τελευταια νεα
ΑΠΟΨΕΙΣ

Σοβαροί λόγοι υγείας και χορήγηση διεθνούς προστασίας σε αλλοδαπούς

Pinterest LinkedIn Tumblr

Τη νομολογία των εθνικών και διεθνών δικαστηρίων έχουν απασχολήσει συχνά περιπτώσεις αλλοδαπών που κατά την απέλασή τους αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας και, κατ’ επέκταση, τον κίνδυνο να υποστούν για το λόγο αυτό απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση στη χώρα καταγωγής τους λόγω μη κατάλληλης θεραπείας. Και ενώ τα πράγματα είναι μάλλον περισσότερο ξεκάθαρα στην περίπτωση που η αδυναμία πρόσβασης αποτελεί αποτέλεσμα κάποια διακριτικής μεταχείρισης σε βάρος του ενδιαφερομένου (λόγω συμμετοχής σε κάποια κοινωνική ή φυλετική ομάδα), τα πράγματα περιπλέκονται όταν η αδυναμία οφείλεται στη γενικότερη κατάσταση του συστήματος υγείας στη χώρα καταγωγής.

Η νομολογία του ΕΔΔΑ αναφορικά με την απέλαση- απομάκρυνση προσώπων που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας


Οι δύο σημαντικότερες υποθέσεις που έχουν απασχολήσει το ΕΔΔΑ και αναφέρονται ευρέως στη διεθνή βιβλιογραφία και νομολογία είναι οι D και η Ν. κατά Ηνωμένου Βασιλείου. Και οι δύο αφορούσαν στην απέλαση φορέων AIDS, οι οποίοι επικαλούνταν ότι θα υποστούν απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής τους λόγω έλλειψης κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής.

Μολονότι, καταρχήν το ΕΔΔΑ υπογράμμισε ότι οι «προς απέλαση ποινικώς κατάδικοι δεν μπορούν να επικαλούνται εναντίον της απέλασης τους το επίπεδο ιατρικών και κοινωνικών παροχών στη χώρα προορισμού τους», το Δικαστήριο στην Υπόθεση D.κατά Ηνωμένου Βασιλείου ενόψει του ότι η απέλαση, στην συγκεκριμένη υπόθεση, θα επίσπευδε το θάνατο του αλλοδαπού, πάσχοντα από AIDS, ο οποίος βρισκόταν σε τελικό στάδιο, ενώ δεν υπήρχαν οποιαδήποτε στοιχεία ότι θα τύχει κάποιας μορφήςηθικής ή κοινωνικής υποστήριξης, αλλά και καμία βεβαιότητα ότι θα νοσηλευθεί σε νοσοκομείο στη χώρα καταγωγής του για τους ασθενείς του AIDS, διαπίστωσε ότι η τυχόν εκτέλεση της απέλασης θα συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ[1].

Ωστόσο, το δικαστήριο απέφυγε έκτοτε να αναγνωρίσει εκ νέου παραβίαση του άρθρου 3 ΕΣΔΑ σε παρόμοιες υποθέσεις, επισημαίνοντας ότι το καθοριστικό σημείο που συνέβαλε στην κατάφαση παραβίασης του άρθρου 3 ήταν οι «εξαιρετικές περιστάσεις» του προσφεύγοντα.

Δέκα περίπου χρόνια μετά, το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης του ΕΔΔΑ ασχολήθηκε ξανά με το ζήτημα της απέλασης ασθενών αλλοδαπών στην υπόθεση Ν[2]. Όπως σημείωσε το Δικαστήριο το άρθρο 3 της Ε.Σ.Δ.Α. απαγορεύει την απέλαση κυρίως όταν απειλείται κακομεταχείριση του απελαυνόμενου από πράξεις δημοσίων αρχών της χώρας προέλευσης που γίνονται με πρόθεση ή και από τέτοιες πράξεις τρίτων προσώπων, κατά των οποίων οι δημόσιες αρχές δεν μπορούν να παράσχουν επαρκή προστασία. Αντιθέτως, το άρθρο 3 της Σύμβασης δεν υποχρεώνει, κατ’ αρχήν, τα συμβαλλόμενα κράτη να μην απελαύνουν αλλοδαπούς προκειμένου αυτοί να εξακολουθήσουν να απολαμβάνουν το αυξημένο επίπεδο ιατρικής ή κοινωνικής προστασίας που αυτά παρέχουν. Τούτο ισχύει ακόμη και όταν οι συνθήκες και η ποιότητα ζωής τους, ακόμη δε και το προσδόκιμο επιβίωσής τους μπορεί να επιδεινωθούν. Μόνο σε όλως εξαιρετικές περιστάσεις, για ανθρωπιστικούς λόγους, μπορεί να γίνει δεκτό το αντίθετο. Άλλωστε, παρά το γεγονός ότι πολλά από τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται σε αυτή, έχουν και συνέπειες κοινωνικού ή οικονομικού χαρακτήρα, η Ε.Σ.Δ.Α. σκοπεί κυρίως στην προάσπιση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων και δεν υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα κράτη να αίρουν τις υφιστάμενες – ενδεχομένως πολύ μεγάλες – διαφορές στην ιατρική περίθαλψη ανάμεσα σε αυτά και σε τρίτες χώρες με την παροχή δωρεάν περίθαλψης σε υπηκόους των τελευταίων που δεν δικαιούνται να διαμένουν στην επικράτειά τους[3].

Εφαρμόζοντας τις ανωτέρω παραδοχές, και λαμβάνοντας υπόψη ότι η κατάσταση της προσφεύγουσας δεν ήταν κρίσιμη και ήταν σταθερή ως αποτέλεσμα της αντιρετροϊκής θεραπείας που είχε λάβει στο Ηνωμένο Βασίλειο, ότι ήταν ικανή να ταξιδέψει και ότι η κατάστασή της δεν αναμενόταν να επιδεινωθεί όσο συνέχιζε να λαμβάνει τη θεραπεία που χρειαζόταν, το Δικαστήριο κατέληξε κατά πλειοψηφία ότι δεν υπήρχε παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης.

Η συγκεκριμένη απόφαση έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο ευρείας κριτικής. Δύο είναι τα κυριότερα ζητήματα που τίθενται:

Πρώτον, η άποψη της πλειοψηφίας υιοθετεί κριτήρια κυρίως εξωνομικά. Όπως σημειώνει η πλειοψηφία του Δικαστηρίου στην παρ. 44 της απόφασης απώτατος σκοπός της ερμηνευτικής αυτής προσέγγισης του άρθρου 3 της Σύμβασης είναι η αποφυγή μαζικής εισροής στο έδαφος των κρατών μελών αλλοδαπών με προβλήματα υγείας η οποία θα συνεπάγεται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση για τα εθνικά συστήματα υγείας. Καθ’ αυτό όμως τον τρόπο, απόλυτου χαρακτήρα κατοχυρωμένα στη Σύμβαση δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στη ζωή και στη σωματική ακεραιότητα καθίστανται σχετικά, με αποτέλεσμα να επαφίεται στα κράτη μέλη αν θα επιτρέψουν ή όχι στο έδαφός τους την παραμονή ασθενών. Με άλλα λόγια μία μέχρι σήμερα δεσμευτική νομική υποχρέωση υποβιβάζεται στο επίπεδο διακριτικής ευχέρειας για λόγους ανθρωπιστικούς ή φιλανθρωπίας. Σε κάθε δε περίπτωση, ο «φόβος» αυτός του Δικαστηρίου περί «μαζικής» εισροής ασθενών μεταναστών στην Ευρώπη, με σκοπό να επωφεληθούν του επιπέδου των παρεχόμενων ιατρικών υπηρεσιών δεν έχει βάση. Ιατρικές και άλλες έρευνες, όπως πχ. η ετήσια έκθεση των Γιατρών του Κόσμου αναφορικά με την πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στην Ευρώπη αναδεικνύουν ότι μόνο ένα πολύ μικρό (έως ελάχιστο) ποσοστό ανθρώπων αναφέρει ως κύρια αιτία μετανάστευσης τα προβλήματα υγείας και την αδυναμία να λάβει υπηρεσίες υγείας στη χώρα καταγωγής του[4]. 

Δεύτερον, η άποψη της πλειοψηφίας αποτυγχάνει να αποσαφηνίσει πότε επιτρέπεται και πότε όχι η απομάκρυνση ενός ασθενούς προσώπου στη χώρα καταγωγής του. Τελικά ποιες είναι αυτές οι «όλως εξαιρετικές περιστάσεις» που θα επιβάλουν την μη απέλαση του ενδιαφερομένου;  Η πλειοψηφία του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Ν. στη σταθερή κατάσταση της υγείας και τη δυνατότητα της προσφεύγουσας να ταξιδέψει. Η άποψη της πλειοψηφίας χάνει οποιαδήποτε πειστικότητα, αν αναλογιστεί κανείς ότι λίγες εβδομάδες μετά την απέλασή της Ν. από το Ηνωμένο Βασίλειο στη χώρα καταγωγής της αυτή απεβίωσε. Πως, λοιπόν, μπορούμε να υποστηρίζει κανείς βάσιμα ότι η απέλαση της δεν συνιστούσε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση;

Αξίζει στο πλαίσιο αυτό να σημειωθεί ότι την ίδια περίπου χρονική περίοδο το Διαμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (IACHR) του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών, στην υπόθεση Andrea Mortlock κατά ΗΠΑ, αναφορικά με την απέλαση από τις Ηνωμένες Πολιτείες ενός υπηκόου Τζαμάικας, ο οποίος έπασχε και αυτός από AIDS, «απέρριψε» επί της ουσίας τις ως άνω νομολογιακές θέσεις του ΕΔΔΑ. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διακοπή της θεραπείας του προσφεύγοντος θα είχε ως αποτέλεσμα την αναβίωση συμπτωμάτων της ασθενείας του είχαν κατασταλεί δια της χορηγήσεως αντιρετροϊκής αγωγής και κατ’ επέκταση θα οδηγούσαν στον πρόωρο θάνατό του. Επομένως, μολονότι ο κίνδυνος θανάτου του δεν ήταν τόσο άμεσος, όπως στην περίπτωση D κατά Ηνωμένου Βασιλείου, οι συνέπειες της διακοπής της αντιρετροικής αγωγής του θα είχαν ολέθριες συνέπειες για τον προσφεύγοντα. [5]. 

Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί υποθέσεων αλλοδαπών με σοβαρά προβλήματα υγείας


Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο μας, ακολουθώντας τις ανωτέρω αρχές που απορρέουν από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, έχει σε πολλές περιπτώσεις διαπιστώσει ότι η απέλαση ατόμων με σοβαρά προβλήματα υγείας προς τη χώρα καταγωγής τους (όπου δε θα έχουν πρόσβαση στην απαραίτητη για τη διαφύλαξη της ζωής του αγωγής) αποτελεί απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση που παραβιάζει το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Ειδικότερα:

– Με την ΣτΕ 3630/2008 του Δ΄ Τμήματος ακυρώθηκε ως πλημμελώς αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε αίτημα ασύλου και ετάχθη τρίμηνη προθεσμία για να αναχωρήσει από την Ελλάδα, στον αιτούντα αλλοδαπό, υπήκοο Μπαγκλαντές πάσχοντα από ασθένεια των νεφρών και ηπατίτιδα Β στο Μπανγκλαντές και ο οποίος επικαλέστηκε ότι στο Μπανγκλαντές δεν θα έχει καλή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, χωρίς προηγουμένως να ερευνηθεί, εάν συνέτρεχε περίπτωση να του χορηγηθεί άδεια παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους (Ομοίως είχε γίνει δεκτή και η συναφής αίτηση αναστολής του συγκεκριμένου αιτούντος με την ΕΑ ΣτΕ 235/2007). 

Επίσης, με την 785/2009 απόφαση της Επιτροπής Αναστολής του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε δεκτή αίτηση αναστολής εκτέλεσης κατά σιωπηρής απόρριψης αιτήματος για χορήγηση αδείας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, κατ άρθρο 8 του π.δ/τος 61/1999 αλλοδαπού υπηκόου Ιράκ, ενόψει του ότι αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας (κίρρωση ήπατος), για τα οποία απαιτείται ιατρική παρακολούθηση και φαρμακευτική αγωγή.

– Ομοίως, με την ΕΑ ΣτΕ 212/2009 έγινε δεκτή αίτηση αναστολής κατά της τεκμαιρομένης, λόγω παρόδου απράκτου τριμήνου, απορρίψεως του αιτήματος για χορήγηση αδείας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, κατ άρθρο 8 του π.δ/τος 61/1999, αλλοδαπού υπηκόου Αφγανιστάν, ο οποίος έπασχε από ηπατίτιδα C και παρακολουθούσε υποστηρικτικό πρόγραμμα απεξάρτησης του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων.

– Ακόμη με την ΕΑ ΣτΕ 695/2008,χορηγήθηκε αναστολή εκτέλεσης της απόφασης του Γενικού Γραμματέως του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, κατά το μέρος που τάσσει προθεσμία για την αναχώρηση του αιτούντος  από τη χώρα, προς αποτροπή τυχόν δυσεπανόρθωτης βλάβης της υγείας του αιτούντος, ο οποίος υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για αντικατάσταση της μιτροειδούς βαλβίδας της καρδιάς αυτού, σε περίπτωση αναγκαστικής απομάκρυνσής του από την Ελλάδα και επιστροφής του στο Πακιστάν.

– Επίσης, με την ΕΑ ΣτΕ 1406/2007 έγινε δεκτή αίτηση αναστολής εκτέλεσης απόρριψης αιτήματος για χορήγηση αδείας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, κατ άρθρο 8 του π.δ/τος 61/1999 αλλοδαπού υπηκόου Μπαγκλαντές που υπέστη αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο προς αποτροπήν τυχόν δυσεπανόρθωτης βλάβης της υγείας του αιτούντος, σε περίπτωση αναγκαστικής απομάκρυνσής του από την Ελλάδα και επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

– Τέλος, με υπ’ αριθμ 375/2008 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών ανεστάλη η πράξη απόρριψης αιτήματος επανεξέτασης υπόθεσης ασύλου ενόψει του νεαρού της ηλικίας και της κατάσταση της υγείας του αιτούντος αλλοδαπού ο οποίος έπασχε από καταθλιπτική διαταραχή και έχρηζε παρακολούθησης και φαρμακευτικής αγωγής, καθώς κρίθηκε ότι συνέτρεχαν εξαιρετικοί λόγοι που καθιστούσαν αναγκαία τη χορήγηση αναστολής προς αποτροπήν δυσεπανόρθωτης βλάβης του σε περίπτωση αναγκαστικής απομάκρυνσής του από την Ελλάδα και επιστροφής του στη Νιγηρία.

Μολονότι οι παραπάνω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αναφέρονται κυρίως σε άρνηση χορήγησης άδειας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, μετά την απόρριψη του συναφούς αιτήματος πολιτικού ασύλου, και επακόλουθης υποχρέωσης εγκατάλειψης της χώρας, γιατί εφαρμόζουν το π.δ. 61/1999, που ίσχυε κατά το παρελθόν πριν το π.δ. 96/2008 και ήδη 141/2013, το οποίο και δεν προέβλεπε τη δυνατότητα χορήγησης διεθνούς επικουρικής προστασίας, παραταύτα διατηρούν την αξία τους. Βάσει του μεταγενεστέρου άρθρου 15 του π.δ. 96/2008 και ήδη 141/2013, φαίνεται καταρχήν ότι είναι δυνατόν να χορηγηθεί επικουρική-διεθνής προστασία όταν η απέλαση ασθενούς προς τη χώρα καταγωγής μπορεί να αποτελέσει απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση που παραβιάζει το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, κάτι που όπως όμως θα δούμε στη συνέχεια έσπευσε μάλλον να αποκλείσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αδυναμία πρόσβασης σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ως λόγος χορήγησης «εναλλακτικής» προστασίας;


Το ζήτημα της παροχής προστασίας σε όσους αλλοδαπούς αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας απασχόλησε και το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις υποθέσεις M’Bodj και Abdida της 18ης Δεκεμβρίου 2014.

Στην πρώτη, λοιπόν, υπόθεση M’Bodj (C-542/13), ο προσφεύγων πολίτης τρίτης χώρας είχε υποβάλει αίτηση ασύλου και, εν συνεχεία, αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής για λόγους υγείας, οι οποίες απορρίφθηκαν. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Βέλγιο έπεσε θύμα εγκληματικής ενέργειας, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να του προκαλέσει ένα βαθμό αναπηρίας. Εξαιτίας αυτής, του χορηγήθηκε τελικώς άδεια επ’ αόριστον διαμονής στο Βέλγιο λόγω της καταστάσεως της υγείας του. Εν συνεχεία, ο προσφεύγων ζήτησε τη χορήγηση στο πρόσωπό του ενός επιδόματος, το οποίο σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία μπορούσε να του χορηγηθεί σε άτομα με ειδικές ανάγκες τα οποία δικαιούνταν διεθνή προστασία. Ο προσφεύγων επικαλέστηκε τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, υποστηρίζοντας ότι εφόσον τυχόν απέλαση του λόγω του προβλήματος υγείας του θα συνιστούσε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, τότε δικαιούνταν επικουρική προστασία με βάση το ενωσιακό δίκαιο και κατ’ επέκταση έπρεπε να του χορηγηθεί το επίδικο επίδομα.
 Ωστόσο, το ΔΕΕ απέρριψε το εν λόγω επιχείρημα του προσφεύγοντος. Κατά το Δικαστήριο, το γεγονός ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, δεν είναι δυνατή, δυνάμει του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, όπως έχει ερμηνευτεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η απομάκρυνση πάσχοντος από σοβαρή ασθένεια υπηκόου τρίτης χώρας προς χώρα στην οποία δεν υπάρχει κατάλληλη θεραπευτική αγωγή δεν σημαίνει ότι είναι υποχρεωτικό να του χορηγηθεί άδεια διαμονής σε κράτος μέλος, δυνάμει του καθεστώτος επικουρικής προστασίας που προβλέπει η οδηγία 2004/83. Ερμηνεύοντας τις οικείες διατάξεις της Οδηγίας το Δικαστήριο έκρινε ότι ο κίνδυνος επιδεινώσεως της καταστάσεως του πάσχοντος από σοβαρή ασθένεια πολίτη τρίτης χώρας, ο οποίος απορρέει από τη γενικότερη ανυπαρξία κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής στη χώρα καταγωγής του, δεν οδηγεί στη χορήγηση καθεστώτος διεθνούς (επικουρικής) προστασίας λόγω κινδύνου υποβολής σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση στη χώρα καταγωγής. Διεθνής προστασία για λόγους επιδείνωσης της σοβαρής κατάστασης υγείας χορηγείται μόνο στην εξαιρετική περίπτωση που ο κίνδυνος απορρέει από την εκ προθέσεως άρνηση χορηγήσεως ιατρικής περιθάλψεωςστο συγκεκριμένο υπήκοο και όχι απλώς στη γενικότερη ανεπάρκεια του συστήματος περίθαλψης στη χώρα καταγωγής του.
Περαιτέρω, το ΔΕΕ, έκρινε ότι καίτοι το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ ευνοϊκότερες διατάξεις για να αποφασίζουν, ιδίως, ποιοι πληρούν τις προϋποθέσεις αναγνωρίσεώς τους ως προσφύγων και για να καθορίζουν το περιεχόμενο της διεθνούς προστασίας, εντούτοις ότι οι εθνικές αυτές διατάξεις θα πρέπει να συνάδουν με την εν λόγω οδηγία. Στην προκείμενη περίπτωση, κατά το Δικαστήριο, η χορήγηση του προβλεπόμενου από την οδηγία καθεστώτος επικουρικής προστασίας σε υπήκοο τρίτης χώρας πάσχοντα από σοβαρή ασθένεια λόγω του κινδύνου επιδεινώσεως της καταστάσεως της υγείας του συνεπεία της ελλείψεως κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής στη χώρα καταγωγής, είναι αντίθετη στην όλη οικονομία και τους σκοπούς της οδηγίας 2004/83.
Στην δεύτερη, ωστόσο, υπόθεση Abdida (C-562/13)το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι, οι ενδιαφερόμενοι, μη δικαιούχοι διεθνούς προστασίας μπορούν υπό προϋποθέσεις να τύχουν τελικώς μίας «εναλλακτικής» μορφής προστασίας από την απέλασή τους, με βάση την Οδηγία για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων στο έδαφος της Ένωσης αλλοδαπών.
Τα πραγματικά περιστατικά έχουν εν συντομία ως εξής: Ο προσφεύγων είχε υποβάλλει αίτηση χορηγήσεως άδειας διαμονής, λόγω της ιδιαιτέρως σοβαρής ασθενείας από την οποία έπασχε. Η αίτησή του αυτή είχε απορριφθεί και στη συνέχεια προσέφυγε κατά αυτής. Ενόσω εκκρεμούσε η εξέταση της υπό κρίση προσφυγής του, οι αρμόδιες αρχές αρνήθηκαν τη χορήγηση στο πρόσωπό του επιδόματος κοινωνικής αρωγής, καθώς βάσει των κρίσιμων διατάξεων του βελγικού δικαίου, το εν λόγω επίδομα χορηγούνταν μόνο σε εκείνους των οποίων η προσφυγή είχε εκ του νόμου ανασταλτικό αποτέλεσμα, κάτι το οποίο δεν συνέτρεχε στην περίπτωσή του. Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το ΔΕΕ να διευκρινίσει αν το επίδικο επίδομα θα έπρεπε να χορηγηθεί στον ενδιαφερόμενο με βάση τις διατάξεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας περί διεθνούς (επικουρικής) προστασίας. Το ΔΕΕ, ενόψει όσων έγιναν δεκτά στην υπόθεση M’Bodj έκρινε ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι ως άνω διατάξεις του ενωσιακού δικαίου για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας. 
Το Δικαστήριο θα μπορούσε να σταματήσει εκεί. Ωστόσο, αποφάσισε να προχωρήσει παραπέρα, παρέχοντας απαντήσεις στο εθνικό δικαστήριο επί ερωτημάτων που επί της ουσίας ουδέποτε είχε θέσει σχετικά με την ερμηνεία νομικών διατάξεων του ενωσιακού δικαίου που δεν είχαν τεθεί ενώπιόν του: την Οδηγία 2008/115/Εκ για την επιστροφή παρανόμως διαμενόντων αλλοδαπών.
Όσον αφορά στο μη ανασταλτικό αποτέλεσμα της υπό κρίση προσφυγής, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Οδηγία δεν επιβάλλει η προσφυγή κατά της πράξης επιστροφής να έχει σε κάθε περίπτωση ανασταλτικό αποτέλεσμα. Εντούτοις, τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης προσφυγής πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 47 του Χάρτη, το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης. Εξάλλου, το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη διευκρινίζει, μεταξύ άλλων, ότι κανείς δεν μπορεί να απομακρυνθεί προς κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση, διάταξη η οποία θα πρέπει να ερμηνεύεται, υπό το φώς και της αντίστοιχης νομολογίας του ΕΔΔΑ. Εξάλλου, το άρθρο 5 της Οδηγίας προβλέπει κατά την εφαρμογή της οδηγίας, τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν δεόντως υπόψη μεταξύ άλλων και την κατάσταση της υγείας του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας και να τηρούν την αρχή της μη επαναπροώθησης.
Επομένως, η προσφυγή κατά της πράξης επιστροφής, θα πρέπει να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, μολονότι τούτο δεν προβλέπεται ρητώς από το κείμενο της Οδηγίας, καθόσον η τυχόν εκτέλεση αυτής, συνεπάγεται την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας πάσχοντος σοβαρή ασθένεια προς χώρα στην οποία δεν υπάρχει κατάλληλη θεραπευτική αγωγή και επομένως ενδέχεται να εκθέσει αυτόν σε σοβαρό κίνδυνο οξείας και μη αναστρέψιμης επιδεινώσεως της υγείας του.
Όσον αφορά στην κάλυψη των βασικών αναγκών υπηκόου τρίτης χώρας, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το άρθρο 14 της οδηγίας 2008/115 ορίζει στην παράγραφο 1 ότι τα κράτη μέλη, με εξαίρεση την περίπτωση που οι παράτυποι μετανάστες τελούν υπό κράτηση, μεριμνούν, μεταξύ άλλων, ώστε να παρέχεται επείγουσα υγειονομική περίθαλψη και κάθε απαραίτητη θεραπευτική αγωγή στους τελούντες υπό επιστροφή αλλοδαπούς κατά το χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης, και κατά τα χρονικά διαστήματα για τα οποία αναβάλλεται η απομάκρυνση. Μολονότι ότι το επίδικο αίτημα για επίδομα κοινωνικής προστασίας του κ. Abdida δεν αναφέρεται ρητά στο άρθρο 14 της Οδηγίας, το ΔΕΕ, σημείωσε ότι η παροχή επείγουσας υγειονομικής περιθάλψεως και κάθε απαραίτητης θεραπευτικής αγωγής, είναι πιθανό να μην μπορεί, υπό τέτοιου είδους περιστάσεις, να παραγάγει αποτελέσματα αν δεν συνοδεύεται από την κάλυψη των βασικών αναγκών του οικείου υπηκόου τρίτης χώρας. Επομένως, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, το οικείο κράτος μέλος υποχρεούται, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας, να καλύψει, κατά το δυνατόν τις βασικές ανάγκες υπηκόου τρίτης χώρας που πάσχει από σοβαρή ασθένεια σε περίπτωση που αυτός δεν διαθέτει τα μέσα για να καλύψει ο ίδιος τις ανάγκες του.
Οι νομολογιακές παραδοχές του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις ως άνω υποθέσεις M’Bodj και Abdida απέχουν πολύ από να θεωρηθούν ως επιτυχείς.
Πρώτον, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης συγχέει τις προϋποθέσεις μεταξύ των διαφόρων μορφών διεθνούς προστασίας που προβλέπει το ενωσιακό δίκαιο. Κατά το ΔΕΕ πρέπει να προκύπτει εκ προθέσεως άρνηση ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης προκειμένου να τύχει κανείς επικουρικής προστασίας. Ωστόσο, αν πράγματι υπάρχει κάποια εκ προθέσεως άρνηση θεραπείας, τότε αυτή θα συνδέεται αναπόδραστα με κάποιον από τους λόγους δίωξης (φυλή, θρησκεία, εθνικότητα, ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα κλπ), οπότε ο ενδιαφερόμενος θα αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας και όχι ως δικαιούχος επικουρικής προστασίας.  Επί της ουσίας λοιπόν το ΔΕΕ «αποκλείει» τη χορήγηση επικουρικής προστασίας για λόγους υγείας. Κάτι τέτοιο ωστόσο είναι αντίθετο στην όλη οικονομία και τους σκοπούς της σχετικής Οδηγίας. Η επικουρική προστασία ήρθε να καλύψει ακριβώς εκείνες τις περιπτώσεις που ο ενδιαφερόμενος, παρόλο που δεν πληροί τις προϋποθέσεις της Σύμβασης της Γενεύης για να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας, εντούτοις κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή βλάβη στη χώρα καταγωγής του (στην προκείμενη περίπτωση λόγω αδυναμίας πρόσβασης σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη με κίνδυνο για την υγεία και τη ζωή του.
Δεύτερον, το ΔΕΕ επί της ουσίας, υποβαθμίζει το επίπεδο διεθνούς προστασίας. Στην ουσία καταργεί τη διακριτική ευχέρεια των κρατών να διατηρήσουν περισσότερο ευνοϊκές διατάξεις για άτομα με σοβαρά προβλήματα υγείας κατά τη ενσωμάτωση των Οδηγιών, γεγονός που μπορεί να έχει επιπτώσεις και σε άλλους τομείς της ευρωπαϊκής μεταναστευτικής νομοθεσίας. 
Τρίτον, το ΔΕΕ αναγνωρίζει μεν δικαιώματα διαδικαστικού χαρακτήρα, την στιγμή που αρνείται επί της ουσίας ή περιορίζει σοβαρά τα ουσιαστικού χαρακτήρα δικαιώματα του ενωσιακού δικαίου. Ενώ είναι πρόθυμο να αναγνωρίζει εκ του νόμου ανασταλτικό αποτέλεσμα στην άσκηση προσφυγής του ενδιαφερομένου κατά της απέλασής του, μολονότι η γραμματική ερμηνεία της Οδηγίας δεν προβλέπει κάτι τέτοιο, εντούτοις, την ίδια στιγμή αρνείται την αναγνώριση του ενδιαφερομένου ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.
Τέταρτον, μετατρέπει ένα νομικό κείμενο που υιοθετήθηκε για άλλο σκοπό, για την απομάκρυνση αλλοδαπών από την επικράτεια της ένωσης παρανόμως διαμενόντων αλλοδαπών σε μέσο για την προστασία αυτών. Ποιο το πρόβλημα που δημιουργείται; Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Δικαστηρίου (το οποίο μετέτρεψε την υποχρέωση των κρατών να λαμβάνουν υπόψη τους την αρχή της μη επαναπροώθησης σε λόγο απαγόρευσης της επιστροφής αλλοδαπού, υποχρέωσης χορήγησης ανασταλτικού αποτελέσματος στην προσφυγή και ευεργετημάτων κοινωνικής προστασίας) το επίπεδο της παρεχόμενης «εναλλακτικής» αυτής προστασίας σαφώς υπολείπεται εκείνου της διεθνούς προστασίας.  Καταρχάς, για να υπάρξει εναλλακτική προστασία θα πρέπει πρώτα να έχει εκδοθεί απόφαση επιστροφής. Με άλλα λόγια θα πρέπει πρώτα να συλληφθεί και έπειτα να ζητήσει προστασία (sic!) Ακόμη, το δικαίωμα ακρόασης του ενδιαφερομένου σαφώς υπολείπεται εκείνου που προβλέπεται αντίστοιχα για τους αιτούντες διεθνή προστασία (συνεντεύξεις κλπ) Τέλος, τα πλεονεκτήματα που απολαμβάνει ο δικαιούχος διεθνούς προστασίας είναι ευρύτερα από εκείνα που θα απολαύει ο δικαιούχος «εναλλακτικής» προστασίας (δικαίωμα εργασίας, ειδικές πρόνοιες για ασυνόδευτους ανήλικους κλπ).             

Η επέκταση των ορίων προστασίας σοβαρά ασθενών προς απέλαση αλλοδαπών – Διάλογος μεταξύ ΔΕΕ και ΕΔΔΑ


Οι ανωτέρω νομολογιακές παραδοχές του ΔΕΕ και η περιοριστική προσέγγιση του ζητήματος της προστασίας σοβαρά ασθενών προς απέλαση αλλοδαπών φαίνεται ότι δεν πέρασαν απαρατήρητες από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Έτσι, το ΕΔΔΑ, στην πρόσφατη υπόθεση Paposhvili[6]διαπιστώνοντας ότι η μέχρι σήμερα πάγια θέση της νομολογίας της Ν. έχει στερήσει επί της ουσίας από τους αλλοδαπούς οι οποίοι είναι σοβαρά ασθενείς, αλλά των οποίων η κατάσταση είναι λιγότερο κρίσιμη, το όφελος του άρθρου της Σύμβασης προχώρησε εν μέρει σε μεταστροφή της νομολογίας του[7].

Η σημασία που απέδωσε το Δικαστήριο στη σοβαρότητα του ζητήματος καταδεικνύεται από το γεγονός, ότι μολονότι ο προσφεύγων απεβίωσε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του, το ΕΔΔΑ προτάσσοντας την ηθική διάσταση του ζητήματος, και τη σοβαρότητα του για την ίδια την ερμηνεία και την εφαρμογή της ΕΣΔΑ έκρινε ότι απαιτείται η εξέταση της ουσίας της προσφυγής.

Στην προκείμενη περίπτωση, ο προσφεύγων, πολίτης Γεωργίας και κάτοικος Βελγίου, σοβαρά ασθενής πάσχων, μεταξύ άλλων, από χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία αιτήθηκε άδειας παραμονής για λόγους υγείας και οικογενειακών δεσμών και την μη απέλασή του, βασίζοντας το αίτημά του στα άρθρα 2, 3 και 8 Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (στο εξής «ΕΣΔΑ»). Οι αιτήσεις του απορρίφθηκαν ενώπιον των διοικητικών αρχών ενώ σε απόφασή του το Βελγικό Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε την έφεση απαράδεκτη επιβεβαιώνοντας την απόφαση της Επιτροπής Προσφυγών Αλλοδαπών. Αρχικά, το Πέμπτο Τμήμα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Δικαστηρίου κατέληξε ότι δεν υπήρχε παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης, με την υπόθεση να παραπέμπεται στο Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης, το οποίο έκρινε τελικά ότι υπήρξε παραβίαση των άρθρων 3 και 8 της ΕΣΔΑ.

Όπως σημείωσε το Δικαστήριο, ο αντίκτυπος απομάκρυνσης στον ενδιαφερόμενο πρέπει να εκτιμηθεί συγκρίνοντας την κατάσταση της υγείας αυτού ή αυτής πριν από την απομάκρυνση με το πώς αυτή θα εξελιχθεί μετά τη μεταφορά του προσώπου στο Κράτος υποδοχής. Στο πλαίσιο αυτό παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη, είναι αν η γενικά διαθέσιμη στο Κράτος υποδοχής περίθαλψη είναι επαρκής και κατάλληλη στην πράξη για τη θεραπεία της ασθένειας του προσφεύγοντος, ώστε να αποτρέψει την έκθεση αυτού ή αυτής σε μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 3. Το σημείο αναφοράς δεν είναι το επίπεδο της περίθαλψης που υπάρχει στο Κράτος επιστροφής και εάν η περίθαλψη στο Κράτος υποδοχής θα είναι ισοδύναμη ή κατώτερη. Επίσης, πρέπει να εξετάζεται ο βαθμός πραγματικής πρόσβασης σε κατάλληλη περίθαλψη και υποδομές και το κόστος της φαρμακευτικής αγωγής και θεραπείας, η ύπαρξη κοινωνικού και οικογενειακού δικτύου και η απόσταση που πρέπει να διανύσει κάποιος προκειμένου να έχει πρόσβαση.

Σε περίπτωση που, αφού εξεταστούν οι σχετικές πληροφορίες, εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με τις επιπτώσεις της απομάκρυνσης των εν λόγω προσώπων – λόγω της γενικότερης κατάστασης στη χώρα υποδοχής ή/και την ατομική τους κατάσταση – το Κράτος επιστροφής πρέπει να λάβει ατομικές και επαρκείς διαβεβαιώσεις από το Κράτος υποδοχής, ως προϋπόθεση για την απομάκρυνση, ότι η κατάλληλη θεραπεία θα είναι διαθέσιμη και προσβάσιμη στους ενδιαφερομένους, έτσι ώστε να μην περιαχθούν σε κατάσταση αντίθετη προς το άρθρο 3.

Τέλος, το Δικαστήριο, έσπευσε να διευκρινίσει ότι, σε υποθέσεις που αφορούν την μετακίνηση των σοβαρά ασθενών ατόμων, το γεγονός το οποίο προκαλεί την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και εμπλέκει την ευθύνη του Κράτους επιστροφής δυνάμει του άρθρου 3, δεν είναι η έλλειψη ιατρικής υποδομής στο Κράτος υποδοχής. Ομοίως, το ζήτημα δεν συνίσταται σε οποιαδήποτε υποχρέωση του Κράτους επιστροφής περί άμβλυνσης των ανισοτήτων μεταξύ συστήματος υγειονομικής περίθαλψης αυτού και του επιπέδου θεραπείας που υπάρχει στο Κράτος υποδοχής, μέσω της παροχής δωρεάν και απεριόριστης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε όλους τους αλλοδαπούς χωρίς δικαίωμα παραμονής εντός της δικαιοδοσίας του. Η ευθύνη που έχει αναλάβει στο πλαίσιο της Σύμβασης σε περιπτώσεις αυτού του τύπου είναι αυτή του Κράτους επιστροφής, λόγω μιας πράξης – εν προκειμένω, απέλασης – η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στην έκθεση κάποιου ατόμου σε κίνδυνο μεταχείρισης που απαγορεύεται από το άρθρο 3.

Εφαρμόζοντας τις ανωτέρω αρχές στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων είχε προσκομίσει ιατρικές γνωματεύσεις, σύμφωνα με τις οποίες η κατάσταση της υγείας του είχε σταθεροποιηθεί χάρη στην φαρμακευτική αγωγή που του χορηγούνταν προκειμένου να καταστεί δυνατή η μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων, που ήταν η μοναδική πιθανότητά του να θεραπευθεί, καθώς και ότι στην περίπτωση διακοπής της αγωγής αυτής, που δεν ήταν διαθέσιμη στη Γεωργία, το προσδόκιμο της επιβίωσής του δεν θα ξεπερνούσε τους έξι μήνες. Το Δικαστήριο σημείωσε ακόμα ότι, αν και ο ιατρικός σύμβουλος της υπηρεσίας αλλοδαπών είχε συντάξει σειρά εκθέσεων σχετικά με την κατάσταση της υγείας του προσφεύγοντος βάσει των ιατρικών γνωματεύσεων των θεραπόντων ιατρών του, στις οποίες ανέφερε ότι η κατάσταση της υγείας του προσφεύγοντος δεν ήταν κρίσιμη ούτε απειλητική για τη ζωή του, τα στοιχεία αυτά δεν έτυχαν εκτίμησης από την άποψη του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Επεσήμανε δε ότι το γεγονός ότι η εκτίμηση αυτή θα μπορούσε να λάβει χώρα αμέσως πριν από την εκτέλεση της απόφασης απέλασης δεν αίρει την πλημμέλεια αυτή, λαμβανομένης υπόψη της απουσίας οποιουδήποτε στοιχείου σχετικά με την έκταση μιας τέτοιας εκτίμησης και της επιρροής που θα μπορούσε να ασκήσει επί της απομάκρυνσης του προσφεύγοντος. Βάσει των προεκτεθέντων, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, λόγω της απουσίας οποιασδήποτε εκτίμησης εκ μέρους των εθνικών αρχών σχετικά με τον κίνδυνο που εγκυμονούσε για την υγεία του προσφεύγοντος η απέλασή του στη Γεωργία, υπό το φως των στοιχείων σχετικά με την κατάσταση της υγείας του και την ύπαρξη της κατάλληλης θεραπείας στη Γεωργία, αυτές δεν διέθεταν επαρκείς πληροφορίες, ώστε να διαπιστώσουν ότι ο προσφεύγων δεν θα αντιμετώπιζε έναν πραγματικό και συγκεκριμένο κίνδυνο κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, αν απελαυνόταν στη Γεωργία, κατέληξε δε ότι, αν ο προσφεύγων είχε απελαθεί χωρίς να έχουν εκτιμηθεί τα ανωτέρω δεδομένα, θα είχε παραβιασθεί το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο δεν έμεινε εκεί αλλά προχώρησε μάλιστα και ένα βήμα παραπέρα. Επιβεβαιώνοντας τους οικογενειακούς δεσμούς του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε η ειδική θετική υποχρέωση των αρχών να εξετάσουν το αίτημα του και στη βάση του άρθρου 8 (προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής). Στο πλαίσιο αυτό, σημείωσε ότι, αν και οι βελγικές αρχές ήταν αρμόδιες και υπείχαν μάλιστα τη διαδικαστική υποχρέωση να εξετάσουν τις συνέπειες της απέλασης του προσφεύγοντος στην οικογενειακή του ζωή, δεν εξέτασαν τον βαθμό κατά τον οποίο ο προσφεύγων εξαρτιόταν από την οικογένειά του συνεπεία της επιδείνωσης της υγείας του. Επεσήμανε δε ότι, στην περίπτωση που οι εθνικές αρχές έκριναν ότι η απέλαση του προσφεύγοντος δεν παραβιάζει το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, όφειλαν να εξετάσουν επιπροσθέτως αν, υπό το φως της συγκεκριμένης κατάστασης της υγείας του κατά τον χρόνο της απέλασης, θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο ότι η οικογένειά του θα τον ακολουθούσε στη Γεωργία, σε αρνητική δε περίπτωση, αν η προστασία της οικογενειακής του ζωής απαιτούσε να του χορηγηθεί άδεια να παραμείνει στο Βέλγιο για τον χρόνο που του απέμενε να ζήσει. Κατέληξε δε ότι, αν ο προσφεύγων είχε απελαθεί, χωρίς να τύχουν εκτίμησης οι ανωτέρω παράγοντες, θα είχε παραβιασθεί και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.

Συμπερασματικές παρατηρήσεις


Οι ανωτέρω νομολογιακές παραδοχές του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ και η μέχρι σήμερα περιοριστική προσέγγιση του ζητήματος της προστασίας σοβαρά ασθενών προς απέλαση αλλοδαπών, βασιζόμενη κυρίως σε κριτήρια εξωνομικά, στέρησε σε μεγάλο βαθμό από τους αλλοδαπούς οι οποίοι είναι σοβαρά ασθενείς, αλλά των οποίων η κατάσταση είναι λιγότερο κρίσιμη, την πρόσβαση σε διεθνή προστασία.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στην πρόσφατη υπόθεση Paposhvili, προσπάθησε να αμβλύνει τα ανεπιεική αποτελέσματα της πιστής εφαρμογής της μέχρι σήμερα νομολογίας του, δίνοντας σαφείς οδηγίες προστασίας των σοβαρά ασθενών σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Η απόφασή του εύλογα αναμένεται ότι θα οδηγήσει αργά η γρήγορα το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσής να αμβλύνει και αυτό με τη σειρά του την ερμηνεία που ακολούθησε στις αποφάσεις M’Bodj  και Abdida. 

Τα εθνικά δικαστήρια ως κύριοι ερμηνευτές και εφαρμοστές της ΕΣΔΑ και του ενωσιακού δικαίου, καλούνται, να μετουσιώσουν σε πράξη την προστασία των σοβαρά ασθενών αλλοδαπών και να εξελίξουν περαιτέρω το σχετικό ευρωπαϊκό δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων. 

Σε τελική ανάλυση, στη σημερινή εποχή με την αλματώδη πρόοδο της ιατρικής, ανθρώπινη και μη εξευτελιστική μεταχείριση δεν είναι απλά ένα κρεββάτι για να πεθάνει κανείς στη χώρα καταγωγής του και κάποιος να του κρατάει το χέρι τη στιγμή που ξεψυχά. 


[1] ΕΔΔΑ, D. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 30240/96, απόφ. 2.5.1997, ΕΕΕυρΔ 1998,154.
[2]ΕΔΔΑ Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης, Ν κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 26565/05, απόφ. της 27.5.2008, ΕλλΔνη 2009,935.
[3]Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι στη διεθνή βιβλιογραφία υποστηρίζεται με πειστική επιχειρηματολογία ότι όταν η απαξίωση των κοινωνικών δικαιωμάτων φθάνει να δοκιμάζει την ίδια τη βιωσιμότητα και αξιοπρέπεια του προσώπου, θα πρέπει να γίνει με σαφήνεια λόγος για σοβαρή βλάβη που ισοδυναμεί με απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση βλ. J. Hathaway, The Law of Refugee Status, 1991, σελ. 108, 110 – 111, M. Foster, International Refugee Law and socio-economical rights, 2007, σελ. 214 επ.
[4]Βλ. Ετήσια έκθεση του διεθνούς δικτύου των Γιατρών του Κόσμου για το 2016 αναφορικά με την πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη ευάλωτων ομάδων στην Ευρώπη, όπου αναφέρεται ότι μόνο το 3.1% των ασθενών ανέφεραν την υγείας τους ως έναν από τους λόγους για τη μετανάστευσή τους. http://mdmgreece.gr/etisia-ekthesi-tou-diethnous-diktiou-ton-giatron-tou-kosmou-en-meso-tis-krisis-stin-ipodochi-metanaston-ke-prosfigon-prosvasi-stin-igia-stin-evropi-ine-anisichitiki/
[5] IACHR, 25 July 2008, Andrea Mortlock v. United States, Case 12.534, § 90.

[6] ΕΔΔΑ Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης, Paposhvili κατά Βελγίου, 41738/10, απόφ. της 13.12.2016.  
[7]Είχε προηγηθεί η απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Aswat κατά Ηνωμένου Βασιλείου (17299/12), όπου προτάχθηκε ο κίνδυνος επιδείνωσης της παρανοϊκής σχιζοφρένειας του προσφεύγοντος λόγω των συνθηκών κράτησης σε φυλακές υψίστης ασφαλείας έναντι της έκδοσης του.

Write A Comment