τελευταια νεα
Tag

ΑΔΕΙΑ ΔΙΑΜΟΝΗΣ

Browsing

Η διάταξη της οικ.41711/11.8.2014 κοινής υπουργικής απόφασης, η οποία ορίζει ως συνέπεια της μη καταβολής του επιβληθέντος, δυνάμει του άρθρου 9 παρ. 1 του ν. 4251/2014, προστίμου εντός της προβλεπόμενης δίμηνης προθεσμίας από την ημέρα επίδοσης της σχετικής απόφασης, την απόρριψη της αίτησης του πολίτη τρίτης χώρας, είναι ανίσχυρη ως τεθείσα καθ’ υπέρβαση της παρασχεθείσας νομοθετικής εξουσιοδότησης.

6. Επειδή, η διάταξη της παρ. 11 του άρθρου 136 του ν. 4251/2014, η οποία αποτελεί το νομικό έρεισμα της εκδοθείσας οικ.41711/11.8.2014 κοινής υπουργικής απόφασης, παρέχει εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Εσωτερικών και Οικονομικών και στον κατά περίπτωση αρμόδιο Υπουργό να καθορίσουν το αρμόδιο όργανο και την διαδικασία βεβαίωσης των προστίμων του Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης. Με το περιεχόμενο αυτό η εν λόγω διάταξη δεν δύναται να θεωρηθεί ότι εξουσιοδοτεί τους αρμόδιους Υπουργούς να θεσπίσουν και περαιτέρω συνέπειες εκ της μη εξόφλησης του ποσού των εν λόγω προστίμων εντός συγκεκριμένης προθεσμίας και, μάλιστα, την επαχθέστερη των συνεπειών, την απόρριψη δηλαδή του υποβληθέντος από τον πολίτη τρίτης χώρας αιτήματος ανανέωσης της άδειας διαμονής του, η οποία συνεπάγεται την στέρηση νόμιμου τίτλου παραμονής στην Ελλάδα και (στην πλειοψηφία των περιπτώσεων) την ενσωμάτωση απόφασης περί επιστροφής του αλλοδαπού στην χώρα καταγωγής του. Επομένως, η διάταξη του εδαφίου β΄ της παρ. 2 του άρθρου 2 της οικ.41711/11.8.2014 απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομικών, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, η οποία ορίζει ως συνέπεια της μη καταβολής του επιβληθέντος, δυνάμει του άρθρου 9 παρ. 1 του ν. 4251/2014, προστίμου εντός της προβλεπόμενης δίμηνης προθεσμίας από την ημέρα επίδοσης της σχετικής απόφασης, την απόρριψη της αίτησης του πολίτη τρίτης χώρας, ρυθμίζουσα ζήτημα μη συνδεόμενο με τον καθορισμό ούτε του οργάνου ούτε της διαδικασίας βεβαίωσης των προστίμων του Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο εύρος της παρασχεθείσας νομοθετικής εξουσιοδότησης και, για τον λόγο αυτόν, ο οποίος εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ως αναγόμενος στο κύρος του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου (ΣτΕ 1749/2016 Ολ., 58/2015 7μ., 2834/2010 κ.ά.), είναι ανίσχυρη ως τεθείσα καθ’ υπέρβαση αυτής. […]

10. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, η απόρριψη του αιτήματος του αιτούντος για ανανέωση της άδειας διαμονής του για εξαρτημένη εργασία ερείδεται αποκλειστικώς στην προβλεπόμενη στην διάταξη του εδ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 2 της οικ.41711/11.8.2014 κοινής υπουργικής απόφασης κύρωση της απόρριψης της αίτησης χορήγησης ή ανανέωσης άδειας διαμονής σε περίπτωση μη εξόφλησης του επιβληθέντος προστίμου εντός διμήνου από την επίδοση της απόφασης περί επιβολής του. Σύμφωνα, όμως με όσα έγιναν δεκτά στην έκτη σκέψη της παρούσας, η εν λόγω διάταξη είναι ανίσχυρη ως τεθείσα καθ’ υπέρβαση της παρεχόμενης με την παρ. 11 του άρθρου 136 του ν. 4251/2014 νομοθετικής εξουσιοδότησης. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη … απόφαση του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης, που υπογράφεται, με εντολή του, από τον Αναπληρωτή Προϊστάμενο του Τμήματος Αδειών Διαμονής Ημαθίας, με την οποία, κατ’ εφαρμογή της ως άνω ανίσχυρης διάταξης, απορρίφθηκε η … αίτηση του αιτούντος για ανανέωση της άδειας διαμονής του για εξαρτημένη εργασία, είναι μη νόμιμη και πρέπει να ακυρωθεί, καθόσον το αιτιολογικό έρεισμά της παρίσταται πλημμελές, παρελκομένης, ως αλυσιτελούς, της έρευνας των προβαλλόμενων με την αίτηση ακύρωσης λόγων. Δεδομένου δε ότι η Διοίκηση δεν εξέτασε επί της ουσίας την συνδρομή στο πρόσωπο του αιτούντος των νομίμων προϋποθέσεων ανανέωσης της άδειας διαμονής του, πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στο αρμόδιο όργανο για νέα νόμιμη κρίση.

Παραβατική συμπεριφορά του αλλοδαπού, εκδηλουμένη κατ’ επανάληψιν με πράξεις του, που κατά νόμον είτε συνιστούν πταίσματα είτε διοικητικές παραβάσεις και συνδυαζομένη και με ποινική καταδίκη του για πλημμέλημα, η οποία καταδίκη, ωστόσο, δεν απέληξε στην επιβολή ποινής φυλακίσεως άνω του ενός έτους, είναι δυνατόν να συγκροτήσει λόγο δημοσίας τάξεως, δικαιολογούντα την άρνηση χορήγησης άδειας διαμονής. Δεν κωλύεται η Διοίκηση ν’ απορρίψει μεταγενέστερο αίτημά για χορήγηση αδείας διαμονής άλλου τύπου (του άρ. 19 ν. 4251/2014), εκ του γεγονότος ότι ειχε χορηγηθεί στον ενδιαφερόμενο κατά το παρελθόν άδεια διαμονής για μόνο τον λόγο ότι καθυστερούσε η οριστική διοικητική κρίση επί του αιτήματός του ασύλου.

8. Επειδή, με τον πρώτο λόγο εφέσεως προβάλλεται εσφαλμένη υπό του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ερμηνεία της εννοίας των λόγων δημοσίας τάξεως. Δεδομένου ότι, όπως προβάλλεται, δεν συνέτρεξε εδώ η νόμιμη [άρ. 6 περ. (γ) υποπερ. (i) του Κώδικα Μεταναστεύσεως] προϋπόθεση της ποινικής καταδίκης σε φυλάκιση ενός τουλάχιστον έτους, κατ’ ορθήν ερμηνεία του νόμου θα έπρεπε να είχε γίνει δεκτό ότι χαμηλής απαξίας πλημμελήμματα ή πταίσματα, έστω και κατ’ επανάληψιν τελούμενα από τον αλλοδαπό, δεν μπορούν να στεγασθούν στην έννοια των λόγων δημοσίας τάξεως. Προβάλλεται δε συναφώς [σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του αρ. 58 κωδ. π. δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), όπως τροποποιήθηκε ήδη από την παράγραφο 2 του άρ. 12 ν. 3900/2010, και, περαιτέρω, επανελήφθη με την παράγραφο 3 του άρθρου 15 ν. 4446/2016 (Α΄ 240)], ο βάσιμος ισχυρισμός ότι με τον λόγο εφέσεως αυτόν τίθεται συγκεκριμένο ερμηνευτικό ζήτημα, κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς, ζήτημα για το οποίο δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατ’ ουσίαν ο ίδιος αυτός λόγος εφέσεως, συνοδευόμενος από αντίστοιχο ισχυρισμό της παραγράφου 1 του αρ. 58 κωδ. π. δ/τος 18/1989, προβάλλεται ως εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι αυτό απαγορεύει την απομάκρυνση αλλοδαπού για λόγους δημοσίας τάξεως, οι οποίοι συγκροτούνται από αδικήματα ήσσονος ποινικής απαξίας, τελεσθέντα από αυτόν, διότι κάτι τέτοιο θίγει υπέρμετρα την ιδιωτική ζωή αλλοδαπού που διαβιοί νομίμως στην χώρα. […]

12. Επειδή, κατά την έννοια της υποπεριπτώσεως (iii) του άρθρου 6 περίπτ. (γ) του ν. 4251/2014 («άλλοι λόγοι δημόσιας τάξης, οι οποίοι θα πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς και αιτιολογημένα στη σχετική απόφαση») παραβατική συμπεριφορά του αλλοδαπού, εκδηλουμένη κατ’ επανάληψιν με πράξεις του, που κατά νόμον είτε συνιστούν πταίσματα είτε διοικητικές παραβάσεις και συνδυαζομένη και με ποινική καταδίκη του για πλημμέλημα, η οποία καταδίκη, ωστόσο, δεν απέληξε στην επιβολή ποινής φυλακίσεως άνω του ενός έτους [άρθρο 6 περίπτ. (γ) υποπεριπτ. (i)], είναι δυνατόν να συγκροτήσει λόγο δημοσίας τάξεως, δικαιολογούντα την άρνηση της αρμόδιας Αρχής να του χορηγήσει άδεια διαμονής (πρβλ. ΣτΕ 1306, 1363/2013, 1969, 2873, 4151/2012). Υπό την αμέσως ανωτέρω έννοια η εν λόγω διάταξη του ν. 4251/2014 δεν αντίκειται προς το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, διότι αποδίδει στα αρμόδια εθνικά όργανα εξουσία η οποία κινείται μέσα στο περιθώριο εκτιμήσεως που αυτά διαθέτουν κατά την Σύμβαση σε ό,τι αφορά το -κατά την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων- επί μέρους κριτήριο της «φύσεως και την βαρύτητας της διαπραχθείσης παραβάσεως». Είναι, συνεπώς, απορριπτέοι ως νόμω αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου λόγοι εφέσεως. […]

14. Επειδή, με τον έτερο λόγο εφέσεως προβάλλεται ότι ανεπιτρέπτως στο πλαίσιο της προκειμένης διαδικασίας του άρ. 19 του ν. 4251/2014 επανεξέτασε η Διοίκηση την συνδρομή λόγων δημοσίας τάξεως στο πρόσωπο της εκκαλούσας, διότι η αρνητική αυτή προϋπόθεση χορηγήσεως αδείας διαμονής σε αλλοδαπό (και μάλιστα για τα αυτά, ἐν μέρει προϋφιστάμενα, πραγματικά περιστατικά, τα συγκροτούντα τους λόγους) είχε κριθεί ήδη σιωπηρώς, όταν της είχε χορηγηθεί με πράξη του Γενικού Γραμματέα Δημοσίας Τάξεως άδεια παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, στις 24 Οκτωβρίου 2016, έχουσα ως νόμιμο έρεισμα το ως άνω άρθρο 22 του ν. 4375/2016, το οποίο κωλύει των επανεκτίμηση των αυτών περιστατικών στο πλαίσιο χορηγήσεως αδείας διαμονής του ν. 4251/2014.

15. Επειδή, ο αλλοδαπός που ζητεί άδεια διαμονής με βάση το άρ. 19 ν. 4251/2014, επιδιώκει την υπαγωγή του σε ένα καθεστώς με διαφορετικές προϋποθέσεις και συνέπειες από αυτές, υπό τις οποίες του είχε χορηγηθεί -με χαλαρώτερες, μάλιστα, προϋποθέσεις- το εντελώς εξαιρετικό καθεστώς του άρ. 22 ν. 4375/2016 [για όσον χρόνο το τελευταίο αυτό ίσχυσε, έως την κατάργησή του, δηλαδή, από το άρ. 72 παρ. 10 ν. 4825/21 (Α΄ 157)]. Και τούτο διότι, αρκούσε κατά την τελευταία αυτή διάταξη ως ουσιαστική προϋπόθεση η πενταετής καθυστέρηση στην οριστική διοικητική κρίση επί του αιτήματος για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ο δε νομοθέτης παρείχε σαφή ένδειξη ότι ο έλεγχος των ζητημάτων δημοσίας τάξεως και ασφαλείας κατ’ αρχήν θα επικεντρωνόταν σε ποινικά αδικήματα με έντονη απαξία. Δεν εκωλύετο, επομένως, η Διοίκηση, η οποία είχε χορηγήσει άδεια διαμονής σε αλλοδαπό για μόνο τον λόγο ότι καθυστερούσε η οριστική διοικητική κρίση επί του αιτήματός του για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ν’ απορρίψει μεταγενέστερο αίτημά του για χορήγηση αδείας διαμονής άλλου τύπου (του άρ. 19 ν. 4251/2014), η οποία αναμένεται να τραπεί κατά τρόπο πάγιο σε άδεια παροχής εργασίας, υπηρεσιών ή έργου κ.λπ. Τούτο δε, κατόπιν νέας σταθμίσεως των ιδίων λόγων δημοσίας τάξεως και ασφαλείας ή και επιγενομένων, πολύ περισσότερο, όπως στην προκείμενη περίπτωση δέχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, αφού η εκκαλούσα συνέχισε την παραβατική συμπεριφορά και μετά την χορήγηση αδείας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, συνεκτιμωμένων και των λοιπών νομίμων κριτηρίων. Ο ερμηνευτικός αυτός χειρισμός δεν αντίκειται στις αρχές της χρηστής Διοικήσεως και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, όπως αβασίμως προβάλλει η εκκαλούσα, διότι η αξιολόγηση των αυτών λόγων οι οποίοι ενδέχεται να καθιστούν ήδη τον αλλοδαπό απειλή για την δημόσια τάξη, γίνεται πλέον υπό το πρίσμα της (προβλεπτής) συνεχίσεως της διαμονής του με σκοπό την παροχή εργασίας, υπηρεσιών ή έργου, δηλαδή υπό καθεστώς με πάγιο χαρακτήρα, επι τη βάσει νέων πραγματικών δεδομένων, που συνίστανται στο ότι εξέλιπε πλέον ο εξαιρετικός λόγος ανθρωπιστικού χαρακτήρα, ο οποίος εβάρυνε ως εκ της φύσεώς του κατά την στάθμιση που είχε διενεργήσει η Διοίκηση, υπάγοντας τον αλλοδαπό στο καθεστώς του άρ. 22 ν. 4375/2016 και χορηγώντας του βάσει αυτής της υπαγωγής την προηγηθείσα άδεια διαμονής (πρβλ. ΣτΕ 4/2021). Συνεπώς, και ο λόγος αυτός εφέσεως, είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθώς και η έφεση στο σύνολό της.

Δεν προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο, στο πλαίσιο της σύννομης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας, που διέθετε για τον χαρακτηρισμό του αιτούντος ως επικίνδυνου για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, εξέτασε τους λόγους για τους οποίους διατάχθηκε η επιστροφή και έλαβε χώρα η καταχώρηση στον Ε.Κ.ΑΝ.Α., σε συνδυασμό με τα στοιχεία της προσωπικής κατάστασης του αιτούντος και ότι συνεκτίμησε κάθε άλλο πρόσφορο στοιχείο, από αυτά που είχαν τεθεί ενώπιον του και που ανάγονται στην όλη προσωπικότητα και συμπεριφορά του.

2. Επειδή, […] Με τις προεκτεθείσες διατάξεις του εδ. α’, περ. γ’ και του εδ. β’ του άρθρου 6 του ν.4251/2014, το οποίο αφορά τις γενικές διατυπώσεις του δικαιώματος διαμονής των αλλοδαπών, προβλέπεται διακριτική ευχέρεια των οργάνων της Διοίκησης, να προβαίνουν σε απόρριψη αιτήματος χορηγήσεως ή ανανεώσεως αδείας διαμονής στην ημεδαπή, εφόσον διαπιστώσουν τη συνδρομή λόγων δημοσίας τάξεως και ασφαλείας στο πρόσωπο του ενδιαφερόμενου αλλοδαπού, ήτοι εφόσον διαπιστώσουν ότι η παραμονή του στην ελληνική επικράτεια αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη (ΣτΕ 5002/2013, 991/2013). Μεταξύ των κριτηρίων, που σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, συνεκτιμώνται από τα όργανα της Διοίκησης, κατά τη διαμόρφωση της κρίσης τους αυτής, είναι η έκδοση σε βάρος του αλλοδαπού τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης σε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, χωρίς, όμως, η ύπαρξη τέτοιας απόφασης να οδηγεί αναγκαστικά και άνευ ετέρου στον χαρακτηρισμό του αλλοδαπού ως επικίνδυνου για την δημόσια τάξη. Περαιτέρω, άλλο κριτήριο, που θέτει ο νομοθέτης είναι η εγγραφή του αλλοδαπού στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών, η οποία, επίσης, εφόσον συντρέχει, δεν αρκεί από μόνη της για να οδηγήσει στο χαρακτηρισμό του συγκεκριμένου προσώπου ως επικίνδυνου για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Τα όργανα της Διοίκησης έχουν μεν κατά τη διαμόρφωση της κρίσης τους περί της επικινδυνότητας του αλλοδαπού διακριτική ευχέρεια, η οποία, όμως, πρέπει να ασκείται σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας (πρβλ. ΣτΕ 374/2011, 655/2011, 2946/2010, 2414/2008), η δε κρίση τους πρέπει να εκφέρεται αιτιολογημένα, μετά από συνεκτίμηση, στην περίπτωση της ύπαρξης καταδικαστικής απόφασης, της φύσης, της βαρύτητας, των συνθηκών διάπραξης του εγκλήματος, του ύψος της καταγνωσθείσας με την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ποινής, στη δε περίπτωση της εγγραφής στον εθνικό κατάλογο, των λόγων που οδήγησαν σ’ αυτήν σε συνδυασμό με κάθε άλλο πρόσφορο στοιχείο αναγόμενο στην όλη προσωπικότητα και συμπεριφορά του αλλοδαπού (πρβλ. ΣτΕ 340/2019, 1772/2016, 4869/2012, 655/2011, 3222/2005 κ.α.).

8. Επειδή, η ανάκληση της άδειας διαμονής του αιτούντος με την προσβαλλόμενη απόφαση ερείδεται στην εγγραφή του ίδιου στον Ε.Κ.ΑΝ.Α. έως 5.9.2028, βάσει της […] απόφασης του αναπληρωτή αρμόδιου αξιωματικού της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής, για λόγους δημόσιας τάξης, που προκύπτουν από την ανωτέρω απόφαση καθώς και από το […]έγγραφο του Τμήματος Επιστροφών της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής προς την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής. Κατά την διατύπωση, εξάλλου, της σχετικής κρίσης, το αρμόδιο όργανο, στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας, που διαθέτει προς τούτο, έλαβε υπόψη τα στοιχεία, που είχαν διαβιβαστεί υπηρεσιακώς από την Διεύθυνση Αλλοδαπών Αττικής και ειδικότερα, το γεγονός ότι σχηματίστηκαν δικογραφίες σε βάρος του αιτούντος, ιδίως για τα αδικήματα της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος και της κλοπής. Ωστόσο, στο […] έγγραφο του Τμήματος Επιστροφών της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής ρητά αναφέρεται ότι δεν είναι γνωστή στην ως άνω υπηρεσία η έκβαση των οικείων ποινικών υποθέσεων, ενώ ούτε από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου προκύπτει η τυχόν έκδοση δικαστικών αποφάσεων για τις σχηματισθείσες δικογραφίες, το ύψος των τυχόν επιβληθεισών ποινών και τα πραγματικά περιστατικά των φερόμενων ως τελεσθέντων αδικημάτων, ιδίως εκείνου της κλοπής. Βάσει αυτών αλλά και όσων έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης και των οριζόμενων στο άρθρο 6 του ν. 4251/2014, από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης, καθ’ ο μέρος αυτή έχει ως έρεισμα την σε βάρος του αιτούντος ύπαρξη της απόφασης επιστροφής και καταχώρησης στον Ε.Κ.ΑΝ.Α., δεν προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο, στο πλαίσιο της σύννομης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας, που διέθετε για τον χαρακτηρισμό του αιτούντος ως επικίνδυνου για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, εξέτασε τους λόγους για τους οποίους διατάχθηκε η επιστροφή και έλαβε χώρα η καταχώρηση στον Ε.Κ.ΑΝ.Α., σε συνδυασμό με τα στοιχεία της προσωπικής κατάστασης του αιτούντος και ότι συνεκτίμησε κάθε άλλο πρόσφορο στοιχείο, από αυτά που είχαν τεθεί ενώπιον του και που ανάγονται στην όλη προσωπικότητα και συμπεριφορά του (έτη παραμονής στην Ελλάδα, οικογενειακή κατάσταση και νόμιμη ή μη διαμονή των μελών της οικογένειάς του στη χώρα, κατάσταση υγείας κ.ά.). Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρίσταται πλήρως και νομίμως αιτιολογημένη και συνεπώς, πρέπει να ακυρωθεί, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με τον οικείο λόγο, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακύρωσης. Η ακύρωση δε της ένδικης απόφασης ως προς το παραπάνω κεφάλαιο στερεί, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ.1 του ν. 3907/2011, το επιβληθέν σε βάρος του αιτούντος μέτρο της επιστροφής από το νόμιμο έρεισμά του και συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της.