Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 463 εδ. α΄ ΚΠΔ, «ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα», κατά δε την τοιαύτη του άρθρου 477 ΚΠΔ, όπως αντικ. με άρθρο 24 παρ. 1 του Ν 3904/2010, «έφεση κατά του βουλεύματος επιτρέπεται στους διαδίκους και στον εισαγγελέα στις περιπτώσεις των επόμενων άρθρων και σε όσες άλλες ορίζει ειδικά ο νόμος», ενώ κατ’ αυτήν του άρθρου 478 ΚΠΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 24 παρ. 2 του Ν 3904/2011, «το ένδικο μέσο της έφεσης επιτρέπεται στον κατηγορούμενο μόνο κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, το οποίο τον παραπέμπει στο δικαστήριο για κακούργημα και μόνο για τους λόγους: α) της απόλυτης ακυρότητας και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης». Οι λόγοι απόλυτης ακυρότητας εκτίθενται στην διάταξη του άρθρου 171 ΚΠΔ (βλ. σχετ. το άρθρο), ενώ εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη την οποία έχει πραγματικά, και εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διατάξεως συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόστηκε (βλ. ΑΠ Ολ 1/2002 ΠοινΧρ ΝΒ΄, 689). Τέλος, όπως συνάγεται από την διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ, στην έκθεση, η οποία συντάσσεται από τον αρμόδιο γραμματέα για την δήλωση άσκησης του ενδίκου μέσου από τον δικαιούμενο, πρέπει να αναφέρονται όλοι οι λόγοι εφέσεως ή αναιρέσεως, διότι αν δεν περιέχεται κάποιος λόγος ή όλοι είναι αόριστοι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο. Δεν αρκεί δε η επίκληση του περιεχομένου των διατάξεων, και εν προκειμένω του άρθρου 478 ΚΠΔ, όπως λ.χ. «ότι έλαβε χώρα απόλυτη ακυρότητα ή εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, όταν δεν εκτίθενται και τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την επικαλούμενη αιτίαση ή δεν προσδιορίζεται ειδικότερα η νομική πλημμέλεια που προσάπτεται στην απόφαση ή το βούλευμα (βλ. ΑΠ Ολ 644/1985 ΠοινΧρ ΛΕ΄, 899 και ΑΠ 1018/2000 ΠοινΔικ 2000, 1204 )».
Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 323Α του ΠΚ, όποιος με τη χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου μεταφέρει ή προωθεί εντός της επικράτειας, προσλαμβάνει, κατακρατεί υποθάλπει, παραδίδει με ή χωρίς αντάλλαγμα σε άλλον ή παραλαμβάνει από άλλον πρόσωπο, με σκοπό να εκμεταλλευθεί ο ίδιος ή άλλος την εργασία του, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και με χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ έως πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ. Ενώ κατά την παρ. 2 της ιδίας διατάξεως «Με την ποινή της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται ο υπαίτιος, αν για να πετύχει τον ίδιο σκοπό, αποσπά τη συναίνεση προσώπου με τη χρήση απατηλών μέσων ή το παρασύρει εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση του, με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή την παροχή άλλων ωφελημάτων». Περαιτέρω σύμφωνα με την παρ. 4 περ. β΄ του αυτού ως άνω άρθρου, όπως νυν ισχύει, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή πενήντα έως εκατό χιλιάδων ευρώ τιμωρείται ο υπαίτιος σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους αν η πράξη: α), … β) τελείται κατ’ επάγγελμα. Για τη στοιχειοθέτηση ειδικότερα σε αντικειμενικό επίπεδο του ανωτέρω εγκλήματος απαιτείται, μεταξύ άλλων: α) μεταφορά ή διαμετακόμιση από τόπου εις τόπον με οποιοδήποτε μέσο είτε αυτοπροσώπως είτε δι’ άλλων προσώπων, η «προώθηση» εντός της επικράτειας, ήτοι η διευκόλυνση της κίνησης του θύματος εντός της επικράτειας, «πρόσληψη» του θύματος, ήτοι ενέργεια με την οποία το θύμα περιέρχεται στη σφαίρα εξουσίας του δράστη και βρίσκεται έτσι σε κάποια σχέση εξαρτήσεως μαζί του και «κατακράτηση» με την έννοια της στέρησης της ελευθερίας του θύματος για ένα όχι ασήμαντο χρονικό διάστημα, β) με τη χρήση βίας ή απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου, όπου ως χρήση βίας νοείται κάθε μεταβίβαση υλικής δύναμης σε πρόσωπο ή πράγμα εφόσον χρησιμοποιείται για την κάμψη της αντίστασης του θύματος, ενώ ως απειλή νοείται κάθε ανακοίνωση ενός μελλοντικού κακού, του οποίου η επέλευση φαίνεται να ελέγχεται από τον ίδιο το δράστη ή γ) με την απόσπαση της συναίνεσης του προσώπου με την χρήση απατηλών μέσων ή την παράσυρση αυτού με εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης του με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή παροχή άλλων ωφελημάτων, υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος του δράστη, ο οποίος γνωρίζει και θέλει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του υπό κρίσιν εγκλήματος και σκοπός του είναι να εκμεταλλευθεί ο ίδιος ή άλλος την εργασία του θύματος χωρίς να απαιτείται πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Η επιβαρυντική δε περίσταση της κατ’ επάγγελμα τέλεσης συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης από τον δράστη ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος (βλ. ΑΠ 912/2008 ΠοινΔικ 2008, 1451, ΣυμβΕφΘεσ 491/2007 με πρόταση Αντ/λεως Εφετών Ηλία Σεφερίδη, ΠραξΛογΠΔ 2007, 534 επ., Αλεξ. Κωστάρα, Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή Ειδικού Μέρους, σελ. 809 και 926 επ. και ΣυμβΠλημΑθ 2648/2008 με πρόταση της Αντ/λεως Πρωτ/κων, Πόπης Παπανδρέου, ΠοινΧρ 2009, 59 επ.).
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν 3691/2008, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες νοείται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και η απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας εν γνώσει κατά το χρόνο της κτήσης του γεγονότος ότι προέρχεται από δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, όπως είναι και η ως άνω αποδιδόμενη στον πρώτο κατηγορούμενο και αναφερόμενη στο άρθρο 3 περ. στ΄ του ιδίου νόμου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 45, στο οποίο προβλέπονται οι ποινικές κυρώσεις του ανωτέρω νόμου και ειδικότερα στην παρ. 1 αυτού, ορίζεται ότι η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου για τις υποστάσεις, με τις οποίες συντελείται η νομιμοποίηση, εφόσον τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των πράξεων νομιμοποίησης των εγκληματικών εσόδων είναι διαφορετικά από εκείνα του βασικού εγκλήματος, τα οποία έτσι τελούν μεταξύ τους σε σχέση αληθινής πραγματικής συρροής.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκκαλούντες με τις ανωτέρω εφέσεις τους, οι οποίες ασκήθηκαν ενώπιον της γραμματείας του πρωτοδικείου Πατρών εμπρόθεσμα, αφού η επίδοση του βουλεύματος προς τον πληρεξούσιο και αντίκλητο δικηγόρο τους έλαβε χώρα την 4.10.2016 και η έφεσή τους ασκήθηκε την 14.10.2016, προσβάλλουν το προαναφερόμενο βούλευμα, δυνάμει του οποίου οι εκκαλούντες παραπέμπονται ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών, για να δικαστούν αναφορικά με το ότι: Ο πρώτος εξ αυτών, ο οποίος διατηρεί στην … επιχείρηση εκτροφής πτηνών, στην πτηνοτροφική του αυτή μονάδα και κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2015 έως και τον μήνα Μάρτιο του αυτού έτους απασχόλησε εννέα (9) Ρουμάνους εργάτες υπό συνθήκες που μαρτυρούσαν εκμετάλλευση εργασίας οιονεί δουλοπαροίκων, αφού τους υπεραπασχολούσε καθημερινά σε εργασία εκτελουμένη υπό σκληρές συνθήκες και για διάστημα από το πρωί της 07.00 έως και την 02.00 τα μεσάνυχτα πληρώνοντάς τους μόνο με 5 ευρώ την εβδομάδα, παρέχοντάς τους ελάχιστη διατροφή και εξασφαλίζοντάς τους διαμονή σε άθλιες κτιριακές εγκαταστάσεις μη πληρούσες τους όρους υγιεινής και θέρμανσης ασκώντας επί πλέον σωματική βία επ’ αυτών, αφού τους χτυπούσε με γροθιές σε διάφορα σημεία του σώματός τους σε κάθε εκδηλουμένη εκ μέρους τους διαμαρτυρία για τις εργασιακές συνθήκες και την μη καταβολή του μισθού των 500 ευρώ μηνιαίως, με το δέλεαρ του οποίου άλλωστε αυτοί δέχτηκαν να αφήσουν την χώρα τους, όπου διαβιούσαν υπό καθεστώς οικονομικής ανέχειας, αλλά και απειλώντας τους επίσης με βία, ήτοι ότι θα πάθουν κακό ή θα χτυπηθούν μέχρι θανάτου, αν τολμούσαν να διαμαρτυρηθούν για τα παραπάνω ή να φύγουν, επιδεικνύοντας μάλιστα σ’ αυτούς για την πειστικότητα των απειλητικών του λόγων την καραμπίνα του και το πιστόλι του πυροβολώντας δε ενίοτε για εκφοβισμό στον αέρα. Σκοπός δε της με αυτόν τον τρόπο εργασιακής τους εκμετάλλευσης ήταν η αποκόμιση περιουσιακών εσόδων εκ μέρους τους. Ακόμη την πράξη του αυτή τέλεσε κατ’ επάγγελμα, αφού την ετοιμότητά του για την επανάληψη αυτής μαρτυρεί η σχετική υποδομή που διατηρούσε, ήτοι αυτή της δικτύωσης με πρόσωπα που, όταν το ζητούσε, τού εύρισκαν ρουμάνους εργάτες, τους οποίους κατ’ εντολή του προσέλκυαν με ψεύτικες υποσχέσεις για δήθεν πληρωμή τους για εργασία υπό καλές συνθήκες με μισθό εξασφαλισμένο, με πληρωμή των ασφαλιστικών τους εισφορών από τον εργοδότη και διαβίωση σε ανθρώπινες εγκαταστάσεις και ακολούθως τους μετέφεραν στην πτηνοτροφική μονάδα του πρώτου εκκαλούντος προς εγκατάσταση, όπου παρείχαν εργασία μηδαμινού σχεδόν κόστους για τον εκκαλούντα με αντίστοιχο σημαντικό και σε σταθερή βάση εισόδημα γι’ αυτόν. Επίσης ο πρώτος εκκαλών παραπέμπεται να δικαστεί και για το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων προερχομένων από εγκληματική δραστηριότητα, με την έννοια ότι απέκτησε και κατείχε σε ασφαλές μέρος, το χρηματικό ποσό του 1.595.175, το οποίο προερχόταν από εκμετάλλευση της εργασίας των εννέα αλλοδαπών εργατών για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα το ποσό αυτό ενσωμάτωνε την μη καταβολή στους εργαζομένους των μισθολογικών και ασφαλιστικών τους εισφορών.
Περαιτέρω ο δεύτερος εκκαλών παραπέμπεται για να δικαστεί ότι παρείχε άμεση συνδρομή στον πρώτο εκκαλούντα, καθώς όντας γνώστης τόσο της ρουμανικής όσο και της ελληνικής γλώσσας ήταν ο άνθρωπος που χρησιμοποίησε ο πρώτος εκκαλών, ώστε να μεταβεί στη Ρουμανία και με τις ψευδείς ως άνω υποσχέσεις να επιτύχει την πρόσληψη για λογαριασμό του των ομοεθνών του εργατών και ακολούθως να τους μεταφέρει και παραδώσει στον πρώτο εκκαλούντα, όπως και έκανε, προς εκμετάλλευση της εργασίας τους υπό τις προεκτεθείσες σκληρές συνθήκες του εκφοβισμού, των απειλών και της υπεραπασχόλησης, στην συντήρηση των οποίων συνέβαλε και ο ίδιος με την ιδιότητα του επιστάτη επικουρώντας τον πρώτο εκκαλούντα στην επιβολή της θελήσεώς του επί των εργαζομένων ως προς τον απάνθρωπο τρόπο εργασίας τους μεταφράζοντας προς αυτούς τις εντολές του, τις απειλές εκφοβισμού τους αλλά και τις ψευδείς υποσχέσεις του ότι θα τους πλήρωνε τους οφειλόμενους προς αυτούς μισθούς, ενώ απαγόρευε σ’ αυτούς, κατόπιν εντολών του συγκατηγορουμένου του, την πρόσβαση σε άλλους χώρους εκτός αυτών, που παρείχαν την εργασία τους. Περαιτέρω του αποδίδεται ότι και ο ίδιος ως μέλος του δικτύου ευρέσεως και προσελκύσεως φτωχών εργατών ομοεθνών του με ψευδείς υποσχέσεις τελούσε αυτήν την πράξη κατ’ επάγγελμα, αφού ποριζόταν σε σταθερή βάση εισόδημα από την πράξη του αυτή αμειβόμενος για τις υπηρεσίες του από τον πρώτο εκκαλούντα. Τις ανωτέρω κατηγορίες, όπως δέχεται το προσβαλλόμενο, επιβεβαιώνουν με τις ανακριτικές τους καταθέσεις οι αλλοδαποί εργαζόμενοι, επικεντρωνόμενοι ορισμένοι εξ αυτών, όπως οι H.I., T.Ι. και P.V., σε περιστατικά άσκησης σωματικής βίας σε βάρος τους από τον πρώτο εκκαλούντα, όπως η καταφορά γρονθοκοπημάτων σε βάρος τους στο στομάχι και στο κεφάλι ή με επώδυνο τράβηγμα του αυτιού του πρώτου εξ αυτών κατά την ώρα της εργασίας με πρόκληση πληγής επ’ αυτού. Το πρωτόδικο βούλευμα δεν δέχθηκε τους αρνητικούς των κατηγοριών που τους αποδόθηκαν ισχυρισμούς των κατηγορουμένων απορρίπτοντας αυτούς ως ουσιαστικά αβάσιμους και απρόσφορους να αντικρούσουν τα με την κατηγορηματικότητα και συνεπή αλληλουχία κατατεθέντα υπό των υποστάντων σκληρή μεταχείριση αλλοδαπών εργατών στα χέρια του εργοδότη τους, αφού από την άλλη πλευρά και υπέρ των απόψεων των εκκαλούντων κατέθεσαν είτε μάρτυρες συνδεόμενοι με συγγενική σχέση μαζί τους είτε άλλα πρόσωπα που δεν είχαν προσωπική αντίληψη των συμβάντων. Ήδη όμως αυτοί το προσβάλλουν με τις υπό κρίσιν εφέσεις τους με λόγους αφορώντες τόσο σε απόλυτες ακυρότητες που σημειώθηκαν κατά την προανακριτική φάση της προδικασίας, αλλά και μετά το τυπικό πέρας της κυρίας ανακρίσεως, με δικονομικές ενέργειες και παραλείψεις προσβλητικές των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων όσο και σε ζητήματα που άπτονται της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής αμφοτέρων των ποινικών διατάξεων που τυποποιούν τις αποδιδόμενες σ’ αυτούς κατηγορίες. Ειδικότερα, και αναφορικά με την πρώτη δέσμη των περί της συνδρομής απόλυτης ακυρότητας λόγων, ο πρώτος εκκαλών ισχυρίζεται με τον πρώτο σχετικό του λόγο ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα από την μη τήρηση κατά την αστυνομική προανάκριση των διατάξεων που εξασφαλίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων του προς υπεράσπισή του και ιδίως αυτών που σχετίζονται με την μη ανακοίνωση της κατηγορίας σ’ αυτόν, την μη εξήγηση από τον προανακριτικό υπάλληλο των δικαιωμάτων του και την απαγόρευση στον συνήγορό του να παραστεί με αυτόν κατά την εξέτασή του, με αποτέλεσμα να μην απολογηθεί κατά την προανάκριση. Επικαλείται δε ως απόδειξη των ως άνω ισχυρισμών του ότι τα διαλαμβανόμενα στην έκθεση εξέτασής του ως κατηγορουμένου δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, όπως συνάγεται τούτο από τα αντιφατικώς παρατιθέμενα σ’ αυτή, αφού στην πρώτη μεν σελίδα της καταγράφεται ερώτηση του προανακριτικού υπαλλήλου αν ο εκκαλών προτίθεται να κάνει χρήση των δικαιωμάτων που του εξηγήθηκαν και αυτός φέρεται να απαντά ότι δεν έχει κατηγορηθεί άλλη φορά, σαν η ερώτηση που του υποβλήθηκε να αφορά στο ζήτημα αυτό, ενώ στη δεύτερη σελίδα της έκθεσης ερωτάται πλέον αν έχει κατηγορηθεί και ακολούθως περιλαμβάνεται η δήλωσή του ότι θα απολογηθεί ενώπιον του εισαγγελέα και παρουσία του συνηγόρου του. Για τον λόγο δε αυτό της στέρησης των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων κατά την εξέτασή του στην αστυνομική προανάκριση στο στάδιο της απολογίας του ζητεί την ακύρωση των δικονομικών ενεργειών που ακολούθησαν και φυσικά την ακύρωση του πρωτοδίκου βουλεύματος. Είναι όμως γνωστό ότι κρατεί στη νομολογία η άποψη ότι η ακυρότητα αυτή που συνάπτεται με την απολογία του κατηγορουμένου στην προανάκριση, δεν θίγει το κύρος των μεταγενέστερων ανακριτικών πράξεων, όπως είναι η άσκηση της ποινικής διώξεως, η κυρία ανάκριση και το επί της ουσίας εκδοθέν βούλευμα, όταν ο κατηγορούμενος άσκησε στην συνέχεια, όπως εν προκειμένω, πλήρως τα δικαιώματά του στην διενεργηθείσα κυρία ανάκριση (ΑΠ 1770/2009 ΠοινΔικ 2010, 659). Τα αντιθέτως επικαλούμενα από τον εκκαλούντα ως υποστηριζόμενα στην θεωρία διατυπώθηκαν ενόψει άλλης περιπτώσεως και δεν αφορά στο ίδιο ακριβώς θέμα, καθώς εκεί επρόκειτο για απ’ ευθείας παραπομπή του κατηγορουμένου στο δικαστήριο μετά από προανάκριση χωρίς απολογία αυτού. Ο δεύτερος λόγος ακυρότητας αφορά στην παράλειψη του Εισαγγελέα να ειδοποιήσει τον εκκαλούντα για να λάβει γνώση της αριθ. … συμπληρωματικής του πρότασης, εφόσον είχε ήδη δηλώσει την σχετική του επιθυμία. Και αυτός όμως ο λόγος όχι τελεσφόρως προτείνεται, διότι η συγκεκριμένη πρόταση δεν αφορούσε στην ουσία της υποθέσεως αλλά στο παρεπίμπτον ζήτημα της άρσεως της κατασχέσεως ορισμένων κατασχεθέντων πραγμάτων, για τα οποία παρέλειψε η Εισαγγελέας να κάνει αναφορά στην επί της ουσίας πρότασή της, της οποίας όμως εισαγγελικής πρότασης, που είχε προηγηθεί, είχε ήδη λάβει γνώση ο εκκαλών, όπως άλλωστε παραδέχεται και ο ίδιος (βλ. αναφορικά με το πότε η παράλειψη ειδοποιήσεως του κατηγορουμένου να λάβει γνώση της εισαγγελικής πρότασης επιφέρει απόλυτη ακυρότητα σε X. Σεβαστίδη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ερμηνεία κατ’ άρθρο, Τόμος ΙΙ, σελ. 2131, ό.π.). Στη συνέχεια και όσον αφορά τώρα στον λόγο περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως, που τυποποιεί την πρώτη αξιόποινη πράξη, ήτοι αυτή της εμπορίας ανθρώπων, ο εκκαλών αναφέρει ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα, ενώ δέχεται ότι τέλεσε ο εκκαλών την πράξη αυτή με την μορφή της εκμετάλλευσης της εργασίας των αλλοδαπών εργατών, δεν αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εκμετάλλευση αυτή, ήτοι δεν αναφέρει ποια ήταν η αξία της πράγματι παρασχεθείσας εργασίας και ποια αμοιβή καταβλήθηκε, ώστε να προκύπτει η εκμετάλλευση και το μέγεθός της. Βέβαια στον λόγο αυτό ο εκκαλών δεν αναφέρει, αν έτσι το προσβαλλόμενο υπέπεσε στην πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής του νόμου, είναι όμως φανερό ότι στην περίπτωση αυτή υπόκειται μομφή για έλλειψη πλήρους αιτιολογίας κι όχι για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, όπως οι έννοιες αυτές αναπτύσσονται στη μείζονα σκέψη μας, αφού γίνεται αναφορά σε έλλειψη εκθέσεως πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την κατηγορία. Σε κάθε όμως περίπτωση αναφέρουμε προς απόρριψη του λόγου αυτού, ότι το πρωτόδικο με πληρότητα παραθέτει τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά προέκυψαν από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλείται, με βάση τα οποία στοιχειοθετείται στην προκειμένη υπόθεση το ανωτέρω έγκλημα στην μορφή αυτού της εκμετάλλευσης της εργασίας. Συγκεκριμένα αναφέρεται σ’ αυτό ο τρόπος προσελκύσεως των αλλοδαπών εκ μέρους των κατηγορουμένων με τις ψευδείς προς αυτούς υποσχέσεις περί καταβολής του προαναφερομένου μηνιαίου μισθού υπό κανονικές συνθήκες εργασίας και με καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, καλές συνθήκες διαβίωσης στον χώρο εργασίας και κανονικό ωράριο εργασίας, που όμως τίποτε από αυτά δεν τηρήθηκαν, ως ειδικότερα τα σχετικά περιστατικά εκτίθενται ανωτέρω αναλυτικότερα. Και βεβαίως δεν χωρά αμφιβολία ότι το πρωτόδικο δεχόμενο τα ανωτέρω, ορθώς ερμήνευσε το αντικειμενικό στοιχείο της εκμετάλλευσης εργασίας που περιλαμβάνεται στην διάταξη του άρθρου 323Α ΠΚ και ορθώς υπήγαγε τα σχετικά με αυτήν πραγματικά περιστατικά στη διάταξη αυτή.
Αντιθέτως, και όσον αφορά στους λόγους περί εσφαλμένης εφαρμογής του δευτέρου εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων, που επίσης αποδίδεται στον πρώτο εκκαλούντα, διακρίνει κανείς στοιχεία βασιμότητας αυτών. Ειδικότερα, με αυτούς προβάλλεται ως λόγος η εσφαλμένη εφαρμογή, στην οποία υπέπεσε το εκκαλούμενο, σε σχέση με ζήτημα της διακριτότητας ανάμεσα στο βασικό έγκλημα και αυτό της νομιμοποίησης, που πρέπει να υπάρχει όταν αυτά τελούνται από τον ίδιο δράστη, προκειμένου να είναι δυνατή η τιμωρία του και για το τελευταίο, διότι, ενώ δέχεται ότι για να πληρωθεί η προϋπόθεση της διακριτότητας των δύο εγκλημάτων, πρέπει αυτά να απαρτίζονται από διαφορετικά αντικειμενικά στοιχεία, εν τέλει υπήγαγε την απόκτηση και κατοχή του περιουσιακού οφέλους από την μη πληρωμή των μισθών στους παθόντες, που συνιστούσαν ακριβώς την ουσία της εκμετάλλευσης της εργασίας των παθόντων και συνεπώς τμήμα της αντικειμενικής υπόστασης του άρθρου 323Α ΠΚ, στις διατάξεις και των δύο εγκλημάτων αδιάκριτα. Τούτο έκανε, χωρίς να εξηγεί, γιατί η απόκτηση και κατοχή του προερχόμενου αμέσως από την εκμετάλλευση του εργασιακού μόχθου των εργαζομένων περιουσιακού οφέλους δεν ταυτίζονται ως ενέργειες νομιμοποίησης και συνεπώς μορφές τελέσεως του σχετικού εγκλήματος, με την υπόσταση της απόκτησης του περιουσιακού οφέλους από την εκμετάλλευση της εργασίας των παθόντων, που είναι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του άρθρου 323Α του ΠΚ. Και πράγματι από κανένα αποδεικτικό μέσο της δικογραφίας προκύπτει ότι η απόκτηση και κατοχή του περιουσιακού οφέλους εκ μέρους του πρώτου εκκαλούντος, όπως αυτό προσδιορίζεται ποσοτικά στο ύψος του 1.595.175 ευρώ, που βρέθηκε στο χρηματοκιβώτιο του σπιτιού του, έλαβαν χώρα με κάποιο άλλο τρόπο εκτός του παραπάνω, με το οποίο τελεστήκε το βασικό έγκλημα, ώστε να εκληφθούν αυτές ως ενέργειες νομιμοποίησης από τον ίδιο τον εκκαλούντα. Βεβαίως το προσβαλλόμενο βούλευμα αντιλαμβανόμενο ότι ίσως η απόκτηση και κατοχή δεν επαρκούν για να ξεχωρίσουν τα δύο εγκλήματα προσθέτει στο σκεπτικό του, ότι τα χρήματα αυτά τα τοποθέτησε σε ασφαλές μέρος, υπονοώντας έτσι ότι υπόκειται και η υπόσταση της απόκρυψης ως διακριτής ενέργειας νομιμοποίησης. Όμως δεν αναφέρει, γιατί προσδίδει νομιμοποίηση στο παραπάνω ποσό η τόσο συνήθης ενέργεια των ανθρώπων να τοποθετούν τα χρήματά τους στο χρηματοκιβώτιο του σπιτιού τους για να τα διασφαλίσουν από τυχόν κλοπή. Θα υφίστατο ενδεχομένως απόκρυψη αν ο εκκαλών παραπλανούσε τα αστυνομικά όργανα, που διεξήγαγαν την κατ’ οίκον έρευνα αναφορικά με τον τόπο που είχε τοποθετήσει τα χρήματά του, που προέρχονταν από εγκληματική δραστηριότητα ή αν είχε σκάψει σε κάποιο σημείο και τοποθετήσει αυτά κάτω από το χώμα. Περαιτέρω ο έτερος λόγος εφέσεως επισημαίνει ένα ακόμη σφάλμα του προσβαλλομένου βουλεύματος έχοντος σχέση με εσφαλμένη πάλι εφαρμογή με την έννοια της εκ πλαγίου αυτή την φορά παραβάσεως της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 2 του Ν 3691/2008, αφού εμφιλοχώρησαν αντιφάσεις στο πόρισμα του βουλεύματος. Ειδικότερα επισημαίνεται ότι το προσβαλλόμενο, ενώ δέχεται στο σκεπτικό του ότι από τα αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό του 1.595.175 ευρώ περιλαμβάνει το περιουσιακό όφελος του εκκαλούντος από την παράνομη εγκληματική δραστηριότητα με την αποσόβηση της μείωσης της περιουσίας του αλλά και έσοδα προερχόμενα από την επιχειρηματική του δραστηριότητα, στην συνέχεια δηλ. στο διατακτικό του αποδίδει στον εκκαλούντα ότι ολόκληρο το προαναφερόμενο ποσό προερχόταν από την παράνομη εγκληματική του δραστηριότητα της εκμετάλλευσης της εργασίας των εννέα ρουμανικής υπηκοότητας εργατών, ενώ είναι προφανές ότι το ποσό αυτό δεν έχει σχέση με την εγκληματική του δραστηριότητα, αλλά προέρχεται μόνο από την επιχειρηματική του δραστηριότητα και κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδεικνύει το αντίθετο. Μάλιστα ο εκκαλών προβαίνει στον υπολογισμό του συνολικού ποσού που ήταν οι μισθοί των εννέα εργατών για την παρεχόμενη από αυτούς εργασία των τριών μηνών με βάση το μηνιαίο μισθό τους και που αυτό ανερχόταν στις 11.250 ευρώ, με την καταβολή δε των ασφαλιστικών εισφορών για το ίδιο χρονικό διάστημα να ανέρχονται στο ποσό των 4.500 ευρώ. Πράγματι το προσβαλλόμενο υπέπεσε σε αυτήν την ως άνω αντίφαση και προκάλεσε σύγχυση αναφορικά με το ποιο ποσό ως περιουσιακό όφελος εν τέλει δέχεται ως προερχόμενο από το βασικό έγκλημα. Αυθαιρέτως δε στο διατακτικό αποδίδει στον εκκαλούντα ότι ωφελήθηκε το ποσό του 1.595.175 ευρώ, αφού από κανένα αποδεικτικό μέσο προέκυπτε, ότι αυτό προερχόταν από την ως άνω εγκληματική του δραστηριότητα κι όχι από την επιχειρηματική του. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε μόνο και μόνο επειδή το ποσό αυτό βρέθηκε στο χρηματοκιβώτιο του σπιτιού του εκκαλούντος, χωρίς όμως η κρίση του αυτή να βρίσκει την τεκμηρίωσή της σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο. Περαιτέρω, και σε σχέση με τους λόγους εφέσεως του δευτέρου εκκαλούντος, στους οποίους επικαλείται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του βασικού εγκλήματος που του αποδίδεται ότι τέλεσε με την μορφή της άμεσης συνέργειας σ αυτό και με την επιβαρυντική περίσταση του κατ’ επάγγελμα εκθέτοντας συγκεκριμένα με αυτούς ότι αφενός δεν αναφέρονται στο βούλευμα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εκμετάλλευση της εργασίας των παθόντων, ήτοι ποια ήταν η αξία της παρασχεθείσης εργασίας, ποια αμοιβή καταβλήθηκε σ’ αυτούς και ποιά ποσά τους κατακρατήθηκαν με την μη καταβολή τους, ώστε να προκύπτει το μέγεθος της εκμετάλλευσης και αν πράγματι υπήρξε στην συγκεκριμένη περίπτωση αυτή και αφετέρου δεν προσδιορίζει ποιος ήταν ο σκοπός πορισμού εισοδήματος του εκκαλούντος αυτού και αν αυτό το εισόδημα συμπεριλαμβάνεται στο ποσό του 1.595.175 ευρώ. Οι άλλοι δύο λόγοι που περιλαμβάνει στην έφεσή του είναι ταυτόσημοι με αυτούς που προέβαλε ο πρώτος εκκαλών όσον αφορά στην εσφαλμένη εφαρμογή στην οποία υπέπεσε το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφορικά με την σύγχυση που προκάλεσε ως προς ποιό ποσό ακριβώς δέχεται ότι αποκόμισε ως όφελος ο πρώτος εκκαλών προερχόμενο από την εγκληματική του δραστηριότητα και απαντήθηκαν ήδη ανωτέρω, αφορούν δε στο έγκλημα της νομιμοποίησης, για το οποίο ο δεύτερος εκκαλών δεν διώχθηκε. Αλλά και οι ανωτέρω αυτοτελώς ως προς αυτόν προβαλλόμενοι λόγοι εφέσεως του δευτέρου εκκαλούντος δεν είναι βάσιμοι, καθώς και αυτοί αφορούν στην έλλειψη πληρότητας της αιτιολογίας και όχι σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως που τυποποιεί το αποδιδόμενο στον δεύτερο εκκαλούντα έγκλημα. Εν πάση όμως περιπτώσει εκθέτουμε, ότι στο προσβαλλόμενο γίνεται, όπως ανωτέρω, πλήρης αναφορά στην πραγματολογική και αποδεικτική στοιχειοθέτηση της έννοιας της εκμετάλλευσης της εργασίας και του τρόπου που αυτή έλαβε χώρα από τους εκκαλούντες και περαιτέρω αναφέρονται τα στοιχεία της κατ’ επάγγελμα τέλεσης του πρώτου εγκλήματος από τον δεύτερο εκκαλούντα, ήτοι εκτίθεται η δράση αυτού ως μέλους του δικτύου παρασύρσεως με ψευδείς υποσχέσεις των αλλοδαπών εργατών με σκοπό φυσικά τον πορισμό σε σταθερή βάση εισοδήματος, αφού αυτή την αποστολή για λογαριασμό του πρώτου εκκαλούντος είχε κυρίως ως απασχόληση καθώς και αυτή της επιστασίας των εργατών για να αποτρέψει το ενδεχόμενο διαφυγής τους και ακόμη της μεταφράσεως σ αυτούς των εντολών του εργοδότη και συνεπώς για την εγκληματική του αυτή δραστηριότητα αμειβόταν από τον συγκατηγορούμενό του. Ούτε δε ήταν αναγκαίο να προσδιορίσει αν το σκοπούμενο εισόδημα προερχόταν ειδικά από το περιουσιακό όφελος που αποκόμισε ο συγκατηγορούμενός του ή πόσο ήταν αυτό για την πληρότητα της αιτιολογίας. Ενόψει αυτών η υπό κρίσιν έφεση του δευτέρου εκκαλούντος είναι αβάσιμη και πρέπει αυτή να απορριφθεί και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα, το οποίο παρέπεμψε αυτόν για το έγκλημα της άμεσης συνέργειας σε εμπορία ανθρώπων κατ’ επάγγελμα, καταδικαζόμενου του εκκαλούντος στα δικαστικά έξοδα. Ομοίως θα πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αβάσιμη η έφεση του πρώτου εκκαλούντος και ειδικότερα ως προς τους λόγους αυτής, με τους οποίους μέμφεται το πρωτόδικο βούλευμα για απόλυτη ακυρότητα και εσφαλμένη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 323Α του ΠΚ, για το οποίο αυτός παραπέμφθηκε και θα πρέπει συνεπώς το προσβαλλόμενο να επικυρωθεί ως προς το σκέλος του αυτό. Αντίθετα θα πρέπει να γίνουν δεκτοί οι λόγοι εφέσεως του πρώτου εκκαλούντος, που αφορούν στο σκέλος του βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών για το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική ενέργεια, που φέρεται ότι τέλεσε στη θέση …, κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2015 έως τα μέσα του μηνός Μαρτίου και να εξαφανισθεί το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς το σκέλος αυτό του διατακτικού του.
Περαιτέρω δε θα πρέπει να αρθεί η κατάσχεση, που επιβλήθηκε επί του ποσού του 1.595.175 ευρώ και να αποδοθεί το ποσό αυτό στον πρώτο εκκαλούντα, ήτοι τον Μ.Σ.-Α.
Η απόφαση δημοσιεύεται στο τεύχος 12/2017 της Ποινικής Δικαιοσύνης