τελευταια νεα
ΑΠΟΨΕΙΣ

Σκέψεις με αφορμή τις πρόσφατες υποθέσεις ποινικοποίησης της αλληλεγγύης προς τους πρόσφυγες

Pinterest LinkedIn Tumblr

Οι πρόσφατες περιπτώσεις πολιτών που οδηγήθηκαν κατηγορούμενοι στα δικαστήρια επειδή μετέφεραν με τα αυτοκίνητα τους με σκοπό να παραδώσουν στις αρμόδιες αρχές ευάλωτους αλλοδαπούς και οικογένειες με μικρά παιδιά, επανέφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για την αποποινικοποίηση της αλληλεγγύης σε αλλοδαπούς που στερούνται νομιμοποιητικών εγγράφων.

Αξίζει σχετικά να σημειωθεί ότι αντίστοιχη συζήτηση υπήρξε και στην Γαλλία, συζήτηση η οποία οδήγησε το Δεκέμβρη του 2012 στην τροποποίηση του Κώδικα Εισόδου και Διαμονής Αλλοδαπών και Δικαίου του Ασύλου (Code de l’entrée et du séjour des étrangers et du droit d’asile – CESEDA) ώστε να μην διώκεται ποινικά η παροχή νομικής βοήθειας ή εν γένει υπηρεσιών εστίασης, διαμονής ιατρική περίθαλψη κ.ά. ανθρωπιστικού χαρακτήρα σε αλλοδαπούς που στερούνται νομιμοποιητικών εγγράφων[1]

Όσον αφορά στη χώρα μας, οι ποινικού ενδιαφέροντος διατάξεις της ισχύουσας ελληνικής μεταναστευτικής νομοθεσίας, παρακολουθούν το φαινόμενο της «παράτυπης μετανάστευσης» σε όλες σχεδόν τις διαστάσεις του και ποινικοποιούν συμπεριφορές που ανάγονται στο προστάδιο της προσβολής αυτής, καθώς και σε μεταγενέστερες στιγμές, όπως την απόκρυψη, προώθηση, εγκατάσταση και ανάπτυξη σχέσεων εργασίας κ.λπ. όσων αλλοδαπών εισέρχονται παράνομα στη χώρα[2].

Ειδικότερα, στο άρθρο 29 παρ. 6 του Ν. 4251/2014 περί Κώδικα Μετανάστευσης τυποποιείται ως ποινικό αδίκημα η διευκόλυνση της παράνομης διαμονής στη χώρα αλλοδαπού, υπηκόου τρίτης χώρας, που στερείται νομιμοποιητικών εγγράφων καθώς και δυσχέρανση των ερευνών των αρχών για τη σύλληψη και απέλαση του αλλοδαπού αυτού. Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι, όποιος διευκολύνει την παράνομη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας ή δυσχεραίνει τις έρευνες των αστυνομικών αρχών για εντοπισμό, σύλληψη και απέλαση του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με χρηματική ποινή τουλάχιστον πέντε χιλιάδων ευρώ.

Μολονότι, η τιμώρηση του προσώπου που δυσχεραίνει το έργο των αρχών για τον εντοπισμό, τη σύλληψη και την απέλαση αλλοδαπού που στερείται νομιμοποιητικών εγγράφων στη χώρα παρίσταται καθόλα δικαιολογημένη, εντούτοις έντονο προβληματισμό προκαλεί η τιμώρηση εκείνου, ο οποίος διευκολύνει την παράνομη διαμονή του εν λόγω προσώπου στη χώρα.

Τούτο, καθώς, υπό την ισχύουσα μεταναστευτική νομοθεσία, δεν τυποποιείται ως ποινικό αδίκημα (ούτε καν σε βαθμό πταίσματος, όπως προβλεπέτο στον προϊσχύοντα Ν.1975/1991) η παράνομη παραμονή στη χώρα. Ούτε ασφαλώς είναι δυνατόν να υπαχθεί η παράνομη παραμονή στην περιγραφή της αξιόποινης συμπεριφοράς της παράνομης εισόδου στη χώρα του άρθρου 83 Ν.3386/2005[3], στο βαθμό που η παράνομη είσοδος αλλοδαπών στο Ελληνικό έδαφος αποτελεί έγκλημα στιγμιαίο, η τυπική υπόσταση του οποίου περιγράφει την περάτωσή του ως συντελούμενη σε μια χρονική στιγμή («εισέρχεται ή επιχειρεί να εισέλθει»), παρά την μονιμότητα του προξενηθέντος αποτελέσματος[4]. Εξάλλου, δεν θα πρέπει να λησμονείται, ότι «παράνομη» διαμονή υφίσταται και στην περίπτωση που ο αλλοδαπός, ο οποίος έχει εισέλθει με νόμιμες διατυπώσεις στη χώρα, παραμένει σε αυτήν πέραν του χρόνου επιτρεπόμενης διαμονής ή και μετά τη λήξη της άδειας διαμονής του. Επομένως, η συγκεκριμένη διάταξη στο βαθμό που τιμωρεί μία συμμετοχική πράξη (διευκόλυνση παράνομης διαμονής) χωρίς να υπάρχει άδικη κύρια πράξη, αγγίζει τα άκρα όρια της συνταγματικότητας της.

Πέρα από αυτό η εν λόγω διάταξη, με τη γενικότητα της περιγραφής της, «διευκολύνει», «δυσχεραίνει» στην ουσία δεν περιγράφει πράξεις, αλλά αξιολογεί γενικά και «αφοριστικά»συμπεριφορές στην επιδρασή τους για τη διαμόρφωση μίας κατάστασης, με αποτέλεσμα να λείπουν από την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ουσιώδη στοιχεία, που να καθοδηγούν τον εφαρμοστή του δικαίου στη διακρίβωση του πότε και σε ποια μορφή οι ενέργειες ενός  προσώπου διευκολύνουν την παράνομη παραμονή αλλοδαπών ή δυσχεραίνουν τις αστυνομικές έρευνες[5]. Επομένως, η εν λόγω διάταξη, όπως ορθώς υποστηρίζεται, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι αντίκειται στο άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο επιβάλλει ως γνωστόν την υποχρέωσή στο νομοθέτη να προσδιορίζει επακριβώς τα στοιχεία της αξιόποινης πράξης, ώστε καθένας να είναι σε θέση να προβλέπει πότε μία συμπεριφορά του εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης[6].

Υποκείμενο του εγκλήματος της διευκόλυνσης παράνομης διαμονής στη χώρα μπορεί να είναι είτε έλληνας είτε και αλλοδαπός στο βαθμό που η διάταξη δεν διακρίνει. Υλικό αντικείμενο του εγκλήματος είναι αλλοδαπός υπήκοος τρίτης χώρας, δηλ. πρόσωπο που δεν διαθέτει την ελληνική ιθαγένεια ή την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόσωπα που έχουν περισσότερες ιθαγένειες, από τις οποίες η μία είναι ελληνική, ή κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεωρούνται Έλληνες ή πολίτες των κρατών μελών αντίστοιχα και εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού, και κατά συνέπεια δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν υλικό αντικείμενο του συγκεκριμένου εγκλήματος[7]. Στην έννοια των υπηκόων τρίτων χωρών περιλαμβάνονται και οι ομογενείς, αυτοί δηλ. που ανήκουν στο ελληνικό έθνος, αλλά έχουν ιθαγένεια, ξένου κράτους, πχ. βορειοηπειρώτες, παλιννοστούντες ομογενείς εκ της πρώην ΕΣΣΔ[8].

Η γενικότητα της περιγραφής της αντικειμενικής υπόστασης καθιστά δυνατή την υπαγωγή στο πεδίο της οποιασδήποτε ενέργειας, η οποία διευκολύνει την παράνομη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας, όπως η εκμίσθωση κατοικίας, ή η φιλοξενία αυτού, ή ακόμα και η απλή διανυκτέρευση του στο χώρα κατοικίας ή εργασίας του υποκειμένου κ.λπ. Εάν, όμως, η παροχή καταλύματος συνδέεται άμεσα με την τελούμενη από άλλο οδηγό μεταφορά κ.λπ., εξασφαλίζοντας έτσι το αποτέλεσμα της εγκληματικής συμπεριφοράς του «μεταφορέα», τότε πρόκειται για το αδίκημα της εξασφάλισης καταλύματος προς απόκρυψη του άρθρου 88 παρ. 1, και όχι για το αδίκημα της παρούσας παραγράφου του άρθρου 87 Ν.3386/2005[9]. Η πράξη της διευκόλυνσης της παράνομης διαμονής, δεν απαιτείται να έχει λάβει χώρα εντός της ελληνικής επικράτειας, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 11 Ν.4251/2014, οι παρούσες διατάξεις εφαρμόζονται και όταν οι προβλεπόμενες σε αυτά αξιόποινες πράξεις τελέσθηκαν στην αλλοδαπή από ημεδαπό ή αλλοδαπό ακόμη και αν αυτές δεν είναι αξιόποινες κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέσθηκαν. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος κάθε μορφής (έστω και ενδεχόμενος) που να επικαλύπτει πέραν της διευκολύνσεως της παράνομης διαμονής ή δυσχέρανσης των ερευνών των αρχών και το ότι πρόκειται για αλλοδαπό υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος διαμένει «παράνομα» στη χώρα.

Η ποινή που απειλείται για το αδίκημα της διευκόλυνσης παράνομης διαμονής κ.λπ. αλλοδαπού, υπηκόου τρίτης χώρας, είναι φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, δηλ. πλαίσιο ποινής από ένα τουλάχιστον έως πέντε έτη και χρηματική ποινή τουλάχιστον πέντε χιλιάδων ευρώ.

Πέρα από το βασικό έγκλημα της διευκόλυνσης παράνομης διαμονής αλλοδαπού κ.λπ. στη χώρα, ο νόμος προβλέπει και επιβαρυντική περίσταση του βασικού εγκλήματος, σύμφωνα με την οποία αν ο αυτουργός της διευκόλυνσης παράνομης διαμονής αλλοδαπού κ.λπ. στη χώρα ενήργησε εκ κερδοσκοπίας, απέβλεπε δηλ. με την πράξη του σε πορισμό εισοδήματος (που αρκεί να προέρχεται και από ένα αλλοδαπό υπήκοο τρίτης χώρας, έστω και εάν ενήργησε μία φορά) επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, δηλ. πλαίσιο ποινής από δύο τουλάχιστον έως πέντε έτη, και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων ευρώ.

Επανερχόμενοι στα πρόσφατα περιστατικά ποινικών διώξεων «αλληλέγγυων» προσώπων είναι σαφές ότι, μολονότι εκ πρώτης άποψης να συντρέχουν τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της διευκόλυνσης παράνομης διαμονής, εντούτοις είναι προφανές ότι δεν έχει δόλο διάπραξης του αδικήματος ο άνθρωπος που μεταφέρει πχ μια οικογένεια παράτυπων μεταναστών για να την παραδώσει στις αρχές. Ακριβώς, άλλωστε γι’ αυτούς τους λόγους αθωώθηκαν τελικώς οι ενδιαφερόμενοι.

Επ’ αφορμή λοιπόν των ως άνω περιστατικών, τα οποία προβλημάτισαν την ελληνική κοινή γνώμη, με πρόσφατη τροπολογία που εντάθηκε στο ν. 4332/2015 (βλ. άρθρο 14 παρ. 2 του νόμου) περί τροποποίησης του Κώδικα ιθαγένειας και του Κώδικα Μετανάστευσης, προβλέφθηκε ρητά η μη επιβολή κυρώσεων σε όποιον μεταφέρει αλλοδαπό που δεν έχει δικαίωμα εισόδου, χωρίς έγγραφα κ.λπ., εφόσον υπήρξε ζήτημα διάσωσης στη θάλασσα ή παροχής διεθνούς προστασίας κατά το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, ή μεταφοράς ανθρώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας, κατά τις επιταγές του διεθνούς δικαίου, καθώς και στις περιπτώσεις προώθησης στο εσωτερικό της χώρας ή διευκόλυνσης της μεταφοράς, προς το σκοπό υπαγωγής στις διαδικασίες των άρθρων 83 του Ν. 3386/2005 ή του άρθρου 13 του Ν. 3907/2011, κατόπιν ενημέρωσης των αρμοδίων αστυνομικών και λιμενικών αρχών[10].

Παρά το γεγονός ότι και χωρίς τη ρητή αυτή πρόβλεψη, πιθανότατα θα υπήρχε άρση του αδίκου με την κατάσταση ανάγκης (άρθρο 25 Π.Κ.) και την εκπλήρωση καθήκοντος (άρθρο 20 Π.Κ.), αντίστοιχα, η συγκεκριμένη διάταξη διατηρεί σε κάθε περίπτωση την κανονιστική σημασία της, στο βαθμό που οι διαρκώς υιοθετούμενες σκληρές κυβερνητικές πολιτικές για την αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης φαίνεται να έχουν ως επίπτωση την αποθάρρυνση των πλοιάρχων από την τήρηση της μακράς ναυτικής παράδοσης της διάσωσης στη θάλασσα και την εν γένει παροχή αλληλεγγύης σε όσους συνεχίζουν να φθάνουν στις ευρωπαϊκές αρχές λόγω της προβληματικής κατάστασης που επικρατεί στις χώρες καταγωγής τους[11].



[1]Σημειώνεται ότι βάσει του άρθρου 622 του Κώδικα Εισόδου και Διαμονής των αλλοδαπών στη γαλλική επικράτεια, όπως αυτό ίσχυε πριν την τροποποίησή του, «κάθε άτομο που μέσω άμεσης ή έμμεσης βοήθειας, διευκολύνει ή αποπειράται να διευκολύνει την είσοδο, κυκλοφορία ή παράνομη διαμονή ενός αλλοδαπού, τιμωρείται με φυλάκιση πέντε χρόνων και πρόστιμο ύψους 30.000 ευρώ».
[2] Δ. Σπυράκος, Η ποινική διάσταση της λαθρομετανάστευσης σε Ν. Χλέπα/Δ. Σπυράκου, Ο Νόμος 1975/1991 περί αλλοδαπών και το Σύνταγμα, Αντ.Ν.Σάκκουλας 1992, σελ. 52.
[3] Δ. Σπυράκος, Η ποινική διάσταση της λαθρομετανάστευσης, ό.π., σελ. 56 υποσ. 30.
[4] Πρβλ. ΓνμδΕισΠρωτΘεσ 3216/1996 (Δ. Δανιηϋίδης), Υπερ. 1997, 117.
[5] Δ.Σπυράκος, Η ποινική διάσταση της λαθρομετανάστευσης, ό.π., σελ. 57.
[6] Ibid
[7] Πρβλ. άρθρο 2 παρ. 2 Ν. 4251/2014.
[8] ΔιατΕισΕφΠειρ 23/2001, ΠΛογ 2001, 1152 = ΑρχΝ 2001, 585, ΑΠ 227/2003, ΠΛογ 2003, 234.
[9] Ν. Χατζηνικολάου, Η ποινική καταστολή της παράνομης μετανάστευσης, Εκδ.Νομική Βιβλιοθήκη 2009, σελ. 180.
[10] Όπως έχει ορθώς επισημανθεί (υπό το προϊσχύον καθεστώς), η συγκεκριμένη διάταξη, παρά την προβληματική διατύπωση αυτής, θεσπίζει ειδικό λόγο άρσης του αδίκου της μεταφοράς, και όχι λόγο απαλλαγής από την ποινή (Μπέκας Γ., Η ποινική ευθύνη του μεταφορέα λαθρομεταναστών, σε Αλλοδαποί στην Ελλάδα: ένταξη ή περιθωριοποίηση; Πρακτικά συνεδρίου που διοργάνωσε ο Τομέας Ποινικών και Εγκληματολογικών επιστημών της Νομικής σχολής του Δ.Π.Θ. (28-29 Νοεμβρίου 2006) στην Κομοτηνή (επιμ. Συκιώτου Αθ.), Εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλας 2008,σελ. 273-274).
[11]Ε.Πουλαράκης/Ελ.Ψωμιάδη, Δίκαιο Αλλοδαπών 2014, σελ. 

Write A Comment