τελευταια νεα
Tag

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ

Browsing

Το έγκλημα της διευκόλυνσης εξόδου από τη χώρα είναι αυτοτελής πράξη που προσβάλλει την πολιτειακή εξουσία και όχι φύσει συμμετοχική πράξη, ώστε το άδικο της οποίας να εξαρτάται από τον άδικο χαρακτήρα της εξόδου. Αβάσιμη η αίτιαση της αναιρεσείουσας, ότι ενόψει του μη άδικου χαρακτήρα της αξιόποινης πράξης της παράνομης εξόδου από τη χώρα, λόγω της ιδιότητας του αλλοδαπού ως αναγνωρισθέντος πολιτικού πρόσφυγα από την Ελληνική Δημοκρατία, δεν νοείται αξιόποινη πράξη διευκόλυνσης της παράνομης εξόδου του απο τη χώρα.

Στο άρθρο 29 παρ.5 εδ. α του Ν. 4251/2014, ορίζεται πως όποιος διευκολύνει την είσοδο στο ελληνικό έδαφος ή την έξοδό του από αυτό πολίτη τρίτης χώρας, χωρίς να υποβληθεί στον έλεγχο που προβλέπεται από το άρθρο 5, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ. Ως διευκόλυνση εξόδου αλλοδαπών προσώπων, η οποία καθιερώνεται ως αυτοτελές έγκλημα, νοείται η παρεχόμενη στα πρόσωπα αυτά, που δεν έχουν το προς τούτο δικαίωμα, βοήθεια προς διέλευσή τους χωρίς έλεγχο από την οριοθετική γραμμή των συνόρων της Ελλάδος με ξένο κράτος, προς το οποίο πραγματοποιείται η έξοδος τους καθώς και η διευκόλυνση με οποιονδήποτε άλλον τρόπο της περαιτέρω, χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις, προώθησής τους από το ελληνικό σε ξένο έδαφος. Για την αντικειμενική θεμελίωση απαιτείται διευκόλυνση, υπό την ως άνω έννοια της εξόδου από το ελληνικό έδαφος προσώπων μη δικαιουμένων προς τούτο ή των οποίων απαγορεύεται η έξοδος. Προς στοιχειοθέτηση του ως άνω αδικήματος, απαιτείται συγκεκριμένη πράξη του δράστη που προορίζεται κατά φύση και σκοπό στην αποφυγή του ελέγχου του τρίτου προσώπου κατά τη διέλευση και μπορεί κατά αιτιώδη σύνδεσμο να επιφέρει αυτή ( ΑΠ 1847/2018, ΑΠ 1095/2018, ΑΠ 859/2016, ΑΠ 2035/2008). Περαιτέρω ο πρόσφυγας προστατεύεται διεθνώς από τη σύμβαση της Γενεύης του 1951 “περί του καθεστώτος των προσφύγων” και από το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης του 1967 για το καθεστώς των προσφύγων, με το οποίο τροποποιήθηκε η σύμβαση της Γενεύης. Σύμφωνα με το άρθρο 1Α παρ.2 της Σύμβασης της Γενεύης, πρόσφυγας θεωρείται κάθε φυσικό πρόσωπο α) που έχει δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή κοινωνικών πεποιθήσεων, β) βρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειας του ή της χώρας συνήθους διαμονής του, εφόσον πρόκειται για ανιθαγενή και γ) δεν δύναται ή, λόγω του φόβου του, δεν επιθυμεί να απολαύει της προστασίας της χώρας αυτής. Η ιδιότητα του πρόσφυγα αποτελεί προσωπικό λόγο απαλλαγής από την ποινή που δεν επηρεάζει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης (ΑΠ 1513/2007, ΑΠ 1498/1999). Το έγκλημα της διευκόλυνσης εξόδου από τη χώρα είναι αυτοτελής πράξη που προσβάλλει την πολιτειακή εξουσία και όχι φύσει συμμετοχική πράξη, ώστε το άδικο της οποίας να εξαρτάται από τον άδικο χαρακτήρα της εξόδου. Άλλωστε αυτοί που διευκολύνουν τελούν πράξεις με αυτοτελή απαξία, γι` αυτό το άδικο που θέτουν είναι αυτουργικό και όχι συμμετοχικό.

Ορθή και αιτολογημένη η καταδίκη της αναιρεσίουσας, η οποία ενεργώντας με πρόθεση και έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει το κακούργημα της, διευκολύνσεως της εξόδου από την χώρα του αλλοδαπού, υπηκόου …, … και …, χωρίς ο τελευταίος, ο οποίος έφερε μαζί του γνήσιο μεν ταξιδιωτικό έγγραφο …, το οποίο είχε εκδοθεί στο όνομα ….., να υποβληθεί στον από το άρθρο 5 του ν.4251/2014 επιβαλλόμενο έλεγχο, παρέσχε σ` αυτόν βοήθεια, με το να τον συνοδεύσει τόσο από το λιμάνι του.. προς τη νήσο …, όσο και από το λιμάνι … της νήσου … προς τον κρατικό Αερολιμένα …, καθώς και εντός του χώρου του τελευταίου, όπου παρείχε σε αυτόν κάθε δυνατή βοήθεια και κάλυψη από τις αρχές, έχοντας καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας και διαβατήριο Αρχών …, το οποίο της παρείχε ελευθερία κινήσεων εντός του ευρωπαϊκού χώρου και εκμεταλλευόμενη το συνωστισμό των ατόμων που επικρατούσε στον ανωτέρω αερολιμένα, λόγω της ιδιαίτερα αυξημένης ταξιδιωτικής κίνησης, καθοδηγώντας τον αλλοδαπό στο χώρο έκδοσης των εισιτηρίων και ελέγχου ασφαλείας των χειραποσκευών, προκειμένου να μην κινήσει υποψίες και να μην εντοπισθεί το αμφιβόλου γνησιότητας ταξιδιωτικό έγγραφο που έφερε επάνω του και με σκοπό να εισέλθει στην αίθουσα αναχωρήσεων και να ταξιδέψουν μαζί προς τις . . Αβάσιμη η αίτιαση της αναιρεσείουσας, ότι ενόψει του μη άδικου χαρακτήρα της αξιόποινης πράξης της παράνομης εξόδου από τη χώρα, λόγω της ιδιότητας του αλλοδαπού ως αναγνωρισθέντος πολιτικού πρόσφυγα από την Ελληνική Δημοκρατία, αφού αθωώθηκε από το Ποινικό Δικαστήριο με την αιτιολογία ότι συνιστά προσωπικό λόγο απαλλαγής, δεν νοείται αξιόποινη πράξη διευκόλυνσης της παράνομης εξόδου του απο τη χώρα.

Επί του ζητήματος των επαναπροωθήσεων τοποθετήθηκε η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. 10/2022 εγκύκλιό της με θέμα «Αλλοδαποί παράτυποι μετανάστες».

Στην εν λόγω εγκύκλιο, η Εισαγγελία επισημαίνει ότι η παράνομη είσοδος δεν διώκεται κατά το δοκούν, αλλά κατ’ οικονομία, και πάντως όχι κατά ατόμων, τα οποία, αφενός μεν πιθανολογείται από τις περιστάσεις ότι έχουν προσφυγική ιδιότητα κατά την διεθνή σύμβαση της Γενεύης του 1951 και το κυρωθέν με τον α.ν. 389/68 πρωτόκολλο αυτής, αφετέρου δε έχουν τηρήσει (επιπροσθέτως) κατά το δυνατόν τις λοιπές τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 31 παρ. 1 της σύμβασης αυτής.

Ακολούθως, νομολογιακά ξεχώρισε το υπ’ αριθμ. 342/20 βούλευμα (με την σύμφωνη εισαγγελική πρόταση) του Συμβουλίου Εφετών Θράκης, τονίζοντας ότι η περί αλλοδαπών νομοθεσία της χώρας μας έχει τροποποιηθεί σημαντικά τα τελευταία έτη. Δυνάμει δε της ΚΥΑ 42799 (ΦΕΚ Β’/2425/7-6-21), η Τουρκία έχει χαρακτηρισθεί ως ασφαλής τρίτη χώρα, όσον αφορά τους αιτούντες διεθνή προστασία με χώρες καταγωγής την Συρία, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές και την Σομαλία. Προς αυτή την κατεύθυνση είχαν προηγηθεί και οι αποφάσεις του ΣτΕ 2347/17 και Ολομ. ΣτΕ 2348/17.

Τέλος, η Εισαγγελία τόνισε πως ιδιαίτερης σημασίας είναι η απόφαση του ΕΔΔΑ, N.D και Ν.Τ κατά Ισπανίας, της 13-2-2020 (Νο.Β 2020, 649 επ. με σχόλιο Μ. ΒΕΡΓΟΥ), η οποία δέχθηκε ότι η Ισπανία δεν παραβίασε το άρ. 4 του Δ’ Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ούτε το άρ. 13 αυτής, επειδή οι προσφεύγοντες δεν χρησιμοποίησαν τις υφιστάμενες νόμιμες διαδικασίες για την απόκτηση νόμιμης εισόδου στο Ισπανικό έδαφος (υποβολή αιτήματος χορήγησης βίζας ή αιτήματος διεθνούς προστασίας στο διασυνοριακό φυλάκιο Beni Enzar ή στις Ισπανικές διπλωματικές ή προξενικές αρχές της χώρας καταγωγής τους ή transit ή ακόμα αυτές στο Μαρόκο, διαδικασίες πράγματι διαθέσιμες και προσβάσιμες), αλλά έθεσαν τον εαυτό τους σε κίνδυνο συμμετέχοντας στην βίαιη ομαδική παραβίαση του συνοριακού φράχτη της Μελίγια.

Διαβάστε τo πλήρες κείμενο της εγκυκλίου:

Προς τους εισαγγελικούς λειτουργούς της χώρας απηύθυνε οδηγίες η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου αναφορικά με το ζήτημα της κακομεταχείρισης αλλοδαπών (ΕισΑΠ 8/2022), παρακινώντας για την άμεση νόμιμη παρέμβασή τους σε κάθε περίπτωση απαγορευμένης διάκρισης ή κακομεταχείρισης ή κακοποίησης και εν γένει παραβίασης ή φαλκίδευσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων οποιουδήποτε προσώπου οπουδήποτε κι αν προέρχεται.

Οι εισαγγελικοί λειτουργοί έχουν καθήκον, μεταξύ άλλων, και τη διαφύλαξη των κανόνων της δημόσιας τάξης και εν γένει την τήρηση της νομιμότητας, γνωρίζουν δε ότι πολλοί αλλοδαποί είναι de facto αδύναμοι και ευάλωτοι, γεγονός που τους καθιστά εύκολους στόχους από οργανωμένες ομάδες, πλην όμως de jure δεν είναι απροστάτευτοι.

Τι προβλέπει η εγκύκλιος

Η Εισαγγελία επεσήμανε ότι η χώρα μας είναι μέρος πλήθος διεθνών συμβάσεων που υποχρεώνουν τα κράτη-μέλη να προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα που ειδικά χορηγούνται σε όλα τα ευρισκόμενα στο έδαφός τους πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων οπωσδήποτε των μεταναστών, ανεξάρτητα αν αυτοί βρίσκονται στο κράτος υποδοχής νόμιμα ή παράτυπα.

Η ΕΣΔΑ και, γενικότερα, τα διεθνή συμβατικά κείμενα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν εφαρμόζονται μόνο στους πολίτες των συμβαλλομένων κρατών, αφού κατά το γενικό διεθνές δίκαιο αναμφίβολα κάθε κράτος ασκεί δικαιοδοσία όχι μόνο στους πολίτες του, αλλά και σε ανιθαγενείς ή αλλοδαπούς που βρίσκονται στην επικράτειά του, είτε ως τουρίστες, είτε ως μετανάστες, είτε ως πρόσφυγες αιτούντες άσυλο με ή χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα.

Περαιτέρω, η Εισαγγελία παρέθεσε ορισμένα σημαντικά διεθνή συμβατικά κείμενα για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πέρα από την ΕΣΔΑ,  τα οποία περιλαμβάνουν και τους μετανάστες στο προστατευτικό τους πεδίο, καταλήγοντας στην συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αποτελεσματικότητας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η οποία, όπως επεσήμανε, επιτάσσει τα κρατικά όργανα (συμπεριλαμβανομένων των εισαγγελικών λειτουργών και των αστυνομικών) στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους να τα προστατεύουν, κατά τρόπο, δηλαδή, όχι μόνο αρνητικό (υποχρέωση μη παραβίασής τους), αλλά και θετικό.

Διαβάστε τo πλήρες κείμενο της εγκυκλίου:

Εγκύκλιο εξέδωσε ο Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γ. Σκιαδαρέσης αναφορικά με το θέμα του χαρακτηρισμού προσώπων ως θυμάτων εμπορίας ανθρώπων.

Δεν αρκεί η γνωστή εισαγγελική εστιασμένη στον κατηγορούμενο ενασχόληση, αλλά χρειάζεται ειδική ενασχόληση και με το θύμα, ώστε να εξασφαλισθεί η δίκαιη καταδίκη του δράστη της σύγχρονης μορφής δουλεμπορίου

Το ζήτημα τέθηκε από τον Εθνικό Εισηγητή για την Καταπολέμηση της Εμπορίας Ανθρώπων και Πρόεδρο της Ομάδας Εργασίας για την προστασία των θυμάτων της εμπορίας ανθρώπων, ο οποίος εξέθεσε ότι οι περισσότερες εισαγγελικές διατάξεις χαρακτηρισμού προσώπων ως θυμάτων εμπορίας ανθρώπων είναι απορριπτικές, παρά τις θετικές εισηγήσεις των αρμοδίων υπηρεσιών της ΕΛ.ΑΣ, ενώ οι λίγες θετικές εκδίδονται με περιορισμένη χρονική ισχύ, φαινόμενα που δεν φαίνεται να συμβιβάζονται με τον σκοπό, το πνεύμα και τις ρυθμίσεις της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την δράση κατά της Εμπορίας Ανθρώπων.

Τι αναφέρει η εγκύκλιος

Η Εισαγγελία επεσήμανε, αρχικά, ότι σύμφωνα με την ως άνω Σύμβαση προβλέπεται ένα αρχικό – προσωρινό στάδιο αναγνώρισης του προσώπου ως θύματος εμπορίας ανθρώπων, κατά το οποίο αρκεί πιθανολόγηση και εκδίδεται προσωρινή απόφαση χαρακτηρισμού, ακολούθως δε κατά το οριστικό στάδιο αναγνώρισης διαπιστώνεται ότι το πρόσωπο είναι θύμα εμπορίας ανθρώπου και εκδίδεται οριστική απόφαση χαρακτηρισμού.

Στην εσωτερική έννομη τάξη, ο Ν. ν. 4251/2014 δεν προβλέπει δύο στάδια κατά την διαδικασία αναγνώρισης ενός προσώπου ως θύματος εμπορίας ανθρώπων, αλλά μόνο ένα.

Συνεπώς, ο εισαγγελικός λειτουργός αρκεί να πιθανολογήσει, ότι το ενώπιον του πρόσωπο εμπίπτει στην έννοια του θύματος εμπορίας ανθρώπων και δεν απαιτείται, ούτε να διαπιστώνεται με βεβαιότητα η ιδιότητα αυτή, ούτε να προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης σε βάρος του κάποιου από τα σχετικά αδικήματα.

Άλλωστε, ο χαρακτηρισμός αυτός μπορεί να γίνει, και πριν την άσκηση ποινικής δίωξης. Πράγματι, σύμφωνα με την §134 της Επεξηγηματικής Έκθεσης της Σύμβασης η διαδικασία αναγνώρισης ενός προσώπου ως θύματος εμπορίας ανθρώπων είναι ανεξάρτητη από οποιαδήποτε ποινική διαδικασία κατά των υπευθύνων της εμπορίας.

Η Εισαγγελία επεσήμανε, περαιτέρω, ότι ούτε η Σύμβαση, ούτε ο ανωτέρω νόμος προβλέπει ως απαραίτητη την κατάθεση αίτησης από τον ενδιαφερόμενο, για να εκδοθεί εισαγγελική διάταξη χαρακτηρισμού του ως θύματος εμπορίας ανθρώπων.Για τον εισαγγελικό χαρακτηρισμό βαρύνουσα σημασία έχει η υπάρχουσα εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας, που έχει έλθει σε επαφή με το θύμα, πολύ περισσότερο αν έχει ερευνήσει και αξιολογήσει τις συνθήκες εντοπισμού του, όπως η αστυνομία, η Επιθεώρηση Εργασίας, τα Τελωνεία, οι μεταναστευτικές αρχές και οι πρεσβείες ή τα προξενεία, αλλά και με σχετικά επιφορτισμένες ΜΚΟ.

Σε περίπτωση που το τυχόν υπάρχον αίτημα χαρακτηρισμού ή η σχετική αναφορά της αρμόδιας υπηρεσίας είναι ασαφής ή αόριστη, ο εισαγγελέας – ακριβώς ενόψει της ενδεχόμενης πολλαπλώς επιβαρυμένης κατάστασης του ενδιαφερομένου – δεν εκδίδει απορριπτική διάταξη, αλλά επιστρέφει την αλληλογραφία προς συμπλήρωση και, μόνο αν επανυποβληθεί απράκτως, τότε εκδίδει απορριπτική διάταξη. Τα ίδια ισχύουν και αν δεν τηρήθηκε η ορθή διαδικασία.

Μεταξύ άλλων, η Εισαγγελία τόνισε πως εισαγγελική διάταξη χαρακτηρισμού, εφόσον δεν προβλέπεται στον νόμο, δεν μπορεί να έχει προσωρινή ισχύ. Στην περίπτωση εκκρεμούς σχετικής ποινικής διαδικασίας, μπορεί να προβλέψει επανεξέταση του χαρακτηρισμού, όταν η τελευταία περατωθεί αμετακλήτως, οπότε αν το δικ/ριο αποφανθεί, ότι το χαρακτηρισθέν θύμα δεν υπήρξε τέτοιο, τότε προδήλως θα ανακληθεί η αρχική διάταξη, ενώ επί καταδίκης ή ακόμα και απαλλαγής χωρίς να θίγεται η ιδιότητα του θύματος, είναι σαφές ότι η διάταξη θα συνεχίσει να ισχύει.

Τέλος, όσον αφορά στο ζήτημα της χορήγησης περιόδου αποκατάστασης και περίσκεψης, ούτε η Σύμβαση, ούτε ο νόμος προβλέπει σχετική αίτηση του θύματος εμπορίας, αλλά αυτή, ανεξαρτήτως ύπαρξης ή όχι σχετικής αίτησης, χορηγείται αυτεπαγγέλτως, εκτός αν υπάρχει ρητή παραίτηση από πλευράς του θύματος. Η ανωτέρω περίοδος μπορεί χορηγηθεί είτε μεταγενέστερα του εισαγγελικού χαρακτηρισμού, είτε ταυτόχρονα με την περί χαρακτηρισμού διάταξη, γεγονός μάλιστα που ενδείκνυται και φαίνεται να προκρίνει η διάταξη του άρ. 49§1 ν. 4251/ 14, είτε ακόμα και πριν τον εισαγγελικό χαρακτηρισμό.

Διαβάστε τo πλήρες κείμενο της εγκυκλίου:

Powered By EmbedPress