τελευταια νεα
Tag

ΑΙΤΗΣΗ ΑΣΥΛΟΥ

Browsing

Νεότερο νομοθετικό καθεστώς που προβλέπει επί σιωπηρής ανάκλησης την έκδοση απόφασης επί της ουσίας και όχι διακοπή εξέτασης του αιτήματος ασύλου και θέση στο αρχείο. Εκκρεμείς προσφυγές ενώπιον Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών. Κρίσιμο καθεστώς είναι το ισχύον κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης επί της προσφυγής. Αντίθετη μειοψηφία σύμφωνα με την οποία κρίσιμο εν προκειμένω καθεστώς είναι αυτό ισχύει κατά το χρόνο συζήτησης της προσφυγής.

5. Επειδή, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η νομιμότητα της διοικητικής πράξης, εφόσον δεν ορίζεται ή δεν συνάγεται άλλο από το νόμο, κρίνεται σύμφωνα με το νομοθετικό καθεστώς, που ισχύει κατά το χρόνο της έκδοσής της. Σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, η γενική αυτή αρχή εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις των αιτημάτων διεθνούς προστασίας, υπό την έννοια ότι κρίσιμο νομοθετικό καθεστώς είναι, κατ’ αρχήν, το ισχύον κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης επί ενδικοφανούς προσφυγής κατά απόφασης απορριπτικής αιτήματος διεθνούς προστασίας σε πρώτο βαθμό, όταν ακόμη θεσπίζεται μεταβολή των όρων και προϋποθέσεων χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας μεταξύ του χρόνου υποβολής της σχετικής αίτησης  και του χρόνου έκδοσης της απόφασης του πρώτου βαθμού επί της αιτήσεως αυτής, καθώς και μεταξύ του χρόνου άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής κατά της απορριπτικής απόφασης επί του αιτήματος διεθνούς προστασίας πρώτου βαθμού και του χρόνου έκδοσης της απόφασης επ’ αυτής (πρβλ. ΣτΕ 279, 280/2017, 941/2016, 3563/2008, 1/2006 7μ., 1981/2005 Ολομ., 2502/2004 7μ.). Ωστόσο, η Πρόεδρος του Τμήματος […], η οποία μειοψήφησε, διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Η ως άνω γενική αρχή του διοικητικού δικαίου δεν μπορεί να εφαρμοστεί στις περιπτώσεις των αποφάσεων των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών του ν. 4375/2016 (ΦΕΚ Α΄ 51) που αποφαίνονται επί των αιτημάτων διεθνούς προστασίας, όπου κρίσιμο είναι το νομοθετικό καθεστώς το οποίο ισχύει κατά το χρόνο συζήτησης της ενδικοφανούς προσφυγής από τις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, δεδομένου ότι διαφορετική ερμηνεία θα κατέληγε στην έκδοση ενδεχομένως αντιφατικών αποφάσεων επί ενδικοφανών προσφυγών, οι οποίες συζητήθηκαν την ίδια ημέρα, οι αποφάσεις όμως επ’ αυτών εκδόθηκαν σε χρονικό σημείο κατά το οποίο ίσχυε διαφορετικό νομοθετικό καθεστώς. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι σε κάθε περίπτωση η προαναφερόμενη γενική αρχή εφαρμόζεται εφόσον δεν ορίζεται ή δεν συνάγεται άλλο από τον νόμο, εν προκειμένω δε κάμψη της αρχής αυτής θεσπίστηκε με την μεταβατική διάταξη του άρθρου 117 του ν.4636/2019, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 29 του ν.4686/2020, η οποία ρητά ορίζει ότι οι διατάξεις του ν.4636/2019 καταλαμβάνουν από την έναρξη ισχύος του όλες τις εκκρεμείς, ενώπιον της Αρχής Προσφυγών, προσφυγές που εξετάζονται από τις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, από 1ης.1.2020 ( Άρθρο 29 Τροποποίηση του άρθρου 117 του ν. 4636/2019 Στο άρθρο 117 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) προστίθεται παράγραφος 6, ως εξής: «6. Οι ρυθμίσεις του παρόντος νόμου καταλαμβάνουν από την έναρξη ισχύος του: α) όλες τις εκκρεμείς αιτήσεις διεθνούς προστασίας, β) όλες τις εκκρεμείς, ενώπιον της Αρχής Προσφυγών, προσφυγές που εξετάζονται από τις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, από 1ης.1.2020 και μετά. Κατ’ εξαίρεση: α) η παράγραφος 8 του άρθρου 70, καταλαμβάνει όλες τις εκκρεμείς προσφυγές επί των οποίων δεν έχει δημοσιευθεί απόφαση, β) η περίπτωση ε΄ του άρθρου 93 εφαρμόζεται σε όσες προσφυγές έχουν ασκηθεί από 1ης.1.2020 και μετά). Ερμηνευτικό εξ αντιδιαστολής επιχείρημα υπέρ της άποψης αυτής αντλείται εξάλλου από την προαναφερθείσα διάταξη της παραγράφου 6 εδ.γ΄ του άρθρου 29 του ν.4686/2020, όπου ρητά ορίζεται ως κρίσιμο χρονικό σημείο για την έναρξη ισχύος της παρ.8 του άρθρου 70 ο χρόνος δημοσίευσης της απόφασης της Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών. […]

8. Επειδή, σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο,  με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις προμνησθείσες διατάξεις, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη: α) ότι οι διατάξεις του άρθρου 81 του ν. 4636/2019, με τις οποίες αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 47 παρ. 2 του ν. 4375/2016, τέθηκαν σε ισχύ από 1.1.2020, σύμφωνα με το άρθρο 125 του ν. 4636/2019, β) ότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην πέμπτη σκέψη της παρούσας, κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης (30.1.2020), εφαρμοστέο ήταν το καθεστώς του ν. 4636/2019, υπό την ισχύ του οποίου δεν προβλέπεται, πλέον, διαδικασία διακοπής εξέτασης αιτήματος για χορήγηση διεθνούς προστασίας, λόγω σιωπηρής ανάκλησης, αλλά ορίζεται, στο άρθρο 81 του ως άνω νόμου, ότι όταν υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του, οι αρμόδιες αρχές αποφαίνονται επί της ουσίας, κατόπιν επαρκούς εξέτασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ίδιου νόμου, με βάση τα διαθέσιμα στην υπηρεσία στοιχεία, και γ) ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε στις 30.1.2020, διακόπηκε η εξέταση του ένδικου αιτήματος χορήγησης διεθνούς προστασίας, λόγω σιωπηρής ανάκλησης της οικείας αίτησης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 47 παρ. 2 του ν. 4375/2016, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση νόμου και πρέπει, για το λόγο αυτό, να ακυρωθεί, κατ’ αποδοχή του σχετικού λόγου, ενώ παρέλκει, ως αλυσιτελής, η εξέταση των λοιπών προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης. Κατόπιν τούτου, πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση, η οποία, εφόσον κρίνει ότι υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του, θα  εφαρμόσει τις σχετικές διατάξεις του ν. 4636/2019. Ωστόσο, η Πρόεδρος του Τμήματος, η οποία μειοψήφησε, διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο εξέτασης της ενδικοφανούς προσφυγής του αιτούντος (10.12.2019) εξακολουθούσε να ισχύει ο ν. 4375/2016 [δεδομένου ότι το άρθρο 47 αυτού καταργήθηκε από 1-1-2020, σύμφωνα με τα άρθρα 117 παρ. 6 – όπως η παρ. αυτή προστέθηκε με το 29 του ν.4686/2020 (Α΄ 96/12-5-2020), 119 και 125 του ν.4636/2019 (Α΄169) ], και, επομένως, η Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών ορθώς εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 47 παρ.2, αφού έκρινε ότι υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του, διέκοψε την εξέταση της αίτησης και έθεσε την υπόθεση στο αρχείο, δυνάμενου του αιτούντος, σε κάθε περίπτωση, να ζητήσει, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ως άνω άρθρου 47, τη συνέχιση της διαδικασίας εξέτασης ή να υποβάλει νέα αίτηση. Εξάλλου, οι με αριθμούς 941/2016, 3563/2008, 1/2006 7μ., 1981/2005 Ολομ. και 2502/2004 7μ. αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, τις οποίες επικαλείται η άποψη που επικράτησε, έχουν ως αντικείμενο τον έλεγχο πράξεων ή παραλείψεων διοικητικών οργάνων και όχι δευτεροβάθμιων Επιτροπών μετά την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής (οι ΣτΕ  941/2016, 3563/2008 και 1981/2005 Ολομ. αφορούν πολεοδομικές υποθέσεις κατ’ εφαρμογήν της νομοθεσίας σχετικά με την έκδοση οικοδομικών αδειών και την άρνηση ανακλήσεως συντελεσμένης απαλλοτριώσεως, η ΣτΕ 1/2006 αφορά απόρριψη από τον Υπουργό της Δικαιοσύνης αιτήματος περί χορηγήσεως σε δικαστικό λειτουργό ειδικής εννεάμηνης άδειας με αποδοχές για ανατροφή τέκνου και η ΣτΕ 2502/2004 έχει εκδοθεί επί αιτήσεως ακύρωσης κατά αποφάσεως του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας). Περαιτέρω, οι 279 και 280/2017 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αφορούν το δικαστικό έλεγχο αποφάσεων Δευτεροβάθμιων Επιτροπών του άρθρου 10 του ν. 2643/1998  «Μέριμνα για την απασχόληση προσώπων ειδικών κατηγοριών και άλλες διατάξεις» (Α΄ 220), ήτοι αντικειμένου που δεν σχετίζεται με την υπό κρίση υπόθεση, που αφορά αίτηση ακύρωσης κατά απόφασης  Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 4375/2016, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 86 παρ. 1 του ν. 4399/2016. Και τούτο, διότι οι ως άνω επιτροπές προσφυγών, οι οποίες είναι αρμόδιες για την εκδίκαση ενδικοφανών προσφυγών των αιτούντων διεθνή προστασία, ώστε να ελέγχονται κατά νόμον και κατ’ ουσίαν οι απορριπτικές σε πρώτο βαθμό αποφάσεις, χαρακτηρίζονται στην αιτιολογική έκθεση του άρθρου 86 του ν. 4399/2016, ως «οιονεί δικαιοδοτικά όργανα», έχει δε κριθεί ότι δεν αποτελούν μεν δικαστήρια, κατά την έννοια του Συντάγματος, συνιστούν όμως επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα κατά την έννοια της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 89 παρ. 2 (ΣτΕ 1237, 1238/2017 Ολομ. και 2347, 2348/2017 Ολομ.). Επομένως, η προσβαλλόμενη πράξη παρίσταται νόμιμη και η ένδικη αίτηση πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω, ως προς τους λοιπούς λόγους ακύρωσης. […]

Δέχεται την αίτηση.

Ακυρώνει την 25443/2019/30.1.2020 απόφασης της 9ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών.

Αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση, κατά το σκεπτικό.

Οι διατάξεις του Κώδικα Μετανάστευσης που προβλέπουν ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας έλληνα πολίτη, την προηγούμενη παραίτησή του ενδιαφερομένου απο την αίτηση ασύλου του, αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση θεμιτού σκοπού δημοσίου συμφέροντος.

7. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις [του Ν.4251/2014] που παρατέθηκαν στην τρίτη σκέψη, απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να χορηγηθεί, σε αιτούντα διεθνή προστασία, άδεια διαμονής στην Ελλάδα, ως σύζυγο Ελληνίδας πολίτη, είναι η προηγούμενη παραίτησή του από την σχετικά κατατεθείσα αίτηση διεθνούς προστασίας. Όπως, όμως, προέκυψε, ο αιτών δεν προσκόμισε έκθεση παραίτησης από την υποβληθείσα στις 22.5.2018 αίτηση χορήγησης διεθνούς προστασίας, παρά το γεγονός ότι του ζητήθηκε η προσκόμιση αυτής, ενώ, όπως επίσης προέκυψε, ουδέποτε παραιτήθηκε από της ως άνω αίτηση. Με τα ανωτέρω δεδομένα, το Δικαστήριο κρίνει ότι νόμιμα απορρίφθηκε η αίτησή του για τη χορήγηση σε αυτόν άδειας διαμονής στην Ελλάδα, ως σύζυγο Ελληνίδας πολίτη, με την αιτιολογία ότι δεν προσκόμισε έκθεση παραίτησης από την σχετικά κατατεθείσα αίτηση για χορήγηση διεθνούς προστασίας, η οποία  (αιτιολογία) παρίσταται νόμιμη και επαρκής, όσα, δε, περί του αντιθέτου υποστηρίζει ο αιτών πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Εξάλλου, ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης περί παράβασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης είναι απορριπτέος ομοίως ως αβάσιμος, καθώς, στην προκείμενη περίπτωση δεν ήταν επιβεβλημένη η κλήση του αιτούντος σε ακρόαση πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Και τούτο διότι, η ως άνω απόφαση εκδόθηκε ύστερα από σχετική αίτησή του, με την οποία είχε την ευχέρεια να εκθέσει τις απόψεις του και να προσκομίσει τα απαιτούμενα για την υποστήριξή της στοιχεία (βλ. ΣτΕ 1748/2020, 991/2018, 715/2015 3719/2009, 2147/2007, 452/2004 κ.α.). Ως αβάσιμοι πρέπει να απορριφθούν και οι λόγοι ακύρωσης περί κακής χρήσης της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και περί παράβασης της αρχής της αναλογικότητας, δεδομένου ότι οι ως άνω αρχές δεν δύνανται να τύχουν εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση, κατά την οποία η απόρριψη του αιτήματος του αιτούντος χώρησε κατά δέσμια αρμοδιότητα της Διοίκησης, βάσει αντικειμενικών δεδομένων, και συγκεκριμένα επειδή δεν προσκόμισε την αιτηθείσα έκθεση παραίτησης από την σχετικά κατατεθείσα αίτηση χορήγησης διεθνούς προστασίας (πρβλ. ΣτΕ 1803/2016, 3685, 3771/2012, 4028/2011). Εξάλλου, οι εφαρμοστέες, εν προκειμένω, διατάξεις αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση θεμιτού σκοπού δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος συνίσταται στο κυριαρχικό δικαίωμα της ελληνικής πολιτείας, στο πλαίσιο της μεταναστευτικής της πολιτικής, να ελέγχει την είσοδο, εγκατάσταση, εργασία κατά κλάδο δραστηριότητας και παραμονή των αλλοδαπών σε αυτήν (βλ. ΣτΕ 991/2018, 1803/2016, 715/2015, 5029, 2107/2012). Κατόπιν τούτων, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λόγων ακύρωσης που πλήττουν το επάλληλο αιτιολογικό έρεισμα της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο συνίσταται στη μη εμφάνιση του αιτούντος ενώπιον της Επιτροπής Μετανάστευσης και Ασύλου, κατά τις σχετικά ορισθείσες ημερομηνίες της 26ης.6.2020 και της 4ης.12.2020.

7. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις του τρίτου μέρους του Ν.4636/2019 – όπως τροποποιηθείσες ίσχυαν, κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο – κατοχυρώνεται το δικαίωμα υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας για κάθε αλλοδαπό ή ανιθαγενή και ρυθμίζεται η πρόσβαση στη διαδικασία, οι αρμόδιες αρχές παραλαβής, ο τρόπος υποβολής, καταγραφής και κατάθεσης αίτησης διεθνούς προστασίας. Από τις ίδιες δε αυτές διατάξεις, και, ειδικότερα, από εκείνες των άρθρων 65 παρ. 9 και 78 παρ. 3 συνάγεται ότι οι αρμόδιες αρχές παραλαβής (όπως αυτές απαριθμούνται στο άρθρο 63 του εν λόγω νομοθετήματος) διασφαλίζουν την άσκηση του δικαιώματος κατάθεσης αίτησης διεθνούς προστασίας, υπό την προϋπόθεση, όμως, της αυτοπρόσωπης υποβολής της από τον αιτούντα (παρέχοντας του, πάντως, τη δυνατότητα να συνεπικουρείται, κατά την εν λόγω αυτοπρόσωπη παράσταση, από πληρεξουσίους δικηγόρους ή συμβούλους), με την ρητή εξαίρεση από τον εν λόγω κανόνα, της αυτοπρόσωπης παρουσίας του αιτούντος, των αναφερομένων στην παρ. 7 του άρθρου 65 κατηγοριών υπηκόων τρίτης χώρας ή ανιθαγενών. Όπως δε προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του εν λόγω νόμου, με τις επίμαχες διατάξεις του επιχειρήθηκε η προσαρμογή στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013, ενώ, περιλαμβάνονται και διατάξεις για την αποτελεσματική αντιμετώπιση διαδικαστικών και ουσιαστικών ζητημάτων, τα οποία διαπιστώθηκαν από τη μέχρι τότε εμπειρία της Υπηρεσίας Ασύλου, καθώς και άλλες τροποποιήσεις που κρίθηκαν απαραίτητες για τον εξορθολογισμό της διαδικασίας εξέτασης αιτημάτων διεθνούς προστασίας. Εξάλλου, η προρρηθείσα Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ L 180, στο εξής και Οδηγία περί διαδικασιών), με την οποία σκοπείται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 αυτής, η θέσπιση κοινών διαδικασιών για την χορήγηση και ανάκληση της διεθνούς προστασίας δυνάμει της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011 (σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας, ΕΕ L 337), ορίζει στην παρ. 3 του άρθρου 6 αυτής ότι τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας να κατατίθενται αυτοπροσώπως και/ή σε καθορισμένο χώρο.[…]

10. Επειδή, εν προκειμένω, όπως έχει ήδη εκτεθεί, με την υπό κρίση αίτηση προσβάλλεται η παράλειψη του Π.Γ.Α. Αττικής να ικανοποιήσει την από 17.06.2020 εξώδικη όχληση της αιτούσας με την οποία αυτή δήλωσε τη βούλησή της να υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και ζήτησε τον ορισμό ημερομηνίας συνάντησης για την καταγραφή του εν λόγω αιτήματός της, με συνημμένη τη σχετική «αίτηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας – πολιτικού ασύλου». Σύμφωνα, όμως, με τις, ρυθμίζουσες, ειδικώς, το ζήτημα, διατάξεις του Ν.4636/2019 που αναφέρθηκαν στη σκέψη 6 και τα γενόμενα ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 7, απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος κατάθεσης αίτησης διεθνούς προστασίας, συνιστά η αυτοπρόσωπη υποβολή της από τον αιτούντα, σε κάποια από τις αρμόδιες αρχής παραλαβής, με τον εν λόγω κανόνα να κάμπτεται μόνο στις αναφερόμενες στην παρ. 7 του άρθρου 65 του εν λόγω νόμου περιπτώσεις, στις οποίες η αιτούσα δεν προκύπτει και ούτε, εξάλλου, επικαλείται ότι υπάγεται. Άλλωστε, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου της από 17.06.2020 εξώδικης όχλησης – αίτησης της αιτούσας, η ίδια, σε κάθε περίπτωση, γνώριζε την υποχρέωση αυτοπρόσωπης υποβολής της ένδικης αίτησής της, τα όσα δε προβάλει περί μη παραλαβής της σχετικής αίτησής της από τις αρμόδιες, προς τούτο, αρχές και περί μη ανταπόκρισης των αρμοδίων υπηρεσιών στις κλήσεις, μέσω της διαδικτυακής εφαρμογής skype, προς το σκοπό απόδοσης ημερομηνίας καταγραφής (ραντεβού) απορρίπτονται ως αναπόδεικτα. Συνεπεία δε τούτων, και λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 65 του Ν.4636/2019, η αίτηση χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας θεωρείται κατατεθειμένη από την ημερομηνία της πλήρους καταγραφής της, μετά την αυτοπρόσωπη υποβολή της, διαδικασία στην οποία, ωστόσο, η αιτούσα ουδέποτε προέβη, από την παράλειψη του Π.Γ.Α. Αττικής να ικανοποιήσει το ένδικο αίτημα της αιτούσας, όπως αυτό αναλυτικώς αναφέρεται ανωτέρω, δεν στοιχειοθετείται παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ.4 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως. Για τον λόγο δε αυτό η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.