τελευταια νεα
Tag

ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

Browsing

Ο αιτών πολίτης Τουρκίας, προς απόδειξη των ισχυρισμών του, ότι στην χώρα του έχει ήδη διωχθεί από τις αρχές, με αφορμή τη δράση του με το κόμμα HDP, προσκόμισε έγγραφα συνταγμένα στην τουρκική, τα οποία δεν έγιναν δεκτά από την Επιτροπή, χωρίς, να εκφέρει συγκεκριμένη κρίση ως προς το περιεχόμενο, την γνησιότητα και την αποδεικτική τους δύναμη, περιοριζόμενη να αναφέρει ότι συνεκτιμήθηκαν σε συνδυασμό με τις δηλώσεις του αιτούντος. Οι δηλώσεις αυτές, όμως, είχαν ήδη κριθεί ως αναξιόπιστες απο την Επιτροπή, διότι θεωρήθηκαν ασαφείς και γενικόλογες, χωρίς να γίνει αυτοτελής κρίση για την αποδεικτική δύναμη των ως άνω εγγράφων. Μη νομίμως αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση της 12ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών.

11.Επειδή, εν προκειμένω, από τις πληροφορίες που αντλήθηκαν από τις διεθνείς πηγές προκύπτει ότι δεν αποκλείεται και απλά, χαμηλόβαθμα μέλη του κόμματος ….να υποστούν διώξεις στην χώρα καταγωγής του αιτούντος και σε βάρος τους να απαγγελθούν σοβαρές κατηγορίες κατ΄ επίκληση του αντιτρομοκρατικού νόμου. Περαιτέρω, ο αιτών πέραν των δηλώσεών του, προς απόδειξη των κρίσιμων ισχυρισμών του, ότι στην χώρα του έχει ήδη διωχθεί από τις αρχές, με αφορμή την συμμετοχή του και την δράση του με το κόμμα …, προσκόμισε συγκεκριμένα έγγραφα συνταγμένα στην τουρκική. Από αυτά, το πρώτο (η βεβαίωση συμμετοχής στο κόμμα …) δεν έγινε δεκτό από την Επιτροπή, χωρίς, όμως, η τελευταία να εκφέρει συγκεκριμένη κρίση ως προς την γνησιότητά του, ούτε ως προς την αποδεικτική του δύναμη, περιοριζόμενη να αναφέρει ότι προσκομίστηκε σε απλό αντίγραφο και εκτιμάται σε συνδυασμό με τις δηλώσεις του αιτούντος. Οι δηλώσεις αυτές, όμως, είχαν ήδη κριθεί ως αναξιόπιστες, διότι θεωρήθηκαν ασαφείς και γενικόλογες, χωρίς να γίνει αυτοτελής κρίση για την αποδεικτική δύναμη του ανωτέρω εγγράφου, ήτοι κατά πόσο αυτό είναι πρόσφορο να στηρίξει την διήγηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών από τον αιτούντα και την ιδιότητά του ως μέλους του …, σκοπός για τον οποίον προσκομίστηκε. Περαιτέρω, τα έγγραφα που υποβλήθηκαν στις 11.10.2021 στην Αρχή Προσφυγών δεν εκτιμήθηκαν από την Επιτροπή, η οποία στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν διέλαβε οποιαδήποτε κρίση για το περιεχόμενο, την γνησιότητα και την αποδεικτική τουςδύναμη. Με αυτά τα δεδομένα, εφόσον προβάλλεται ότι από τα έγγραφα αυτά προέκυπταν οι κατηγορίες που είχαν απαγγελθεί στον αιτούντα, έπρεπε και αυτά να συνεκτιμηθούν, προκειμένου να αξιολογηθεί συνδυαστικώς η αξιοπιστία των δηλώσεών του. Διότι τόσο η ανωτέρω βεβαίωση, όσο και τα από 11.10.2021 υποβληθέντα έγγραφα προβάλλεται ότι σχετίζονται με το κρίσιμο ζήτημα της ιδιότητας του αιτούντος ως μέλος του … και της φερόμενης δίωξής του από το καθεστώς για την πολιτική του δράση, δηλαδή ακριβώς με αυτούς τους ισχυρισμούς, που δεν έρχονται σε αντίθεση με τις πληροφορίες που συλλέχθηκαν από τις διεθνείς πηγές, είναι ουσιώδεις για την υπαγωγή του τελευταίου σε προσφυγικό καθεστώς, ωστόσο κρίθηκαν αναξιόπιστοι με βάση μόνο την συνέντευξη του τελευταίου. Με αυτά τα δεδομένα, η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που έκρινε ως αναξιόπιστους τους ανωτέρω ισχυρισμούς του αιτούντος, χωρίς να εκφέρει κρίση ως προς την αποδεικτική δύναμη των ανωτέρω εγγράφων, εκ των οποίων τα από 11.10.2021 έγγραφα δεν μνημονεύονται καν στο σώμα της, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει ούτε το περιεχόμενό τους, δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη, όπως βασίμως προβάλλεται. […]

Δέχεται την αίτηση ακύρωσης.

Ακυρώνει την … /5.11.2021 απόφασης της 12ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών της Αρχής Προσφυγών του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου και αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση προς νέα νομίμως αιτιολογημένη κρίση […]

Μη νομίμως απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμη η προσφυγή του αιτούντος αλλοδαπου, καθόσον αυτός εύλογα ανέμενε ότι θα εκπροσωπηθεί ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών από την ορισθείσα με τη σχετική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου προς παροχή νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης σ’ αυτόν δικηγόρο, για το λόγο δε αυτό δεν προέβη ο ίδιος σε αποστολή της ως άνω βεβαίωσης περί διαμονής του σε Δομή Φιλοξενίας ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών.  

10. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ο αιτών ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης προβάλλοντας ότι η νομική του εκπροσώπηση από την δικηγόρο στην οποία ανατέθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου η δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπησή του ήταν πλημμελής, με αποτέλεσμα να στερηθεί την ουσιαστική δωρεάν συνδρομή, στέρηση η οποία οδήγησε στην απόρριψη της προσφυγής του, ως προδήλως αβάσιμης, κατά παράβαση του δικαιώματος άσκησης αποτελεσματικής προσφυγής (άρθρα 13 της ΕΣΔΑ και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Ειδικότερα, ο αιτών υποστηρίζει ότι κατά την υποβολή του αιτήματός του για νομική συνδρομή στην Υπηρεσία Ασύλου, παρείχε εξουσιοδότηση, το περιεχόμενο της οποίας του υποδείχθηκε από την ίδια υπηρεσία, σε όποιον δικηγόρο από το Μητρώο δικηγόρων της εν λόγω υπηρεσίας αναλάμβανε την υπόθεσή του να παρίσταται και να τον εκπροσωπεί ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής Προσφυγών και να προβαίνει εν γένει σε κάθε πρόσφορο μέτρο για την κατά το δυνατόν πλήρη και αποτελεσματική του εκπροσώπηση ενώπιον της Επιτροπής. Ισχυρίζεται δε ότι ουδέποτε έλαβε γνώση των στοιχείων του δικηγόρου στον οποίο ανατέθηκε η υπόθεσή του και ότι ουδέποτε επικοινώνησε μ’ αυτόν. Κατά το χρόνο συζήτησης δε της προσφυγής του ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών δικαιολογημένα υπέθεσε, δεδομένης και της προηγηθείσας εξουσιοδότησης προς τον ορισθέντα από την Υπηρεσία Ασύλου δικηγόρο, ότι ο τελευταίος θα φροντίσει για τη νόμιμη παράστασή του κατά ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών. Εξάλλου, σύμφωνα με τον αιτούντα, δεν απαιτούνταν  η αυτοπρόσωπη παράστασή του ενώπιον της Επιτροπής, καθόσον διέμενε σε Δομή Φιλοξενίας, αλλά αρκούσε είτε η εκπροσώπησή του από τον εξουσιοδοτημένο δικηγόρο του Μητρώου δικηγόρων της Υπηρεσίας Ασύλου είτε η αποστολή στην Αρχή Προσφυγών από τον δικηγόρο αυτό της βεβαίωσης περί διαμονής του σε Δομή Φιλοξενίας. Προς απόδειξη δε των ισχυρισμών του ο αιτών προσκομίζει την από 20-12-2021 βεβαίωση διαμονής του Διοικητή της Δομής …, με την οποία βεβαιώνεται ότι ο αιτών διέμενε στην Δομή αυτή κατά το χρονικό διάστημα από 22-4-2019 έως 20-12-2021. Ο λόγος αυτό πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Τούτο διότι στον αιτούντα χορηγήθηκε δωρεάν νομική συνδρομή κατά τη δευτεροβάθμια διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του ενώπιον της Αρχής Προσφυγών, η οποία ιδρύθηκε προκειμένου να διασφαλισθεί το κατοχυρούμενο στο άρθρο 46 της ως άνω οδηγίας 2013/32/ΕΕ «δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου», ήτοι δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, κατά το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., το πρώτο εδάφιο του οποίου στοιχεί προς το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ (βλ. ΣτΕ 689/2021, 1238/2017 Ολομ). Σύμφωνα δε με το άρθρο 20 της ίδιας οδηγίας η νομική συνδρομή περιλαμβάνει τουλάχιστον, την κατάρτιση των αναγκαίων διαδικαστικών εγγράφων και την εκπροσώπηση του αιτούντος ενώπιον της Αρχής ΠροσφυγώνΕξάλλου στην εξουσιοδότηση που είχε χορηγήσει ο αιτών προς τον δικηγόρο του μητρώου της Υπηρεσίας Ασύλου που η εν λόγω υπηρεσία θα ανέθετε την υπόθεσή του, το κείμενο της οποίας υποδείχθηκε στον αιτούντα από την ίδια, περιλαμβάνεται και η παροχή εξουσιοδότησης προκειμένου να παραστεί ο εν λόγω δικηγόρος ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών και να τον εκπροσωπήσει ενώπιον αυτής, προβαίνοντας σε κάθε ενέργεια προς τούτο. Στην προκειμένη, μάλιστα, περίπτωση ο αιτών, σύμφωνα με την προσκομισθείσα από τον ίδιο βεβαίωση, διέμενε σε Δομή Φιλοξενίας κατά το χρόνο συζήτησης της προσφυγής του και συνεπώς, κατά το άρθρο  78 παρ. 3 του ν. 4636/2019 δεν είχε υποχρέωση αυτοπρόσωπης παράστασης ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών. Ενόψει δε των ανωτέρω καθώς και του ότι από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι κοινοποιήθηκε στον αιτούντα η απόφαση περί ανάθεσης της υπόθεσής του στη συγκεκριμένη δικηγόρο, ώστε να προκύπτει ότι πράγματι ο αιτών γνώριζε τα στοιχεία της και είχε δυνατότητα επικοινωνίας μαζί της, συνεκτιμώντας και το νεαρό της ηλικίας του πρέπει  να γίνει δεκτό ότι ο αιτών εύλογα ανέμενε ότι θα εκπροσωπηθεί ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών από την ορισθείσα με τη σχετική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου προς παροχή νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης σ’ αυτόν δικηγόρο, για το λόγο δε αυτό δεν προέβη ο ίδιος σε αποστολή της ως άνω βεβαίωσης περί διαμονής του σε Δομή Φιλοξενίας ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών. Συνεπώς, εν προκειμένω, η Επιτροπή Προσφυγών με την προσβαλλόμενη απόφαση μη νομίμως απέρριψε ως προδήλως αβάσιμη την προσφυγή του αιτούντος, κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 97 του ν. 4636/2019,  καθώς η μη αυτοπρόσωπη εμφάνιση του αιτούντος ή η μη αποστολή της βεβαίωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 78, δεν οφείλονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σε δική του υπαιτιότητα, με σκοπό μάλιστα την καθυστέρηση της απομάκρυνσής του από τη χώρα, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση ακύρωσης. […]

Δέχεται την αίτηση ακυρώσεως.

Ακυρώνει την 117797/9-7-2021 απόφαση της 12ης Επιτροπής Προσφυγών του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου.

Αναπέμπει την υπόθεση στην αρμόδια Επιτροπή, ώστε να εξεταστεί στην ουσία το αίτημα παροχής διεθνούς προστασίας του αιτούντος.

Νεότερο νομοθετικό καθεστώς που προβλέπει επί σιωπηρής ανάκλησης την έκδοση απόφασης επί της ουσίας και όχι διακοπή εξέτασης του αιτήματος ασύλου και θέση στο αρχείο. Εκκρεμείς προσφυγές ενώπιον Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών. Κρίσιμο καθεστώς είναι το ισχύον κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης επί της προσφυγής. Αντίθετη μειοψηφία σύμφωνα με την οποία κρίσιμο εν προκειμένω καθεστώς είναι αυτό ισχύει κατά το χρόνο συζήτησης της προσφυγής.

5. Επειδή, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η νομιμότητα της διοικητικής πράξης, εφόσον δεν ορίζεται ή δεν συνάγεται άλλο από το νόμο, κρίνεται σύμφωνα με το νομοθετικό καθεστώς, που ισχύει κατά το χρόνο της έκδοσής της. Σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, η γενική αυτή αρχή εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις των αιτημάτων διεθνούς προστασίας, υπό την έννοια ότι κρίσιμο νομοθετικό καθεστώς είναι, κατ’ αρχήν, το ισχύον κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης επί ενδικοφανούς προσφυγής κατά απόφασης απορριπτικής αιτήματος διεθνούς προστασίας σε πρώτο βαθμό, όταν ακόμη θεσπίζεται μεταβολή των όρων και προϋποθέσεων χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας μεταξύ του χρόνου υποβολής της σχετικής αίτησης  και του χρόνου έκδοσης της απόφασης του πρώτου βαθμού επί της αιτήσεως αυτής, καθώς και μεταξύ του χρόνου άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής κατά της απορριπτικής απόφασης επί του αιτήματος διεθνούς προστασίας πρώτου βαθμού και του χρόνου έκδοσης της απόφασης επ’ αυτής (πρβλ. ΣτΕ 279, 280/2017, 941/2016, 3563/2008, 1/2006 7μ., 1981/2005 Ολομ., 2502/2004 7μ.). Ωστόσο, η Πρόεδρος του Τμήματος […], η οποία μειοψήφησε, διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Η ως άνω γενική αρχή του διοικητικού δικαίου δεν μπορεί να εφαρμοστεί στις περιπτώσεις των αποφάσεων των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών του ν. 4375/2016 (ΦΕΚ Α΄ 51) που αποφαίνονται επί των αιτημάτων διεθνούς προστασίας, όπου κρίσιμο είναι το νομοθετικό καθεστώς το οποίο ισχύει κατά το χρόνο συζήτησης της ενδικοφανούς προσφυγής από τις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, δεδομένου ότι διαφορετική ερμηνεία θα κατέληγε στην έκδοση ενδεχομένως αντιφατικών αποφάσεων επί ενδικοφανών προσφυγών, οι οποίες συζητήθηκαν την ίδια ημέρα, οι αποφάσεις όμως επ’ αυτών εκδόθηκαν σε χρονικό σημείο κατά το οποίο ίσχυε διαφορετικό νομοθετικό καθεστώς. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι σε κάθε περίπτωση η προαναφερόμενη γενική αρχή εφαρμόζεται εφόσον δεν ορίζεται ή δεν συνάγεται άλλο από τον νόμο, εν προκειμένω δε κάμψη της αρχής αυτής θεσπίστηκε με την μεταβατική διάταξη του άρθρου 117 του ν.4636/2019, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 29 του ν.4686/2020, η οποία ρητά ορίζει ότι οι διατάξεις του ν.4636/2019 καταλαμβάνουν από την έναρξη ισχύος του όλες τις εκκρεμείς, ενώπιον της Αρχής Προσφυγών, προσφυγές που εξετάζονται από τις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, από 1ης.1.2020 ( Άρθρο 29 Τροποποίηση του άρθρου 117 του ν. 4636/2019 Στο άρθρο 117 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) προστίθεται παράγραφος 6, ως εξής: «6. Οι ρυθμίσεις του παρόντος νόμου καταλαμβάνουν από την έναρξη ισχύος του: α) όλες τις εκκρεμείς αιτήσεις διεθνούς προστασίας, β) όλες τις εκκρεμείς, ενώπιον της Αρχής Προσφυγών, προσφυγές που εξετάζονται από τις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, από 1ης.1.2020 και μετά. Κατ’ εξαίρεση: α) η παράγραφος 8 του άρθρου 70, καταλαμβάνει όλες τις εκκρεμείς προσφυγές επί των οποίων δεν έχει δημοσιευθεί απόφαση, β) η περίπτωση ε΄ του άρθρου 93 εφαρμόζεται σε όσες προσφυγές έχουν ασκηθεί από 1ης.1.2020 και μετά). Ερμηνευτικό εξ αντιδιαστολής επιχείρημα υπέρ της άποψης αυτής αντλείται εξάλλου από την προαναφερθείσα διάταξη της παραγράφου 6 εδ.γ΄ του άρθρου 29 του ν.4686/2020, όπου ρητά ορίζεται ως κρίσιμο χρονικό σημείο για την έναρξη ισχύος της παρ.8 του άρθρου 70 ο χρόνος δημοσίευσης της απόφασης της Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών. […]

8. Επειδή, σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο,  με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις προμνησθείσες διατάξεις, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη: α) ότι οι διατάξεις του άρθρου 81 του ν. 4636/2019, με τις οποίες αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 47 παρ. 2 του ν. 4375/2016, τέθηκαν σε ισχύ από 1.1.2020, σύμφωνα με το άρθρο 125 του ν. 4636/2019, β) ότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην πέμπτη σκέψη της παρούσας, κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης (30.1.2020), εφαρμοστέο ήταν το καθεστώς του ν. 4636/2019, υπό την ισχύ του οποίου δεν προβλέπεται, πλέον, διαδικασία διακοπής εξέτασης αιτήματος για χορήγηση διεθνούς προστασίας, λόγω σιωπηρής ανάκλησης, αλλά ορίζεται, στο άρθρο 81 του ως άνω νόμου, ότι όταν υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του, οι αρμόδιες αρχές αποφαίνονται επί της ουσίας, κατόπιν επαρκούς εξέτασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ίδιου νόμου, με βάση τα διαθέσιμα στην υπηρεσία στοιχεία, και γ) ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε στις 30.1.2020, διακόπηκε η εξέταση του ένδικου αιτήματος χορήγησης διεθνούς προστασίας, λόγω σιωπηρής ανάκλησης της οικείας αίτησης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 47 παρ. 2 του ν. 4375/2016, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση νόμου και πρέπει, για το λόγο αυτό, να ακυρωθεί, κατ’ αποδοχή του σχετικού λόγου, ενώ παρέλκει, ως αλυσιτελής, η εξέταση των λοιπών προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης. Κατόπιν τούτου, πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση, η οποία, εφόσον κρίνει ότι υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του, θα  εφαρμόσει τις σχετικές διατάξεις του ν. 4636/2019. Ωστόσο, η Πρόεδρος του Τμήματος, η οποία μειοψήφησε, διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο εξέτασης της ενδικοφανούς προσφυγής του αιτούντος (10.12.2019) εξακολουθούσε να ισχύει ο ν. 4375/2016 [δεδομένου ότι το άρθρο 47 αυτού καταργήθηκε από 1-1-2020, σύμφωνα με τα άρθρα 117 παρ. 6 – όπως η παρ. αυτή προστέθηκε με το 29 του ν.4686/2020 (Α΄ 96/12-5-2020), 119 και 125 του ν.4636/2019 (Α΄169) ], και, επομένως, η Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών ορθώς εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 47 παρ.2, αφού έκρινε ότι υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του, διέκοψε την εξέταση της αίτησης και έθεσε την υπόθεση στο αρχείο, δυνάμενου του αιτούντος, σε κάθε περίπτωση, να ζητήσει, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ως άνω άρθρου 47, τη συνέχιση της διαδικασίας εξέτασης ή να υποβάλει νέα αίτηση. Εξάλλου, οι με αριθμούς 941/2016, 3563/2008, 1/2006 7μ., 1981/2005 Ολομ. και 2502/2004 7μ. αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, τις οποίες επικαλείται η άποψη που επικράτησε, έχουν ως αντικείμενο τον έλεγχο πράξεων ή παραλείψεων διοικητικών οργάνων και όχι δευτεροβάθμιων Επιτροπών μετά την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής (οι ΣτΕ  941/2016, 3563/2008 και 1981/2005 Ολομ. αφορούν πολεοδομικές υποθέσεις κατ’ εφαρμογήν της νομοθεσίας σχετικά με την έκδοση οικοδομικών αδειών και την άρνηση ανακλήσεως συντελεσμένης απαλλοτριώσεως, η ΣτΕ 1/2006 αφορά απόρριψη από τον Υπουργό της Δικαιοσύνης αιτήματος περί χορηγήσεως σε δικαστικό λειτουργό ειδικής εννεάμηνης άδειας με αποδοχές για ανατροφή τέκνου και η ΣτΕ 2502/2004 έχει εκδοθεί επί αιτήσεως ακύρωσης κατά αποφάσεως του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας). Περαιτέρω, οι 279 και 280/2017 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αφορούν το δικαστικό έλεγχο αποφάσεων Δευτεροβάθμιων Επιτροπών του άρθρου 10 του ν. 2643/1998  «Μέριμνα για την απασχόληση προσώπων ειδικών κατηγοριών και άλλες διατάξεις» (Α΄ 220), ήτοι αντικειμένου που δεν σχετίζεται με την υπό κρίση υπόθεση, που αφορά αίτηση ακύρωσης κατά απόφασης  Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 4375/2016, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 86 παρ. 1 του ν. 4399/2016. Και τούτο, διότι οι ως άνω επιτροπές προσφυγών, οι οποίες είναι αρμόδιες για την εκδίκαση ενδικοφανών προσφυγών των αιτούντων διεθνή προστασία, ώστε να ελέγχονται κατά νόμον και κατ’ ουσίαν οι απορριπτικές σε πρώτο βαθμό αποφάσεις, χαρακτηρίζονται στην αιτιολογική έκθεση του άρθρου 86 του ν. 4399/2016, ως «οιονεί δικαιοδοτικά όργανα», έχει δε κριθεί ότι δεν αποτελούν μεν δικαστήρια, κατά την έννοια του Συντάγματος, συνιστούν όμως επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα κατά την έννοια της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 89 παρ. 2 (ΣτΕ 1237, 1238/2017 Ολομ. και 2347, 2348/2017 Ολομ.). Επομένως, η προσβαλλόμενη πράξη παρίσταται νόμιμη και η ένδικη αίτηση πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω, ως προς τους λοιπούς λόγους ακύρωσης. […]

Δέχεται την αίτηση.

Ακυρώνει την 25443/2019/30.1.2020 απόφασης της 9ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών.

Αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση, κατά το σκεπτικό.

10. Επειδή, η απόρριψη του ένδικου αιτήματος διεθνούς προστασίας των αιτούντων ερείδεται στην κρίση της Επιτροπής Προσφυγών ότι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί τους δεν έγιναν δεκτοί, διότι υπήρχαν ορισμένες σημαντικές αντιφάσεις, και συγκεκριμένα ότι: α) δεν ήταν ταυτόσημες οι αφηγήσεις τους σχετικά με το περιστατικό της πυρπόλησης της οικίας τους, και β) οι αιτούντες δεν κατάλαβαν, ούτε γνώριζαν την απάντηση στην ερώτηση σχετικά με την ιδεολογική τοποθέτηση (αριστερή ή δεξιά) του κόμματος που υποστηρίζουν. Όμως η κρίση αυτή της Επιτροπής αναφορικά με την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών των αιτούντων, η οποία στηρίζεται στα ανωτέρω συμπεράσματα, δεν αιτιολογείται επαρκώς. Και τούτο διότι η διαπίστωση ότι οι αιτούντες δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσουν τον πολιτικό χώρο του κόμματός τους βάσει του ιδεολογικού διπόλου αριστερά-δεξιά δεν συνιστά εύλογη κρίση, διότι από το συνταχθέν πρακτικό συνέντευξης προκύπτει αβίαστα ότι ο πρώτος αιτών δεν κατανόησε το νόημα της ερώτησης, ενώ ο αρμόδιος χειριστής δεν απηύθυνε ούτε σε αυτόν ούτε στην αιτούσα ερωτήσεις για περαιτέρω διευκρίνιση πάνω στο ζήτημα αυτό ή για την παράθεση περισσότερων λεπτομερειών, όπως όφειλε. Επιπροσθέτως, από τις διεθνείς πηγές που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η πολιτική ζωή στη Σιέρρα Λεόνε είναι έντονα διαιρεμένη, με την πολιτική διαμάχη να εστιάζεται στις διαφορές μεταξύ εθνοτικών ομάδων που ζουν στο βόρειο και νότιο τομέα της χώρας και όχι τόσο σε ιδεολογίες βάσει του ισχύοντος πολιτικού χάρτη στην Ευρώπη. Περαιτέρω, η κρίση της Επιτροπής ότι δεν είναι αξιόπιστος ο ισχυρισμός των αιτούντων περί της πυρπόλησης της οικίας τους από μέλη του αντίπαλου κόμματος τον Απρίλιο του 2018, ήτοι μετά τη διενέργεια των εθνικών εκλογών, ομοίως δεν αιτιολογείται επαρκώς, διότι η μικρή διαφοροποίηση στις αφηγήσεις των αιτούντων αφενός μεν δικαιολογείται ευλόγως από το γεγονός ότι η αιτούσα δεν ήταν παρών στο κρίσιμο συμβάν, αφετέρου δε η διαφοροποίηση αυτή δεν αρκεί για να αναιρέσει την αληθοφάνεια του συμβάντος της πυρπόλησης και να οδηγήσει στον χαρακτηρισμό του σχετικού ισχυρισμού ως μη αξιόπιστου. Με αυτά τα δεδομένα και λαμβανομένου υπόψη ότι η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση και την παρατιθέμενη αιτιολογία της, όπως αυτή εκτίθεται στην όγδοη σκέψη, έχει υιοθετήσει αυτούσια το περιεχόμενο της πρωτοβάθμιας απόφασης, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν προέβη, ως όφειλε, σε ενδελεχή εξέταση της ενδικοφανούς προσφυγής των αιτούντων, με την οποία προέβαλαν ουσιώδεις ισχυρισμούς ως προς τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, την ένταξη και οργάνωσή τους σε πολιτικό κόμμα που ανήκει στην αντιπολίτευση στη Σιέρρα Λεόνε, τα γεγονότα που συνέβησαν μετά τις εκλογές του 2018, μεταξύ των οποίων και η πυρπόληση της οικίας τους, για τα οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν σχετικά έγγραφα (φωτογραφίες, αντίγραφα των κομματικών ταυτοτήτων τους και του καταστατικού του κόμματος) και δημοσιεύματα που αποδεικνύουν τα αντίθετα από αυτά που δέχτηκε η Επιτροπή. Κατόπιν τούτων, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή όφειλε να κάνει δεκτούς, έστω και με το ευεργέτημα της αμφιβολίας, τους ισχυρισμούς των αιτούντων σχετικά με τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, την ένταξη και επίσημη οργάνωσή τους με το αντιπολιτευόμενο κόμμα, καθώς και το συμβάν της πυρπόλησης της οικίας τους από μέλη του κυβερνώντος κόμματος, και να εξετάσει, για τους λόγους αυτούς, αν συντρέχει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης των αιτούντων σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση παρίσταται μη νόμιμη, διότι στερείται επαρκούς αιτιολογίας, και πρέπει να ακυρωθεί κατά τον βάσιμο σχετικό λόγο ακύρωσης.  

[…] Ακυρώνει την υπ΄αρ.πρωτ. 8746/2019/10.4.2020 απόφαση του β΄ βαθμού της 13ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών.

Αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για νέα αιτιολογημένη κρίση, κατά το σκεπτικό.

11. Επειδή, […], το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του τα εξής: οι αιτούντες για τη θεμελίωση του αιτήματός τους επικαλέστηκαν φόβο δίωξης από την οικογένεια της αιτούσας, διότι «λερώθηκε η τιμή της» λόγω του γάμου τους χωρίς τη συγκατάθεση της και διατρέχουν κίνδυνο ζωής εάν επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους, καθώς η οικογένειά της θα επιχειρήσει να τους δολοφονήσει. Οι αιτούντες, όπως άλλωστε έκρινε και η Επιτροπή, κατέβαλαν πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσουν την αίτησή τους δίνοντας ικανοποιητικές εξηγήσεις, οι δηλώσεις τους δε θεωρήθηκαν από την Επιτροπή ευλογοφανείς και σύμφωνες με τις διαθέσιμες πηγές για τα εγκλήματα τιμής στο Ιρακινό Κουρδιστάν. Ειδικότερα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι αρκετές εκατοντάδες γυναίκες δολοφονούνται για λόγους τιμής ετησίως, οι γυναίκες που παντρεύονται χωρίς την έγκριση της οικογένειάς τους τελούν σε υψηλότατο κίνδυνο να δολοφονηθούν, ότι δεν είναι γνωστές περιπτώσεις γυναικών που κατάφεραν να συμφιλιωθούν με τις οικογένειές τους αφότου τις εγκατέλειψαν, ενώ ακόμα και μετά την επιστροφή τέτοιων ζευγαριών στο Ιράκ μετά από πολλά χρόνια, εντοπίστηκαν και δολοφονήθηκαν και οι δύο, καθώς η διαμάχη δεν κατευνάζεται με την πάροδο του χρόνου. Μάλιστα η Επιτροπή κάνει αναφορά σε περιστατικό βάσει των πηγών, σύμφωνα με το οποίο γυναίκα δολοφονήθηκε για λόγους τιμής ακόμα και μετά από 20 χρόνια από την έναρξη της διαμάχης, καθώς και σε άλλο περιστατικό κατά το οποίο μια γυναίκα μετά από αρκετά χρόνια αφού δέχτηκε πρόταση συμφιλίωσης από την οικογένειά της δολοφονήθηκε όταν επέστρεψε στην επαρχία καταγωγής της. Κατά την εκτίμηση, όμως, των προσωπικών περιστάσεων των αιτούντων, η Επιτροπή δεν θεώρησε ότι πιθανολογείται ευλόγως ότι η οικογένεια της αιτούσας αναζητά τους αιτούντες με στόχο τη διάπραξη εγκλήματος τιμής, διότι από το 2006, όταν παντρεύτηκαν, έως το 2013, δεν δέχτηκαν καμιά όχληση, αν και ζούσαν σε σχετικά μικρή απόσταση από την πόλη διαμονής της οικογένειας της αιτούσας, καθώς και ότι από το 2013, όταν η οικογένεια πληροφορήθηκε το γάμο τους, έως το 2015 και κάποιους μήνες του 2017, όταν οι αιτούντες επέστρεψαν από την Γερμανία, δεν σημειώθηκε κανένα περιστατικό σε βάρος τους και δη παρά τη θέση ισχύος του πατέρα της αιτούσας. Με βάση τα ανωτέρω και δεδομένου ότι για την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα δεν απαιτείται, οπωσδήποτε, να διαπιστωθεί ότι ο αιτών έχει υποστεί ατομική δίωξη, αλλά αρκεί και η διαπίστωση αντικειμενικώς δικαιολογημένου φόβου ατομικής δίωξης (πρβλ. ΣτΕ 4055/2008, 2666/2006, 3337/2005), η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης παρίσταται πλημμελής και αντιφατική. Και τούτο διότι, ενόψει των διαθέσιμων πληροφοριών αναφορικά με τα εγκλήματα τιμής στο Ιρακινό Κουρδιστάν και λαμβανομένου υπόψη ότι έγιναν δεκτοί ως αληθείς όλοι οι ισχυρισμοί των αιτούντων, μόνη η παραδοχή της μη αναζήτησης των αιτούντων κατά τα συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, δεν μπορεί άνευ ετέρου να στηρίξει την εύλογη πιθανότητα, κατά κοινή πείρα, περί μη διάπραξης εγκλήματος τιμής σε βάρος των αιτούντων, ούτε μπορεί να χαρακτηριστεί ως αντικειμενικά αδικαιολόγητος ο φόβος δίωξης τους, αν επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους. Για τον λόγο αυτόν, βασίμως προβαλλόμενο, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, παρελκούσης της εξέτασης των άλλων λόγων αυτής, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη

[…] Ακυρώνει την υπ΄αρ.πρωτ.2016/18/23.1.2020 απόφαση του β΄ βαθμού της 3ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών.

Αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για νέα αιτιολογημένη κρίση, κατά το σκεπτικό.

Πιλοτική δίκη ξεκινά ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για ζητήματα συνταγματικότητας του νόμου για το πολιτικό άσυλο και την διεθνή προστασία. Συγκεκριμένα, δυνάμει της υπ’ αρ. ΑΔ534/2022 απόφασης Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ξεκινά πρώτυπη δίκη, λόγω σπουδαιότητας και ευρέως ενδιαφέροντος, ενώπιον του ΣτΕ με αντικείμενο τον έλεγχο συνταγματικότητας του α. 5 παρ. 7 ν. 4375/2016, όπως ισχύει μετά το ν. 4636/2019.

Με τη συγκεκριμένη διάταξη προβλέπεται ότι αποφάσεις επί αιτήσεων διεθνούς προστασίας, με τις οποίες αυτές απορρίπτονται με την ταχύρρυθμη διαδικασία ή ως προδήλως αβάσιμες ή ως απαράδεκτες ή ως εκπρόθεσμες ή στα πλαίσια της “διαδικασίας στα σύνορα” ή στα νησιά, εξετάζονται από Επιτροπές Προσφυγών σε μονομελή σύνθεση, αποτελούμενες από έναν διοικητικό δικαστή.

Το προδικαστικό ερώτημα το οποίο απευθύνθηκε αυτεπαγγέλτως από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο εκκρεμούς δίκης αίτησης διεθνούς προστασίας πολίτη Τόγκο έχει ως εξής:

«Είναι σύμφωνες με τα οριζόμενα στις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά την αναθεώρηση του 2001, οι διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 7 του ν. 4375/2016, σύμφωνα με τις οποίες οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, όργανα ενταγμένα στη δομή της εκτελεστικής εξουσίας, που ασκούν δικαιοδοτικής φύσης καθήκοντα – ως προς τα οποία καθήκοντα επιτρέπεται, από την παρ. 2 του ως άνω άρθρου του Συντάγματος, η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών σε συλλογικά όργανα –, μπορούν να λειτουργούν και να αποφαίνονται, στις ειδικότερα αναφερόμενες στο εν λόγω άρθρο κατηγορίες υποθέσεων, υπό μονομελή σύνθεση;». 

12. Επειδή, με την παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 3068/2002 (Α΄ 274) υπήχθησαν στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου οι ακυρωτικές διαφορές που γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών. Διατηρήθηκε ωστόσο, δυνάμει της περ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 15 του ν. 3068/2002, η αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας για την εκδίκαση των ακυρωτικών διαφορών που γεννώνται, μεταξύ άλλων, από την προσβολή πράξεων, αναφερόμενων στην αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα, υπό την έννοια της Συμβάσεως της Γενεύης του 1951 περί του νομικού καθεστώτος των προσφύγων και του συναφούς Πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης του 1967. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της οικείας τροπολογίας, κρίσιμη για την ανωτέρω ρύθμιση ήταν η υπερβολική αύξηση του αριθμού των σχετικών με την είσοδο, παραμονή ή απέλαση των αλλοδαπών διαφορών από το 1990 και μετά. Συνεκτιμήθηκε δε ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε ήδη διαμορφώσει πάγια νομολογία για τα σημαντικότερα ζητήματα που αφορούν την κατάσταση των αλλοδαπών στη χώρα, ώστε υπήρχε το νομολογιακό υλικό που επέτρεπε στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια την, χωρίς μείζονα ερμηνευτικά προβλήματα, επίλυση των σχετικών διαφορών. Με το άρθρο 49 του ν. 3900/2010, και σε συνέχεια του 4/2010 Πρακτικού του Συμβουλίου της Επικρατείας σε Ολομέλεια και Συμβούλιο, με το οποίο προτάθηκε η σχετική ρύθμιση, αντικαταστάθηκε το άρθρο 15 του ν. 3068/2002, και υπήχθησαν κατ’ αρχήν, με την παρ. 1 του άρθρου αυτού, στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου οι ακυρωτικές διαφορές που γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών εν γένει. Περαιτέρω, με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, υπήχθησαν στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου οι ακυρωτικές διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα υπό την ανωτέρω έννοια (καθώς και αυτών που αφορούν την κτήση και την απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας), οι δε αποφάσεις επί των εν λόγω διαφορών υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφαρμοζόμενων κατά τα λοιπά των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 702/1977. Εξάλλου, το άρθρο 50 του ν. 3900/2010 όρισε ότι «Οι διατάξεις των άρθρων … και 49 καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις. Σχετικές αιτήσεις ακυρώσεως που έχουν ασκηθεί ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έως την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου αλλά δεν έχουν συζητηθεί διαβιβάζονται στα κατά τόπο αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία και εφετεία με πράξεις του Προέδρου του οικείου δικαστικού σχηματισμού». Με το άρθρο 115 του ν. 4636/2019 το ανωτέρω άρθρο 15 του ν. 3068/2002 αντικαταστάθηκε εκ νέου ως εξής: «1. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου υπάγονται οι ακυρωτικές διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδίδονται: α) κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών εν γένει, β) που αφορούν την κτήση και την απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας, γ) που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα, υπό την έννοια της Συμβάσεως της Γενεύης … . 2. Για την εκδίκαση των διαφορών των περιπτώσεων α΄ και β΄ της προηγούμενης παραγράφου αρμόδιο κατά τόπον είναι το Διοικητικό Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η διοικητική αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη. … . 3. Για την εκδίκαση των διαφορών της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1, αρμόδιο κατά τόπον δικαστήριο είναι το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, για αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από την Υπηρεσία Ασύλου, τα Περιφερειακά Γραφεία Ασύλου και Αυτοτελή Κλιμάκια Ασύλου, που εδρεύουν εντός των Περιφερειών Θεσσαλίας, Στερεάς Ελλάδας, Δυτικής Ελλάδας, Πελοποννήσου, Βορείου Αιγαίου, Νοτίου Αιγαίου, Κρήτης και Αττικής και για τις αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από την Υπηρεσία Ασύλου, τα Περιφερειακά Γραφεία Ασύλου και Αυτοτελή Κλιμάκια Ασύλου, που εδρεύουν εντός των Περιφερειών Ιονίων Νήσων, Ηπείρου, Δυτικής Μακεδονίας, Κεντρικής Μακεδονίας και Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, αρμόδιο είναι το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Για τις υποθέσεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1, οι αποφάσεις των Διοικητικών Πρωτοδικείων υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. 4. Για την εκδίκαση των διαφορών της παραγράφου 1 εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 2 έως και 4 του ν. 702/1977. Οι αποφάσεις των Διοικητικών Πρωτοδικείων επί των διαφορών των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 1 υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 702/1977. 5. … 7. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 των περιπτώσεων β΄ και γ΄ εφαρμόζονται στις εκκρεμείς υποθέσεις στα Διοικητικά Εφετεία της χώρας, για τις οποίες δεν έχει ορισθεί δικάσιμος, οι οποίες διαβιβάζονται στα κατά τόπον αρμόδια Διοικητικά Πρωτοδικεία της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου με πράξεις των Προέδρων των Τριμελών Συμβουλίων Διεύθυνσης ή των Προέδρων που διευθύνουν τα δικαστήρια. Για τις υποθέσεις αυτές δεν εφαρμόζονται οι προθεσμίες του άρθρου 110 [για τις προθεσμίες για τον προσδιορισμό της αίτησης ακυρώσεως]». Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4636/2019 «Με το άρθρο 115 μεταφέρεται η αρμοδιότητα εκδίκασης των υποθέσεων που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα στα διοικητικά πρωτοδικεία και μάλιστα μόνο σε αυτά της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Με τη ρύθμιση αυτή αντιμετωπίζεται το ζήτημα της διάσπασης της ενότητας της δικαστηριακής αντιμετώπισης συγκεκριμένης κατηγορίας διαφορών, ώστε πλέον όλες οι διαφορές που αφορούν το δίκαιο των αλλοδαπών να εκδικάζονται από τα διοικητικά πρωτοδικεία. Περαιτέρω, η εξαίρεση από τη ρύθμιση της κατά τόπο αρμοδιότητας, ειδικά για τις υποθέσεις που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα, με την πρόβλεψη ότι οι υποθέσεις αυτές θα εκδικάζονται μόνο από τα Διοικητικά Πρωτοδικεία της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, επιβάλλεται λόγω ανάγκης ταχείας εκδίκασης των υποθέσεων αυτών, καθόσον τα ανωτέρω διοικητικά πρωτοδικεία διαθέτουν υποδομές και οργάνωση προκειμένου να εκδικάσουν τη συγκεκριμένη κατηγορία διαφορών». Τέλος, με το άρθρο 57 παρ. 1 του ν. 4689/2020 (Α΄ 103/27.5.2020) αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 15 του ν. 3068/2002, ώστε, μεταξύ άλλων, οι υποθέσεις κτήσης και απώλειας της ελληνικής ιθαγένειας να υπαχθούν εκ νέου στα κατά τόπον αρμόδια τριμελή διοικητικά εφετεία. Η ως άνω διάταξη του άρθρου 115 του ν. 4636/2019, η οποία αποτελεί την κατάληξη μιας τμηματικής και προσεκτικής μεταφοράς των σχετικών με το δίκαιο των αλλοδαπών αρμοδιοτήτων από το Συμβούλιο της Επικρατείας προς τα διοικητικά δικαστήρια, αποβλέπει στην καλύτερη οργάνωση της απονομής δικαιοσύνης σε αυτήν την κρίσιμη όλα τα τελευταία χρόνια κατηγορία διαφορών. Η συγκέντρωση του συνόλου των διαφορών που αναφύονται από πράξεις σχετικές με το δίκαιο των αλλοδαπών (με την εξαίρεση των διαφορών που αφορούν την κτήση και την απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας που δικάζονται από το διοικητικό εφετείο κατά την παρ. 9 του άρθρου 57 του ν. 4689/2020) στα διοικητικά πρωτοδικεία γίνεται σε χρόνο που τα δικαστήρια αυτά έχουν αποκτήσει ήδη πολυετή εμπειρία από την εκδίκαση συναφών διαφορών. Το γεγονός δε ότι οι εκδιδόμενες στις διαφορές αυτές αποφάσεις των διοικητικών πρωτοδικείων υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας συνιστά μία επιπλέον εγγύηση και εξασφαλίζει την ενότητα της νομολογίας.

13. Επειδή, το Σύνταγμα στο άρθρο 26 καθιερώνει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, στην παρ. 1 του άρθρου 87 ορίζει ότι η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία, ενώ στην παρ. 1 του άρθρου 93 προβλέπει ότι τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους. Εξάλλου, το άρθρο 95 του Συντάγματος προβλέπει ότι στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκει, μεταξύ άλλων, η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών (παρ. 1 περ. α΄), ότι κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να υπάγονται με νόμο στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει τις υποθέσεις αυτές σε δεύτερο βαθμό, όπως ορίζει ο νόμος (παρ. 3), και, τέλος, ότι οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας ρυθμίζονται και ασκούνται όπως νόμος ειδικότερα ορίζει (παρ. 4). Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι η οργάνωση της δικαιοσύνης ρυθμίζεται επιτρεπτώς κατά το Σύνταγμα από τον νομοθέτη, οι σχετικές ρυθμίσεις όμως πρέπει να αποβλέπουν στην εύρυθμη λειτουργία της, να προάγουν την αποτελεσματικότητα της απονομής της και το κύρος των δικαστηρίων και να διασφαλίζουν την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης που συνδέεται με τη δικαστική αμεροληψία καθώς και την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών (πρβλ. ΣτΕ 3198/1981, 2152/1993 Ολομ., 3109/2017, ΑΠ 4/1996 Ολομ., ΣτΕ σε Ολομ. και Συμβούλιο 11/2002 και 1/2008). Εξάλλου, και σε συνέχεια της ως άνω διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 87 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών, αλλά και της παρ.1 του άρθρου 88, που προβλέπει ότι οι δικαστικοί λειτουργοί είναι ισόβιοι, το Σύνταγμα θέτει, περαιτέρω, τους βασικούς κανόνες που διέπουν την υπηρεσιακή κατάσταση αλλά και την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας στους δικαστικούς λειτουργούς. Ειδικότερα, η παρ. 3 του άρθρου 87 του Συντάγματος προβλέπει ότι η επιθεώρηση των τακτικών δικαστών ενεργείται από δικαστές ανώτερου βαθμού, ενώ το άρθρο 90, στις παρ. 1-4, ρυθμίζει τα σχετικά με τις προαγωγές και εν γένει τις υπηρεσιακές μεταβολές των δικαστικών λειτουργών, θέτοντας τον κανόνα (με την εξαίρεση των προαγωγών στις θέσεις του Προέδρου και των Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για τις οποίες προβλέπει η παρ. 5 του άρθρου 90) ότι αυτές διενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση ανώτατου δικαστικού συμβουλίου που συγκροτείται από τον Πρόεδρο του οικείου ανώτατου δικαστηρίου και από μέλη του ίδιου δικαστηρίου που ορίζονται με κλήρωση. Προβλέπεται επίσης ότι στο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο μετέχουν χωρίς ψήφο και δύο δικαστικοί λειτουργοί του κλάδου στον οποίον αφορούν οι υπηρεσιακές μεταβολές, βαθμού τουλάχιστον εφέτη ή αντιστοίχου, που ορίζονται επίσης με κλήρωση. Περαιτέρω, το άρθρο 91 του Συντάγματος ρυθμίζει σε γενικές γραμμές την άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας στους δικαστικούς λειτουργούς διακρίνοντας μεταξύ όσων έχουν βαθμό αρεοπαγίτη ή αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και πάνω, ή αντίστοιχους με αυτούς, ως προς τους οποίους η πειθαρχική εξουσία ασκείται από ανώτατο πειθαρχικό συμβούλιο, του οποίου προβλέπει την συγκρότηση (παρ. 1 και 2), και των λοιπών δικαστικών λειτουργών ως προς τους οποίους η πειθαρχική εξουσία ασκείται από συμβούλια που συγκροτούνται με κλήρωση από τακτικούς δικαστές, όπως ορίζει ο νόμος (παρ. 3). Οι ανωτέρω ρυθμίσεις του Συντάγματος εξειδικεύονται με τις διατάξεις του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (Α΄ 35). Συγκεκριμένα, σε σχέση με τους δικαστές των διοικητικών δικαστηρίων, ο Κώδικας αυτός ρυθμίζει στα άρθρα 66 και 67 τις προαγωγές και λοιπές υπηρεσιακές μεταβολές τους προβλέποντας (το άρθρο 67), μεταξύ άλλων, ότι το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο διοικητικής δικαιοσύνης αποφασίζει, μεταξύ άλλων, για τις τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και προαγωγές των δικαστικών λειτουργών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (παρ. 1), καθώς και ότι εάν πρόκειται για θέματα που αφορούν τους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας μετέχει στο εν λόγω ανώτατο δικαστικό συμβούλιο και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας, ότι για υπηρεσιακές μεταβολές προέδρων εφετών και εφετών, στο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο μετέχουν χωρίς ψήφο δύο πρόεδροι εφετών, ενώ εάν πρόκειται για υπηρεσιακές μεταβολές δικαστών με βαθμό κατώτερο του εφέτη, μετέχουν χωρίς ψήφο δύο εφέτες (παρ. 8). Η επιθεώρηση των δικαστών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ρυθμίζεται στα άρθρα 82, 84 και 85 του ανωτέρω Κώδικα. Ειδικότερα, το άρθρο 82 «Όργανα επιθεώρησης του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων» του Κώδικα, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 3 του ν. 3514/2006 (Α΄ 266), ορίζει ότι: «Α. … Γ. Όργανα επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων 1. Όργανα επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών τους είναι το Συμβούλιο Επιθεώρησης και οι επιθεωρητές. 2. … 3. Την επιθεώρηση διενεργούν: α. Στα διοικητικά εφετεία και πρωτοδικεία, σύμβουλοι επικρατείας. β. Στα διοικητικά πρωτοδικεία και πρόεδροι εφετών. γ. … 9. Οι πρόεδροι εφετών διενεργούν επιθεώρηση των διοικητικών πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους παράλληλα προς την επιθεώρηση των επιθεωρητών συμβούλων επικρατείας. Σε όσα δικαστήρια υπηρετούν περισσότεροι πρόεδροι ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο διενεργεί ο ίδιος την επιθεώρηση ή ορίζει εκ των ομοιοβάθμων του αυτόν ή αυτούς που θα τη διενεργήσουν». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 84 του ίδιου ως άνω Κώδικα, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 3514/2006, οι επιθεωρητές προτείνουν την άσκηση πειθαρχικής αγωγής κατά οποιουδήποτε επιθεωρουμένου, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις (παρ. 1 περ. γ΄).

14. Επειδή, οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών (ΑΕΠ) δεν αποτελούν δικαστήρια, κατά την έννοια του Συντάγματος (ΣτΕ Ολομ. 189/2007, 825/1998), ούτε συνιστούν πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, για την επίλυση των διαφορών των οποίων επιλαμβάνονται κατά το νόμο, αλλά ανεξάρτητες αρχές (εντασσόμενες στη δομή) της εκτελεστικής λειτουργίας του κράτους. Ασκούν, πάντως, αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 89 παρ. 2 του Συντάγματος (ΣτΕ 2347-8/2017 Ολομ., 1694/2018 Ολομ.). Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις των ΑΕΠ εκδίδονται κατ’ ενάσκηση αρμοδιότητας “δικαιοδοτικού χαρακτήρα”, διότι (α) ανάγονται στον έλεγχο του νόμω και ουσία βάσιμου της προσβαλλόμενης με την ενδικοφανή προσφυγή πράξης, ώστε είτε να επιλυθεί η διαφορά ταχέως, είτε, τουλάχιστον, να εκκαθαριστούν επαρκώς τα λυσιτελώς τιθέμενα νομικά ή/και πραγματικά ζητήματα, προκειμένου, αφενός, να μην επιβαρύνεται ασκόπως ο φόρτος των διοικητικών δικαστηρίων και, αφετέρου, να εξυπηρετείται η οικονομία και η αποτελεσματικότητα της οικείας ένδικης διαδικασίας επίλυσης της διαφοράς (πρβλ. ΣτΕ 2465/2018 επταμ.) και β) συνάπτονται προς το δικαίωμα παροχής ένδικης προστασίας και την άσκηση δικαιοδοτικής λειτουργίας από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια όχι μόνο για τον παραπάνω λόγο αλλά και καθόσον (i) το παραδεκτό της ένδικης προσφυγής προϋποθέτει την προηγούμενη άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής, (ii) ο δικαιοδοτικός έλεγχος αφορά στη νομιμότητα της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής και, συνακόλουθα, (iii) η έκταση του δικαιοδοτικού ελέγχου συναρτάται, κατ’ αρχήν, με την έκταση του ασκούμενου από τις ΑΕΠ ελέγχου. Επομένως, ο “δικαιοδοτικός” χαρακτήρας των αρμοδιοτήτων των ΑΕΠ απορρέει από το ότι η άσκησή τους, αφενός μεν, κατατείνει στην επίλυση των διαφορών που υποβάλλονται στις ΑΕΠ κατά το νόμο, αφετέρου δε, συνδέεται στενά με την άσκηση του δικαιώματος ένδικης προστασίας και την παροχή αυτής από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Ωστόσο, οι αποφάσεις των ΑΕΠ δεν συνιστούν άσκηση δικαιοδοτικής λειτουργίας, η οποία επιφυλάσσεται από το Σύνταγμα (άρθρο 26) στα δικαστήρια, αλλά αναγκαίο προστάδιο της ένδικης διαδικασίας, για την αποτελεσματικότερη λειτουργία των διοικητικών δικαστηρίων. Εξάλλου, ναι μεν οι ΑΕΠ συγκροτούνται (πλέον αποκλειστικά) από δικαστές των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αλλά τα πρόσωπα αυτά στελεχώνουν τις ΑΕΠ και ασκούν (συλλογικά και με καθεστώς προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας) τις αρμοδιότητες των ΑΕΠ όχι υπό την ιδιότητά των ως δικαστικών λειτουργών, αλλά ως κρατικοί λειτουργοί – μέλη ανεξάρτητων αρχών της εκτελεστικής λειτουργίας. Τούτων έπεται ότι, στο πλαίσιο του δικαιοδοτικού ελέγχου των αποφάσεων των ΑΕΠ από τα διοικητικά πρωτοδικεία, δεν κρίνεται η νομιμότητα αποφάσεων δικαστηρίων ή αποφάσεων δικαιοδοτικών, ήτοι εκδοθεισών κατ’ ενάσκηση της προβλεπόμενης στο Σύνταγμα δικαστικής λειτουργίας, ούτε, άλλωστε, ελέγχονται κρίσεις δικαστικών λειτουργών, εξενεχθείσες υπό την ιδιότητά τους αυτή, αλλά κρίσεις συλλογικών οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας. Εξάλλου, ο ως άνω δικαιοδοτικός έλεγχος ασκείται από δικαστικούς λειτουργούς των διοικητικών πρωτοδικείων, οι οποίοι απολαύουν των προβλεπόμενων από το Σύνταγμα και το νόμο αυξημένων εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπονομεύεται ή αποδυναμώνεται συνεπεία της έκδοσης των υπό έλεγχο πράξεων από όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας στα οποία συμμετέχουν άλλοι δικαστικοί λειτουργοί (πρβλ. ΣτΕ 2347-8/2017 Ολομ.). Συνεπώς, ο έλεγχος από τα διοικητικά πρωτοδικεία των αποφάσεων των ΑΕΠ στις οποίες τυχόν συμμετέχουν δικαστικοί λειτουργοί έχοντες βαθμό ανώτερο του προέδρου πρωτοδικών ή του πρωτοδίκη (δηλαδή διοικητικοί εφέτες ή πρόεδροι εφετών διοικητικών δικαστηρίων) δεν γεννά ζήτημα παραβίασης της αρχής της ορθολογικής οργάνωσης της δικαιοσύνης ούτε των επιταγών του Συντάγματος και του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου περί δικαστικής ανεξαρτησίας και αμεροληψίας. Εξάλλου, η ως άνω διάταξη του άρθρου 46 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ κάθε άλλο παρά αποκλείει την συμμετοχή τακτικών δικαστών (δημοσίων λειτουργών, οι οποίοι απολαμβάνουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας, κατά την εθνική συνταγματική τάξη) στο όργανο που επιλαμβάνεται της προσφυγής κατά των πράξεων με τις οποίες απορρίπτεται αίτημα παροχής (ή ανακαλείται το καθεστώς) διεθνούς προστασίας, ενώ, εξάλλου, κατά τα ήδη κριθέντα (ΔΕΕ, απόφαση της 31.1.2013, C-175/2011, D. και A., σκέψη 103) η πρόβλεψη στην εθνική νομοθεσία ενδίκων μέσων (ή βοηθημάτων), με τα οποία οι αιτούντες διεθνή προστασία μπορούν να αμφισβητήσουν το κύρος των δυσμενών πράξεων του ανωτέρω οργάνου ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων, «είναι από μόνη της σε θέση να αποτρέψει [το όργανο αυτό] από τυχόν πειρασμούς να υποκύψει σε εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις δυνάμενες να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία των μελών του». Η ανωτέρω κρίση δεν τίθεται εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι οι πρωτοδίκες των διοικητικών δικαστηρίων επιθεωρούνται, όπως έχει εκτεθεί, και από προέδρους εφετών ούτε από το γεγονός ότι οι επιθεωρητές πρόεδροι εφετών μπορεί να προτείνουν την άσκηση πειθαρχικής αγωγής κατά οποιουδήποτε επιθεωρούμενου πρωτοδίκη. Και τούτο, ιδίως ενόψει των προαναφερθεισών εγγυήσεων του Συντάγματος αλλά και του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων τόσο για την επιθεώρηση (η οποία διενεργείται, κατά τρόπο επαρκώς αιτιολογημένο και τεκμηριωμένο, από περισσότερους δικαστικούς λειτουργούς, και του Συμβουλίου της Επικρατείας), όσο και για τον πειθαρχικό έλεγχο (που ασκείται από συμβούλια τα οποία συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές) και τις προαγωγές και λοιπές υπηρεσιακές μεταβολές (που διενεργούνται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης). Άλλωστε, η άσκηση από τους προέδρους εφετών διοικητικών δικαστηρίων των αρμοδιοτήτων επιθεώρησης και πειθαρχικού ελέγχου δικαστών των διοικητικών πρωτοδικείων διέπεται από τη θεμελιώδη στην ημεδαπή και στην ενωσιακή έννομη τάξη αρχή της αντικειμενικής αμεροληψίας, η οποία μπορεί να βρει πεδίο εφαρμογής και όταν οι ασκούντες τις εν λόγω αρμοδιότητες έχουν προηγουμένως ασκήσει καθήκοντα μέλους ΑΕΠ. Ο ανωτέρω χαρακτήρας των ΑΕΠ του ν. 4375/2016, ως επιτροπών δηλαδή που ασκούν αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα, δεν άλλαξε μετά την αντικατάσταση του άρθρου 5 του ν. 4375/2016, όπως είχε τροποποιηθεί κατά βάση με τον ν. 4399/2016, με την παρ. 2 του άρθρου 116 του ν. 4636/2019 και την πρόβλεψη ότι αυτές αποτελούνται πλέον από τρεις δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Τούτο δε διότι με τον νεώτερο αυτό νόμο (ν. 4636/2019) απλώς ανασυγκροτήθηκαν οι Ανεξάρτητες Επιτροπές που ήδη λειτουργούσαν και συμπληρώθηκαν με την αντικατάσταση του τρίτου μέλους τους από έναν ακόμη δικαστικό λειτουργό (ΣτΕ 536/2020), προκειμένου, όπως ήδη προαναφέρθηκε, να ενισχυθεί, περαιτέρω, το κύρος τους. Εξάλλου, η πρόβλεψη (με την παρ. 7 του ανωτέρω άρθρου 115 του ν. 4636/2019) ότι η αρμοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων επί των υποθέσεων που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα ισχύει και για τις εκκρεμείς ενώπιον των διοικητικών εφετείων υποθέσεις, για τις οποίες δεν έχει ορισθεί δικάσιμος και οι οποίες διαβιβάζονται στα κατά τόπον αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία, δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα από συνταγματικής άποψης και, ειδικότερα, δεν αντίκειται προς τη θεσπιζόμενη με το άρθρο 8 εδ. α΄ του Συντάγματος αρχή του φυσικού δικαστή, εφόσον το ανωτέρω κριτήριο είναι γενικό και αντικειμενικό, η ρύθμιση δε αποβλέπει στην καλύτερη οργάνωση της απονομής της δικαιοσύνης στην επίμαχη κατηγορία διαφορών. Άλλωστε, συχνά οι νόμοι περί μεταφοράς αρμοδιοτήτων έχουν αντίστοιχες μεταβατικές ρυθμίσεις (βλ. σχετικώς τις παρ. 5 και 6 του άρθρου 15 του ν. 3068/2002 και το άρθρο 50 του ν. 3900/2010)· μάλιστα πολλοί από αυτούς τους νόμους καταλαμβάνουν και υποθέσεις στις οποίες έχει ήδη ορισθεί δικάσιμος (άρθρο 50 ν. 3900/2010).

15. Επειδή, μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Γ.Τ. και οι Σύμβουλοι Σ.Μ. και Α.Κ., με τη γνώμη των οποίων συντάχθηκε και η Πάρεδρος Β.Μ., οι οποίοι υποστήριξαν τα εξής: Ο νομοθέτης έχει ευρεία ευχέρεια να προβλέπει τα του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της δικαιοσύνης, κινούμενος όμως πάντοτε εντός των τεθειμένων συνταγματικών ορίων, υπό την έννοια ότι υποχρεούται, κατά τη θέσπιση των σχετικών ρυθμίσεων, να σέβεται πλήρως την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα (άρθρα 26, 93 και 95) αρχή της ορθολογικής οργάνωσης της δικαιοσύνης, η οποία σχετίζεται με την εύρυθμη λειτουργία της και την προαγωγή της αποτελεσματικότητας στην απονομή της και να διασφαλίζει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης (άρθρο 87), η οποία συνδέεται με την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών και την εντεύθεν δικαστική αμεροληψία∙ δεν είναι, επομένως, ανεκτή ως αντιβαίνουσα στις ανωτέρω συνταγματικές αρχές -ορθολογικής οργάνωσης της δικαιοσύνης και δικαστικής ανεξαρτησίας και αμεροληψίας- η υιοθέτηση εκ μέρους του νομοθέτη ρυθμίσεων οι οποίες επιτρέπουν να τίθεται υπό την κρίση κατώτερων κατά βαθμό δικαστών η κρίση δικαστών βαθμολογικώς ανώτερων από αυτούς και να τίθεται έτσι, αντικειμενικώς, υπό εύλογη αμφισβήτηση η ανεξαρτησία γνώμης των κατώτερων δικαστών, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για κρίσεις επί αποφάσεων δικαστικών σχηματισμών ή συλλογικών οργάνων της Διοίκησης που ασκούν δικαιοδοτικό έργο (πρβλ. ΣτΕ 2612/2015, 3972-3974/2013, 2734/2005, 79/2001, ΑΔΣΔΔ 34, 27, 28/2016, 24, 17/2015, Πρακτικά 4/2010 και 2/2014 του ΣτΕ σε Ολομ. και Συμβ.). Ενόψει αυτών, η επίμαχη ρύθμιση κατά την οποία διοικητικά πρωτοδικεία που αποτελούνται από πρωτοδίκες και προέδρους πρωτοδικών, δικάζουν αιτήσεις ακυρώσεως που στρέφονται κατά αποφάσεων των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, στις οποίες ενδέχεται να μετέχουν δικαστές ανώτεροι αυτών κατά βαθμό, εφέτες ή και πρόεδροι εφετών, αντιβαίνει προς τις ως άνω συνταγματικές αρχές, δεδομένου μάλιστα ότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα, οι μεν πρόεδροι εφετών διενεργούν επιθεώρηση στα διοικητικά πρωτοδικεία και προτείνουν την άσκηση πειθαρχικής αγωγής κατά οποιουδήποτε επιθεωρούμενου, οι δε εφέτες μετέχουν χωρίς ψήφο στο Ανώτατο Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης προκειμένου για υπηρεσιακές μεταβολές δικαστών με βαθμό κατώτερο του εφέτη (άρθρα 82 παρ. 3 εδαφ. β΄, 84 παρ. 1 περ. β΄ και 67 παρ. 8 του Κώδικα Οργάνωσης Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών), με αποτέλεσμα, υπό τα δεδομένα αυτά, να δύναται, αντικειμενικώς, να τεθεί υπό εύλογη αμφισβήτηση η κρίση των τελικώς αποφαινομένων δικαστών (πρωτοδικών και προέδρων πρωτοδικών) παρά τις κατά τα ανωτέρω συνταγματικές εγγυήσεις.

16. Επειδή, περαιτέρω, όπως έχει ήδη εκτεθεί, για την εκδίκαση των διαφορών που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα και, κατ’ εξαίρεση από τα γενικώς ισχύοντα στις διαφορές που αφορούν τη νομοθεσία περί αλλοδαπών εν γένει, αρμόδια κατά τόπο είναι αποκλειστικώς τα Διοικητικά Πρωτοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης κατά τα ανωτέρω ειδικότερα προβλεπόμενα από το άρθρο 115 του ν. 4636/2019. Η συγκέντρωση των διαφορών αυτών στα ως άνω δύο πρωτοδικεία έγινε, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, για το λόγο ότι αυτά διαθέτουν υποδομές και οργάνωση κατάλληλες για την ταχεία εκδίκασή τους. Με τα δεδομένα αυτά, η εν λόγω κατά τόπο αρμοδιότητα των Διοικητικών Πρωτοδικείων Αθηνών και Θεσσαλονίκης αποβλέπει σε οργανωτικό αποκλειστικά σκοπό και δεν αντίκειται σε καμία συνταγματική διάταξη. […]