τελευταια νεα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

ΣτΕ 1237-8/2017: Σύμφωνη με το Σύνταγμα η Συμμετοχή Δικαστικών Λειτουργών ΤΔΔ στις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών

Pinterest LinkedIn Tumblr

Η Ολομέλεια του ΣτΕ με τις 1237-8/2017 αποφάσεις της έκρινε σύμφωνη με το Σύνταγμα τη συμμετοχή δικαστικών λειτουργών Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων (ΤΔΔ) στις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, οι οποίες σύμφωνα με το άρθρο 4 του νόμου 4375/2016  «είναι αρμόδιες για την εξέταση, τη λήψη και την έκδοση αποφάσεων επί των ενδικοφανών προσφυγών κατά των αποφάσεων της Υπηρεσίας Ασύλου».

Παρακάτω, παρατίθενται τα κυριότερα σημεία το σκεπτικού του Δικαστηρίου: 


17. […] Οι διατάξεις του ν. 4375/2016, όπως τροποποιήθηκαν με τον ν. 4399/2016, θεσπίζουν πλέγμα απαιτήσεων και εγγυήσεων για τη διαδικασία χορήγησης και ανάκλησης της διεθνούς προστασίας των αιτούντων κατά τις διατάξεις της οδηγίας 2011/95/ΕΕ (π.δ. 141/2013), τόσο κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία (βλ. ιδίως τις διατάξεις των άρθρων 4, 10, 12, 14 – 17, 19 – 20 της οδηγίας και ήδη των άρθρων 1, 4, 39 – 41, 44, 51, 52 του ν. 4375/2016, με τις οποίες κατoχυρώνονται, μεταξύ άλλων, διαδικασία λήψης αιτιολογημένων αποφάσεων από εκπαιδευμένο προσωπικό, σε ατομική βάση, μετά από εμπεριστατωμένη, αντικειμενική και αμερόληπτη εξέταση και έλεγχο των πραγματικών και νομικών ζητημάτων, προσωπική συνέντευξη, νομική συνδρομή και ενημέρωση, διερμηνεία), όσο και κατά τη δευτεροβάθμια διαδικασία. Ειδικότερα, όσον αφορά τη δευτεροβάθμια διαδικασία, οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 4375/2016, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 86 παρ. 1 του ν. 4399/2016, ιδρύθηκαν, όπως προκύπτει από τη μνεία, στο άρθρο 61 του νόμου, του άρθρου 46 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αντίστοιχου άρθρου, προκειμένου να διασφαλισθεί το κατοχυρούμενο στο εν λόγω άρθρο 46 της οδηγίας «δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου», ήτοι δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, κατά το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., το πρώτο εδάφιο του οποίου στοιχεί προς το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ (βλ. και αιτιολογική έκθεση του νόμου, πρβλ. απόφαση ΔΕΕ της 18.12.2014, C-293/14, Tall, σκέψη 52). Ειδικότερα, προς εξασφάλιση των απαιτουμένων διαδικαστικών εγγυήσεων, προβλέφθηκε ότι οι επιτροπές προσφυγών, οι οποίες είναι αρμόδιες για την εκδίκαση ενδικοφανών προσφυγών των αιτούντων διεθνή προστασία, ώστε να ελέγχονται κατά νόμον και κατ’ ουσίαν οι απορριπτικές σε πρώτο βαθμό αποφάσεις, και οι οποίες, στην αιτιολογική έκθεση του άρθρου 86 του ν. 4399/2016, χαρακτηρίζονται ως «οιονεί δικαιοδοτικά όργανα», συγκροτούνται, για τριετή θητεία, κατά πλειοψηφία από εν ενεργεία δικαστικούς λειτουργούς (δικαστές των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων). Τα μέλη των επιτροπών αυτών, όπως ρητώς ορίζεται στο άρθρο 5 παρ. 3 περ. στ΄ του νόμου, απολαύουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Ειδικώς, το τρίτο μέλος, το οποίο υποδεικνύεται κατ’ αρχήν από την Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες, αλλά είναι, κατά το νόμο, ανεξάρτητο τόσο σε σχέση με αυτή όσο και σε σχέση με τη Διοίκηση, απολαύει επίσης των αυτών εγγυήσεων ανεξαρτησίας και μπορεί να παυθεί πριν από τη λήξη της τριετούς θητείας του μόνο μετά από καταγγελία της σύμβασής του, η οποία χωρεί, κατά την έννοια του νόμου, για σπουδαίο λόγο, ενώ προβλέπεται η αναστολή της άσκησης οποιουδήποτε άλλου δημοσίου λειτουργήματος ή επαγγελματικής δραστηριότητας αυτού (άρθρο 5 παρ. 3 και 4 του νόμου). Ουδεμία δε επιρροή δύναται να ασκήσειαπό την εξεταζόμενη άποψη η υπαγωγή του ανωτέρω τρίτου μέλους των επιτροπών, το οποίο συνδέεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου με το Δημόσιο και δεν έχει την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού, στις πειθαρχικές διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (άρθρο 5 παρ. 3 περ. στ΄ τελευταίο εδάφιο του ν. 4375/2016) και όχι στις αντίστοιχες διατάξεις (άρθρα 90 επομ.) του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (Α΄ 35) Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (βλ. το άρθρο 33 αυτού για το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του). Περαιτέρω, διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της αμεροληψίας, δοθέντος ότι οι επιτροπές έχουν την ιδιότητα τρίτου σε σχέση με τα εμπλεκόμενα μέρη και δεν εκπροσωπούν τη Διοίκηση. Ρητώς άλλωστε προβλέπεται ότι ο αρμόδιος Υπουργός δύναται να ασκήσει μόνο αίτηση ακυρώσεως κατά των πράξεων των ανωτέρω επιτροπών (βλ. άρθ. 64 παρ. 2 του νόμου). Δεν αναιρείται δε η ιδιότητα του τρίτου και δεν παραβιάζεται η αρχή της αμεροληψίας από το γεγονός ότι δικαστές που μετέχουν στη σύνθεση των επιτροπών, θα μετάσχουν ενδεχομένως μελλοντικά στη σύνθεση των διοικητικών εφετείων που θα κληθούν να δικάσουν υποθέσεις άλλων διαδίκων, με αίτημα την ακύρωση άλλων πράξεων των εν λόγω επιτροπώνΟι αποφάσεις των επιτροπών, που εκδίδονται επί προσφυγών κατά πράξεων απορριπτικών αιτημάτων διεθνούς προστασίας σε πρώτο βαθμό, μετά από ενδελεχή εξέταση, κατά νόμον και κατ’ ουσίαν και με πλήρη, εξειδικευμένη και συγκεκριμένη αιτιολογία, δεσμεύουν τα μέρη, αφού δεν μπορούν να ανατραπούν παρά μόνο με άσκηση ενδίκου μέσου, ενώ η ενώπιόν τους διαδικασία πληροί τις απαιτούμενες εγγυήσεις –και ιδίως την τήρηση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης και εν γένει των δικαιωμάτων άμυνας– για την διασφάλιση του δικαιώματος της πραγματικής – αποτελεσματικής προσφυγής, λαμβανομένων υπ’ όψιν των ιδιαιτεροτήτων της διαδικασίας, που επιβάλλουν κατ’ αρχήν την τήρηση εμπιστευτικότητας και επιτρέπουν, ως εκ τούτου, περιορισμούς στην δημοσιότητα της διαδικασίας. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, οι ως άνω επιτροπές δεν αποτελούν μεν δικαστήρια, κατά την έννοια του Συντάγματος, συνιστούν όμως επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα κατά την έννοια της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 89 παρ. 2 και, ως εκ τούτου, επιτρεπτώς κατά το Σύνταγμα μετέχουν σε αυτές εν ενεργεία δικαστικοί λειτουργοί (πρβλ. ΣτΕ 3503/2009 Ολομ., Άρειος Πάγος 371/2013). Ο δικαιοδοτικός χαρακτήρας των ασκουμένων από αυτές αρμοδιοτήτων δεν αναιρείται από το γεγονός ότι: α. οι πράξεις τους εκδίδονται επί ενδικοφανούς προσφυγής, β. οι πράξεις τους υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων, από τις αποφάσεις των οποίων παράγεται κατά το Σύνταγμα και το νόμο υποχρέωση συμμόρφωσης, γ. δεν προβλέπεται η απαγγελία των πράξεων των επιτροπών σε δημόσια συνεδρίαση, αλλά απλώς η επίδοσή τους στους αιτούντες διεθνή προστασία, δ. προβλέπεται η αντικατάσταση των δικαστικών λειτουργών μελών των επιτροπών με την ίδια διαδικασία, μετά από αίτησή τους, ε. ο Διοικητικός Διευθυντής της Αρχής Προσφυγών διαθέτει ορισμένες αρμοδιότητες προς διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας τους, χωρίς όμως να ασκεί ιεραρχικό έλεγχο επί των ανεξάρτητων επιτροπών προσφυγών ή άλλη εξουσία άμεσης ή έμμεσης επέμβασης στην άσκηση του έργου τους, και στ. ο Υπουργός δύναται, κατ’ ενάσκηση της κανονιστικής οργανωτικής αρμοδιότητας που του παρέχει ο νόμος, να αυξήσει ή και να μειώσει τον αριθμό των επιτροπώνΕίναι, συνεπώς, απορριπτέα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ενώ, περαιτέρω, είναι απορριπτέος, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, ο ισχυρισμός ότι ελλείπει το στοιχείο της κατ’ αντιμωλία διαδικασίας. Και τούτο, διότι η αντιμωλία δεν αναιρείται εκ του ότι η διαδικασία ενώπιον των επιτροπών είναι κατά κανόνα έγγραφη και δεν προβλέπεται δικαίωμα προφορικής ακρόασης των αιτούντων ενώπιον των επιτροπών, παρά μόνο υπό τους όρους του άρθρου 62 παρ. 1 του νόμου (όπως λόγω αμφιβολιών ως προς την πληρότητα της συνέντευξης).

[…]
20. Επειδή, η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του ν. 4375/2016 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 86 παρ. 3 του ν. 4399/2016), κατά την οποία οι δικαστικοί λειτουργοί των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, που μετέχουν στις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, υποδεικνύονται από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (βλ. ανωτέρω σκέψη 12), δεν αντίκειται στο άρθρο 90 παρ. 1 του Συντάγματος, με το οποίο ορίζεται ότι οι «τοποθετήσεις» των δικαστικών λειτουργών ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του οικείου ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου. Και τούτο διότι, εν προκειμένω, δεν πρόκειται για τοποθέτηση διοριζομένου ή προαγομένου δικαστικού λειτουργού σε ορισμένο δικαστήριο, για την οποία απαιτείται, σύμφωνα με την εν λόγω συνταγματική διάταξη, προηγούμενη απόφαση του οικείου ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου (βλ. ανωτέρω στην σκέψη 17 τις σχετικές ρυθμίσεις των άρθρων 49 παρ. 1 και 67 παρ. 1 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών). Είναι, συνεπώς, απορριπτέα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα. Αβασίμως προβάλλεται περαιτέρω παραβίαση και των διατάξεων των άρθρων 26 και 87 του Συντάγματος λόγω τηςπροβλεπομένης στο άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 4375/2016, όπως τροποποιήθηκε, υπόδειξης προς επιλογή δικαστικών λειτουργών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ως μελών των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και όχι από τα κατά το νόμο όργανα διεύθυνσης των οικείων δικαστηρίων (άρθρο 15 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, ανωτέρω σκέψη 17). Και τούτο διότι από τις συνταγματικές διατάξεις, με τις οποίες κατοχυρώνεται η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών, ως ειδικότερη έκφανση της αρχής της οργανικής διακρίσεως των λειτουργιών (άρθρο 26), και θεσπίζεται σειρά συγκεκριμένων εγγυήσεων υπέρ της ανεξαρτησίας αυτών (άρθρα 87 έως και 91), προκύπτει ότι για την συμμετοχή δικαστικών λειτουργών σε όργανα που ασκούν αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα, στις προβλεπόμενες από το Σύνταγμα (άρθρο 89 παρ. 2) και εξειδικευόμενες από το νόμο περιπτώσεις, απαιτείται σχετική πράξη του αρμοδίου οργάνου της δικαστικής λειτουργίας (βλ. και απόφαση 39/2016 του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης – Α.Δ.Σ.Δ.Δ. –, 15μελούς συνθέσεως, πρβλ. και ΣτΕ 5203/1987, Ολομ. 1730/1982). Εν προκειμένω δε η διά νόμου ανάθεση της επίμαχης ειδικής αρμοδιότητας στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων δεν προσκρούει στις ως άνω συνταγματικές διατάξεις εν όψει και των κατά το Σύνταγμα και τις πάγιες διατάξεις του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών αρμοδιοτήτων του εν λόγω οργάνου της δικαστικής λειτουργίας, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη. Ούτε επιβάλλεται από το Σύνταγμα στον κοινό νομοθέτη η πρόβλεψη της άσκησης προσφυγής κατά των σχετικών «υποδείξεων» του Γενικού Επιτρόπου, ως πράξεων μονομελούς οργάνου, ενώπιον άλλου πολυμελούς οργάνου της δικαστικής λειτουργίας «με μεγαλύτερες εγγυήσεις». Είναι, ως εκ τούτου, απορριπτέα και η περί του αντιθέτου αιτίαση, ανεξαρτήτως του εννόμου συμφέροντος του αιτούντος σωματείου για την προβολή της. Τα δε προβαλλόμενα ότι κατά παράβαση του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος δεν προβλέπεται η έκδοση προεδρικού διατάγματος για τον διορισμό δικαστικών λειτουργών στις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, είναι απορριπτέα προεχόντως διότι το άρθρο αυτό αφορά κανονιστικές και όχι ατομικές πράξεις. Επειδή, κατά τα ήδη αναφερθέντα (ανωτέρω σκέψη 16), οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών του ν. 4375/2016, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4399/2016, ιδρύθηκαν προκειμένου να διασφαλισθεί το κατοχυρούμενο στο άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ «δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου» (ήτοι δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, κατά το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων). Στοιχεία δε, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν προκειμένου να κριθεί αν όργανο που προβλέπεται από την εθνική έννομη τάξη συνιστά «δικαστήριο» κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, είναι η ίδρυση του οργάνου αυτού με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ’ αντιμωλία χαρακτήρας της ενώπιόν του διαδικασίας, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή κανόνων δικαίου καθώς και η ανεξαρτησία του, εν πάση δε περιπτώσει το «δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου» διασφαλίζεται τελικώς από το σύνολο του διοικητικού και δικαστικού μηχανισμού κάθε κράτους μέλους (πρβλ. επί προδικαστικού ερωτήματος για την έννοια του αντίστοιχου άρθρου 39 της οδηγίας 2005/85/ΕΚ, Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ΔΕΕ – απόφαση της 31.1.2013, C-175/11, D. και A., σκέψεις 83 επομ. και 102). Η ως άνω διάταξη του άρθρου 46 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ κάθε άλλο παρά αποκλείει την συμμετοχή τακτικών δικαστών (δημοσίων λειτουργών, οι οποίοι απολαμβάνουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας, κατά την εθνική συνταγματική τάξη) στο όργανο που επιλαμβάνεται της προσφυγής κατά των πράξεων με τις οποίες απορρίπτεται αίτημα παροχής (ή ανακαλείται το καθεστώς) διεθνούς προστασίας, ενώ, εξ άλλου, κατά τα ήδη κριθέντα (ΔΕΕ, προμνησθείσα απόφαση D. και A., σκέψη 103, την οποία επικαλείται το αιτούν προς επίρρωση του υποβαλλομένου με το δικόγραφο αιτήματος υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ), η πρόβλεψη στην εθνική νομοθεσία ενδίκων μέσων (ή βοηθημάτων), με τα οποία οι αιτούντες διεθνή προστασία μπορούν να αμφισβητήσουν το κύρος των δυσμενών πράξεων του ανωτέρω οργάνου ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων, «είναι από μόνη της σε θέση να αποτρέψει [το όργανο αυτό] από τυχόν πειρασμούς να υποκύψει σε εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις δυνάμενες να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία των μελών του». Δεν θίγεται δε η ανεξαρτησία του ως άνω οργάνου από το ενδεχόμενο συμμετοχής δικαστών, οι οποίοι μετέχουν στη σύνθεση των Ανεξαρτήτων Επιτροπών Προσφυγών, και στη σύνθεση των διοικητικών δικαστηρίων που θα κληθούν να δικάσουν ένδικα βοηθήματα ή μέσα κατά πράξεων εκδοθεισών επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, δοθέντος μάλιστα ότι η εθνική νομοθεσία διαθέτει κανόνες που διασφαλίζουν την τήρηση των αρχών της αμεροληψίας, αντικειμενικής («δομικής») και υποκειμενικής (άρθρα 52 επομ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, π.δ. 503/1985, Α΄ 182, άρθρα 15 επομ. του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ν. 2717/1999, Α΄ 97). Δεν προκύπτει, συνεπώς, αντίθεση κατά τούτο των διατάξεων του ν. 4375/2016 με τις διατάξεις της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, όπως αβασίμως προβάλλεται με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως και δεν συντρέχει, ως εκ τούτου, περίπτωση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
21. Επειδή, στηρίζονται σε εσφαλμένη, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, εκδοχή τα προβαλλόμενα, με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ότι, λόγω της συμμετοχής, ως τρίτου μέλους, ιδιώτη συνδεομένου με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με το Δημόσιο, οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών αποτελούν ειδικά διοικητικά δικαστήρια ή «δικαστικές επιτροπές» απαγορευόμενες από το Σύνταγμα (άρθρα 8 και 87, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 20 παρ. 1, βλ. ΣτΕ Ολομ. 189/2007, 825/1988) και όχι επιτροπές με αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα, κατά το άρθρο 89 παρ. 2 του Συντάγματος. Ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης εκδοχής πρέπει επίσης να απορριφθεί και ο συναφής πρώτος λόγος ακυρώσεως κατά το σκέλος του με το οποίο προβάλλεται ότι κατά παράβαση του άρθρου 94 παρ. 4 του Συντάγματος προβλέπεται με τον ν. 4375/2016 η συμμετοχή ιδιώτη στη σύνθεση δικαστηρίου. Αβάσιμα δε είναι τα προβαλλόμενα (δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως) ότι δεν διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της αμεροληψίας εφ’ όσον προβλέπεται ότι το ως άνω μέλος μπορεί να παύεται πριν από τη λήξη της θητείας του από τον αρμόδιο Υπουργό, μετά από καταγγελία της σύμβασής του, καθώς και για τους λόγους που προβλέπονται σε αυτή και στον Κανονισμό Λειτουργίας της Αρχής Προσφυγών (άρθρο 5 παρ. 4 ν. 4375/2016, όπως τροποποιήθηκε), και όχι αποκλειστικώς και μόνον για λόγους αναγομένους στην άσκηση των καθηκόντων του (άρθρο 13 παρ. 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ν. 2690/1999, Α΄ 45). Και τούτο διότι το ανωτέρω μέλος των επιτροπών μπορεί να παυθεί πριν από τη λήξη της θητείας του μόνο μετά από καταγγελία της σύμβασής του, η οποία χωρεί, κατά την έννοια του νόμου, για σπουδαίο λόγο (ανωτέρω σκέψη 16).
22. Επειδή, περαιτέρω, εν όψει του περιεχομένου του (ανωτέρω σκέψη 14), ο Κανονισμός Λειτουργίας της Αρχής Προσφυγών (τρίτη προσβαλλόμενη πράξη – υπ’ αριθ. 3004/15.7.2016 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης) νομίμως εκδόθηκε με την προβλεπομένη από την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 7 παρ. 4 του ν. 4375/2016 υπουργική απόφαση (και όχι με το προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου 7). Εξ άλλου, τόσο η εν λόγω διάταξη του άρθρου 7 παρ. 4 όσο και οι διατάξεις του νόμου (άρθρα 4 και 5), κατ’  εφαρμογήν των οποίων εκδόθηκαν η πρώτη και η δεύτερη προσβαλλόμενες πράξεις και με τις οποίες νομοθετικές διατάξεις παρέχεται ειδική και ορισμένη εξουσιοδότηση για τον καθορισμό του αριθμού και την συγκρότηση των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών με κοινή υπουργική απόφαση, δεν αντίκεινται στο άρθρο 43 παρ. 2 εδαφ. β΄ του Συντάγματος δοθέντος ότι, εν όψει των ρυθμίσεων του νόμου που έχουν εκτεθεί αναλυτικά σε προηγούμενες σκέψεις, με τις πράξεις αυτές ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα σε σχέση προς τα ρυθμιζόμενα στον νόμο. Η έκδοση προεδρικού διατάγματος ή η σύμπραξη του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην έκδοση του επίμαχου Κανονισμού Λειτουργίας δεν επιβάλλεται ούτε από τα άρθρα 26 και 87 του Συντάγματος, τα οποία δεν αποκλείουν την υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος θέσπιση κανονιστικών ρυθμίσεων σχετικών με την οργάνωση και λειτουργία επιτροπών που ασκούν αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα (89 παρ. 2 Συντάγματος) με αποφάσεις άλλων υπουργών. Νομίμως δε εκδόθηκε ο Κανονισμός Λειτουργίας της Αρχής Προσφυγών από τον Αναπληρωτή Υπουργό Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης Ι. Μουζάλα, στον οποίο έχει ανατεθεί η σχετική αρμοδιότητα με απόφαση του Πρωθυπουργού [βλ. την Υ10/25.9.2015 (Β΄ 2109) απόφαση του Πρωθυπουργού, όπως τροποποιήθηκε με την Υ144/11.4.2016 (Β΄ 993) απόφασή του]. Τέλος, κατά τα ήδη εκτεθέντα (σκέψη 14), όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο ανωτέρω Κανονισμός εκδόθηκε κατόπιν της 3003/15.7.2016 προτάσεως της Διοικητικής Διευθύντριας της Αρχής Προσφυγών και της επιτροπής των Προέδρων των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, κατά τα προβλεπόμενα στην ως άνω διάταξη του άρθρου 7 παρ. 4 του ν. 4375/2016. Όλα δε τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με τους τρίτο και πέμπτο λόγους ακυρώσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
23. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

[…]
Απορρίπτει την αίτηση.


Write A Comment