεων ή εξαιτίας τρομοκρατικών ενεργειών). […]
11. Επειδή, […] με την από 18.10.2017 αγωγή που άσκησε -από κοινού με τη μητέρα και την αδελφή της- η αναιρεσείουσα, εκπροσωπηθείσα νομίμως από την ως άνω δικαστική συμπαραστάτριά της (μητέρα της), ζήτησε, κατ’ επίκληση του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου να της καταβάλει τα προαναφερθέντα ποσά. Με την αγωγή αυτή ισχυρίσθηκε, προσκομίζοντας σχετικά αποδεικτικά μέσα (των οποίων γίνεται επίκληση στο δικόγραφο της αγωγής και στα πρωτοδίκως κατατεθέντα υπομνήματα), ότι ο ανωτέρω υπήκοος της ….. εισήλθε παρανόμως στη Ελλάδα από τα σύνορα του Έβρου του 2010. Περαιτέρω, προέβαλε ότι: (α) Η Ελληνική Αστυνομία όφειλε να είχε λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των συνόρων και ειδικότερα την πρόληψη και την αποτροπή της παράνομης εισόδου του δράστη, (β) όφειλε να τον είχε συλλάβει κατά την είσοδό του στη Χώρα, να τον είχε παραπέμψει στη δικαιοσύνη ή να τον είχε επαναπροωθήσει στη χώρα προελεύσεως ή καταγωγής του, (γ) όφειλε να είχε λάβει τα απαραίτητα μέτρα και να είχε διενεργήσει τους απαιτούμενους ελέγχους, προκειμένου να αποτραπεί και να εντοπισθεί η παράνομη παραμονή και εργασία του στη Χώρα, αλλά και να είχε κινήσει τις διαδικασίες που απαιτούνται από τον νόμο προκειμένου να πραγματοποιηθεί η διοικητική απέλασή του κατά τα άρθρα 44 του ν. 2910/2001 και 76 του ν. 3386/2005, αφού με την παράνομη είσοδο και παραμονή του στη Χώρα παραβιάσθηκαν οι διατάξεις του νόμου περί αλλοδαπών, (δ) η Ελληνική Αστυνομία παρέλειψε, ενώ όφειλε, να προβεί σε όλες τις ανωτέρω ενέργειες, με αποτέλεσμα ο ……… να κυκλοφορεί παρανόμως στη Χώρα, χωρίς να έχει γίνει έλεγχος των στοιχείων του, χωρίς να έχει καταγραφεί η είσοδός του και χωρίς να γίνουν οι απαιτούμενες ενέργειες για την επαναπροώθηση ή την απέλασή του και (ε) μεταξύ των ανωτέρω παράνομων πράξεων και παραλείψεων των οργάνων του Δημοσίου και της ζημίας της υφίσταται αιτιώδης συνάφεια και, ειδικότερα, εάν είχαν ληφθεί τα αναγκαία μέτρα από την Ελληνική Αστυνομία τόσο για την αποτροπή εισόδου στη Χώρα του ……..(αφού εισήλθε παρανόμως, χωρίς τις απαιτούμενες από τον νόμο διατυπώσεις) όσο και για τη σύλληψη και απέλασή του λόγω παράνομης παραμονής στη Χώρα (βρισκόταν στη Χώρα για 2 χρόνια, κυκλοφορούσε κανονικά χωρίς να κρύβεται και εργαζόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα στο νησί της Πάρου), ο ……. δεν θα βρισκόταν στη Χώρα και συνεπώς δεν θα συνέβαινε το γεγονός του βιασμού της από τον δράστη, αλλά και της ανεπανόρθωτης βλάβης της υγείας της που προκλήθηκε από τα βάναυσα χτυπήματά του. Σύμφωνα με το …./23.10.2018 έγγραφο του Διευθυντή της Διευθύνσεως Αλλοδαπών του Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ. (το οποίο προσκομίσθηκε από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο πρωτοδίκως με την έκθεση απόψεων επί της ως άνω αγωγής και το περιεχόμενό του παρατίθεται στα παραδεκτώς κατατεθέντα υπομνήματα των διαδίκων επί της αγωγής), ο ως άνω υπήκοος Πακιστάν δεν είχε υποβάλει αίτημα ασύλου στις αρμόδιες Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας και, ως εκ τούτου, δεν είχε χορηγηθεί σ’ αυτόν άδεια παραμονής (ροζ κάρτα) ως αιτούντα άσυλο ή άδεια διαμονής πρόσφυγα (λευκή) ούτε και ταξιδιωτικό έγγραφο (T.D.V.), επιπλέον δε ο ως άνω αλλοδαπός δεν είχε λάβει άδεια διαμονής από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές, ενώ, εξάλλου, δεν προέκυψε καταχώρισή του στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών ούτε στο σύστημα πληροφοριών Schengen (SIS II). Με την πρωτόδικη απόφαση η αγωγή αυτή, κατά το μέρος που ασκήθηκε από την αναιρεσείουσα, απορρίφθηκε ως αβάσιμη. Ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι ναι μεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του Δημοσίου, τα οποία παρέλειψαν να αποτρέψουν την παράνομη είσοδο του ανωτέρω αλλοδαπού στη Χώρα ή να τον εντοπίσουν κατά τη διετή παράνομη παραμονή του και κυκλοφορία του σε αυτήν και να τον υπαγάγουν σε διαδικασία επαναπροωθήσεως στη χώρα από την οποία προέρχεται, όπως είχαν καθήκον, όμως μόνη η κατά τα ανωτέρω παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου να αποτρέψουν την είσοδο και παραμονή του συγκεκριμένου αλλοδαπού στη Χώρα, ο οποίος δεν ήταν πριν από το ανωτέρω έγκλημα σεσημασμένος ή εγγεγραμμένος στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών ούτε η παρουσία του είχε επισημανθεί ή καταγγελθεί ως επικίνδυνη στις Αρχές, δεν αρκεί για να επιφέρει την ένδικη ζημία, καθόσον για την επέλευσή της μεσολάβησε η διάπραξη ειδεχθούς εγκληματικής πράξεως από αυτόν, η οποία διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο. Περαιτέρω, κατά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, υπό την αντίθετη εκδοχή, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι μόνη η παράνομη είσοδος και παραμονή στη Χώρα αλλοδαπού επιφέρει αυτόθροα την τέλεση σοβαρότατων εγκλημάτων, συμπέρασμα αβάσιμο ενόψει του αριθμού αυτών (των παρανόμως ευρισκομένων στη Χώρα αλλοδαπών). Εξάλλου, η αγωγή καθ` ο μέρος είχε ασκηθεί από τη μητέρα της αναιρεσείουσας ατομικώς και την αδελφή της με αίτημα να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει σε καθεμιά από αυτές 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν από τις ως άνω παράνομες παραλείψεις, απορρίφθηκε με την πρωτόδικη απόφαση ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποιήσεως (άρθρο 71 του Κ.Δ.Δ.), με την αιτιολογία ότι οι ενάγουσες αυτές ως εμμέσως ζημιωθείσες δεν εδικαιούντο χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Κατά της πρωτόδικης αποφάσεως η αναιρεσείουσα, εκπροσωπηθείσα νομίμως από την ως άνω δικαστική συμπαραστάτριά της, άσκησε (από κοινού με τις λοιπές αρχικές ενάγουσες) έφεση, με την οποία προέβαλε ότι (α) εάν είχαν ληφθεί τα αναγκαία μέτρα από την Ελληνική Αστυνομία τόσο για την αποτροπή εισόδου στη Χώρα του ……. όσο και για τη σύλληψη και απέλασή του, αυτός δεν θα βρισκόταν στη Χώρα και συνεπώς δεν θα συνέβαινε ο βιασμός και ο βαρύτατος τραυματισμός της αναιρεσείουσας, (β) οι ανωτέρω παράνομες παραλείψεις της αστυνομίας είχαν ως συνέπεια ο εν λόγω αλλοδαπός να ζει υπό καθεστώς ανομίας για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθόσον ως παρανόμως διαμένων στη Χώρα (και ειδικότερα στη νήσο Πάρο, η οποία αποτελεί μία γεωγραφικά απομονωμένη περιοχή, με μικρή έκταση και σαφώς οριοθετημένο μέγεθος) βρισκόταν εκ των πραγμάτων, αφού δεν ήταν καταγεγραμμένος πουθενά, εκτός του πεδίου της ελληνικής έννομης τάξεως όσον αφορά την εν γένει διαβίωσή του και (γ) το ως άνω γεγονός (η διαβίωση επί μεγάλο χρονικό διάστημα υπό καθεστώς ανομίας) συναρτάται άμεσα με την εγκληματική συμπεριφορά (ληστεία, βιασμός και απόπειρα ανθρωποκτονίας) που εμφάνισε. Ενόψει τούτων, προέβαλε ότι συνέτρεχε εν προκειμένω η απαραίτητη προϋπόθεση της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των παράνομων παραλείψεων των οργάνων του Δημοσίου και της ζημίας που επήλθε σε αυτήν. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε ως αβάσιμος ο κατά τα ανωτέρω λόγος εφέσεως της αναιρεσείουσας. Ειδικότερα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη ότι (α) με τις ανωτέρω αποφάσεις του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Σύρου ο ……. κηρύχθηκε ένοχος (μεταξύ άλλων) για τις πράξεις της απόπειρας ανθρωποκτονίας και του βιασμού εις βάρος της αναιρεσείουσας και (β) τα όργανα του Ελληνικού Δημοσίου παρέλειψαν να αποτρέψουν την παράνομη είσοδο του συγκεκριμένου αλλοδαπού στην ελληνική επικράτεια και ακολούθως να τον εντοπίσουν κατά τη διετή παράνομη παραμονή και κυκλοφορία του σε αυτήν και να τον υπαγάγουν σε διαδικασία επαναπροωθήσεως στη χώρα καταγωγής ή προελεύσεώς του. Με τα δεδομένα αυτά, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι η παράνομη είσοδος του ανωτέρω αλλοδαπού στη Χώρα και στη συνέχεια η διετής παράνομη παραμονή του και κυκλοφορία του στη Χώρα δεν είναι βέβαιο αλλά ούτε και πιθανό ότι κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων προκάλεσε τον βαρύτατο τραυματισμό της αναιρεσείουσας, διότι, υπό τις συνθήκες που έγινε, πρόσφορη αιτία για τον τραυματισμό της δεν ήταν η παράνομη είσοδος του ανωτέρω αλλοδαπού στη Χώρα και στη συνέχεια η διετής παράνομη παραμονή του και κυκλοφορία του στη Χώρα αλλά οι πράξεις του βιασμού και της απόπειρας ανθρωποκτονίας που τέλεσε ο εν λόγω αλλοδαπός εις βάρος της. Με τις σκέψεις αυτές, το διοικητικό εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι δεν υπάρχουν παραλείψεις των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου που να βρίσκονται σε αιτιώδη συνάφεια με τον βαρύτατο τραυματισμό της αναιρεσείουσας και, ως εκ τούτου, η αγωγή κατά το μέρος που είχε ασκηθεί από την αναιρεσείουσα ήταν απορριπτέα ως αβάσιμη. Ο ίδιος ως άνω λόγος εφέσεως (κατά της κρίσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου όσον αφορά τη μη συνδρομή αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των παράνομων παραλείψεων των οργάνων του Δημοσίου και της επελθούσας ζημίας) καθ` ο μέρος προβλήθηκε από τις λοιπές εκκαλούσες – ενάγουσες (μητέρα και αδερφή της αναιρεσείουσας) απορρίφθηκε ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης υποθέσεως, με τη σκέψη ότι η αγωγή τους δεν είχε απορριφθεί για έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου αλλά για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως κατά το άρθρο 71 του Κ.Δ.Δ. Ήδη με την κρινόμενη αίτηση η αναιρεσείουσα πλήσσει την ως άνω κρίση του διοικητικού εφετείου για έλλειψη της σωρευτικώς απαιτούμενης για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης του Ελληνικού Δημοσίου προϋποθέσεως της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παρανομίας και της ζημίας και ζητεί την αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως καθ` ο μέρος ο ως άνω λόγος εφέσεως απορρίφθηκε ως αβάσιμος.
12. Επειδή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στις προηγούμενες σκέψεις, η ως άνω κρίση του διοικητικού εφετείου δεν είναι νόμιμη. Και τούτο, διότι υπό τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως κατ’ αναίρεση δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η παράνομη παράλειψη των αστυνομικών οργάνων να άρουν την παράνομη κατάσταση που προκλήθηκε από την παράνομη είσοδο και παραμονή επί μακρόν στη Χώρα υπηκόου τρίτης χώρας, μη εκδίδοντας, ενώ είχαν υποχρέωση και μπορούσαν, πράξη απελάσεως ή πράξη επιστροφής κατά παράβαση των διατάξεων των νόμων 3386/2005 και 3907/2011, μπορεί αντικειμενικώς κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να οδηγήσει στο επιζήμιο αποτέλεσμα της προσβολής της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας τρίτου προσώπου. Επομένως, υπάρχει γενικώς και αφηρημένως αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης αυτής παραλείψεως των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου και της ζημίας (βλάβης του σώματος και της υγείας) του προσώπου, η οποία προκαλείται από τον ουδέποτε συλληφθέντα και εντεύθεν μη απελαθέντα ή μη υποχρεωθέντα σε επιστροφή υπήκοο τρίτης χώρας. Δεν αίρεται δε ο αιτιώδης σύνδεσμος εκ του ότι μεταξύ της παρανομίας των οργάνων του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου και του βαρύτατου τραυματισμού παρεμβάλλεται η εγκληματική ενέργεια αλλοδαπού ο οποίος εισήλθε λάθρα, διέμενε και εργαζόταν επί μακρόν παρανόμως στη Χώρα και χωρίς να έχει εντοπισθεί πουθενά, παρότι τούτο ήταν εφικτό. Και τούτο, διότι ο τραυματισμός αυτός δεν θα είχε προκληθεί αν τα αρμόδια κατά νόμον (βλ. σκέψεις 6 έως 8) όργανα του Ελληνικού Δημοσίου είχαν τηρήσει τη συμπεριφορά που επιβαλλόταν από τις παραβιασθείσες διατάξεις των νόμων 3386/2005 και 3907/2011 που αναφέρονται στη σκέψη 9 και οι οποίες έχουν τεθεί και για χάρη της προστασίας, μεταξύ άλλων, της ζωής, της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας, της τιμής και της γενετήσιας ελευθερίας όλων των προσώπων που βρίσκονται στη Χώρα. Για τον λόγο αυτόν, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η υπόθεση δε, που χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για νέα κρίση.