τελευταια νεα
Tag

ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

Browsing

10. […] Η είσοδος στη Χώρα αλλοδαπών/υπηκόων τρίτης χώρας και η περαιτέρω διαμονή τους –η οποία μπορεί να είναι και μακρά– δεν είναι ελεύθερη ούτε ανεξέλεγκτη, αλλά διέπεται από κανονιστικό καθεστώς (του ν. 3386/2005) που επιβάλλει σ` αυτούς την υποχρέωση εφοδιασμού τους με διαβατήριο/ταξιδιωτικό έγγραφο, θεώρηση εισόδου και άδεια διαμονής για συγκεκριμένο σκοπό (για εργασία, ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα, σπουδές ή άλλο νόμιμο σκοπό) και καθιδρύει δεσμία αρμοδιότητα των αστυνομικών οργάνων για την έκδοση πράξεως απελάσεως (βλ. Σ.τ.Ε. 1248/2015. Επίσης, βλ. Σ.τ.Ε. 5208/1995 υπό το προγενέστερο καθεστώς του ν. 1975/1991, Α΄ 184) σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, που ο αλλοδαπός έχει παραβιάσει τις σχετικές διατάξεις, μετά δε την έναρξη ισχύος του ν. 3907/2011 πράξεως επιστροφής για τους παρανόμως διαμένοντες (κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη). Οι ρυθμίσεις των διατάξεων του ν. 3386/2005 αποσκοπούν όχι μόνον στην προστασία του γενικού (δημόσιου) συμφέροντος (της διασφαλίσεως της δημόσιας τάξεως, ασφάλειας, κοινωνικής ειρήνης, δημόσιας υγείας), αλλά και στην προστασία του συμφέροντος των ιδιωτών με την αποτροπή της προσβολής των συνταγματικώς προστατευόμενων έννομων αγαθών (της ζωής, της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας, της τιμής, της υπολήψεως, της προσωπικής ελευθερίας, της γενετήσιας ελευθερίας, της περιουσίας, της ιδιοκτησίας τους) από τη συμπεριφορά των παρανόμως εισελθόντων, διαμενόντων και εργαζόμενων στη Χώρα αλλοδαπών. Επίσης, αποσκοπούν και στην προστασία του συμφέροντος των προσώπων αυτών, τα οποία, όπως επισημαίνεται στην οικεία αιτιολογική έκθεση, «παραμένουν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής ορισμένες μάλιστα φορές σε συνθήκες κατώτερες του ελαχίστου που υπαγορεύει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, με αποτέλεσμα να εξωθούνται μοιραία σε ποικίλες μορφές παραβατικότητας, τροφοδοτώντας έτσι ακούσια, κατά καιρούς, τάσεις επιφυλακτικότητας εκ μέρους του ημεδαπού πληθυσμού». Άλλωστε, όσο τα αστυνομικά όργανα παραβιάζουν τις υποχρεώσεις τους και δεν εκδίδουν κατ’ ενάσκηση της δεσμίας αρμοδιότητάς τους πράξη απελάσεως ή μετά τις 26.1.2011 πράξη επιστροφής για τους παρανόμως διαμένοντες, δημιουργείται η βεβαιότητα σε όποιον αλλοδαπό εισήλθε λάθρα, διαμένει παρανόμως στη Χώρα και επιθυμεί να συμπεριφερθεί παρανόμως και να προσβάλει κάποιο έννομο αγαθό ότι ποτέ δεν θα τιμωρηθεί. Και τούτο, διότι η ταυτότητά του δεν είναι γνωστή στις ελληνικές αρχές ούτε έχουν ληφθεί τα δακτυλικά αποτυπώματά του (αφού δεν συνελήφθη ούτε κατά την παράνομη είσοδό του στη Χώρα ούτε κατά τη διάρκεια της παράνομης διαμονής του). Ενόψει των επιδιωκόμενων ως άνω προστατευτικών σκοπών των ρυθμίσεων του ν. 3386/2005, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε περίπτωση παρανόμως εισελθόντος στη Χώρα αλλοδαπού που επί μακρόν διαμένει και εργάζεται παρανόμως σε περιορισμένο κατ’ έκταση τόπο (λ.χ. νησί), η παράλειψη των αστυνομικών οργάνων να άρουν την παράνομη κατάσταση που προκλήθηκε από την παράνομη είσοδο και παραμονή του επί μακρόν στη Χώρα, μη εκδίδοντας, ενώ έχουν υποχρέωση και μπορούν, πράξη απελάσεως κατά παράβαση του άρθρου 76 παρ. 1 περ. β΄ του ν. 3386/2005 ή μετά τις 26.1.2011 πράξη επιστροφής κατά παράβαση του άρθρου 21 παρ. 1 εδ. τρίτο του ν. 3907/2011, μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικώς και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος επιζήμιου αποτελέσματος (εγκλήματος). Συνεπώς, υπάρχει γενικώς και αφηρημένως αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης αυτής παραλείψεως των οργάνων του Δημοσίου και της ζημίας (λ.χ. βλάβης του σώματος ή της υγείας ή θανατώσεως) τρίτου προσώπου, η οποία προκαλείται όταν ο παρανόμως εισελθών και διαμένων στην Ελλάδα υπήκοος τρίτης χώρας προσβάλει απολύτως προστατευόμενο έννομο αγαθό (πρβ. Σ.τ.Ε. 1964-1966/2021 7μ., 442/2012, 1364, 1677/2008, 4067/2005 7μ., 28/2000 κ.ά. σε περιπτώσεις παραλείψεων των αστυνομικών οργάνων να λάβουν τα αναγκαία, κατάλληλα και πρόσφορα μέτρα για την αποτροπή ζημιών εις βάρος φυσικών ή νομικών προσώπων κατά τη διάρκεια βίαιων επεισοδίων στο πλαίσιο μαζικής κινητοποιήσεως πολιτών ή διαδηλώσεων ή εξαιτίας τρομοκρατικών ενεργειών). […]

11. Επειδή, […] με την από 18.10.2017 αγωγή που άσκησε -από κοινού με τη μητέρα και την αδελφή της- η αναιρεσείουσα, εκπροσωπηθείσα νομίμως από την ως άνω δικαστική συμπαραστάτριά της (μητέρα της), ζήτησε, κατ’ επίκληση του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου να της καταβάλει τα προαναφερθέντα ποσά. Με την αγωγή αυτή ισχυρίσθηκε, προσκομίζοντας σχετικά αποδεικτικά μέσα (των οποίων γίνεται επίκληση στο δικόγραφο της αγωγής και στα πρωτοδίκως κατατεθέντα υπομνήματα), ότι ο ανωτέρω υπήκοος της ….. εισήλθε παρανόμως στη Ελλάδα από τα σύνορα του Έβρου του 2010. Περαιτέρω, προέβαλε ότι: (α) Η Ελληνική Αστυνομία όφειλε να είχε λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των συνόρων και ειδικότερα την πρόληψη και την αποτροπή της παράνομης εισόδου του δράστη, (β) όφειλε να τον είχε συλλάβει κατά την είσοδό του στη Χώρα, να τον είχε παραπέμψει στη δικαιοσύνη ή να τον είχε επαναπροωθήσει στη χώρα προελεύσεως ή καταγωγής του, (γ) όφειλε να είχε λάβει τα απαραίτητα μέτρα και να είχε διενεργήσει τους απαιτούμενους ελέγχους, προκειμένου να αποτραπεί και να εντοπισθεί η παράνομη παραμονή και εργασία του στη Χώρα, αλλά και να είχε κινήσει τις διαδικασίες που απαιτούνται από τον νόμο προκειμένου να πραγματοποιηθεί η διοικητική απέλασή του κατά τα άρθρα 44 του ν. 2910/2001 και 76 του ν. 3386/2005, αφού με την παράνομη είσοδο και παραμονή του στη Χώρα παραβιάσθηκαν οι διατάξεις του νόμου περί αλλοδαπών, (δ) η Ελληνική Αστυνομία παρέλειψε, ενώ όφειλε, να προβεί σε όλες τις ανωτέρω ενέργειες, με αποτέλεσμα ο ……… να κυκλοφορεί παρανόμως στη Χώρα, χωρίς να έχει γίνει έλεγχος των στοιχείων του, χωρίς να έχει καταγραφεί η είσοδός του και χωρίς να γίνουν οι απαιτούμενες ενέργειες για την επαναπροώθηση ή την απέλασή του και (ε) μεταξύ των ανωτέρω παράνομων πράξεων και παραλείψεων των οργάνων του Δημοσίου και της ζημίας της υφίσταται αιτιώδης συνάφεια και, ειδικότερα, εάν είχαν ληφθεί τα αναγκαία μέτρα από την Ελληνική Αστυνομία τόσο για την αποτροπή εισόδου στη Χώρα του ……..(αφού εισήλθε παρανόμως, χωρίς τις απαιτούμενες από τον νόμο διατυπώσεις) όσο και για τη σύλληψη και απέλασή του λόγω παράνομης παραμονής στη Χώρα (βρισκόταν στη Χώρα για 2 χρόνια, κυκλοφορούσε κανονικά χωρίς να κρύβεται και εργαζόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα στο νησί της Πάρου), ο ……. δεν θα βρισκόταν στη Χώρα και συνεπώς δεν θα συνέβαινε το γεγονός του βιασμού της από τον δράστη, αλλά και της ανεπανόρθωτης βλάβης της υγείας της που προκλήθηκε από τα βάναυσα χτυπήματά του. Σύμφωνα με το …./23.10.2018 έγγραφο του Διευθυντή της Διευθύνσεως Αλλοδαπών του Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ. (το οποίο προσκομίσθηκε από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο πρωτοδίκως με την έκθεση απόψεων επί της ως άνω αγωγής και το περιεχόμενό του παρατίθεται στα παραδεκτώς κατατεθέντα υπομνήματα των διαδίκων επί της αγωγής), ο ως άνω υπήκοος Πακιστάν δεν είχε υποβάλει αίτημα ασύλου στις αρμόδιες Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας και, ως εκ τούτου, δεν είχε χορηγηθεί σ’ αυτόν άδεια παραμονής (ροζ κάρτα) ως αιτούντα άσυλο ή άδεια διαμονής πρόσφυγα (λευκή) ούτε και ταξιδιωτικό έγγραφο (T.D.V.), επιπλέον δε ο ως άνω αλλοδαπός δεν είχε λάβει άδεια διαμονής από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές, ενώ, εξάλλου, δεν προέκυψε καταχώρισή του στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών ούτε στο σύστημα πληροφοριών Schengen (SIS II). Με την πρωτόδικη απόφαση η αγωγή αυτή, κατά το μέρος που ασκήθηκε από την αναιρεσείουσα, απορρίφθηκε ως αβάσιμη. Ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι ναι μεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του Δημοσίου, τα οποία παρέλειψαν να αποτρέψουν την παράνομη είσοδο του ανωτέρω αλλοδαπού στη Χώρα ή να τον εντοπίσουν κατά τη διετή παράνομη παραμονή του και κυκλοφορία του σε αυτήν και να τον υπαγάγουν σε διαδικασία επαναπροωθήσεως στη χώρα από την οποία προέρχεται, όπως είχαν καθήκον, όμως μόνη η κατά τα ανωτέρω παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου να αποτρέψουν την είσοδο και παραμονή του συγκεκριμένου αλλοδαπού στη Χώρα, ο οποίος δεν ήταν πριν από το ανωτέρω έγκλημα σεσημασμένος ή εγγεγραμμένος στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών ούτε η παρουσία του είχε επισημανθεί ή καταγγελθεί ως επικίνδυνη στις Αρχές, δεν αρκεί για να επιφέρει την ένδικη ζημία, καθόσον για την επέλευσή της μεσολάβησε η διάπραξη ειδεχθούς εγκληματικής πράξεως από αυτόν, η οποία διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο. Περαιτέρω, κατά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, υπό την αντίθετη εκδοχή, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι μόνη η παράνομη είσοδος και παραμονή στη Χώρα αλλοδαπού επιφέρει αυτόθροα την τέλεση σοβαρότατων εγκλημάτων, συμπέρασμα αβάσιμο ενόψει του αριθμού αυτών (των παρανόμως ευρισκομένων στη Χώρα αλλοδαπών). Εξάλλου, η αγωγή καθ` ο μέρος είχε ασκηθεί από τη μητέρα της αναιρεσείουσας ατομικώς και την αδελφή της με αίτημα να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει σε καθεμιά από αυτές 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν από τις ως άνω παράνομες παραλείψεις, απορρίφθηκε με την πρωτόδικη απόφαση ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποιήσεως (άρθρο 71 του Κ.Δ.Δ.), με την αιτιολογία ότι οι ενάγουσες αυτές ως εμμέσως ζημιωθείσες δεν εδικαιούντο χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Κατά της πρωτόδικης αποφάσεως η αναιρεσείουσα, εκπροσωπηθείσα νομίμως από την ως άνω δικαστική συμπαραστάτριά της, άσκησε (από κοινού με τις λοιπές αρχικές ενάγουσες) έφεση, με την οποία προέβαλε ότι (α) εάν είχαν ληφθεί τα αναγκαία μέτρα από την Ελληνική Αστυνομία τόσο για την αποτροπή εισόδου στη Χώρα του ……. όσο και για τη σύλληψη και απέλασή του, αυτός δεν θα βρισκόταν στη Χώρα και συνεπώς δεν θα συνέβαινε ο βιασμός και ο βαρύτατος τραυματισμός της αναιρεσείουσας, (β) οι ανωτέρω παράνομες παραλείψεις της αστυνομίας είχαν ως συνέπεια ο εν λόγω αλλοδαπός να ζει υπό καθεστώς ανομίας για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθόσον ως παρανόμως διαμένων στη Χώρα (και ειδικότερα στη νήσο Πάρο, η οποία αποτελεί μία γεωγραφικά απομονωμένη περιοχή, με μικρή έκταση και σαφώς οριοθετημένο μέγεθος) βρισκόταν εκ των πραγμάτων, αφού δεν ήταν καταγεγραμμένος πουθενά, εκτός του πεδίου της ελληνικής έννομης τάξεως όσον αφορά την εν γένει διαβίωσή του και (γ) το ως άνω γεγονός (η διαβίωση επί μεγάλο χρονικό διάστημα υπό καθεστώς ανομίας) συναρτάται άμεσα με την εγκληματική συμπεριφορά (ληστεία, βιασμός και απόπειρα ανθρωποκτονίας) που εμφάνισε. Ενόψει τούτων, προέβαλε ότι συνέτρεχε εν προκειμένω η απαραίτητη προϋπόθεση της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των παράνομων παραλείψεων των οργάνων του Δημοσίου και της ζημίας που επήλθε σε αυτήν. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε ως αβάσιμος ο κατά τα ανωτέρω λόγος εφέσεως της αναιρεσείουσας. Ειδικότερα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη ότι (α) με τις ανωτέρω αποφάσεις του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Σύρου ο ……. κηρύχθηκε ένοχος (μεταξύ άλλων) για τις πράξεις της απόπειρας ανθρωποκτονίας και του βιασμού εις βάρος της αναιρεσείουσας και (β) τα όργανα του Ελληνικού Δημοσίου παρέλειψαν να αποτρέψουν την παράνομη είσοδο του συγκεκριμένου αλλοδαπού στην ελληνική επικράτεια και ακολούθως να τον εντοπίσουν κατά τη διετή παράνομη παραμονή και κυκλοφορία του σε αυτήν και να τον υπαγάγουν σε διαδικασία επαναπροωθήσεως στη χώρα καταγωγής ή προελεύσεώς του. Με τα δεδομένα αυτά, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι η παράνομη είσοδος του ανωτέρω αλλοδαπού στη Χώρα και στη συνέχεια η διετής παράνομη παραμονή του και κυκλοφορία του στη Χώρα δεν είναι βέβαιο αλλά ούτε και πιθανό ότι κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων προκάλεσε τον βαρύτατο τραυματισμό της αναιρεσείουσας, διότι, υπό τις συνθήκες που έγινε, πρόσφορη αιτία για τον τραυματισμό της δεν ήταν η παράνομη είσοδος του ανωτέρω αλλοδαπού στη Χώρα και στη συνέχεια η διετής παράνομη παραμονή του και κυκλοφορία του στη Χώρα αλλά οι πράξεις του βιασμού και της απόπειρας ανθρωποκτονίας που τέλεσε ο εν λόγω αλλοδαπός εις βάρος της. Με τις σκέψεις αυτές, το διοικητικό εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι δεν υπάρχουν παραλείψεις των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου που να βρίσκονται σε αιτιώδη συνάφεια με τον βαρύτατο τραυματισμό της αναιρεσείουσας και, ως εκ τούτου, η αγωγή κατά το μέρος που είχε ασκηθεί από την αναιρεσείουσα ήταν απορριπτέα ως αβάσιμη. Ο ίδιος ως άνω λόγος εφέσεως (κατά της κρίσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου όσον αφορά τη μη συνδρομή αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των παράνομων παραλείψεων των οργάνων του Δημοσίου και της επελθούσας ζημίας) καθ` ο μέρος προβλήθηκε από τις λοιπές εκκαλούσες – ενάγουσες (μητέρα και αδερφή της αναιρεσείουσας) απορρίφθηκε ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης υποθέσεως, με τη σκέψη ότι η αγωγή τους δεν είχε απορριφθεί για έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου αλλά για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως κατά το άρθρο 71 του Κ.Δ.Δ. Ήδη με την κρινόμενη αίτηση η αναιρεσείουσα πλήσσει την ως άνω κρίση του διοικητικού εφετείου για έλλειψη της σωρευτικώς απαιτούμενης για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης του Ελληνικού Δημοσίου προϋποθέσεως της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παρανομίας και της ζημίας και ζητεί την αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως καθ` ο μέρος ο ως άνω λόγος εφέσεως απορρίφθηκε ως αβάσιμος.

12. Επειδή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στις προηγούμενες σκέψεις, η ως άνω κρίση του διοικητικού εφετείου δεν είναι νόμιμη. Και τούτο, διότι υπό τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως κατ’ αναίρεση δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η παράνομη παράλειψη των αστυνομικών οργάνων να άρουν την παράνομη κατάσταση που προκλήθηκε από την παράνομη είσοδο και παραμονή επί μακρόν στη Χώρα υπηκόου τρίτης χώρας, μη εκδίδοντας, ενώ είχαν υποχρέωση και μπορούσαν, πράξη απελάσεως ή πράξη επιστροφής κατά παράβαση των διατάξεων των νόμων 3386/2005 και 3907/2011, μπορεί αντικειμενικώς κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να οδηγήσει στο επιζήμιο αποτέλεσμα της προσβολής της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας τρίτου προσώπου. Επομένως, υπάρχει γενικώς και αφηρημένως αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης αυτής παραλείψεως των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου και της ζημίας (βλάβης του σώματος και της υγείας) του προσώπου, η οποία προκαλείται από τον ουδέποτε συλληφθέντα και εντεύθεν μη απελαθέντα ή μη υποχρεωθέντα σε επιστροφή υπήκοο τρίτης χώρας. Δεν αίρεται δε ο αιτιώδης σύνδεσμος εκ του ότι μεταξύ της παρανομίας των οργάνων του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου και του βαρύτατου τραυματισμού παρεμβάλλεται η εγκληματική ενέργεια αλλοδαπού ο οποίος εισήλθε λάθρα, διέμενε και εργαζόταν επί μακρόν παρανόμως στη Χώρα και χωρίς να έχει εντοπισθεί πουθενά, παρότι τούτο ήταν εφικτό. Και τούτο, διότι ο τραυματισμός αυτός δεν θα είχε προκληθεί αν τα αρμόδια κατά νόμον (βλ. σκέψεις 6 έως 8) όργανα του Ελληνικού Δημοσίου είχαν τηρήσει τη συμπεριφορά που επιβαλλόταν από τις παραβιασθείσες διατάξεις των νόμων 3386/2005 και 3907/2011 που αναφέρονται στη σκέψη 9 και οι οποίες έχουν τεθεί και για χάρη της προστασίας, μεταξύ άλλων, της ζωής, της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας, της τιμής και της γενετήσιας ελευθερίας όλων των προσώπων που βρίσκονται στη Χώρα. Για τον λόγο αυτόν, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η υπόθεση δε, που χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για νέα κρίση.

1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, μετά τη νόμιμη μετατροπή του αιτήματός της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με την κατατεθείσα στις 08.04.2021 δήλωση παράστασης, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97) της δικηγόρου των εναγόντων, ζητείται να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγoμένου Ελληνικού Δημοσίου, να καταβάλει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα σε συνδυασμό με το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα: α) στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 150.000 ευρώ, β) στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 150.000 ευρώ και γ) στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των 100.000 ευρώ. Τα ποσά αυτά ζητούν οι ενάγοντες να τους καταβληθούν νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής τους στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο έως και την πλήρη εξόφληση, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν εξαιτίας του θανάτου του συγγενούς τους Α.Ε. (τέκνου του πρώτου και της δεύτερης των εναγόντων και αδερφού της τρίτης ενάγουσας, αντίστοιχα), ο οποίος επήλθε κατά την παραμονή του τελευταίου στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης (Κ.Υ.Τ.) της Μόριας, εξαιτίας παράνομων, κατά τους ισχυρισμούς τους, πράξεων και παραλείψεων των οργάνων του εναγομένου. […]

15. Επειδή, κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου, βάσει της οποίας τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, κατά το μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης, είναι εγγενής στο σύστημα των Συνθηκών (βλ. την απόφαση του ΔΕΕ της 24.06.2019, ………….., C-573/17, σκ. 55). Σε περίπτωση δε εκπρόθεσμης μεταφοράς στην έννομη τάξη κράτους μέλους μιας Οδηγίας, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της εν λόγω Οδηγίας, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της Οδηγίας αυτής, προκειμένου να επιτευχθούν τα επιδιωκόμενα από αυτήν αποτελέσματα (βλ. την απόφαση του ΔΕΚ, της 04.07.2006, ……., C-212/04, σκ. 124). Περαιτέρω, από σειρά διατάξεων των Οδηγιών 2013/32/ΕΕ και 2013/33/ΕΕ [βλ. ιδίως τα ταυτάριθμα άρθρα 2 (ορισμοί) και 3 (πεδίο εφαρμογής) των ως άνω Οδηγιών, υπό το φως των αιτιολογικών σκέψεων 27 της πρώτης και 8 της δεύτερης] προκύπτει ότι για τις ανάγκες εφαρμογής των κοινών διαδικασιών και των προτύπων υποδοχής, αντιστοίχως, που θεσπίζονται με αυτές, θα πρέπει ως αιτούντες άσυλο να θεωρούνται, κατ’ αρχήν και όσοι υπήκοοι τρίτων χωρών εκφράζουν την επιθυμία να αιτηθούν διεθνή προστασία (βλ. και το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 36 του ν. 4375/2016). Συνεπώς, οι αρμόδιες αρχές υποδοχής και φιλοξενίας υπείχαν ήδη, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο έναντι όχι μόνο των αιτούντων άσυλο, αλλά και των εκπεφρασμένα επιθυμούντων να αιτηθούν διεθνή προστασία, τη γενική υποχρέωση παροχής των υλικών συνθηκών υποδοχής και της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, που προβλέπεται στο άρθρο 12 του π.δ/τος 220/2007 (και πλέον το άρθρο 17 του ν. 4540/2018) και τα άρθρα 17, 18 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ (πρβλ. τις αποφάσεις του ΔΕΕ της 25.06.2020, ………………., C36/20, σκ. 79,83, 86-94, της 27.02.2014, …….. και λοιποί, C79/13, σκ. 33 και της 27.09.2012, ……. και ……., C-179/11, σκ. 39). Και ναι μεν κατά το άρθρο 18, παρ. 9, στοιχ. β? της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ (βλ. το άρθρο 13 παρ. 10 του ως άνω π.δ/τος) τα κράτη μέλη μπορούν, κατ’ εξαίρεση και σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, να καθορίζουν λεπτομέρειες των υλικών συνθηκών υποδοχής, διαφορετικές από τις προβλεπόμενες στο εν λόγω άρθρο, για εύλογη χρονική περίοδο, η οποία είναι όσο το δυνατόν συντομότερη, όταν, μεταξύ άλλων, έχουν εξαντληθεί προσωρινά οι συνήθως διαθέσιμες δυνατότητες στέγασης (βλ. τις αποφάσεις του ΔΕΕ ………………, σκ. 108 και της 17.12.2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C808/18, σκ. 222-223). Ωστόσο, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, την πρόσβαση του αιτούντος σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, καθώς και ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης (πρβλ. την απόφαση του ΔΕΕ ……, C-233/18, σκ. 45-46). Αντιστοίχως, το άρθρο 14 παρ. 5 του ν. 4375/2016 θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι, σε κάθε περίπτωση και μετά την περάτωση των διαδικασιών ταυτοποίησης και υποδοχής και μέχρι να μεταφερθεί ο έχων εκφράσει την επιθυμία να αιτηθεί διεθνή προστασία με μέριμνα της Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης από το Κ.Υ.Τ. όπου υποβλήθηκε στις ως άνω διαδικασίες, σε κατάλληλη δομή για την προσωρινή υποδοχή του (πρβλ. το έβδομο εδάφιο της παρ. 7 όπως αντικαταστάθηκε μεταγενεστέρως με το άρθρο 18 παρ. 5 του ν. 4587/2018, Α΄ 218), οι αρμόδιες υπηρεσίες του οικείου Κ.Υ.Τ. εξακολουθούν να υπέχουν την υποχρέωση που θεσπίζει η ως άνω διάταξη περί μέριμνας για την αξιοπρεπή διαβίωση αυτού. Τούτο μάλιστα ενόψει και της σχετικώς διαμορφωθείσας νομολογίας του ΔΕΕ, σύμφωνα με την οποία, αφενός η υποχρέωση εξασφάλισης αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης επιβάλλει στα κράτη μέλη να παρέχουν διαρκώς και αδιαλείπτως το εν λόγω επίπεδο διαβίωσης. Αφετέρου, η πρόσβαση στις υλικές συνθήκες υποδοχής, που θα είναι ικανή να εξασφαλίσει ένα τέτοιο επίπεδο διαβίωσης, πρέπει να παρέχεται από τις αρχές των κρατών μελών με συγκεκριμένες ρυθμίσεις και υπό τη δική τους ευθύνη (βλ. τις αποφάσεις του ΔΕΕ ……., σκ. 50, …… και λοιποί, σκ. 35, 49-50, και …… και ……, σκ. 56).

16. Επειδή, εν προκειμένω, ο συγγενής των εναγόντων, αμέσως μετά την άφιξή του στο Κ.Υ.Τ. της Λέσβου στις 14.11.2016 και κατά την υποβολή του στις διαδικασίες υποδοχής και ταυτοποίησης, εξέφρασε την επιθυμία να υποβάλει αίτημα διεθνούς προστασίας, με συνέπεια να εκδοθούν αυθημερόν από το Διοικητή του Κ.Υ.Τ. Λέσβου το με αριθμ. πρωτ. …../14.11.2016 Παραπεμπτικό Σημείωμα προς σχετική ενημέρωση της Υπηρεσίας Ασύλου και η με αριθμ. πρωτ. ……/14.11.2016 σχετικής Απόφαση Παραπομπής. Ενόψει τούτου, σύμφωνα με το άρθρο του 12 του π.δ/τος 220/2007 και το άρθρο 14 παρ. 5 του ν. 4375/2016, όπως αυτά ερμηνεύτηκαν υπό το φως του ενωσιακού δικαίου στη δέκατη πέμπτη σκέψη της παρούσας, οι αρμόδιες αρχές της Υπηρεσίας υποδοχής και ταυτοποίησης είχαν την υποχρέωση έναντι του συγγενούς των εναγόντων, ως επιθυμούντος να αιτηθεί διεθνή προστασία, να του παρέχουν ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, που να διασφαλίζει την υγεία, την κάλυψη βιοτικών αναγκών και την προστασία των θεμελιωδών του δικαιωμάτων του. Σε κάθε περίπτωση δε, και παρά την απουσία από τα στοιχεία της δικογραφίας του σώματος της απόφασης περί περιορισμού της ελευθερίας του συγγενούς των εναγόντων, δεδομένης της αυθημερόν περάτωσης στις 14.11.2016 των διαδικασιών ταυτοποίησης και υποδοχής του, την ίδια αυτή μέρα ήρθη κατ’ άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 4375/2016 αυτοδικαίως, ήτοι χωρίς να απαιτείται η έκδοση σχετικής διοικητικής πράξης, ο περιορισμός της ελευθερίας που του είχε επιβληθεί μόνο για το χρονικό διάστημα μέχρι να ταυτοποιηθεί, λαμβανομένου επίσης υπόψη του ότι δεν ακολούθησε οποιαδήποτε απόφαση περί παράτασης του περιορισμού της ελευθερίας του, ο οποίος, άλλωστε, δεν θα μπορούσε, σύμφωνα με την ίδια ως άνω διάταξη, να υπερβαίνει συνολικά τις 25 ημέρες από την είσοδό του στο Κ.Υ.Τ.. Συνεπώς, μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών υποδοχής και ταυτοποίησης, ο συγγενής των εναγόντων, δεν τελούσε υπό κράτηση, κατά την έννοια του άρθρου 1 περ. ι του π.δ/τος 220/2007 και του άρθρου 2 περ. η της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, αλλά ούτε και κατά την έννοια του άρθρου 5 παρ. 1 περ. στ της ΕΣΔΑ (βλ. ιδίως την απόφαση του ΕΔΔΑ, της 25.01.2018, ……. και λοιποί κατά Ελλάδας, 22696/16 σκ. 83-87). Ομοίως απορριπτέος είναι ο ειδικότερος ισχυρισμός των εναγόντων περί de facto κράτησης του συγγενούς τους, λόγω της εις βάρος του έκδοσης απόφασης απέλασης, αφενός διότι δεν εμπεριέχεται απόφαση τέτοιου περιεχομένου μεταξύ των στοιχείων της δικογραφίας και αφετέρου διότι κατ’ άρθρο 9 παρ. 1 περ. ζ του ν. 4375/2016 απόφαση απέλασης θα μπορούσε να εκδοθεί μόνο κατόπιν απόρριψης της αίτησης διεθνούς προστασίας του συγγενούς τους, προϋπόθεση που δεν προκύπτει ότι συνέτρεχε εν προκειμένω. Ακολούθως, για την εκτίμηση των υλικών συνθηκών υποδοχής του συγγενούς των θανόντων στο επίμαχο Κ.Υ.Τ. της Λέσβου, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το σύνολο των νομίμως προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων. Συγκεκριμένα, τις αποφάσεις προσωρινών μέτρων του ΕΔΔΑ, τις εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνέδριου και του Ειδικού Εισηγητή της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών, τις συνταχθείσες κατόπιν επιτόπιων επισκέψεων στο εν λόγω Κ.Υ.Τ. εκθέσεων από ανεξάρτητες αρχές και μη κυβερνητικές οργανώσεις, αλλά και τα δημοσιογραφικά δημοσιεύματα (πρβλ. ΣτΕ 2348/2017 Ολ., σκ. 57 και τις αποφάσεις του ΔΕΕ, της 21.12.2011, …. και λοιποί, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C411/10 και C493/10, σκ. 90-92 και της 05.04.2016, ….. και ……………., στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-404/15 και C-659/15, σκ. 89), οι οποίες κρίνονται ως αξιόπιστες πηγές, αφορούν το επίμαχο χρονικό διάστημα της άφιξης και παραμονής του συγγενούς των θανόντων στο Κ.Υ.Τ. της Λέσβου και εμπεριέχουν συγκλίνουσες πληροφορίες, που συγκροτούν δέσμες αντικειμενικών και συγκλινουσών ενδείξεων περί των συνθηκών υποδοχής και διαβίωσης των διαμενόντων στον εν λόγω καταυλισμό (πρβλ. αντί πολλών ΣτΕ 2342/2018 7μ., σκ. 14, και τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, …… και λοιποί κατά …….., σκ. 83 και της 15.12.2016, …………….. και λοιποί κατά …………., 16483/12, σκ. 168). Ειδικότερα, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι σε συνέχεια της δήλωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας της 18ης Μαρτίου του 2016 αδρανοποιήθηκε η δυνατότητα μεταφοράς των νεοαφικνούμενων μεταναστών στην ελληνική ενδοχώρα, με αποτέλεσμα να συγκεντρωθεί στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, μεταξύ των οποίων και η Λέσβος, ένας αριθμός μεταναστών, ο οποίος υπερέβαινε κατά πολύ την αρχικώς προβλεφθείσα χωρητικότητα των οικείων κέντρων φιλοξενίας, και ταυτόχρονα να εκτοξευθεί ο αριθμός των επιθυμούντων να υποβάλουν αίτηση διεθνούς προστασίας. Συνεπώς, κατά τον χρόνο μεταφοράς του συγγενούς των εναγόντων στο ως άνω Κ.Υ.Τ., οι εγκαταστάσεις του τελευταίου είχαν ήδη υπερπληρωθεί, σε βαθμό που ένα μεγάλο μέρος των μεταναστών διέμεναν σε σκηνές που τους είχαν χορηγηθεί προς τούτο, στους παρακείμενους αγρούς-ελαιοκτήματα. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την εν γένει κατάσταση του συγγενούς των εναγόντων ως νέου, υγιούς και μη ανήκοντος σε κάποια ευάλωτη ομάδα προσώπου (βλ. την από 14.11.2016 κάρτα υγείας αλλοδαπού του θανόντος), επιρρωνύει τον ισχυρισμό του εναγομένου ότι αυτός εγκαταστάθηκε σε σκηνή εκτός των ορίων του Κ.Υ.Τ.. Ως εκ τούτου, από την ολοκλήρωση των διαδικασιών ταυτοποίησης και υποδοχής του στις 14.11.2016 μέχρι και το θάνατό του στις 24.01.2017, ο συγγενής των εναγόντων διέμενε σε μια σκηνή καλοκαιρινού τύπου, που του είχε χορηγηθεί προς τούτο, εκτός των κυρίως εγκαταστάσεων του Κ.Υ.Τ.. Κατά τα δεδομένα δε της κοινής πείρας και λογικής, μια σκηνή καλοκαιρινού τύπου παρίσταται ιδιαιτέρως ευάλωτη στα χειμερινά καιρικά φαινόμενα, κυρίως σε χιονοπτώσεις, ψύχο και παγετό, με αποτέλεσμα ο συγγενής των εναγόντων, ο οποίος διέμενε σε αυτήν από το μήνα Νοέμβριο έως το μήνα Ιανουάριο, να είναι εκτεθειμένος σε αντίξοες συνθήκες διαβίωσης. Οι συνθήκες αυτές, αν και υπολείπονταν των απαιτήσεων του άρθρου 12 του π.δ/τος 220/2007 και των άρθρων 17-18 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, δύνανται, κατ’ αρχήν, να θεωρηθούν, ενόψει ιδίως της κατά τα ανωτέρω κρισιμότητας των περιστάσεων αλλά και της φυσιογνωμίας του θανόντος ως μη ανήκοντος σε ευάλωτη ομάδα, ως διαφοροποιημένες συνθήκες φιλοξενίας, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 18 παρ. 9 της ως άνω Οδηγίας και 13 παρ. 10 του ως άνω π.δ/τος (πρβλ. τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, ….. και λοιποί κατά ………. σκ. 84-89 και 95-98 και της 28.02.2019, ………… και λοιποί κατά ……, 19951/16, σκ. 171-175). Τούτο, όμως, εφόσον διατηρούνταν για εύλογο χρονικό διάστημα και ενόσω δεν άγγιζαν το κατώφλι της έσχατης υλικής στέρησης, η διέλευση του οποίου εγείρει ζήτημα παραβίασης του άρθρου 4 του ΧΘΔΕΕ και του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, η εξακολούθηση της διαμονής του συγγενούς των εναγόντων, εκτός των ορίων του Κ.Υ.Τ., στο πρόχειρο κατάλυμα της σκηνής καλοκαιρινού τύπου που του είχε δοθεί, παρά την παρέλευση δύο και πλέον μηνών και την έλευση του χειμώνα και κυρίως παρά την εκδήλωση έντονων καιρικών φαινομένων δριμύτατου ψύχους και χιονιού, με μόνο μέσο προστασίας τα ρούχα του και μια κουβέρτα, ισοδυναμεί με περιέλευση αυτού σε συνθήκες έσχατης υλικής στέρησης, καταλίπουσες παντελώς ακάλυπτη τη στοιχειώδη ανθρώπινη ανάγκη του για αξιοπρεπή στέγαση υπό βιώσιμες συνθήκες θερμοκρασίας. Τα αρμόδια δε όργανα του εναγομένου παρέλειψαν να λάβουν τα προσήκοντα μέτρα προκειμένου να προλάβουν και αποτρέψουν την κατάσταση αυτή, όπως για παράδειγμα να προβούν στην, προσωρινή έστω, μεταφορά των έκθετων στο δριμύ ψύχος μεταναστών σε θερμαινόμενους χώρους ή τουλάχιστον να τους εφοδιάσουν με επαρκή θερμαντικά μέσα (βλ. ως προς τα νομοθετικά ερείσματα για την εξασφάλιση επιπλέον χώρων διαμονής, ιδίως, τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 4375/2016, πρβλ. ως προς τη διέλευση του κατωφλιού απάνθρωπης μεταχείρισης πέραν της αποφάσεις του ΕΔΔΑ ….. κατά ……. και ……………, σκ. 249-264, της 05.04.2011, …. κατά ………, 8687/08, σκ. 87-94, τις του ΕΔΔΑ, της 28.02.2019, ….. κατά ……………., 12267/16, σκ. 76-95 και της 02.07.2020, ….. και λοιποί κατά ., 28820/13, σκ. 165-188). Περαιτέρω, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι προς αντιμετώπιση του δριμύτατου ψύχους οι διαβιούντες στον καταυλισμό υιοθέτησαν την πρακτική του ανάμματος αυτοσχέδιων πυρών, παρότι αυτή ενείχε, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, πολλαπλούς κινδύνους για την ασφάλειά τους (πρβλ. το άρθρο 18 περ. 8 της υ.α. υπ’ αριθμ. 11.1/6343/2014, Β΄ 3295 περί απαγόρευσης της ελεύθερης χρήσης φωτιάς στις δομές φιλοξενίας). Ως εκ τούτου, εναπόκειτο στα όργανα του εναγομένου, και συγκεκριμένα στις αρμόδιες αρχές του Κ.Υ.Τ. της Λέσβου, να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα, προκειμένου να εξαλείψουν την πρακτική αυτή, όπως η κατηγορηματική απαγόρευσή της, η ενημέρωση των μεταναστών για τους κινδύνους που εγκυμονεί και η αποστέρηση αυτών από τα αντίστοιχα πυροδοτικά μέσα. Ωστόσο, παρότι δεν προκύπτει ότι τα όργανα του εναγομένου ενθάρρυναν τους μετανάστες στη χρήση των αυτοσχέδιων αυτών πυρών, ενόψει του, καταμαρτυρούμενου από διάφορους φορείς γενικευμένου χαρακτήρα που είχε λάβει η συγκεκριμένη πρακτική και του ανεπίκαιρου των στοιχείων που προσκόμισε το εναγόμενο προς απόδειξη της από μέρους των οργάνων του λήψης των κατάλληλων αποτρεπτικών μέτρων, τα οποία είναι, κατά τους βάσιμους ισχυρισμούς των εναγόντων, μεταγενέστερα του ένδικου συμβάντος, διαπιστώνεται ότι τα όργανα του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου παρέβησαν πράγματι την υποχρέωσή τους να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα αποτροπής της επίμαχης πρακτικής. Οι συγκεκριμένες ως άνω παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου, ήτοι η παράλειψη προφύλαξης του επιθυμούντος να αιτηθεί διεθνή προστασία και εξαρτώμενου πλήρως από τη δημόσια αρωγή συγγενούς των εναγόντων από την κατάσταση έσχατη υλικής στέρησης, στην οποία περιήλθε, και η παράλειψη συστηματικής αποτροπής της πρακτικής του ανάμματος αυτοσχέδιων πυρών από τους διαβιούντες στον καταυλισμό μετανάστες, μεταξύ των οποίων και ο θανών, ήταν επαρκώς ικανές, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και λογικής, να επιφέρουν και, πράγματι, στην προκειμένη περίπτωση, επέφεραν το θάνατο του συγγενούς των εναγόντων, εντός της σκηνής του, λόγω εισπνοής μονοξειδίου του άνθρακα, από αυτοσχέδια πυρά, κατά το παγερό βράδυ της 23ης προς 24ης Ιανουαρίου του έτους 2017. Και ναι μεν από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει, ότι ο συγγενής των εναγόντων συμμετείχε, χωρίς την προσήκουσα προσοχή στους κινδύνους που αυτή εγκυμονούσε, στην πρακτική του ανάμματος αυτοσχέδιων πυρών που συντέλεσε στον θάνατό του, ωστόσο, η συμπεριφορά του αυτή δεν διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των ως άνω παραλείψεων των οργάνων του εναγομένου και του θανάτου του, διότι δεν ήταν άσχετη, αλλά παρεμβλήθηκε ακριβώς εξαιτίας της ύπαρξης ως άνω παραλείψεων, που άφηναν ακάλυπτη την επιτακτική ανθρώπινη ανάγκη του για στέγαση υπό βιώσιμες συνθήκες θερμοκρασίας (πρβλ. ΣτΕ 484/2018, σκ. 9). Εξάλλου, απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει ο ισχυρισμός του εναγομένου περί ανωτέρας βίας. Τούτο διότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο θανάτου του συγγενούς των εναγόντων, η σημαντική επιβάρυνση του επίδικου Κ.Υ.Τ. συνεπεία της δήλωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας της 18ης Μαρτίου του έτους 2016 δεν ήταν πλέον αιφνίδιο, αλλά ήδη επελθόν προ μηνών γεγονός, ενώ τα καιρικά φαινόμενα του έντονου ψύχους και του χιονιού, ήταν αναμενόμενα, έστω και αν όχι με τέτοια σφοδρότητα, για το μήνα Ιανουάριο στο νησί της Λέσβου, δεν ήταν δε αυτή καθ’ αυτή η έντασή των φαινομένων που προκάλεσε τον θάνατο του συγγενούς των εναγόντων, αλλά οι ως άνω παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου ως προς την αντιμετώπιση των συνεπειών τους (πρβλ. ΣτΕ 287/2020, σκ. 13, 1159/2018 ,σκ. 9, 4737/2014, σκ. 10, 1218/2013, σκ. 5). Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι εν προκειμένω στοιχειοθετείται ευθύνη του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, κατά το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., για τον θάνατο του συγγενούς των εναγόντων, απορριπτομένων ως αβάσιμων, όλων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εναγομένου.

17. Επειδή, περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη: α) τις συνθήκες, υπό τις οποίες επήλθε ο θάνατος του ……………………., οι οποίες κατά τα ανωτέρω ισοδυναμούσαν με συνθήκες έσχατης υλικής στέρησης ατόμου που εξαρτιόταν ολοκληρωτικά από τη δημόσια αρωγή, β) την ηλικία του θανόντος (20 ετών), γ) την ηλικία των εναγόντων κατά το χρόνο θανάτου του συγγενούς τους (54 ετών ο πρώτος, 49 ετών η δεύτερη και 17 ετών η τρίτη), δ) το βαθμό συγγενείας καθενός εκ των εναγόντων με τον θανόντα (πατέρας, μητέρα και αδερφή, αντίστοιχα), ε) τους οικογενειακούς δεσμούς αγάπης που συνέδεαν τους ενάγοντες με το θανόντα, στ) το βαθμό του πταίσματος των οργάνων του εναγομένου, συνεκτιμωμένων ιδίως των σύμφυτων με τη διαχείριση μιας τεραστίου μεγέθους μεταναστευτικής-προσφυγικής κρίσης δυσκολιών, ζ) το βαθμό του συντρέχοντος πταίσματος του θανόντος, ως προς τον οποίο συνεκτιμάται ότι εξέθεσε τον εαυτό του σε κίνδυνο, συμμετέχοντας χωρίς τη δέουσα προσοχή στην πρακτική της θέρμανσης της σκηνής του μέσω αυτοσχέδιων πυρών, που έκαιγαν και κατά τη διάρκεια της νύχτας, ενώ ο ίδιος κοιμόταν και στ) το γεγονός ότι η χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη αποσκοπεί στην ηθική παρηγορία και την ψυχική ανακούφιση των συγγενών και δεν πρέπει να οδηγεί σε υπέρμετρο πλουτισμό αυτών, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ενάγοντες υπέστησαν ψυχική οδύνη από το θάνατο του συγγενούς τους, συνιστάμενη σε έντονο ψυχικό πόνο και θλίψη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να επιδικασθεί, ως χρηματική ικανοποίηση, στον πρώτο ενάγοντα (πατέρα του θανόντος) το ποσό των 35.000 ευρώ, στη δεύτερη ενάγουσα (μητέρα του θανόντος) το ποσό των 35.000 ευρώ και στην τρίτη ενάγουσα (αδερφή του θανόντος) το ποσό των 15.000 ευρώ, κατά μερική αποδοχή του σχετικού αιτήματος της αγωγής. […]

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.