τελευταια νεα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

ΣτΕ 1281/2017: Τελεσιδικία αίτησης διεθνούς προστασίας και εκκρεμής διαδικασία έκδοσης

Pinterest LinkedIn Tumblr
Ο νομοθέτης, με τον ν. 4375/2016, οργανώνει, προσαρμοζόμενος στις απαιτήσεις της οδηγίας 2013/32, τη διαδικασία εξέτασης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, σε δύο στάδια: το πρώτο στάδιο (άρθρο 51 επ.), το οποίο αντιστοιχεί στις ‘Διαδικασίες σε πρώτο βαθμό’ του Κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας, περιλαμβάνει τη διοικητική εξέταση, σε πρώτο βαθμό, της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, ενώ στο δεύτερο στάδιο (άρθρα 61 – 62), με το οποίο μεταφέρονται οι διατάξεις του άρθρου 46 της οδηγίας ‘Δικαίωμα άσκησης προσφυγής’, προβλέπεται η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της Αρχής Προσφυγών, διοικητικού οργάνου οιονεί δικαιοδοτικού χαρακτήρα που απολαύει εγγυήσεων ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, ασκεί έλεγχο επί των αποφάσεων που άγονται ενώπιόν του και βάσει διαδικασίας που ανταποκρίνεται στις διαδικαστικές εγγυήσεις και απαιτήσεις της οδηγίας, ώστε να πληροί, κατά την πρόθεση του νομοθέτη (βλ. τις οικείες αιτιολογικές εκθέσεις), τα κριτήρια χαρακτηρισμού του ως δικαστηρίου κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί από τη νομολογία του ΔΕΕ (βλ. μεταξύ άλλων C-175/11, σκ. 83 επ.). Εξ άλλου, σε συμφωνία με τις απαιτήσεις της οδηγίας, διασφαλίζεται το δικαίωμα παραμονής των αιτούντων διεθνή προστασία καθ’ όλη τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, πρωτοβάθμιας και ενδικοφανούς, αναστελλομένου κάθε μέτρου απομάκρυνσής τους μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της προσφυγής. Πέραν δε τούτων, κατά των αποφάσεων της Αρχής Προσφυγών, οι οποίες αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, ο νομοθέτης προβλέπει, ως όφειλε εκ των άρθρων 95 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του αρμόδιου κατά το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 3068/2002, διοικητικού εφετείου, στο πλαίσιο της οποίας είναι δυνατή η αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλόμενης πράξεως, κατά τα προβλεπόμενα στις οικείες δικονομικές διατάξεις (άρθρο 52 π.δ. 18/1989). Ειδικώς δε όσον αφορά στους αιτούντες διεθνή προστασία, οι οποίοι τελούν υπό έκδοση στη χώρα καταγωγής τους και επικαλούνται φόβο δίωξης κατά την έννοια του π.δ. 141/2013 –περίπτωση η οποία, κατά τα προαναφερθέντα, δεν υπάγεται στις προβλεπόμενες κατά το άρθρο 9 παρ. 2 της οδηγίας εξαιρέσεις στο δικαίωμα παραμονής– ο νομοθέτης, πέραν των διαδικαστικών εγγυήσεων που επιβάλλει η οδηγία σχετικά με το δικαίωμα παραμονής τους μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής τους σε δικαστήριο, κατά την έννοια του άρθρου 46 της οδηγίας, προβλέπει, στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 37 του ν. 4375/2016, ότι κανένας δεν εκδίδεται πριν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αιτήσεώς του, ήτοι απόφαση που δεν υπόκειται πλέον σε αίτηση ακυρώσεως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 34 περ. ε΄ του ίδιου νόμου, παρατείνοντας, κατ’ αυτό τον τρόπο, το δικαίωμα παραμονής του εκζητουμένου, αιτούντος διεθνή προστασία, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της αιτήσεως ακυρώσεως.
Κατά τη γνώμη του προεδρεύοντος Συμβούλου, Ευθ.A., του Συμβούλου Ηλ.Μ. και της Παρέδρου Δ. Μ., η διάταξη αυτή, με την οποία ο νομοθέτης, εξασφαλίζει μείζονα προστασία στην ως άνω κατηγορία προσώπων, εν όψει της φύσεως και της σπουδαιότητας των διακυβευομένων αγαθών (ελευθερία, ασφάλεια, σωματική ακεραιότητα ή ακόμη και η ζωή) και της νομικής τους κατάστασης (υπό κράτηση εν όψει της έκδοσης), καθώς και της ανάγκης χορήγησης αποτελεσματικής, και δη έγκαιρης, δικαστικής προστασίας, σύμφωνα με τις απαιτήσεις και της εθνικής έννομης τάξης (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος), υπό την έννοια της εξαντλήσεως τουλάχιστον του πρώτου βαθμού δικαστικής προστασίας ενώπιον του διοικητικού εφετείου, συνάδει με την οδηγία, η οποία προβλέπει, κατά τα προεκτεθέντα, ως γενικό κανόνα την παραμονή των αιτούντων έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης (κατά την έννοια της οδηγίας). Τούτο καθ’ όσον εισάγει ευνοϊκότερες απαιτήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 5 αυτής, ήτοι μείζονες διαδικαστικές εγγυήσεις ως προς τη δικαστική προστασία, οι οποίες συνάδουν προς τον σκοπό και τις απαιτήσεις της οδηγίας προς εξασφάλιση αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, σε συμφωνία και με τη σχετική νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. Εξ άλλου, η απαγόρευση έκδοσης έως το χρονικό σημείο της τελεσιδικίας της απόφασης επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας δεν διακυβεύει τους θεμιτούς σκοπούς της έκδοσης (καταπολέμηση διεθνούς εγκληματικότητας) ούτε οδηγεί σε αδυναμία τήρησης των διεθνών υποχρεώσεων της Χώρας, εν όψει αφ’ ενός των ασφαλιστικών δικλείδων της διαδικασίας ασύλου προς αντιμετώπιση απαράδεκτων, προφανώς αβάσιμων, μεταγενέστερων και καταχρηστικών αιτήσεων και ταχεία κατά προτεραιότητα εξέταση αιτήσεων προσώπων που τελούν υπό κράτηση και αφ’ ετέρου των δικονομικών δυνατοτήτων για την κατά προτεραιότητα εκδίκαση υποθέσεων με επείγοντα χαρακτήρα. 
Περαιτέρω, κατά τη γνώμη των ως άνω συμβούλων, η επίμαχη διάταξη έχει την έννοια ότι δεν είναι επιτρεπτή η έκδοση της, κατ’ άρθρο 452 παρ. 1 ΚΠοινΔ, υπουργικής απόφασης, με την οποία διατάσσεται η έκδοση και παράδοση αλλοδαπού στο εκζητούν κράτος, πριν καταστεί τελεσίδικη, κατά την έννοια του άρθρου 34 περ. ε΄ του ίδιου ως άνω νόμου, η απόφαση περί απορρίψεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας που έχει υποβάλει ο εκζητούμενος, επικαλούμενος φόβο δίωξης στο κράτος αυτό.
Αντίθετα, κατά τη γνώμη της Παρέδρου Δ.Μ., κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, ορθώς ερμηνευόμενης, εν όψει και της ανάγκης τήρησης των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει η Χώρα έναντι άλλων κρατών, σε περίπτωση που αίτηση διεθνούς προστασίας έχει απορριφθεί κατά το ενδικοφανές στάδιο από την Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών, η οποία διασφαλίζει, κατά τα ανωτέρω, τον ενδελεχή έλεγχο της υποθέσεως νόμω και ουσία με βάση τις διαδικαστικές εγγυήσεις που απαιτεί η ενωσιακή νομοθεσία, ο αρμόδιος Υπουργός έχει τη δυνατότητα να προβεί στη λήψη απόφασης, με την οποία να διατάσσεται η έκδοση και η παράδοση του αλλοδαπού στο εκζητούν κράτος, υπό τον αναγκαίο, ωστόσο, όρο, ο οποίος θα πρέπει να τίθεται ρητώς στο σώμα της αποφάσεως, ότι η παράδοση θα υλοποιηθεί εφ’ όσον καταστεί τελεσίδικη η εν λόγω απόφαση είτε με την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας δικαστικής προσβολής της είτε με την έκδοση οριστικής απορριπτικής απόφασης επί της αιτήσεως ακυρώσεως που τυχόν έχει ασκηθεί.
Μειοψήφησαν ο Σύμβουλος Δ.Κ. και η Πάρεδρος Χ.Ε.. Κατά τη γνώμη του Συμβούλου Δ.Κ. , η διάταξη του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 37 παρ. 2 του ν. 4375/2016, με την οποία απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού διωκομένου για εγκλήματα έως ότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αιτήσεως που υπέβαλεπροκειμένου να του χορηγηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας, δεν συνάδει με τις διατάξεις της οδηγίας 2013/32/ΕΕ και ειδικότερα με το άρθρο 46 παρ. 5 αυτής, με το οποίο παρέχεται το δικαίωμα στον ανωτέρω αλλοδαπό να παραμείνει στο έδαφος κράτους μέλους μέχρι της λήξεως της προθεσμίας εντός της οποίας δύναται να ασκήσει το δικαίωμά του σε πραγματική προσφυγή, ως τοιαύτης νοουμένης της θεσπιζομένης ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών (άρθρο 61 του ν. 4375/ 2016). Και ναι μεν ο νομοθέτης, προσαρμόζοντας την εθνική νομοθεσία προς τις διατάξεις της οδηγίας δεν κωλύεται να θεσπίσει ευνοϊκότερες διατάξεις εν σχέσει προς αυτή, τούτο όμως υπό την προϋπόθεση ότι με τις εν λόγω διατάξεις δεν αποδυναμώνεται ουσιαστικά η διαδικασία εκδόσεως του αλλοδαπού, στον οποίο καταλογίζεται η τέλεση αξιοποίνων πράξεων. Πράγματι, η εν λόγω διαδικασία της εκδόσεως είναι δυνατό να αποδυναμωθεί με την πάροδο ικανού χρόνου, ο οποίος, κατά κοινή πείρα, απαιτείται για την ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας (λαμβανομένου υπόψη ότι τυχόν ακυρωτική απόφαση μπορεί να χωρήσει και για τυπικό λόγο), η οποία απολήγει στην έκδοση τελεσιδίκου αποφάσεως επί της υποβληθείσης αιτήσεως περί χορηγήσεως καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Περαιτέρω, κατά την ίδια γνώμη, η ανωτέρω διάταξη του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 37 παρ. 2 του ν. 4375/2016 είναι ανίσχυρη και για τον λόγο ότι έχει ως συνέπεια την επί ικανό χρόνο αναστολή της διαδικασίας εκδόσεως του ως άνω αλλοδαπού, η οποία, όμως συνδεόμενη αρρήκτως με τις διεθνείς σχέσεις της Χώρας, την ευθύνη των οποίων έχει σύμφωνα με το άρθρο 82 παρ. 1 του Συντάγματος η Κυβέρνηση και αποτελούσα εκδήλωση της διεθνούς συνεργασίας της Ελληνικής Πολιτείας με τα άλλα κράτη, κατά την προσπάθεια αποτελεσματικότερης δίωξης του εγκλήματος, πρέπει να ολοκληρώνεται εντός συντομοτάτου χρονικού διαστήματος.
Κατά τη γνώμη δε της Παρέδρου Χ.Ε., με τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 37 του ν. 4375/2016 τίθεται ως προϋπόθεση για την έκδοση του αλλοδαπού, ο οποίος επικαλείται φόβο δίωξης στο εκζητούν κράτος, η τελεσιδικία της απόφασης επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, υπό την έννοια του άρθρου 34 στοιχ. ε΄ του ν. 4375/2016. Η προϋπόθεση αυτή, ως εκ της γενικής διατύπωσης της ως άνω διατάξεως του άρθρου 37 παρ. 2 του ν. 4375/2016, καταλαμβάνει, πέραν των προβλεπομένων στην παρ. 2 του άρθρου 37 του ίδιου ως άνω νόμου περιπτώσεων εκδόσεως, και τις περιπτώσεις που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, όπως εν προκειμένω, την περίπτωση έκδοσης στη χώρα καταγωγής του εκζητούντος. Τίθεται, συνεπώς, με τον τρόπο αυτό, μία πρόσθετη διαδικαστική προϋπόθεση στη διαδικασία έκδοσης του αλλοδαπού, χωρίς να προκύπτει σαφώς ο δικαιολογητικός λόγος για την πρόβλεψή της, ώστε να διαπιστωθεί αν η διάταξη αυτή, αν και αποτελεί ευνοϊκότερη ρύθμιση για τη συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων – εκζητούμενα πρόσωπα που επικαλούνται φόβο δίωξης -, συνάδει με τις διατάξεις της οδηγίας 2013/32/ΕΚ, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5 αυτής. Και τούτο διότι, η οδηγία, με την οποία επιχειρείται η δημιουργία κοινής διαδικασίας ασύλου στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιέχει πλήρη ρύθμιση ως προς το δικαίωμα παραμονής του αιτούντος διεθνή προστασία, αποκλειστικά για το σκοπό της διαδικασίας, μέχρις ότου η αποφαινόμενη αρχή λάβει την απόφασή της σύμφωνα με τις πρωτοβάθμιες διαδικασίες του κεφαλαίου ΙΙΙ της οδηγίας, αλλά και ως προς τις εξαιρέσεις από το ως άνω δικαίωμα παραμονής λόγω εκκρεμούς διαδικασίας εκδόσεως, υπό την επιφύλαξη ότι η έκδοση δεν θα οδηγήσει σε άμεση ή έμμεση επαναπροώθηση (βλ. άρθρο 9 παρ. 2 και 3 της οδηγίας). Ο δε δικαιολογητικός λόγος για την πρόβλεψη της ανωτέρω πρόσθετης προϋπόθεσης δεν μπορεί να ανευρεθεί στην εξασφάλιση πραγματικής προσφυγής κατά των αποφάσεων που εκδίδονται κατά την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 46 της οδηγίας, δεδομένου ότι ο νομοθέτης, κατά την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/32/ΕΚ στο εθνικό δίκαιο με τις διατάξεις του ν. 4375/2016, όπως τροποποιήθηκαν με το ν. 4399/2016, θέσπισε διαδικασία εξέτασης των αιτημάτων χορήγησης διεθνούς προστασίας σε δύο βαθμούς, ειδικότερα δε όσον αφορά τη δευτεροβάθμια διαδικασία, οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, οι οποίες δεν αποτελούν μεν δικαστήρια, κατά την έννοια του Συντάγματος, συνιστούν όμως επιτροπές που, πάντως, ασκούν αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα (βλ. ΣτΕ 445-447/2017 επτ.), ιδρύθηκαν προκειμένου να διασφαλισθεί το κατοχυρούμενο στο εν λόγω άρθρο 46 της Οδηγίας δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, υπό την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη των θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. και του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ, όπως προκύπτει από τη μνεία στο άρθρο 61 του νόμου του άρθρου 46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΚ ως αντίστοιχου άρθρου.

Εν όψει της σπουδαιότητας του ανακύψαντος ζητήματος, το Τμήμα, υπό την παρούσα σύνθεση, κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεση …

Write A Comment