4. Επειδή, η έκδοση στην Ρωσική Ομοσπονδία των καταδιωκομένων για εγκλήματα ή καταζητουμένων προκειμένου να εκτίσουν ποινή διέπεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως της 13ης Δεκεμβρίου 1957 –η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον ν. 4165/1961 (Α΄ 75) και ετέθη σε ισχύ ως προς την Ρωσική Ομοσπονδία από 9.3.2000, σύμφωνα με τα στοιχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης–, και από την από 21.5.1981 Σύμβαση δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ενώσεως Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (Ε.Σ.Δ.Δ.), η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον ν. 1242/1982 (Α΄ 44) και διατηρήθηκε σε ισχύ δυνάμει του από 13.12.1995 Πρωτοκόλλου μεταξύ των Κυβερνήσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας (Α΄ 4/16.1.1996). Για τη ρύθμιση ζητημάτων που δεν ρυθμίζονται από τις ως άνω διεθνείς συμβάσεις, εφαρμόζεται συμπληρωματικώς ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (π.δ. 258/1986, Α΄ 121), στα άρθρα 436 επ. του οποίου διαρθρώνεται η διαδικασία της εκδόσεως σε δύο φάσεις: Κατά την πρώτη φάση, ανατίθεται σε όργανα της δικαστικής εξουσίας (Συμβούλιο Εφετών, και, επί εφέσεως, Άρειος Πάγος σε συμβούλιο), με προφανή σκοπό την εξασφάλιση μειζόνων εγγυήσεων, η διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων (θετικών και αρνητικών) υπό τις οποίες επιτρέπεται η έκδοση κατά τις διατάξεις του Κώδικα ή της τυχόν υφισταμένης συμβάσεως περί εκδόσεως. Και εάν μεν τα δικαστικά όργανα γνωμοδοτήσουν αμετακλήτως κατά της εκδόσεως, η διαδικασία τερματίζεται, ενώ, εάν γνωμοδοτήσουν αμετακλήτως υπέρ της εκδόσεως, κρίνοντας ότι δεν υφίσταται σχετική απαγόρευση και ότι συντρέχουν όλες οι προβλεπόμενες κατά νόμο θετικές προϋποθέσεις, ακολουθεί η δεύτερη φάση της διαδικασίας, κατά την οποία ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ασκώντας την παρεχομένη επί του ζητήματος ευρύτατη διακριτική ευχέρεια, μπορεί είτε να διατάξει την έκδοση του εκζητουμένου είτε, αντίθετα, να απορρίψει το αίτημα των αλλοδαπών αρχών (ΣτΕ 2190/2001 7μ., 2681/2005 7μ., ΣτΕ 1654/2008, 1509/2010, 3185/2010), λαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, υπ’ όψιν τις διεθνείς σχέσεις της Χώρας και την τήρηση της αρχής της αμοιβαιότητας (ΑΠ 811/1990). Ως έχει κριθεί (ΣτΕ 2190/2001 7μ., 2681/2005 7μ., 1509/2010, 3185/2010), η απόφαση του αρμόδιου Υπουργού, με την οποία διατάσσεται η έκδοση αλλοδαπού, δεν συνιστά πράξη αναγόμενη στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, αλλά εκτελεστή πράξη διοικητικής αρχής, κατά την έννοια των άρθρων 95 παρ. 1 περ. α΄ του Συντάγματος και 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), ούτε εξαιρείται του ακυρωτικού ελέγχου, χαρακτηριζόμενη ως κυβερνητική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, εφ’ όσον τούτο αφ’ ενός θα καθιστούσε ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο της τηρήσεως, εκ μέρους του Υπουργού, των θεσπιζομένων με τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας και των διεθνών συμβάσεων εγγυήσεων υπό τις οποίες κρίνεται το αίτημα εκδόσεως και αφ’ ετέρου θα απέκλειε και τον δικαστικό έλεγχο του σεβασμού του καθεστώτος προστασίας που θεσπίζεται με το άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει απολύτως την έκδοση αλλοδαπού διωκόμενου για την υπέρ της ελευθερίας δράση του.
5. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, οι διαφορές που γεννώνται από την προσβολή αποφάσεων περί εκδόσεως αλλοδαπού, οι οποίες εκδίδονται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και των μνημονευθεισών διεθνών συμβάσεων και άπτονται των διεθνών σχέσεων της Χώρας, δεν περιλαμβάνονται στις διαφορές που αναφύονται από την προσβολή ατομικών πράξεων εκδοθεισών κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών, οι οποίες υπήχθησαν, δυνάμει του άρθρου 15 του ν. 3068/2002 (Α΄ 274), όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 49 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και τροποποιήθηκε με το άρθρο 67 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51), στην ακυρωτική αρμοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων. Αρμοδίως, ως εκ τούτου, ασκείται η κρινόμενη αίτηση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, στον ακυρωτικό έλεγχο του οποίου υπάγεται η προσβαλλόμενη απόφαση ως εκτελεστή πράξη διοικητικής αρχής, η οποία δεν φέρει τα χαρακτηριστικά κυβερνητικής πράξης, κατά τα ανωτέρω, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από το Δημόσιο πρέπει, για τον λόγο αυτό, να απορριφθούν ως αβάσιμα. […]
8. […] μία εκ των διαδικαστικών εγγυήσεων που επιφυλάσσει η οδηγία 2013/32 στους αιτούντες διεθνή προστασία είναι το δικαίωμα παραμονής τους στο κράτος μέλος μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης της αιτήσεώς τους και, σε περίπτωση ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της απορριπτικής απόφασης επ’ αυτής, έως την έκβαση της σχετικής δίκης. Τούτο δε προκειμένου να διασφαλισθεί η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ερμηνευομένου με βάση και τη σχετική νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. επί του αντίστοιχου άρθρου 13 Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. C-562/2013, Abdida, C-239/14, Tall). Η οδηγία προβλέπει τη δυνατότητα εισαγωγής εξαιρέσεων από το δικαίωμα παραμονής κατά τη διοικητική εξέταση της αίτησης στις περιοριστικά αναφερόμενες στο άρθρο 9 παρ. 2 περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων και η έκδοση αιτούντος διεθνή προστασία σε τρίτη χώρα μόνο όμως υπό την προϋπόθεση ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της μη επαναπροώθησης, και, πάντως, δεν απαγορεύει τη θέσπιση ευνοϊκότερων διαδικαστικών απαιτήσεων από τα κράτη μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι οι απαιτήσεις αυτές συνάδουν με την οδηγία (πρβλ. C-57/09 και C-101-09, σκ. 13 επ.). […]
10. Επειδή, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις [της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως, των άρθρων 438 επ. Κ.Π.Δ., του άρθρου 33 της Διεθνούς Συμβάσεως της Γενεύης περί της νομικής καταστάσεως των προσφύγων, του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, «σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας» της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, «σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας», καθώς και των διατάξεων με τις οποίες οι εν λόγω Οδηγίες μεταφέρθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη (αντίστοιχα, π.δ. 141/2013 και Τρίτου Μέρος του ν. 4375/2016, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4399/2016)] που διέπουν αφ’ ενός τη διαδικασία έκδοσης αλλοδαπού και αφ’ ετέρου τη διαδικασία χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας συνάγεται ότι πρόκειται για δύο διακριτές διαδικασίες, οι οποίες επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς και διέπονται από διαφορετικά νομικά κριτήρια. Η μεν πρώτη διαδικασία έχει ως σκοπό την διά της διεθνούς συνεργασίας πάταξη του εγκλήματος, ανατίθεται, κατά βάση, σε όργανα της δικαστικής εξουσίας, διασφαλίζοντας μείζονες εγγυήσεις για την προστασία των δικαιωμάτων του εκζητουμένου, στο πλαίσιο δε αυτής εξετάζεται, μεταξύ άλλων, από τα δικαστικά όργανα και η συνδρομή, ως αρνητικής προϋπόθεσης που κωλύει την έκδοση, της αρχής της μη επαναπροώθησης, σε περίπτωση που ο εκζητούμενος αντιτάξει φόβο δίωξης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 33 παρ. 1 της Σύμβασης της Γενεύης ή κίνδυνο μεταχείρισης αντίθετης με το άρθρο 3 Ε.Σ.Δ.Α. έναντι του εκζητούντος κράτους, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη σκέψη 6. Η δε δεύτερη διαδικασία, η οποία οργανώνεται στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, στοχεύει στη χορήγηση ειδικού καθεστώτος προστασίας στους πρόσφυγες ή στα πρόσωπα που χρήζουν προστασίας για άλλο λόγο υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται ειδικώς στην οικεία νομοθεσία, ανατίθεται σε διοικητικά όργανα και διέπεται από ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις που διασφαλίζουν τη σφαιρική και αποτελεσματική εκτίμηση των αναγκών διεθνούς προστασίας των αιτούντων σε εξατομικευμένη βάση, την προστασία από την επαναπροώθηση καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου. Οι ως άνω διαδικασίες είναι μεν ανεξάρτητες και βαίνουν, κατ’ αρχήν, παραλλήλως, δεν αποκλείεται όμως να διασταυρωθούν, σε περίπτωση, κατά την οποία, εκκρεμούσης της διαδικασίας εκδόσεως κατόπιν αιτήματος της χώρας καταγωγής του εκζητουμένου, ο τελευταίος υποβάλει στα αρμόδια διοικητικά όργανα αίτηση για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας έναντι του εκζητούντος κράτους. Στην περίπτωση αυτή η ανάγκη προστασίας του εκζητουμένου από την επαναπροώθηση που συνεπάγεται η πραγματοποίηση της έκδοσης, επιβάλλει τη νομική και χρονική ιεράρχηση των δύο διαδικασιών, η οποία ρυθμίζεται από την ήδη ισχύουσα διάταξη του άρθρου 37 παρ. 2 του ν. 4375/2016, σε συνδυασμό με τα άρθρα 34 περ. ε΄ και 64 του νόμου αυτού, όπου ορίζεται ότι κανένας δεν εκδίδεται πριν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, ήτοι απόφαση η οποία δεν υπόκειται πλέον σε αίτηση ακυρώσεως, επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας που έχει υποβάλει, εφ’ όσον επικαλείται φόβο δίωξης στο εκζητούν κράτος. Κατά την έννοια της ρύθμισης αυτής –η οποία επαναλαμβάνεται αυτούσια σε όλα τα νομοθετήματα που εκδόθηκαν προς ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της προγενέστερης οδηγίας 2005/85/ΕΚ σχετικά με τη διαδικασία ασύλου [βλ. άρθρα 2 περ. ε΄, 5 παρ. 2 και 28 του π.δ. 113/2013 (Α΄ 146), 2 περ. ε΄, 5 παρ. 2 περ. α΄ και 29 του π.δ. 114/2010 (Α΄ 195), 2 περ. δ΄, 7 παρ. 2 περ. α΄ και 29 του π.δ. 90/2008 (Α΄ 138)]–, ορθώς ερμηνευομένης εν όψει και της ανάγκης τηρήσεως των διεθνών υποχρεώσεων της Χώρας που απορρέουν τόσο από τις διεθνείς συμβάσεις περί εκδόσεως όσο και από τη Σύμβαση της Γενεύης και την Ε.Σ.Δ.Α., νομίμως μεν εκδίδεται η απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης με την οποία, επί τη βάσει των θετικών γνωμοδοτήσεων των δικαστικών συμβουλίων, διατάσσεται η έκδοση και η παράδοση του αλλοδαπού στην εκζητούσα χώρα καταγωγής του, πριν να επιδοθεί και να καταστεί τελεσίδικη η απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας του εκζητουμένου, ωστόσο η επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων της εκδόσεως διά της υλοποιήσεως της παραδόσεως του εκζητουμένου στις αρχές του εκζητούντος κράτους αναστέλλεται εκ του νόμου μέχρι την τελεσιδικία της απορριπτικής επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας αποφάσεως. Και εάν μεν δεν ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως εντός της νομίμου προθεσμίας κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως ή η ασκηθείσα αίτηση ακυρώσεως απορριφθεί, η απόφαση που διατάσσει την έκδοση και την παράδοση αναπτύσσει πλήρως τις έννομες συνέπειές της διά της εκτελέσεώς της με την παράδοση του εκζητουμένου στις αρχές του εκζητούντος κράτους. Σε κάθε άλλη περίπτωση εκκρεμοδικίας ισχύει η πρόνοια του νόμου, όπως αυτή προβλέπεται ειδικώς στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 37 παρ. 2, 34 ε΄ και 64 του ν. 4375/2016, σύμφωνα με την οποία ο αιτηθείς διεθνή προστασία δεν εκδίδεται πριν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση που δεν υπόκειται πλέον σε άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως, με την οποία κρίνεται ότι ο υπό έκδοση αλλοδαπός δεν δικαιούται να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας ή δικαιούχος επικουρικής προστασίας, κατά περίπτωση. Εξ άλλου, η δυνατότητα αναστολής της παραδόσεως του εκζητουμένου, για τον οποίο έχει ήδη ληφθεί και κοινοποιηθεί στις αρχές του εκζητούντος κράτους απόφαση περί εκδόσεώς του στο κράτος αυτό, αναγνωρίζεται και από τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Εκδόσεως που προβλέπουν τον ορισμό νέας ημερομηνίας παράδοσης όταν αυτή παρεμποδίζεται από λόγους ανωτέρας βίας (άρθρο 18 παρ. 5), περίπτωση που συντρέχει και όταν η πραγματοποίηση της παράδοσης τελεί σε αναστολή βάσει διατάξεως νόμου του κράτους που διατάσσει την έκδοση, ως εν προκειμένω η διάταξη του άρθρου 37 παρ. 2 του ν. 4375/2016. Περαιτέρω, η ανωτέρω ρύθμιση, δυνάμει της οποίας απαγορεύεται έως το χρονικό σημείο της τελεσιδικίας της απόφασης επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας η εκτέλεση της αποφάσεως εκδόσεως διά της παραδόσεως του εκζητουμένου στις αρχές της εκζητούντος κράτους έναντι του οποίου επικαλείται φόβο δίωξης, δεν διακυβεύει τους θεμιτούς σκοπούς της έκδοσης ούτε οδηγεί σε αδυναμία τήρησης των διεθνών υποχρεώσεων της Χώρας, εν όψει αφ’ ενός των ασφαλιστικών δικλείδων της διαδικασίας ασύλου προς αντιμετώπιση απαράδεκτων, προφανώς αβάσιμων, μεταγενέστερων και καταχρηστικών αιτήσεων και ταχεία κατά προτεραιότητα εξέταση αιτήσεων προσώπων που τελούν υπό κράτηση και αφ’ ετέρου των παρεχομένων δικονομικών δυνατοτήτων για την κατά προτεραιότητα εκδίκαση από τα διοικητικά δικαστήρια υποθέσεων με επείγοντα χαρακτήρα. Ειδικότερα, στις περιπτώσεις αυτές παρίσταται αναγκαία η κατά προτεραιότητα εκδίκαση και έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεως ακυρώσεως κατά της απορριπτικής επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας του εκζητουμένου πράξεως, είτε κατόπιν αυτεπάγγελτων ενεργειών του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η αίτηση ακυρώσεως είτε κατόπιν αιτήσεως του Δημοσίου, κατά τρόπο ώστε η δικαστική απόφαση να επιλύει στον απολύτως αναγκαίο χρόνο την εκκρεμή διαφορά από την οποία εξαρτάται η εκτέλεση της αποφάσεως περί εκδόσεως και, πάντως, πριν την επέλευση του προβλεπομένου στο άρθρο 452 παρ. 2 τελ. εδ. ΚΠοινΔ απώτατου χρονικού διαστήματος των δύο ετών και έξι μηνών κράτησης του εκζητουμένου, ώστε να μην καθίσταται επισφαλής η πραγματοποίηση της εκδόσεως. Εξ άλλου, η ρύθμιση αυτή (άρθρο 37 παρ. 2 τελευταίο εδάφιο του ν. 4376/2016), με την οποία εκδηλώνεται η βούληση του εθνικού νομοθέτη να εξασφαλίσει αυξημένη προστασία στην ως άνω κατηγορία προσώπων –αιτούντων διεθνή προστασία που τελούν υπό έκδοση και επικαλούνται φόβο δίωξης έναντι του εκζητούντος κράτους–, συνάδει με την οδηγία 2013/32/ΕΕ. Και τούτο διότι, κατά πρώτον, δεν εμπίπτει στις προβλεπόμενες στο άρθρο 9 παρ. 2 της οδηγίας εξαιρέσεις από το δικαίωμα παραμονής μέχρι την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας, και, κατά δεύτερον, εισάγει ευνοϊκότερες απαιτήσεις, ήτοι μείζονες διαδικαστικές εγγυήσεις ως προς την ένδικη προστασία, οι οποίες στοιχούν προς τον σκοπό και τις απαιτήσεις της οδηγίας προς εξασφάλιση αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης καθ’ όλη τη διάρκεια εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας του εκζητουμένου όχι μόνο έως την έκβαση της προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά την έννοια της οδηγίας –η οποία, κατά τα προαναφερθέντα, ήδη με τον ν. 4375/2016 αντιστοιχεί, κατά την αντίληψη του εθνικού νομοθέτη, με την προσφυγή ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών, η οποία οργανώνεται με τα χαρακτηριστικά «δικαστηρίου» κατά την έννοια του ενωσιακού δικαίου–, αλλά έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης κατά την έννοια του άρθρου 64 του ν. 4375/2016, ήτοι απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου που επιλαμβάνεται αιτήσεως ακυρώσεως κατά αποφάσεως της ως άνω Επιτροπής. Συνεπώς, εν όψει των όσων εκτέθησαν ανωτέρω, κατά την έννοια των άρθρων 37 παρ. 2, 34 περ. ε΄ και 64 του ν. 4375/2016 είναι νόμιμη η έκδοση της αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης περί εκδόσεως και παραδόσεως αλλοδαπού στο εκζητούν κράτος, έναντι του οποίου επικαλείται φόβο δίωξης, και πριν την τελεσιδικία της απορριπτικής επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας του εκζητουμένου αποφάσεως, από την οποία (τελεσιδικία) εξαρτάται η εκτέλεσή της.
Κατά την ειδικότερη γνώμη του Συμβούλου Δ.Κ., η διάταξη του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 37 παρ. 2 του ν. 4375/2016, με την οποία απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού διωκομένου για εγκλήματα έως ότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αιτήσεως που υπέβαλε προκειμένου να του χορηγηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας, δεν συνάδει με τις διατάξεις της οδηγίας 2013/32/ΕΕ και ειδικότερα με το άρθρο 46 παρ. 5 αυτής, με το οποίο παρέχεται το δικαίωμα στον ανωτέρω αλλοδαπό να παραμείνει στο έδαφος κράτους μέλους μέχρι της λήξεως της προθεσμίας εντός της οποίας δύναται να ασκήσει το δικαίωμά του σε πραγματική προσφυγή, ως τοιαύτης νοουμένης της θεσπιζομένης ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών (άρθρο 61 του ν. 4375/ 2016), η οποία ναι μεν δεν αποτελεί δικαστήριο, κατά την έννοια του Συντάγματος, συνιστά όμως επιτροπή που ασκεί αρμοδιότητα δικαιοδοτικού χαρακτήρα, ιδρύθηκε δε προκειμένου να διασφαλισθεί το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου που κατοχυρώνεται από το άρθρο 46 της ανωτέρω οδηγίας. Και ναι μεν ο νομοθέτης, προσαρμόζοντας την εθνική νομοθεσία προς τις διατάξεις της οδηγίας δεν κωλύεται να θεσπίσει ευνοϊκότερες διατάξεις εν σχέσει προς αυτή, τούτο όμως υπό την προϋπόθεση ότι με τις εν λόγω διατάξεις δεν αποδυναμώνεται ουσιαστικά η διαδικασία εκδόσεως του αλλοδαπού, στον οποίο καταλογίζεται η τέλεση αξιοποίνων πράξεων. Πράγματι, η εν λόγω διαδικασία της εκδόσεως είναι δυνατό να αποδυναμωθεί με την πάροδο ικανού χρόνου, ο οποίος, κατά κοινή πείρα, απαιτείται για την ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας (λαμβανομένου υπόψη ότι τυχόν ακυρωτική απόφαση μπορεί να χωρήσει και για τυπικό λόγο), η οποία απολήγει στην έκδοση τελεσιδίκου αποφάσεως επί της υποβληθείσης αιτήσεως περί χορηγήσεως καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Περαιτέρω, κατά την ίδια γνώμη, η ανωτέρω διάταξη του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 37 παρ. 2 του ν. 4375/2016 είναι ανίσχυρη και για τον λόγο ότι έχει ως συνέπεια την επί ικανό χρόνο αναστολή της διαδικασίας εκδόσεως του ως άνω αλλοδαπού, η οποία, όμως συνδεόμενη αρρήκτως με τις διεθνείς σχέσεις της Χώρας, την ευθύνη των οποίων έχει σύμφωνα με το άρθρο 82 παρ. 1 του Συντάγματος η Κυβέρνηση και αποτελούσα εκδήλωση της διεθνούς συνεργασίας της Ελληνικής Πολιτείας με τα άλλα κράτη, κατά την προσπάθεια αποτελεσματικότερης δίωξης του εγκλήματος, πρέπει να ολοκληρώνεται εντός συντομοτάτου χρονικού διαστήματος. Κατόπιν τούτων, νομίμως εκδίδεται η απόφαση του αρμόδιου κατά το άρθρο 452 παρ. 1 ΚΠοινΔ Υπουργού, με την οποία διατάσσεται η έκδοση και παράδοση αλλοδαπού στο εκζητούν κράτος καταγωγής του, πριν την επίδοση και τελεσιδικία της απορριπτικής αποφάσεως επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας που έχει ασκήσει.
Μειοψήφησαν ο Σύμβουλος Ηλ.Μ. και η Πάρεδρος Μ.Α., οι οποίοι υποστήριξαν την ακόλουθη γνώμη: Η διάταξη του άρθρου 37 παρ. 2 του ν. 4375/2016 έχει την έννοια ότι δεν είναι επιτρεπτή η έκδοση της, κατ’ άρθρο 452 παρ. 1 ΚΠοινΔ, υπουργικής απόφασης, με την οποία διατάσσεται η έκδοση και παράδοση αλλοδαπού στο εκζητούν κράτος, πριν καταστεί τελεσίδικη, κατά την έννοια του άρθρου 34 περ. ε΄ του ίδιου ως άνω νόμου, η απόφαση περί απορρίψεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας που έχει υποβάλει ο εκζητούμενος, επικαλούμενος φόβο δίωξης στο κράτος αυτό. Συνεπώς, απόφαση που διατάσσει την έκδοση και παράδοση αλλοδαπού πριν από την, κατά τα ανωτέρω, τελεσιδικία της απόφασης που απορρίπτει αίτηση διεθνούς προστασίας του εκζητουμένου, είναι ακυρωτέα ως προώρως εκδοθείσα. Η εκδοχή ότι η απόφαση της έκδοσης αλλοδαπού νομίμως εκδίδεται από την άποψη αυτή, αλλά ότι αναστέλλεται η παράδοση του εκζητουμένου στις αρχές του εκζητούντος κράτους έως την τελεσιδικία του αιτήματος παροχής διεθνούς προστασίας, αντίκειται στη γενική αρχή κατά την οποία η αναστολή της εκτέλεσης διοικητικής πράξης είναι επιτρεπτή μόνο εφ’ όσον ρητώς προβλέπεται (βλ. άρθρο 52 παρ. 1 π.δ/τος 18/1989) ή πάντως προκύπτει σαφώς από διάταξη νόμου (ΣτΕ Ολομ. 2343/1952), περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Περαιτέρω, κατά την άποψη της μειοψηφίας, η εκδοχή αυτή δεν ευρίσκει επαρκές έρεισμα ούτε στη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 5 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως, η οποία προβλέπει τον ορισμό νέας ημερομηνίας παραδόσεως του αλλοδαπού στις αρχές του εκζητούντος κράτους στην περίπτωση «ανωτέρας βίας». Και τούτο διότι δεν συνιστά γεγονός ανωτέρας βίας, κατά τη διάταξη αυτή, ερμηνευομένη «συμφώνως προς την συνήθη έννοιαν ήτις δίδεται εις τους όρους [αυτής]» (άρθρο 31 παρ. 1 της από 23ης Μαΐου 1969 Συμβάσεως της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών, ν.δ. 402/1974, Α΄ 141), ούτε προϋφισταμένη πάγια διάταξη της εθνικής νομοθεσίας (άρθρο 37 παρ. 2 ν. 4375/2016) ούτε η γνωστή στην Αρχή εκκρεμότητα ως προς το αίτημα παροχής διεθνούς προστασίας του ενδιαφερομένου αλλοδαπού. Τέλος, από την περαίωση της σχετικής με την παροχή διεθνούς προστασίας εκκρεμοδικίας μπορεί να προκύψουν στοιχεία ικανά να διευκολύνουν τον αρμόδιο Υπουργό κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας ως προς την έκδοση ή μη του αλλοδαπού. […]
12. […] νομίμως εκδόθηκε η απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία διατάχθηκε η έκδοση του αιτούντος στις αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας, κατόπιν απορρίψεως από την Επιτροπή Προσφυγών της αιτήσεως διεθνούς προστασίας που είχε υποβάλει και πριν η απόφαση αυτή καταστεί τελεσίδικη κατά την έννοια των άρθρων 34 περ. ε΄ και 64 του ν. 4375/2016, καθ’ όσον η διάταξη του άρθρου 37 παρ. 2 τελευταίο εδάφιο του ίδιου ως άνω νόμου δεν κωλύει τη συνέχιση της διαδικασίας εκδόσεως ούτε και την έκδοση της απόφασης του αρμόδιου Υπουργού επί του σχετικού αιτήματος, αλλά απαγορεύει, κατά τα προαναφερθέντα, την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής διά της υλοποιήσεως της παραδόσεως του εκζητουμένου στις αρχές του εκζητούντος κράτους, η οποία αναστέλλεται εκ του νόμου μέχρι την τελεσιδικία της απορριπτικής επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας του εκζητουμένου αποφάσεως, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Κατά την ειδικότερη γνώμη του Συμβούλου Δ.Κ., ο ανωτέρω λόγος, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της διατάξεως του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 37 του ν. 4375/2016, είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέος, εφ’ όσον η ανωτέρω διάταξη είναι ανίσχυρη ως αντικείμενη στις διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 5 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ και 82 παρ. 1 του Συντάγματος. Αντίθετα, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία διατάσσεται η έκδοση και παράδοση του αιτούντος στις ρωσικές αρχές πριν από την τελεσιδικία, κατά την έννοια των άρθρων 34 περ. ε΄ και 64 του ν. 4375/2016, της απορριπτικής αποφάσεως της Επιτροπής Προσφυγών επί της αιτήσεώς του, με την οποία ζήτησε τη χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας επικαλούμενος φόβο δίωξης στο εκζητούν κράτος, εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 37 παρ. 2 τελευταίο εδάφιο του ως άνω νόμου και θα πρέπει, για τον λόγο αυτό, να ακυρωθεί, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα. Οίκοθεν δε νοείται, κατά την ίδια γνώμη, ότι μόνη η ακύρωση της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης για τον λόγο αυτό, ήτοι ως προώρως εκδοθείσης, δεν κωλύει την κατά τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις αυτών, κράτηση του αιτούντος.
13. Επειδή, προβάλλεται, περαιτέρω, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα λόγω πλημμελούς επιδόσεώς της, αφού δεν μεταφράσθηκε ούτε διερμηνεύθηκε στον αιτούντα σε γλώσσα που να κατανοεί, κατά παράβαση του άρθρου 7 παρ. 3 του π.δ. 113/2013, το οποίο ορίζει ότι όταν η επίδοση διενεργείται παρουσία του αιτούντος, αυτός ενημερώνεται από διερμηνέα σε γλώσσα που κατανοεί, μνεία δε του γεγονότος αυτού γίνεται στην έκθεση επίδοσης. Ωστόσο, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως διότι η διάταξη την οποία επικαλείται ο αιτών δεν εφαρμόζεται στη διαδικασία της έκδοσης. Εν πάση δε περιπτώσει, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και για τον λόγο ότι, ναι μεν η επίδοση της απόφασης περί εκδόσεως -εν όψει της φύσεώς της και των διακυβευομένων από την εκτέλεσή της εννόμων αγαθών του εκζητουμένου- πρέπει να είναι τέτοια ώστε να γίνεται επικαίρως και σε γλώσσα που να κατανοεί ο εκζητούμενος, προκειμένου να μπορέσει να ασκήσει κατά τρόπο αποτελεσματικό το δικαίωμά του για δικαστική προστασία, πάντως, εν προκειμένω, ο αιτών, στον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στο κατάστημα όπου κρατούνταν στις 30.9.2016, όπως προκύπτει από το οικείο αποδεικτικό επιδόσεως, παρουσία συγκρατούμενού του που εκτελούσε χρέη διερμηνέα, όπως αναφέρεται στο με αρ. πρωτ. 21576/2016 έγγραφο του Γενικού Καταστήματος Κράτησης Θεσσαλονίκης προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης, κατέθεσε την επόμενη της επίδοσης εργάσιμη ημέρα αιτήσεις ακυρώσεως και αναστολής με αίτημα προσωρινής διαταγής, η οποία του χορηγήθηκε στις 5.10.2016, ασκώντας έγκαιρα και αποτελεσματικά το δικαίωμά του για δικαστική προστασία κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εξ άλλου, απορριπτέα ως αβάσιμα είναι και τα προβαλλόμενα περί μη πλήρους και επαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία δεν φέρει ουδεμία αιτιολογία αλλά αναφέρει αόριστα στο προοίμιό της τη θετική γνωμοδότηση του Αρείου Πάγου και την απόφαση της Επιτροπής Προσφυγών. Τούτο διότι η απόφαση εκδόσεως στηρίζεται επαρκώς στις γνωμοδοτήσεις των δικαστικών οργάνων, τα οποία ερεύνησαν, αρμοδίως κατά νόμο, τη συνδρομή όλων των θετικών και αρνητικών προϋποθέσεων, εξετάζοντας, μεταξύ άλλων, και τους ισχυρισμούς του αιτούντος ότι η έκδοση υποκρύπτει δίωξή του για πολιτικούς λόγους και ότι κινδυνεύει να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη μεταχείριση στο εκζητούν κράτος, και απεφάνθησαν θετικώς επί του αιτήματος εκδόσεως, σύμφωνα με όσα εκτέθησαν σε προηγούμενη σκέψη, αιτιολογώντας τη σχετική τους κρίση, η οποία ως κρίση δικαστικού οργάνου είναι ακυρωτικώς ανέλεγκτη (βλ. ΣτΕ 2190/2001, 1654/2008). Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχρηζε ειδικότερης αιτιολογήσεως (πρβλ. ΣτΕ 1509/2010), δεν προβάλλεται δε ειδικότερος ισχυρισμός ως προς την άσκηση της ευρύτατης, κατά τα λοιπά, διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού να διατάξει την έκδοση. Προβάλλεται, τέλος, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα, διότι ερείδεται επί της απόφασης της Επιτροπής Προσφυγών, η οποία πάσχει αφ’ ενός λόγω πλημμέλειας ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, αφού δεν επιδόθηκε εντός ευλόγου χρόνου, και αφ’ ετέρου λόγω ελλείψεως εμπεριστατωμένης αιτιολογίας επί των ισχυρισμών που προέβαλε ο αιτών και των αποδεικτικών που προσκόμισε προς απόδειξη ότι η ποινική του δίωξη είναι προσχηματική και υποκρύπτει πολιτικά αίτια, όπως αναλυτικά οι ισχυρισμοί αυτοί αναφέρονται στο δικόγραφο προσθέτων λόγων. Ωστόσο, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, διότι η διάγνωση των προβαλλομένων πλημμελειών ως προς την επίδοση και την αιτιολογία της αποφάσεως της Επιτροπής Προσφυγών, με την οποία απερρίφθη η αίτηση διεθνούς προστασίας του αιτούντος, ανήκει στο αρμόδιο Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, το οποίο έχει ήδη επιληφθεί της υποθέσεως κατόπιν αιτήσεως ακυρώσεως που άσκησε ο αιτών κατ’ αυτής, δεν δύναται δε οι πλημμέλειες αυτές να κριθούν παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο της δίκης επί της αποφάσεως με την οποία διατάσσεται η έκδοση, απόφαση η οποία, κατά τα προαναφερθέντα, νομίμως εκδίδεται και πριν την ολοκλήρωση της εκκρεμούς διαδικασίας ασύλου. Διαφορετικό είναι το ζήτημα ότι σε περίπτωση ακύρωσης της απορριπτικής του αιτήματος διεθνούς προστασίας πράξης της Επιτροπής Προσφυγών και έκδοσης, σε συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση, νέας πράξης, με την οποία χορηγείται καθεστώς διεθνούς προστασίας στον αιτούντα, η απόφαση περί εκδόσεως θα καταστεί ανακλητέα, καθ’ όσον δεν θα συντρέχει πλέον μία εκ των αρνητικών προϋποθέσεων έκδοσής της, ήτοι η μη χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στον εκζητούμενο έναντι της χώρας καταγωγής του.