τελευταια νεα
ΕΛΛΑΔΑ

ΣτΕ Ολ 1580/2021: Αρμοδιότητα Διοικητικών Πρωτοδικείων για την εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως κατά αποφάσεων των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών

Pinterest LinkedIn Tumblr

12. Επειδή, με την παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 3068/2002 (Α΄ 274) υπήχθησαν στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου οι ακυρωτικές διαφορές που γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών. Διατηρήθηκε ωστόσο, δυνάμει της περ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 15 του ν. 3068/2002, η αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας για την εκδίκαση των ακυρωτικών διαφορών που γεννώνται, μεταξύ άλλων, από την προσβολή πράξεων, αναφερόμενων στην αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα, υπό την έννοια της Συμβάσεως της Γενεύης του 1951 περί του νομικού καθεστώτος των προσφύγων και του συναφούς Πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης του 1967. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της οικείας τροπολογίας, κρίσιμη για την ανωτέρω ρύθμιση ήταν η υπερβολική αύξηση του αριθμού των σχετικών με την είσοδο, παραμονή ή απέλαση των αλλοδαπών διαφορών από το 1990 και μετά. Συνεκτιμήθηκε δε ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε ήδη διαμορφώσει πάγια νομολογία για τα σημαντικότερα ζητήματα που αφορούν την κατάσταση των αλλοδαπών στη χώρα, ώστε υπήρχε το νομολογιακό υλικό που επέτρεπε στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια την, χωρίς μείζονα ερμηνευτικά προβλήματα, επίλυση των σχετικών διαφορών. Με το άρθρο 49 του ν. 3900/2010, και σε συνέχεια του 4/2010 Πρακτικού του Συμβουλίου της Επικρατείας σε Ολομέλεια και Συμβούλιο, με το οποίο προτάθηκε η σχετική ρύθμιση, αντικαταστάθηκε το άρθρο 15 του ν. 3068/2002, και υπήχθησαν κατ’ αρχήν, με την παρ. 1 του άρθρου αυτού, στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου οι ακυρωτικές διαφορές που γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών εν γένει. Περαιτέρω, με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, υπήχθησαν στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου οι ακυρωτικές διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα υπό την ανωτέρω έννοια (καθώς και αυτών που αφορούν την κτήση και την απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας), οι δε αποφάσεις επί των εν λόγω διαφορών υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφαρμοζόμενων κατά τα λοιπά των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 702/1977. Εξάλλου, το άρθρο 50 του ν. 3900/2010 όρισε ότι «Οι διατάξεις των άρθρων … και 49 καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις. Σχετικές αιτήσεις ακυρώσεως που έχουν ασκηθεί ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έως την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου αλλά δεν έχουν συζητηθεί διαβιβάζονται στα κατά τόπο αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία και εφετεία με πράξεις του Προέδρου του οικείου δικαστικού σχηματισμού». Με το άρθρο 115 του ν. 4636/2019 το ανωτέρω άρθρο 15 του ν. 3068/2002 αντικαταστάθηκε εκ νέου ως εξής: «1. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου υπάγονται οι ακυρωτικές διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που εκδίδονται: α) κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών εν γένει, β) που αφορούν την κτήση και την απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας, γ) που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα, υπό την έννοια της Συμβάσεως της Γενεύης … . 2. Για την εκδίκαση των διαφορών των περιπτώσεων α΄ και β΄ της προηγούμενης παραγράφου αρμόδιο κατά τόπον είναι το Διοικητικό Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η διοικητική αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη. … . 3. Για την εκδίκαση των διαφορών της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1, αρμόδιο κατά τόπον δικαστήριο είναι το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, για αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από την Υπηρεσία Ασύλου, τα Περιφερειακά Γραφεία Ασύλου και Αυτοτελή Κλιμάκια Ασύλου, που εδρεύουν εντός των Περιφερειών Θεσσαλίας, Στερεάς Ελλάδας, Δυτικής Ελλάδας, Πελοποννήσου, Βορείου Αιγαίου, Νοτίου Αιγαίου, Κρήτης και Αττικής και για τις αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από την Υπηρεσία Ασύλου, τα Περιφερειακά Γραφεία Ασύλου και Αυτοτελή Κλιμάκια Ασύλου, που εδρεύουν εντός των Περιφερειών Ιονίων Νήσων, Ηπείρου, Δυτικής Μακεδονίας, Κεντρικής Μακεδονίας και Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, αρμόδιο είναι το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Για τις υποθέσεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1, οι αποφάσεις των Διοικητικών Πρωτοδικείων υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. 4. Για την εκδίκαση των διαφορών της παραγράφου 1 εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 2 έως και 4 του ν. 702/1977. Οι αποφάσεις των Διοικητικών Πρωτοδικείων επί των διαφορών των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 1 υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 702/1977. 5. … 7. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 των περιπτώσεων β΄ και γ΄ εφαρμόζονται στις εκκρεμείς υποθέσεις στα Διοικητικά Εφετεία της χώρας, για τις οποίες δεν έχει ορισθεί δικάσιμος, οι οποίες διαβιβάζονται στα κατά τόπον αρμόδια Διοικητικά Πρωτοδικεία της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου με πράξεις των Προέδρων των Τριμελών Συμβουλίων Διεύθυνσης ή των Προέδρων που διευθύνουν τα δικαστήρια. Για τις υποθέσεις αυτές δεν εφαρμόζονται οι προθεσμίες του άρθρου 110 [για τις προθεσμίες για τον προσδιορισμό της αίτησης ακυρώσεως]». Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4636/2019 «Με το άρθρο 115 μεταφέρεται η αρμοδιότητα εκδίκασης των υποθέσεων που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα στα διοικητικά πρωτοδικεία και μάλιστα μόνο σε αυτά της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Με τη ρύθμιση αυτή αντιμετωπίζεται το ζήτημα της διάσπασης της ενότητας της δικαστηριακής αντιμετώπισης συγκεκριμένης κατηγορίας διαφορών, ώστε πλέον όλες οι διαφορές που αφορούν το δίκαιο των αλλοδαπών να εκδικάζονται από τα διοικητικά πρωτοδικεία. Περαιτέρω, η εξαίρεση από τη ρύθμιση της κατά τόπο αρμοδιότητας, ειδικά για τις υποθέσεις που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα, με την πρόβλεψη ότι οι υποθέσεις αυτές θα εκδικάζονται μόνο από τα Διοικητικά Πρωτοδικεία της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, επιβάλλεται λόγω ανάγκης ταχείας εκδίκασης των υποθέσεων αυτών, καθόσον τα ανωτέρω διοικητικά πρωτοδικεία διαθέτουν υποδομές και οργάνωση προκειμένου να εκδικάσουν τη συγκεκριμένη κατηγορία διαφορών». Τέλος, με το άρθρο 57 παρ. 1 του ν. 4689/2020 (Α΄ 103/27.5.2020) αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο 15 του ν. 3068/2002, ώστε, μεταξύ άλλων, οι υποθέσεις κτήσης και απώλειας της ελληνικής ιθαγένειας να υπαχθούν εκ νέου στα κατά τόπον αρμόδια τριμελή διοικητικά εφετεία. Η ως άνω διάταξη του άρθρου 115 του ν. 4636/2019, η οποία αποτελεί την κατάληξη μιας τμηματικής και προσεκτικής μεταφοράς των σχετικών με το δίκαιο των αλλοδαπών αρμοδιοτήτων από το Συμβούλιο της Επικρατείας προς τα διοικητικά δικαστήρια, αποβλέπει στην καλύτερη οργάνωση της απονομής δικαιοσύνης σε αυτήν την κρίσιμη όλα τα τελευταία χρόνια κατηγορία διαφορών. Η συγκέντρωση του συνόλου των διαφορών που αναφύονται από πράξεις σχετικές με το δίκαιο των αλλοδαπών (με την εξαίρεση των διαφορών που αφορούν την κτήση και την απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας που δικάζονται από το διοικητικό εφετείο κατά την παρ. 9 του άρθρου 57 του ν. 4689/2020) στα διοικητικά πρωτοδικεία γίνεται σε χρόνο που τα δικαστήρια αυτά έχουν αποκτήσει ήδη πολυετή εμπειρία από την εκδίκαση συναφών διαφορών. Το γεγονός δε ότι οι εκδιδόμενες στις διαφορές αυτές αποφάσεις των διοικητικών πρωτοδικείων υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας συνιστά μία επιπλέον εγγύηση και εξασφαλίζει την ενότητα της νομολογίας.

13. Επειδή, το Σύνταγμα στο άρθρο 26 καθιερώνει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, στην παρ. 1 του άρθρου 87 ορίζει ότι η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία, ενώ στην παρ. 1 του άρθρου 93 προβλέπει ότι τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους. Εξάλλου, το άρθρο 95 του Συντάγματος προβλέπει ότι στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκει, μεταξύ άλλων, η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών (παρ. 1 περ. α΄), ότι κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να υπάγονται με νόμο στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει τις υποθέσεις αυτές σε δεύτερο βαθμό, όπως ορίζει ο νόμος (παρ. 3), και, τέλος, ότι οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας ρυθμίζονται και ασκούνται όπως νόμος ειδικότερα ορίζει (παρ. 4). Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι η οργάνωση της δικαιοσύνης ρυθμίζεται επιτρεπτώς κατά το Σύνταγμα από τον νομοθέτη, οι σχετικές ρυθμίσεις όμως πρέπει να αποβλέπουν στην εύρυθμη λειτουργία της, να προάγουν την αποτελεσματικότητα της απονομής της και το κύρος των δικαστηρίων και να διασφαλίζουν την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης που συνδέεται με τη δικαστική αμεροληψία καθώς και την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών (πρβλ. ΣτΕ 3198/1981, 2152/1993 Ολομ., 3109/2017, ΑΠ 4/1996 Ολομ., ΣτΕ σε Ολομ. και Συμβούλιο 11/2002 και 1/2008). Εξάλλου, και σε συνέχεια της ως άνω διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 87 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών, αλλά και της παρ.1 του άρθρου 88, που προβλέπει ότι οι δικαστικοί λειτουργοί είναι ισόβιοι, το Σύνταγμα θέτει, περαιτέρω, τους βασικούς κανόνες που διέπουν την υπηρεσιακή κατάσταση αλλά και την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας στους δικαστικούς λειτουργούς. Ειδικότερα, η παρ. 3 του άρθρου 87 του Συντάγματος προβλέπει ότι η επιθεώρηση των τακτικών δικαστών ενεργείται από δικαστές ανώτερου βαθμού, ενώ το άρθρο 90, στις παρ. 1-4, ρυθμίζει τα σχετικά με τις προαγωγές και εν γένει τις υπηρεσιακές μεταβολές των δικαστικών λειτουργών, θέτοντας τον κανόνα (με την εξαίρεση των προαγωγών στις θέσεις του Προέδρου και των Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για τις οποίες προβλέπει η παρ. 5 του άρθρου 90) ότι αυτές διενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση ανώτατου δικαστικού συμβουλίου που συγκροτείται από τον Πρόεδρο του οικείου ανώτατου δικαστηρίου και από μέλη του ίδιου δικαστηρίου που ορίζονται με κλήρωση. Προβλέπεται επίσης ότι στο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο μετέχουν χωρίς ψήφο και δύο δικαστικοί λειτουργοί του κλάδου στον οποίον αφορούν οι υπηρεσιακές μεταβολές, βαθμού τουλάχιστον εφέτη ή αντιστοίχου, που ορίζονται επίσης με κλήρωση. Περαιτέρω, το άρθρο 91 του Συντάγματος ρυθμίζει σε γενικές γραμμές την άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας στους δικαστικούς λειτουργούς διακρίνοντας μεταξύ όσων έχουν βαθμό αρεοπαγίτη ή αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και πάνω, ή αντίστοιχους με αυτούς, ως προς τους οποίους η πειθαρχική εξουσία ασκείται από ανώτατο πειθαρχικό συμβούλιο, του οποίου προβλέπει την συγκρότηση (παρ. 1 και 2), και των λοιπών δικαστικών λειτουργών ως προς τους οποίους η πειθαρχική εξουσία ασκείται από συμβούλια που συγκροτούνται με κλήρωση από τακτικούς δικαστές, όπως ορίζει ο νόμος (παρ. 3). Οι ανωτέρω ρυθμίσεις του Συντάγματος εξειδικεύονται με τις διατάξεις του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (Α΄ 35). Συγκεκριμένα, σε σχέση με τους δικαστές των διοικητικών δικαστηρίων, ο Κώδικας αυτός ρυθμίζει στα άρθρα 66 και 67 τις προαγωγές και λοιπές υπηρεσιακές μεταβολές τους προβλέποντας (το άρθρο 67), μεταξύ άλλων, ότι το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο διοικητικής δικαιοσύνης αποφασίζει, μεταξύ άλλων, για τις τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και προαγωγές των δικαστικών λειτουργών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (παρ. 1), καθώς και ότι εάν πρόκειται για θέματα που αφορούν τους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας μετέχει στο εν λόγω ανώτατο δικαστικό συμβούλιο και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας, ότι για υπηρεσιακές μεταβολές προέδρων εφετών και εφετών, στο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο μετέχουν χωρίς ψήφο δύο πρόεδροι εφετών, ενώ εάν πρόκειται για υπηρεσιακές μεταβολές δικαστών με βαθμό κατώτερο του εφέτη, μετέχουν χωρίς ψήφο δύο εφέτες (παρ. 8). Η επιθεώρηση των δικαστών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ρυθμίζεται στα άρθρα 82, 84 και 85 του ανωτέρω Κώδικα. Ειδικότερα, το άρθρο 82 «Όργανα επιθεώρησης του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων» του Κώδικα, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 3 του ν. 3514/2006 (Α΄ 266), ορίζει ότι: «Α. … Γ. Όργανα επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων 1. Όργανα επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών τους είναι το Συμβούλιο Επιθεώρησης και οι επιθεωρητές. 2. … 3. Την επιθεώρηση διενεργούν: α. Στα διοικητικά εφετεία και πρωτοδικεία, σύμβουλοι επικρατείας. β. Στα διοικητικά πρωτοδικεία και πρόεδροι εφετών. γ. … 9. Οι πρόεδροι εφετών διενεργούν επιθεώρηση των διοικητικών πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους παράλληλα προς την επιθεώρηση των επιθεωρητών συμβούλων επικρατείας. Σε όσα δικαστήρια υπηρετούν περισσότεροι πρόεδροι ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο διενεργεί ο ίδιος την επιθεώρηση ή ορίζει εκ των ομοιοβάθμων του αυτόν ή αυτούς που θα τη διενεργήσουν». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 84 του ίδιου ως άνω Κώδικα, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 3514/2006, οι επιθεωρητές προτείνουν την άσκηση πειθαρχικής αγωγής κατά οποιουδήποτε επιθεωρουμένου, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις (παρ. 1 περ. γ΄).

14. Επειδή, οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών (ΑΕΠ) δεν αποτελούν δικαστήρια, κατά την έννοια του Συντάγματος (ΣτΕ Ολομ. 189/2007, 825/1998), ούτε συνιστούν πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, για την επίλυση των διαφορών των οποίων επιλαμβάνονται κατά το νόμο, αλλά ανεξάρτητες αρχές (εντασσόμενες στη δομή) της εκτελεστικής λειτουργίας του κράτους. Ασκούν, πάντως, αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 89 παρ. 2 του Συντάγματος (ΣτΕ 2347-8/2017 Ολομ., 1694/2018 Ολομ.). Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις των ΑΕΠ εκδίδονται κατ’ ενάσκηση αρμοδιότητας “δικαιοδοτικού χαρακτήρα”, διότι (α) ανάγονται στον έλεγχο του νόμω και ουσία βάσιμου της προσβαλλόμενης με την ενδικοφανή προσφυγή πράξης, ώστε είτε να επιλυθεί η διαφορά ταχέως, είτε, τουλάχιστον, να εκκαθαριστούν επαρκώς τα λυσιτελώς τιθέμενα νομικά ή/και πραγματικά ζητήματα, προκειμένου, αφενός, να μην επιβαρύνεται ασκόπως ο φόρτος των διοικητικών δικαστηρίων και, αφετέρου, να εξυπηρετείται η οικονομία και η αποτελεσματικότητα της οικείας ένδικης διαδικασίας επίλυσης της διαφοράς (πρβλ. ΣτΕ 2465/2018 επταμ.) και β) συνάπτονται προς το δικαίωμα παροχής ένδικης προστασίας και την άσκηση δικαιοδοτικής λειτουργίας από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια όχι μόνο για τον παραπάνω λόγο αλλά και καθόσον (i) το παραδεκτό της ένδικης προσφυγής προϋποθέτει την προηγούμενη άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής, (ii) ο δικαιοδοτικός έλεγχος αφορά στη νομιμότητα της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής και, συνακόλουθα, (iii) η έκταση του δικαιοδοτικού ελέγχου συναρτάται, κατ’ αρχήν, με την έκταση του ασκούμενου από τις ΑΕΠ ελέγχου. Επομένως, ο “δικαιοδοτικός” χαρακτήρας των αρμοδιοτήτων των ΑΕΠ απορρέει από το ότι η άσκησή τους, αφενός μεν, κατατείνει στην επίλυση των διαφορών που υποβάλλονται στις ΑΕΠ κατά το νόμο, αφετέρου δε, συνδέεται στενά με την άσκηση του δικαιώματος ένδικης προστασίας και την παροχή αυτής από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Ωστόσο, οι αποφάσεις των ΑΕΠ δεν συνιστούν άσκηση δικαιοδοτικής λειτουργίας, η οποία επιφυλάσσεται από το Σύνταγμα (άρθρο 26) στα δικαστήρια, αλλά αναγκαίο προστάδιο της ένδικης διαδικασίας, για την αποτελεσματικότερη λειτουργία των διοικητικών δικαστηρίων. Εξάλλου, ναι μεν οι ΑΕΠ συγκροτούνται (πλέον αποκλειστικά) από δικαστές των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αλλά τα πρόσωπα αυτά στελεχώνουν τις ΑΕΠ και ασκούν (συλλογικά και με καθεστώς προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας) τις αρμοδιότητες των ΑΕΠ όχι υπό την ιδιότητά των ως δικαστικών λειτουργών, αλλά ως κρατικοί λειτουργοί – μέλη ανεξάρτητων αρχών της εκτελεστικής λειτουργίας. Τούτων έπεται ότι, στο πλαίσιο του δικαιοδοτικού ελέγχου των αποφάσεων των ΑΕΠ από τα διοικητικά πρωτοδικεία, δεν κρίνεται η νομιμότητα αποφάσεων δικαστηρίων ή αποφάσεων δικαιοδοτικών, ήτοι εκδοθεισών κατ’ ενάσκηση της προβλεπόμενης στο Σύνταγμα δικαστικής λειτουργίας, ούτε, άλλωστε, ελέγχονται κρίσεις δικαστικών λειτουργών, εξενεχθείσες υπό την ιδιότητά τους αυτή, αλλά κρίσεις συλλογικών οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας. Εξάλλου, ο ως άνω δικαιοδοτικός έλεγχος ασκείται από δικαστικούς λειτουργούς των διοικητικών πρωτοδικείων, οι οποίοι απολαύουν των προβλεπόμενων από το Σύνταγμα και το νόμο αυξημένων εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπονομεύεται ή αποδυναμώνεται συνεπεία της έκδοσης των υπό έλεγχο πράξεων από όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας στα οποία συμμετέχουν άλλοι δικαστικοί λειτουργοί (πρβλ. ΣτΕ 2347-8/2017 Ολομ.). Συνεπώς, ο έλεγχος από τα διοικητικά πρωτοδικεία των αποφάσεων των ΑΕΠ στις οποίες τυχόν συμμετέχουν δικαστικοί λειτουργοί έχοντες βαθμό ανώτερο του προέδρου πρωτοδικών ή του πρωτοδίκη (δηλαδή διοικητικοί εφέτες ή πρόεδροι εφετών διοικητικών δικαστηρίων) δεν γεννά ζήτημα παραβίασης της αρχής της ορθολογικής οργάνωσης της δικαιοσύνης ούτε των επιταγών του Συντάγματος και του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου περί δικαστικής ανεξαρτησίας και αμεροληψίας. Εξάλλου, η ως άνω διάταξη του άρθρου 46 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ κάθε άλλο παρά αποκλείει την συμμετοχή τακτικών δικαστών (δημοσίων λειτουργών, οι οποίοι απολαμβάνουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας, κατά την εθνική συνταγματική τάξη) στο όργανο που επιλαμβάνεται της προσφυγής κατά των πράξεων με τις οποίες απορρίπτεται αίτημα παροχής (ή ανακαλείται το καθεστώς) διεθνούς προστασίας, ενώ, εξάλλου, κατά τα ήδη κριθέντα (ΔΕΕ, απόφαση της 31.1.2013, C-175/2011, D. και A., σκέψη 103) η πρόβλεψη στην εθνική νομοθεσία ενδίκων μέσων (ή βοηθημάτων), με τα οποία οι αιτούντες διεθνή προστασία μπορούν να αμφισβητήσουν το κύρος των δυσμενών πράξεων του ανωτέρω οργάνου ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων, «είναι από μόνη της σε θέση να αποτρέψει [το όργανο αυτό] από τυχόν πειρασμούς να υποκύψει σε εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις δυνάμενες να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία των μελών του». Η ανωτέρω κρίση δεν τίθεται εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι οι πρωτοδίκες των διοικητικών δικαστηρίων επιθεωρούνται, όπως έχει εκτεθεί, και από προέδρους εφετών ούτε από το γεγονός ότι οι επιθεωρητές πρόεδροι εφετών μπορεί να προτείνουν την άσκηση πειθαρχικής αγωγής κατά οποιουδήποτε επιθεωρούμενου πρωτοδίκη. Και τούτο, ιδίως ενόψει των προαναφερθεισών εγγυήσεων του Συντάγματος αλλά και του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων τόσο για την επιθεώρηση (η οποία διενεργείται, κατά τρόπο επαρκώς αιτιολογημένο και τεκμηριωμένο, από περισσότερους δικαστικούς λειτουργούς, και του Συμβουλίου της Επικρατείας), όσο και για τον πειθαρχικό έλεγχο (που ασκείται από συμβούλια τα οποία συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές) και τις προαγωγές και λοιπές υπηρεσιακές μεταβολές (που διενεργούνται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης). Άλλωστε, η άσκηση από τους προέδρους εφετών διοικητικών δικαστηρίων των αρμοδιοτήτων επιθεώρησης και πειθαρχικού ελέγχου δικαστών των διοικητικών πρωτοδικείων διέπεται από τη θεμελιώδη στην ημεδαπή και στην ενωσιακή έννομη τάξη αρχή της αντικειμενικής αμεροληψίας, η οποία μπορεί να βρει πεδίο εφαρμογής και όταν οι ασκούντες τις εν λόγω αρμοδιότητες έχουν προηγουμένως ασκήσει καθήκοντα μέλους ΑΕΠ. Ο ανωτέρω χαρακτήρας των ΑΕΠ του ν. 4375/2016, ως επιτροπών δηλαδή που ασκούν αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα, δεν άλλαξε μετά την αντικατάσταση του άρθρου 5 του ν. 4375/2016, όπως είχε τροποποιηθεί κατά βάση με τον ν. 4399/2016, με την παρ. 2 του άρθρου 116 του ν. 4636/2019 και την πρόβλεψη ότι αυτές αποτελούνται πλέον από τρεις δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Τούτο δε διότι με τον νεώτερο αυτό νόμο (ν. 4636/2019) απλώς ανασυγκροτήθηκαν οι Ανεξάρτητες Επιτροπές που ήδη λειτουργούσαν και συμπληρώθηκαν με την αντικατάσταση του τρίτου μέλους τους από έναν ακόμη δικαστικό λειτουργό (ΣτΕ 536/2020), προκειμένου, όπως ήδη προαναφέρθηκε, να ενισχυθεί, περαιτέρω, το κύρος τους. Εξάλλου, η πρόβλεψη (με την παρ. 7 του ανωτέρω άρθρου 115 του ν. 4636/2019) ότι η αρμοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων επί των υποθέσεων που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα ισχύει και για τις εκκρεμείς ενώπιον των διοικητικών εφετείων υποθέσεις, για τις οποίες δεν έχει ορισθεί δικάσιμος και οι οποίες διαβιβάζονται στα κατά τόπον αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία, δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα από συνταγματικής άποψης και, ειδικότερα, δεν αντίκειται προς τη θεσπιζόμενη με το άρθρο 8 εδ. α΄ του Συντάγματος αρχή του φυσικού δικαστή, εφόσον το ανωτέρω κριτήριο είναι γενικό και αντικειμενικό, η ρύθμιση δε αποβλέπει στην καλύτερη οργάνωση της απονομής της δικαιοσύνης στην επίμαχη κατηγορία διαφορών. Άλλωστε, συχνά οι νόμοι περί μεταφοράς αρμοδιοτήτων έχουν αντίστοιχες μεταβατικές ρυθμίσεις (βλ. σχετικώς τις παρ. 5 και 6 του άρθρου 15 του ν. 3068/2002 και το άρθρο 50 του ν. 3900/2010)· μάλιστα πολλοί από αυτούς τους νόμους καταλαμβάνουν και υποθέσεις στις οποίες έχει ήδη ορισθεί δικάσιμος (άρθρο 50 ν. 3900/2010).

15. Επειδή, μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Γ.Τ. και οι Σύμβουλοι Σ.Μ. και Α.Κ., με τη γνώμη των οποίων συντάχθηκε και η Πάρεδρος Β.Μ., οι οποίοι υποστήριξαν τα εξής: Ο νομοθέτης έχει ευρεία ευχέρεια να προβλέπει τα του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της δικαιοσύνης, κινούμενος όμως πάντοτε εντός των τεθειμένων συνταγματικών ορίων, υπό την έννοια ότι υποχρεούται, κατά τη θέσπιση των σχετικών ρυθμίσεων, να σέβεται πλήρως την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα (άρθρα 26, 93 και 95) αρχή της ορθολογικής οργάνωσης της δικαιοσύνης, η οποία σχετίζεται με την εύρυθμη λειτουργία της και την προαγωγή της αποτελεσματικότητας στην απονομή της και να διασφαλίζει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης (άρθρο 87), η οποία συνδέεται με την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών και την εντεύθεν δικαστική αμεροληψία∙ δεν είναι, επομένως, ανεκτή ως αντιβαίνουσα στις ανωτέρω συνταγματικές αρχές -ορθολογικής οργάνωσης της δικαιοσύνης και δικαστικής ανεξαρτησίας και αμεροληψίας- η υιοθέτηση εκ μέρους του νομοθέτη ρυθμίσεων οι οποίες επιτρέπουν να τίθεται υπό την κρίση κατώτερων κατά βαθμό δικαστών η κρίση δικαστών βαθμολογικώς ανώτερων από αυτούς και να τίθεται έτσι, αντικειμενικώς, υπό εύλογη αμφισβήτηση η ανεξαρτησία γνώμης των κατώτερων δικαστών, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για κρίσεις επί αποφάσεων δικαστικών σχηματισμών ή συλλογικών οργάνων της Διοίκησης που ασκούν δικαιοδοτικό έργο (πρβλ. ΣτΕ 2612/2015, 3972-3974/2013, 2734/2005, 79/2001, ΑΔΣΔΔ 34, 27, 28/2016, 24, 17/2015, Πρακτικά 4/2010 και 2/2014 του ΣτΕ σε Ολομ. και Συμβ.). Ενόψει αυτών, η επίμαχη ρύθμιση κατά την οποία διοικητικά πρωτοδικεία που αποτελούνται από πρωτοδίκες και προέδρους πρωτοδικών, δικάζουν αιτήσεις ακυρώσεως που στρέφονται κατά αποφάσεων των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, στις οποίες ενδέχεται να μετέχουν δικαστές ανώτεροι αυτών κατά βαθμό, εφέτες ή και πρόεδροι εφετών, αντιβαίνει προς τις ως άνω συνταγματικές αρχές, δεδομένου μάλιστα ότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα, οι μεν πρόεδροι εφετών διενεργούν επιθεώρηση στα διοικητικά πρωτοδικεία και προτείνουν την άσκηση πειθαρχικής αγωγής κατά οποιουδήποτε επιθεωρούμενου, οι δε εφέτες μετέχουν χωρίς ψήφο στο Ανώτατο Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης προκειμένου για υπηρεσιακές μεταβολές δικαστών με βαθμό κατώτερο του εφέτη (άρθρα 82 παρ. 3 εδαφ. β΄, 84 παρ. 1 περ. β΄ και 67 παρ. 8 του Κώδικα Οργάνωσης Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών), με αποτέλεσμα, υπό τα δεδομένα αυτά, να δύναται, αντικειμενικώς, να τεθεί υπό εύλογη αμφισβήτηση η κρίση των τελικώς αποφαινομένων δικαστών (πρωτοδικών και προέδρων πρωτοδικών) παρά τις κατά τα ανωτέρω συνταγματικές εγγυήσεις.

16. Επειδή, περαιτέρω, όπως έχει ήδη εκτεθεί, για την εκδίκαση των διαφορών που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα και, κατ’ εξαίρεση από τα γενικώς ισχύοντα στις διαφορές που αφορούν τη νομοθεσία περί αλλοδαπών εν γένει, αρμόδια κατά τόπο είναι αποκλειστικώς τα Διοικητικά Πρωτοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης κατά τα ανωτέρω ειδικότερα προβλεπόμενα από το άρθρο 115 του ν. 4636/2019. Η συγκέντρωση των διαφορών αυτών στα ως άνω δύο πρωτοδικεία έγινε, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, για το λόγο ότι αυτά διαθέτουν υποδομές και οργάνωση κατάλληλες για την ταχεία εκδίκασή τους. Με τα δεδομένα αυτά, η εν λόγω κατά τόπο αρμοδιότητα των Διοικητικών Πρωτοδικείων Αθηνών και Θεσσαλονίκης αποβλέπει σε οργανωτικό αποκλειστικά σκοπό και δεν αντίκειται σε καμία συνταγματική διάταξη. […]

Write A Comment