10. Επειδή, από τις παρατεθείσες ανωτέρω διατάξεις συνάγονται τα εξής: Η Συμφωνία Schengen και η επακολουθήσασα ΣΕΣΣ αποσκοπούν στην κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα των συμβαλλομένων Κρατών και στη δημιουργία ενιαίων εξωτερικών συνόρων, στα οποία πραγματοποιούνται με βάση συγκεκριμένες διαδικασίες οι έλεγχοι εισόδου στον χώρο Schengen. Προς τούτο καθιερώνονται κοινοί κανόνες για την έκδοση θεωρήσεων εισόδου και τον έλεγχο στα εξωτερικά σύνορα, ώστε να είναι εφικτή η ελεύθερη κατ’ αρχήν κυκλοφορία των προσώπων εντός του χώρου Schengen, εισάγονται δε, παραλλήλως, μέτρα για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, το σημαντικότερο εκ των οποίων είναι το Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν (ΣΠΣ, Schengen Information System–SIS). Το εν λόγω Σύστημα δημιουργήθηκε για τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ αστυνομικών και δικαστικών αρχών και αποτελεί μία βάση δεδομένων, όπου καταχωρούνται πληροφορίες σχετικά, μεταξύ άλλων, με ανεπιθύμητους αλλοδαπούς. Ως εγγύηση των δικαιωμάτων των πολιτών, η ΣΕΣΣ, η οποία περιέχει ειδικό κεφάλαιο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και για την ασφάλεια αυτών στο πλαίσιο λειτουργίας του ΣΠΣ [άρθρα 102-118], προβλέπει τη λειτουργία μιας ανεξάρτητης Αρχής Ελέγχου σε κάθε συμβαλλόμενο Κράτος, η οποία είναι αρμόδια να εξετάζει εάν από την επεξεργασία παραβιάζονται οι διατάξεις περί επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων και θίγονται, εκ του λόγου αυτού, τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων προσώπων [άρθρο 114 ΣΕΣΣ]. Στην Ελλάδα η αρμοδιότητα αυτή έχει ανατεθεί στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα [άρθρο 19 παρ. 1 στοιχ. ιε΄ του ν. 2472/1997]. Αντίστοιχες διατάξεις προβλέπονται και στον Κανονισμό 1987/2006 [άρθρο 44]. Παραλλήλως, η νομοθεσία για την είσοδο και διαμονή των αλλοδαπών στην Ελλάδα [άρθρο 82 του ν. 3386/2005], προβλέπει την τήρηση και Εθνικού Καταλόγου Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών. Τα κριτήρια, η αρμοδιότητα και η διαδικασία εγγραφής και διαγραφής αλλοδαπών στον κατάλογο αυτό καθορίζονται με την εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 3386/2005 κοινή υπουργική απόφαση. Η δε ΑΠΔΠΧ έχει αρμοδιότητα να ελέγχει, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2472/1997, τη νομιμότητα των καταχωρήσεων στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών, εν σχέσει προς την τήρηση των κανόνων περί επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων. Κατά συνέπεια, εάν έχει εκδοθεί απόφαση της αρμόδιας[κατά τον ν. 3386/2005 και την εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού κανονιστική πράξη] διοικητικής αρχής περί εγγραφής συγκεκριμένου προσώπου στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών ή απόφαση με την οποία απορρίπτεται η αίτηση διαγραφής του προσώπου αυτού από τον Εθνικό Κατάλογο, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων, κατ’ ενάσκηση της ανωτέρω αρμοδιότητάς της, ελέγχει μόνο τις τυπικές προϋποθέσεις, δηλαδή, την ύπαρξη κατ’ αρχήν αιτιολογημένης πράξεως της αρμόδιας διοικητικής αρχής για την εγγραφή του συγκεκριμένου προσώπου στον Κατάλογο ή την ύπαρξη κατ’ αρχήν αιτιολογημένης πράξεως της αρμόδιας διοικητικής αρχής για τη διατήρηση της εγγραφής του, καθώς επίσης και εάν, κατά την έκδοση των ανωτέρω πράξεων της διοικητικής αρχής, τηρήθηκαν οι κανόνες περί επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία, δεν δύναται, όμως, να επανεξετάζει κατά πόσον συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του νόμου για την εγγραφή ορισμένου αλλοδαπού στον Κατάλογο αυτό ή για τη διατήρηση της εγγραφής του, καθόσον ο έλεγχος της νομιμότητας των οικείων διοικητικών πράξεων ασκείται, κατά τα λοιπά, από το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα καθ’ ύλην αρμόδια διοικητικά δικαστήρια.
[…]14. Επειδή, με την προσβαλλόμενη απόφαση η ΑΠΔΠΧ έκρινε ότι η καταχώρηση των αιτούντων στον ΕΚΑΝΑ έγινε από το αρμόδιο προς τούτο όργανο, διότι έκαναν χρήση πλαστών εγγράφων προκειμένου να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια, περαιτέρω δε, ότι το αρμόδιο όργανο εξέφερε επίσης αιτιολογημένη κρίση για την ανάγκη διατηρήσεως της καταχωρήσεως για χρονικό διάστημα πέραν της τριετίας, μη διαγραφής δηλαδή των αιτούντων από τον Εθνικό Κατάλογο, και απέρριψε την προσφυγή των αιτούντων. Η απόφαση αυτή, ανεξαρτήτως των επί μέρους ειδικότερων κρίσεων που διαλαμβάνονται στο σώμα της, ως προς τις αιτιολογίες του αρμοδίου διοικητικού οργάνου για την εγγραφή των αιτούντων στον ΕΚΑΝΑ και τη μη διαγραφή τους από τον Κατάλογο αυτό, είναι νομίμως αιτιολογημένη, ενόψει όσων έγιναν δεκτά σε προηγούμενη σκέψη για την αρμοδιότητα που ανατίθεται στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα [βλ. σκέψη 10]. Με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη παραβιάζει τη ΣΕΣΣ, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων, ορίζει την τριετία ως ανώτατο όριο καταχωρήσεως στους οικείους καταλόγους ανεπιθύμητων αλλοδαπών. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως νόμω αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από τις ήδη παρατεθείσες διατάξεις για το Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν και την εθνική νομοθεσία για τον Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών, η τριετία δεν είναι το ανώτατο χρονικό όριο διατηρήσεως της καταχωρήσεως, πρέπει, όμως, η αρμόδια διοικητική αρχή να εκφέρει αιτιολογημένη κρίση για την αναγκαιότητα της διατηρήσεως, το αργότερο τρία χρόνια μετά την καταχώρηση. Εν προκειμένω, όπως νομίμως κρίθηκε με την προσβαλλομένη, το αρμόδιο όργανο εξέφερε αιτιολογημένη κατ’ αρχήν κρίση για την ανάγκη διατηρήσεως της καταχωρήσεως των αιτούντων στον ΕΚΑΝΑ για χρονικό διάστημα πέραν της τριετίας. Εξ άλλου, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλονται τα εξής: Εσφαλμένως θεωρήθηκε από την ΕΛΑΣ και την ΑΠΔΠΧ ότι υπήρχαν αποχρώσες ενδείξεις σε βάρος των αιτούντων για την τέλεση σοβαρών αξιοποίνων πράξεων, και δη της πλαστογραφίας και της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, εφόσον για τις πράξεις που τους αποδίδονται οι αιτούντες ουδέποτε καταδικάσθηκαν από ελληνικό ή αλλοδαπό δικαστήριο. Δεν εκτιμήθηκαν σωστά τα πραγματικά περιστατικά και δεν ελήφθη υπόψη ότι η τρίτη αιτούσα και η τέταρτη αιτούσα, κατά τον χρόνο τελέσεως της αποδιδόμενης σε αυτές αξιόποινης πράξεως, ήταν μόλις 13 και 12 ετών, αντιστοίχως. Η προσβαλλομένη παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, διότι δέχεται ότι είναι νόμιμη η καταχώρηση των αιτούντων “για 22 ολόκληρα χρόνια μετά τη φερόμενη τέλεση των πράξεων”. Η προσβαλλομένη είναι εσφαλμένη και καθόσον δέχθηκε ότι οι αιτούντες δεν προέβαλαν “λόγους ικανούς να θίξουν το αιτιολογικό έρεισμα των αποφάσεων συνέχισης της καταχώρησης για διάστημα πέραν της τριετίας”, διότι οι λόγοι αυτοί εκτίθενται στην αίτηση ακυρώσεως, καθιστούν δε, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, μη νόμιμο το επιβληθέν εις βάρος τους μέτρο. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη ως προς τον ορισμό της σοβαρής αξιόποινης πράξεως, διότι προβαίνει σε αντίθετη προς τις διατάξεις της ΣΕΣΣ διασταλτική ερμηνεία της έννοιας των “σοβαρών αξιοποίνων πράξεων”. Ολοι οι ανωτέρω λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους πλήττονται οι ουσιαστικές κρίσεις του αρμοδίου διοικητικού οργάνου ως προς την αναγκαιότητα εγγραφής των αιτούντων στον ΕΚΑΝΑ και διατηρήσεως της εγγραφής τους, είναι απορριπτέοι, καθόσον, όπως ήδη έγινε δεκτό, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα δεν έχει αρμοδιότητα εκ νέου αξιολογήσεως των ουσιαστικών προϋποθέσεων για την εγγραφή στον ΕΚΑΝΑ και τη μη διαγραφή της καταχωρήσεως αυτής.