τελευταια νεα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

ΣτΕ 805/2018: Γεωγραφικός περιορισμός αιτούντων διεθνή προστασία στα νησιά

Pinterest LinkedIn Tumblr

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της οικ. 10464/31-5-2017 αποφάσεως της Διευθύντριας της Υπηρεσίας Ασύλου «Περιορισμός κυκλοφορίας αιτούντων διεθνή προστασία» (Β΄ 1977/7-6-2017), η οποία έχει το ακόλουθο περιεχόμενο: «1. Στα δελτία αιτούντων διεθνή προστασία, τα οποία χορηγούνται από τις Περιφερειακές Υπηρεσίες Λέσβου, Ρόδου, Σάμου, Κω, Λέρου και Χίου και αφορούν αιτούντες οι οποίοι εισήλθαν στην ελληνική επικράτεια μετά τις 20 Μαρτίου 2016 επιβάλλεται περιορισμός κυκλοφορίας των αιτούντων στα νησιά Λέσβο, Ρόδο, Σάμο, Κω, Λέρο και Χίο αντίστοιχα. Ο ως άνω περιορισμός δεν επιβάλλεται ή αίρεται όταν παραπεμφθεί η εξέταση της υπόθεσης σε περιφερειακή υπηρεσία της Υπηρεσίας Ασύλου της ηπειρωτικής Ελλάδας. 2. Με την παρούσα απόφαση καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις της παρούσας ή ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που αποτελούν αντικείμενό της».
3. Επειδή, με έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη αίτηση το αιτούν σωματείο, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 2 του καταστατικού του έχει ως σκοπό την «ανάπτυξη δραστηριότητας υπέρ των προσφύγων και των αιτούντων άσυλο».
[…] 10. Επειδή, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 41 παρ. 1 περ. γγ) του ν. 4375/2016, προκειμένου να επιβληθεί περιορισμός της κυκλοφορίας των αιτούντων διεθνή προστασία σε τμήμα της ελληνικής επικράτειας, ο οποίος, στη συνέχεια θα αναγράφεται στο ατομικό δελτίο του αιτούντος, προβλέπεται η έκδοση κανονιστικής αποφάσεως του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου. Τούτο δε διότι η εκδιδόμενη κατ’ εξουσιοδότηση της διατάξεως αυτής απόφαση εφαρμόζεται επί αορίστου αριθμού προσώπων, ενώ με αυτήν επιβάλλεται, κατά γενικό τρόπο, περιορισμός της κυκλοφορίας των ανωτέρω προσώπων σε ειδικώς οριζόμενη περιοχή της Χώρας. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία επεβλήθη περιορισμός της κυκλοφορίας των αιτούντων διεθνή προστασία, οι οποίοι εισέρχονται στην ελληνική επικράτεια μετά τις 20 Μαρτίου 2016, στα νησιά Λέσβο, Ρόδο, Σάμο, Κω, Λέρο και Χίο, εκδοθείσα κατ’ επίκληση της προαναφερθείσης διατάξεως του άρθρου 41 παρ. 1 περ. γγ) του ν. 4375/2016, έχει κανονιστικό χαρακτήρα.
11. Επειδή, το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει ότι: «Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό». Με τις συνταγματικές αυτές διατάξεις παρέχεται στον κοινό νομοθέτη το δικαίωμα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία. Ειδικότερα, τίθεται ο κανόνας (εδάφιο πρώτο) ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, ο οποίος ασκεί τη μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων. Η νομοθετική εξουσιοδότηση πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προσδιορίζει καθ’ ύλην το αντικείμενό της, ήτοι να μην είναι γενική και αόριστη, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, και να καθορίζει τα όριά της σε σχέση προς αυτό. Περαιτέρω, με τη διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου του Συντάγματος, επιτρέπεται η εξουσιοδότηση για την έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοικήσεως, προκειμένου να ρυθμισθούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό. Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν μερικότερη περίπτωση του θέματος που αποτελεί το αντικείμενο των ουσιαστικών ρυθμίσεων του εξουσιοδοτικού νόμου, καθώς και της λοιπής σχετικής νομοθεσίας (ΣτΕ 1210/2010 Ολομ., 780, 1722/2014, 2575/2015, 652/2016 Ολομ., 669/2016, 1240/2016, 1749/2016 Ολομ., 2151/2017).
12. Επειδή, με τη μνημονευθείσα στη σκέψη 9 διάταξη του άρθρου 41 παρ. 1 περ. γγ) του ν. 4375/2016, η οποία πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φώς: α) της διατάξεως του άρθρου 31 παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης, η οποία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς νομικού συστήματος για την προστασία των προσφύγων και η οποία, ως ήδη εξετάθη (βλ. ανωτέρω σκέψη 5), επιτάσσει οι χώρες υποδοχής προσφύγων να εφαρμόζουν επί των κινήσεων αυτών μόνον τα απαραίτητα περιοριστικά μέτρα, β) των παρατεθεισών ανωτέρω στη σκέψη 3 διατάξεων των άρθρων 6, 18 και 52 παρ. 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες επιτάσσουν οι όποιοι περιορισμοί στην ελευθερία να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος και γ) του παρατεθέντος ανωτέρω στην σκέψη 6 άρθρου 7 παρ. 1 της οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013, η οποία ίσχυε κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του ν. 4375/2016, και στην οποία ορίζεται ότι οι αιτούντες άσυλο μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής ή στην περιοχή η οποία τους ορίζεται, παρέχεται εξουσιοδότηση στον Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου να ορίσει τις περιοχές της Χώρας, στις οποίες επιβάλλεται περιορισμός (και όχι στέρηση) της ελεύθερης κυκλοφορίας των αιτούντων διεθνή προστασία, ο οποίος εμπίπτει στην έννοια των «απαραίτητων περιοριστικών μέτρων»που δύνανται να επιβληθούν στα ανωτέρω πρόσωπα, μέχρις ότου ρυθμισθεί το καθεστώς βάσει του οποίου ευρίσκονται στο κράτος υποδοχής (άρθρο 31 παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης). Η εν λόγω εξουσιοδότηση, με την οποία προσδιορίζεται κατά συγκεκριμένο τρόπο το πεδίο ασκήσεως της κανονιστικής αρμοδιότητας του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου είναι ειδική και ορισμένη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. α΄ του Συντάγματος. Περαιτέρω, για το συνταγματικό κύρος της ανωτέρω νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως δεν απαιτείται, εν όψει της φύσεως του θέματος, η ρύθμιση του οποίου προϋποθέτει την εκτίμηση παραγόντων συναπτομένων προς το δημόσιο συμφέρον, οι οποίοι παρίστανται ως αστάθμητοι και μη δυνάμενοι να προβλεφθούν εκ των προτέρων, να αναφέρονται σε αυτήν, ή με παραπομπή σε άλλη διάταξη νόμου, συγκεκριμένα κριτήρια που πρέπει να πληρούνται κατά την κανονιστική ρύθμιση του θέματος αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω ρύθμιση πρέπει να εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητος. Εξ άλλου, στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 της οδηγίας 2013/33/ΕΕ δεν προβλέπονται κριτήρια τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιβολή του περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας των αιτούντων διεθνή προστασία στην οριζόμενη από το κράτος υποδοχής περιοχή, σε αντίθεση με τη ρύθμιση της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, στην οποία προβλέπεται ρητώς ότι το κράτος υποδοχής δύναται να λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με τη διαμονή των αιτούντων διεθνή προστασία σε περίπτωση που υφίστανται λόγοι δημοσίου συμφέροντος ή δημόσιας τάξης ή όταν τούτο παρίσταται αναγκαίο για την ταχεία επεξεργασία και την αποτελεσματική παρακολούθηση της αιτήσεώς τους, ενώ εξ άλλου και η διάταξη του άρθρου 5 του Συντάγματος δεν απαγορεύει την επιβολή περιορισμών στην ελεύθερη κυκλοφορία των αλλοδαπών, οι οποίοι αιτούνται διεθνή προστασία. Περαιτέρω, το θέμα για τη ρύθμιση του οποίου παρέχεται η ως άνω εξουσιοδότηση, ήτοι ο καθορισμός των συγκεκριμένων περιοχών της Χώρας στις οποίες επιβάλλεται ο περιορισμός της κυκλοφορίας των αιτούντων διεθνή προστασία, αποτελεί ειδικότερο θέμα σε σχέση με τη βασική ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νόμο, ήτοι τον θεσπιζόμενο με το άρθρο 41 παρ. 1 περ. γγ) του ν. 4375/2016 περιορισμό της κυκλοφορίας των αιτούντων διεθνή προστασία και, συνεπώς η ρύθμιση του θέματος αυτού θεμιτώς, κατά τη διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. β΄ του Συντάγματος, ανατέθηκε σε άλλο, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανο της Διοικήσεως, όπως εν προκειμένω στη Διευθύντρια της Υπηρεσίας Ασύλου.
13. Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 41 παρ. 1 περ. γγ) του ν. 4375/2016 είναι σύμφωνη προς τη διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, ο δε λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται το αντίθετο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
14. Επειδή, οι κανονιστικές πράξεις, όπως η προσβαλλόμενη, δεν χρήζουν αιτιολογίας εκ μέρους της Διοικήσεως, αλλά ελέγχονται μόνον από την άποψη της τηρήσεως των όρων της εξουσιοδοτικής διατάξεως κατ’ επίκληση της οποίας εκδίδονται και της τυχόν υπερβάσεως των ορίων της εξουσιοδοτήσεως. Ο έλεγχος αυτός περιλαμβάνει και την έρευνα της δικαιολογίας της εκδόσεώς τους, προκειμένου να κριθεί αν αυτές κείνται εντός του πλαισίου της εξουσιοδοτήσεως βάσει της οποίας εκδίδονται. Για να είναι δε εφικτός ο έλεγχος αυτός, πρέπει να περιλαμβάνονται μεταξύ των στοιχείων του φακέλου και τα εκτιμηθέντα από τη Διοίκηση στοιχεία, που συνηγορούν υπέρ της εκδόσεως της κανονιστικής αποφάσεως, τα οποία είτε αναφέρονται στην εξουσιοδοτική διάταξη, είτε είναι σύμφωνα με το πνεύμα και το σκοπό της (ΣτΕ 2107/2009, 3626/2010, 2020/2012, 1964/2013, 3474/2017).
15. Επειδή, με την προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση επιβλήθηκε περιορισμός στην ελεύθερη κυκλοφορία των αιτούντων την χορήγηση ασύλου. Ο περιορισμός αυτός δεν απαγορεύεται μεν, όπως εξετέθη ανωτέρω στις σκέψεις 12 και 13, από το Σύνταγμα ή από άλλη διάταξη υπερνομοθετικής τυπικής ισχύος, πρέπει, όμως, να προκύπτουν από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της διοικητικής πράξεως με την οποία επιβλήθηκε, οι λόγοι για τους οποίους επιβλήθηκε το μέτρο, προκειμένου να μπορεί να διαπιστωθεί ότι το μέτρο αυτό ήταν απαραίτητο(άρθρο 31 παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης). Περαιτέρω, ο επίμαχος περιορισμός στην κυκλοφορία των αιτούντων διεθνή προστασία, έχει ως συνέπεια τον μη επιμερισμό των προσώπων αυτών σε ολόκληρη την Ελληνική Επικράτεια, αλλά, αντιθέτως, την άνιση συγκέντρωσή τους σε ορισμένες μόνο περιφέρειες αυτής και την, εκ του λόγου αυτού, σημαντική επιβάρυνση και υποβάθμισή τους σε σχέση με τις λοιπές. Πράγματι, οι εν λόγω περιφέρειες καλούνται να διαχειρισθούν και να αντιμετωπίσουν, με τις υπάρχουσες υποδομές, εν μέσω της σοβαρής δημοσιονομικής κρίσης που διέρχεται η Χώρα, την είσοδο και παραμονή σε αυτές σημαντικού αριθμού προσώπων που αιτούνται διεθνή προστασία, με συνέπεια να υφίσταται σοβαρός κίνδυνος προκλήσεως κοινωνικών εντάσεων με επιπτώσεις στη δημόσια τάξη και την οικονομική ζωή των εν λόγω περιφερειών, οι οποίες αποτελούν και τουριστικούς προορισμούς. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, ούτε από το κείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, ούτε από τα στοιχεία που μνημονεύονται στο προοίμιο αυτής, προκύπτουν οι νόμιμοι λόγοι που υπαγόρευσαν την επιβολή του ένδικου περιορισμού, προκειμένου να κριθεί αν η απόφαση αυτή ευρίσκεται εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 41 παρ. 1 περ. γγ) του ν. 4375/2016, η οποία, κατά τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη 12, ερμηνευόμενη υπό το φως του άρθρου 31 παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης, επιτρέπει την επιβολή στους αιτούντες διεθνή προστασία μόνο των απαραίτητων περιοριστικών μέτρων. Περαιτέρω, εκ μόνης της αναφοράς στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο ένδικος περιορισμός επιβάλλεται στους αιτούντες διεθνή προστασία οι οποίοι εισέρχονται στην ελληνική επικράτεια μετά τις 20 Μαρτίου 2016, δεν προκύπτει κατά τρόπο ασφαλή και ανεπίδεκτο αμφισβητήσεως, όπως απαιτείται προκειμένου να καταστεί εφικτός ο δικαστικός έλεγχος, ότι έρεισμα της προσβαλλομένης αποφάσεως αποτέλεσε η αναφερόμενη στη σκέψη 7 κοινή δήλωση Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας, η οποία, μάλιστα, δεν μνημονεύεται στο προοίμιο, ούτε σε άλλα στοιχεία του φακέλου προγενέστερα της προσβαλλομένης. Περαιτέρω, και υπό την εκδοχή ότι το επίδικο μέτρο ελήφθη για τις ανάγκες της εφαρμογής της ανωτέρω κοινής δηλώσεως, δεν προκύπτει, πάντως, αν η Διοίκηση θεώρησε ότι έχει ευχέρεια επιλογής των κατά την ουσιαστική εκτίμησή της ληπτέων απαραίτητων περιοριστικών μέτρων ή αν, αντιθέτως, υπέβαλε ότι υπέχει υποχρέωση προς επιβολή του ένδικου περιορισμού εν όψει συγκεκριμένης ρήτρας της προαναφερθείσης κοινής δηλώσεως. Τις κατά τα ανωτέρω ελλείψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν θεραπεύουν, εξ άλλου, οι εκτιμήσεις της Διοικήσεως, οι οποίες διατυπώνονται το πρώτον με το υπ’ αριθ. 4340/26-2-2018 έγγραφο του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής προς το Δικαστήριο, το οποίο υπογράφεται από την Αναπληρώτρια Προϊσταμένη του Νομικού Τμήματος της Υπηρεσίας Ασύλου. Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον δηλαδή δεν προκύπτουν οι σοβαροί και επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος και μεταναστευτικής πολιτικής, οι οποίοι θα ηδύναντο να δικαιολογήσουν την επιβολή του περιορισμού της κυκλοφορίας των αιτούντων διεθνή προστασία που εισέρχονται στην ελληνική επικράτεια μετά τις 20 Μαρτίου 2016 στα συγκεκριμένα νησιά (Λέσβος, Ρόδος, Σάμος, Κως, Λέρος, Χίος) ως απαραιτήτου, δε δύναται να ελεγχθεί από το Δικαστήριο αν η προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση κείται εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 41 παρ. 1 περ. γγ) του ν. 4375/2016, καθόσον ελλείπει, εν προκειμένω το δικαιολογητικό έρεισμα της ένδικης ρύθμισης. Συνεπώς, για τον λόγο αυτόν, ο οποίος βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά τη γνώμη, όμως, του Προέδρου του Τμήματος, της Συμβούλου Ο.Π. και της Παρέδρου Χ.Μ., η προσβαλλόμενη απόφαση παρίσταται νόμιμη, διότι αφενός μεν ο ένδικος περιορισμός της κυκλοφορίας στα ανωτέρω νησιά επιβάλλεται για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ήτοι για το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την εξέταση της αιτήσεως των αιτούντων διεθνή προστασία (άρθρο 60 ν. 4375/2016), αφετέρου δε ο εν λόγω περιορισμός επιβάλλεται στους εισερχόμενους στην ελληνική επικράτεια μετά τις 20 Μαρτίου 2016, ημερομηνία κατά την οποία άρχισε η εφαρμογή των περιεχομένων στη δήλωση Ε.Ε.-Τουρκίας, εξ ου συνάγεται ότι το πλησσόμενο μέτρο ελήφθη για τις ανάγκες υλοποίησης των περιληφθέντων στην κοινή αυτή δήλωση. Εξ άλλου, η έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως δικαιολογείται και από τα αναφερόμενα στο υπ’ αριθ. 4340/26-2-2018 έγγραφο του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, ότι ο επιβαλλόμενος με την προσβαλλόμενη απόφαση περιορισμός των ανωτέρω αιτούντων διεθνή προστασία «γίνεται με γνώμονα την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και αποσκοπεί στην αποτελεσματική και πρόσφορη εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, στη διαχείριση και ορθολογική κατανομή του πληθυσμού των αιτούντων διεθνή προστασία εντός της ελληνικής επικράτειας, καθώς επίσης και στην υλοποίηση της από 18-3-2016 Κοινής Δήλωσης Ε.Ε.-Τουρκίας, δεδομένου ότι οι αιτούντες οι οποίοι έχουν προωθηθεί στην ενδοχώρα και δεν παραμένουν στα νησιά του Αιγαίου δεν γίνονται δεκτοί προς επιστροφή από την Τουρκία, κατά τη μέχρι σήμερα ακολουθούμενη πρακτική».
16. Επειδή, μετά την, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω, ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως για τον προαναφερθέντα βασίμως προβαλλόμενο λόγο, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως.
17. Επειδή, στο άρθρο 95 παρ. 1 περ. α΄ του Συντάγματος ορίζεται ότι στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκει η ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 22 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147) προστέθηκε παράγραφος 3β στο άρθρο 50 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), η οποία ορίζει τα εξής: «Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά διοικητικής πράξεως, το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της, ιδίως δε υπέρ των καλόπιστων διοικουμένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης». Με την τελευταία αυτή διάταξη εδόθη η δυνατότητα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, υπό προϋποθέσεις τις οποίες το ίδιο σταθμίζει, να αποκλίνει, σε εξαιρετικές πάντως περιπτώσεις, από τον κανόνα της αναδρομικής ακυρώσεως και να καθορίσει μεταγενέστερο χρόνο επελεύσεως των συνεπειών της ακυρώσεως (βλ. ΣτΕ 4446/2015 Ολομ., 431/2018 Ολομ.).
18. Επειδή, το Δικαστήριο συνεκτιμώντας: α) τον λόγο για τον οποίο εχώρησε η ακύρωση της προσβαλλομένης κανονιστικής αποφάσεως, β) τον μεγάλο αριθμό των αιτούντων διεθνή προστασία, οι οποίοι ευρίσκονται στα νησιά Λέσβο, Ρόδο, Σάμο, Κω, Λέρο και Χίο και γ) τις δυσχέρειες που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η Διοίκηση από την πραγματική κατάσταση που θα προκύψει στα ανωτέρω νησιά από την αναδρομική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, κρίνει ότι εν προκειμένω συντρέχουν λόγοι γενικού συμφέροντος που επιβάλλουν, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 50 παρ. 3β του π.δ. 18/1989, τα αποτελέσματα της ακυρώσεως να ανατρέξουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της ισχύος της ακυρουμένης κανονιστικής αποφάσεως και προγενέστερο της δημοσιεύσεως της παρούσης αποφάσεως, να ορισθεί δε ως τέτοιο χρονικό σημείο η προηγούμενη ημέρα της δημοσιεύσεως της αποφάσεως αυτής. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, η αρμόδια Αρχή κωλύεται να επιβάλλει τον ένδικο περιορισμό της κυκλοφορίας, επί της βάσει της ακυρουμένης κανονιστικής αποφάσεως, διά της σχετικής εγγραφής επί των δελτίων των αιτούντων διεθνή προστασία τα οποία εκδίδονται εφεξής, δηλαδή, σε χρόνο μεταγενέστερο της προαναφερθείσης ημερομηνίας.
Δέχεται την αίτηση.

Write A Comment