τελευταια νεα
ΑΠΟΨΕΙΣ

Σκέψεις για την εξαίρεση δικαστή σε περίπτωση άσκησης αρμοδιότητας δικαιοδοτικού χαρακτήρα

Pinterest LinkedIn Tumblr
Η απόφαση 773/11.01.2018 της 7ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών «επί δήλωσης κωλύματος της τακτικής Προέδρου» επανέφερε στο νομικό προσκήνιο  ζήτημα που απασχόλησε και την Ολομέλεια του ΣτΕ[1] σχετικά με την αμεροληψία των δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι στελεχώνουν κατά πλειοψηφία τις εν λόγω επιτροπές δευτεροβάθμιας εξέτασης αιτημάτων ασύλου, ασκώντας αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα βάσει του αρ. 89 παρ. 2 Σ, χωρίς ωστόσο να είναι αποκλειστικής απασχόλησης με το αντικείμενο του Ασύλου. Η ανάδυση του ζητήματος ήταν αναμενόμενη, καθώς οι δικαστές µε «εµπειρία στο προσφυγικό δίκαιο” κατά τη νοµοθετική επιταγή[2], υπηρετούν ταυτόχρονα στα τµήµατα ακυρωτικού σχηµατισµού των Διοικητικών Εφετείων της χώρας που είναι και καθ’ ύλην αρµόδια για την εκδίκαση των εν λόγω υποθέσεων[3].  Με δεδομένο ότι οι απορριπτικές σε δεύτερο βαθμό, κατόπιν απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, υποθέσεις ασύλου εµπίπτουν στην ακυρωτική αρµοδιότητα των Διοικητικών Εφετείων[4], δεν µπορεί εκ των προτέρων να αποκλειστεί η πιθανότητα να υπάρξουν δικαστές που θα κληθούν να εκδικάσουν και αιτήσεις ακύρωσης κατά πράξεων που εξέδωσαν µε την ιδιότητά τους ως µέλη διοικητικού οργάνου. Στην παρούσα περίπτωση, βέβαια, συνέβη το αντίθετο, καθώς η δήλωση κωλύματος της Προέδρου σχετιζόταν με την ιδιότητά της ως προέδρου του συλλογικού διοικητικού οργάνου και όχι δικαστικού σχηματισμού. Η ύπαρξη και µόνο πιθανότητας τέτοιου είδους “σύγκρουσης συµφερόντων” συνιστά εξωτερική πίεση που δύναται να πλήξει την αρχή της αµεροληψίας της δικαιοσύνης, ωστόσο, το ΣτΕ έκρινε ότι η έννομη τάξη διαθέτει τους μηχανισμούς και τις δικλείδες αποτροπής ενός τέτοιου ενδεχομένου, επικαλούμενο το θεσμό της αποχής και της εξαίρεσης δικαστικού λειτουργού από τα δικαστικά του καθήκοντα[5]. Αντίθετα, δεν απασχόλησε το ΣτΕ η διαδικασία εξαίρεσης μελών συλλογικών διοικητικών οργάνων.
Με αυτά τα δεδομένα, η τακτική Πρόεδρος της 7ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών και ταυτόχρονα Πρόεδρος του Θ’ Ακυρωτικού Τμήματος του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου προσδιορίστηκε η εκδίκαση της αίτησης ακύρωσης του Υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής κατά της απόφασης της 3ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας σε έναν εκ των οκτώ Τούρκων αξιωματικών και η οποία είχε ήδη αποφανθεί, με τη δικαστική της ιδιότητα, θετικά επί του αιτήματος χορήγησης προσωρινής διαταγής αναστολής του Δημοσίου, υπέβαλλε αίτημα αποχής της από τη σύνθεση της δευτεροβάθμιας διοικητικής επιτροπής, προκειμένου να μη συμμετέχει σε διαδικασία λήψης απόφασης που θα κρίνει την ενδικοφανή προσφυγή έτερου Αξιωματικού εκ των 8. Βάσει του κειμένου της σχολιαζόμενης απόφασης, «λόγοι δεοντολογίας» και «διασφάλισης της αρχής της αμεροληψίας» οδήγησαν τη δικαστική λειτουργό σε υποβολή δήλωσης αποχής. Αξίζει να σημειωθεί ότι η δήλωση κωλύματος αφορά μεν αμιγώς στα διοικητικά της καθήκοντα, ωστόσο είναι προφανές ότι το ζήτημα της αμεροληψίας/δεοντολογίας συνδέεται αντικειμενικά τόσο με την εκκρεμή αίτηση ακύρωσης στο τμήμα Διοικητικού Εφετείου το οποίο προεδρεύει όσο και με την κανονιστική δεσμευτικότητα που παράγει η χορήγηση της προσωρινής διαταγής αναστολής υπέρ του ελληνικού δημοσίου από την ίδια δικαστική λειτουργό.
Για τη θεμελίωση της ανεξαρτησίας και εν συνεχεία της αμεροληψίας του δικαστηρίου (court or tribunal) απαιτείται να υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ της δικαστικής και της εκτελεστικής εξουσίας. Όπως είναι γνωστό από τη συνταγματική θεωρία, για να μπορέσουμε να προστατέψουμε τα δικαιώματα του ατόμου απέναντι σε παράνομες πράξεις είναι αναγκαίο τουλάχιστον μια από τις τρεις εκφάνσεις της εξουσίας, και εν προκειμένω η δικαστική, να είναι ανεξάρτητη, ώστε να μπορεί να κρίνει τις πράξεις της εκτελεστικής εξουσίας, τη συνταγματικότητα των νόμων της νομοθετικής εξουσίας όσο και τις πράξεις των οργάνων της ίδιας της δικαστικής εξουσίας.
Ως αμεροληψία το ΕΔΔΑ ορίζει την ιδιότητα της απουσίας μεροληψίας ή προκατάληψης (the absence of prejudice of bias)[6]. H αμεροληψία αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως μια ολοκληρωμένη δικαιϊκή απαίτηση με διττή έκφραση: την υποκειμενική και την αντικειμενική. Η μεν πρώτη αναφέρεται σε καθένα μέλος του δικαστικού σώματος ατομικά και στην ικανότητά του να μην επηρεάζεται από εξωγενείς και ενδογενείς παράγοντες στην προσωπική κρίση που διαμορφώνει, ενώ επικεντρώνεται στο ερώτημα αν ένα συγκεκριμένο δικαστικό όργανο ενήργησε με προκατάληψη σε ορισμένη υπόθεση, η δε δεύτερη στη γενική εικόνα που δίνει το Δικαστήριο ως σώμα για την αμεροληψία του και ταυτόχρονα συνδέεται με την κρίση, αν εξαιτίας της θέσεως ενός δικαστικού οργάνου στο οργανωτικό πλαίσιο της δικαιοσύνης, δημιουργήθηκαν εύλογες αμφιβολίες για την αμεροληψία του. Τόσο στους διαδίκους όσο και στο ευρύτερο κοινό δεν πρέπει να δημιουργείται η εντύπωση ότι το δικαστήριο δεν είναι αμερόληπτο: Η δικαιοσύνη δεν πρέπει μόνο να είναι, αλλά και να φαίνεται αμερόληπτη[7].
Οι ανωτέρω κρίσιμες διαβαθμίσεις δε φαίνεται να απασχόλησαν το συλλογικό διοικητικό όργανο που εξέδωσε την απόφαση, στο οποίο συμμετέχουν τακτικοί διοικητικοί δικαστές, οι οποίοι επιτελούν δικαιοδοτικά καθήκοντα, ως προς το αν συντρέχει λόγος αποχής της Προέδρου. Αντίθετα, αρκέστηκε σε μια δογματική ερμηνευτική εκδοχή, απορρίπτοντας ως απαράδεκτο το αίτημα, χωρίς να εξετάσει το ενδεχόμενο αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας [8]. Η αναφορά σε «λόγο δεοντολογίας» στην αίτηση εξαίρεσης καθιστά μάλλον προφανές ότι η εν λόγω δικαστική λειτουργός βρέθηκε ενώπιον ενός κρίσιμου διλήμματος «σύγκρουσης καθηκόντων» και δεν υπέβαλε το αίτημα απλώς για λόγους «ευθιξίας». Ταυτόχρονα, βέβαια, προκαλεί ερωτηματικά γιατί δεν συνέβη το αντίθετο, το οποίο εξετάστηκε ως ενδεχόμενο από την ΟλΣτΕ 1237/2017,δηλαδή να δηλώσει αποχή από τα καθήκοντά της ως δικαστής που έκρινε το ζήτημα της προσωρινής διαταγής αναστολής από τη στιγμή που εκκρεμούσε στην επιτροπή της προσφυγή με τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Εν τέλει, η απόφαση του διοικητικού οργάνου το οποίο έκρινε, βάσει του άρθ. 7 παρ.3 ΚΔΔ/σίας, ότι η εν λόγω δήλωση αποχής δεν ερείδεται πουθενά στο κείμενο δίκαιο, καταδεικνύει την προβληματική  φύση των εν λόγω συλλογικών οργάνων. Τούτο, διότι οι συναφείς κανόνες του ΚΠολΔ και ΚΔΔ ρυθμίζουν καταρχήν τα της αποχής και εξαίρεσης δικαστικών λειτουργών στα πλαίσια των αμιγώς δικαστικών τους καθηκόντων και, εν προκειμένω, δεν κρίθηκαν εφαρμοστέοι.
Το άρθ. 7 παρ.2 του ΚΔΔ/σίας ορίζει ως προς την εξαίρεση μελών συλλογικών οργάνων ορίζει:
«Τα μονομελή όργανα, καθώς και τα μέλη των συλλογικών οργάνων, οφείλουν να απέχουν από κάθε ενέργεια ή διαδικασία που συνιστά συμμετοχή σε λήψη απόφασης ή διατύπωση γνώμης ή πρότασης εφόσον: α) η ικανοποίηση προσωπικού συμφέροντός τους συνδέεται με την έκβαση της υπόθεσης, ή β) είναι σύζυγοι ή συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, κατ’ ευθεία μεν γραμμή απεριορίστως, εκ πλαγίου δε έως και τέταρτου βαθμού, με κάποιον από τους ενδιαφερομένους, ή γ) έχουν ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους ενδιαφερομένους».
Για την εύρυθμη λειτουργία της διοίκησης είναι απαραίτητο, όχι μόνο να υπάρχει αμεροληψία, αλλά πρέπει να είναι φανερό ότι υπάρχει[9]. Το κώλυμα συμμετοχής αφενός επιβάλλει στον κωλυόμενο να αναλάβει ο ίδιος την πρωτοβουλία εξαίρεσής του, αφετέρου παρέχει στον έχοντα έννομο συμφέρον να υποβάλλει αίτηση εξαίρεσής του. Το κώλυμα συμμετοχής υφίσταται δηλαδή, ανεξάρτητα από την πρόθεση του συγκεκριμένου υπαλλήλου να μεροληπτήσει ή όχι. Ακριβώς επειδή η διοίκηση οφείλει όχι μόνο να είναι αλλά και να δείχνει ότι είναι αμερόληπτη, ο λόγος κωλύματος υφίσταται με μόνο αντικειμενικά κριτήρια. Επίσης, δεν απαιτείται πλήρης απόδειξη του λόγου κωλύματος. Αρκεί η πιθανότητα να υφίσταται κάποιο κώλυμα
Η εξαίρεση έχει την έννοια, ότι το όργανο ή το μέλος του συλλογικού οργάνου αποστερείται προσωρινά την αρμοδιότητά του. Με άλλες λέξεις, η αμεροληψία επιβάλλει, βάσει ρητών κανόνων δικαίου ή βάσει γενικής αρχής του δικαίου, την απαγόρευση στο διοικητικό όργανο ή στο μέλος αυτού να ασκήσει για ορισμένη υπόθεση την αρμοδιότητά. Αν τυχόν το όργανο ή το μέλος αυτού ενεργήσει παρά ταύτα την αρμοδιότητά του, τότε η πράξη του οργάνου είναι παράνομη είτε λόγω αναρμοδιότητας είτε λόγω κακής σύνθεση[10].
Εν τέλει, η αναφορά σε διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας επαληθεύει τον εκτελεστικό χαρακτήρα της επιτροπής ως διοικητικού οργάνου, γεγονός που αναδεικνύει στην πράξη περισσότερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται θα επέλυε εξαιτίας της παράλληλης ανάθεσης εκτελεστικών αρμοδιοτήτων σε δικαστικούς λειτουργούς των διοικητικών δικαστηρίων, τα οποία θα κληθούν να κρίνουν στην ουσία τις αποφάσεις των συναδέλφων[11] τους που διετέλεσαν μέλη των εν λόγω δευτεροβάθμιων Επιτροπών.
Βασίλης Κερασιώτης Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω

Τα κείμενα τρίτων προσώπων που φιλοξενούνται στη στήλη «Απόψεις» του Immigration.gr δημοσιεύονται αυτούσια και απηχούν τις προσωπικές απόψεις των συγγραφέων και όχι του ιστολογίου ή του διαχειριστή του.

ΣΗΜ: Ήδη με νεότερη απόφαση της ιδίας Επιτροπής έγινε δεκτή νέα αίτηση εξαίρεσης της συγκεκριμένης δικαστικής λειτουργού για λόγους διασφάλισης της αμεροληψίας 


[1] Ολ ΣτΕ 1237/2017, σκέψη 20
[2] Άρθ. 86 παρ. 3 Ν. 4399/2016
[3] Άρθ. 49 ν. 3900/2010
[4] Άρθ. 64 ν. 4375/2016 σε σύνδεσμο με το άρθ. 3 παρ.2 ν. 702/1977
[5] Άρθ. 52 επ.ΚΠολΔ, άρθ. 15 επ. ΚΔμίας
[6] Fey v. Austria, 24 February 1993, §§ 28 and 30, Series A no. 255-A, and Wettstein v. Switzerland,
no. 33958/96, § 42, ECHR 2000-XII)
[7] Σχετική, η ΕΔΔΑ, Morice κατά Γαλλίας, απόφ. της 23.04.2015 (Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης), http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-154264
[8]Πρβλ Αιτιολογία «δεν ερείδεται σε καμμία διάταξη νόμου ή γενική αρχή του δικαίου»
[9] Π. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 4η έκδοση 1997, σελ. 187
[10] http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=4&mid=1479&mnu=3&id=25163
[11]Σχετικά με την υπόνοια μεροληψίας στις περιπτώσεις κρίσεως των αποφάσεων δικαστών που υπηρετούν εντός του ίδιου δικαστηρίου ή ακόμα και δικαστικού τμήματος, βλ. Κ. Μιχοπούλου, Οι θετικές υποχρεώσεις των κρατικών οργάνων. Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Ελληνικό Σύνταγμα, Διδακτορική Διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα 2017, σελ. 245 επ., όπου αναλύεται υπό το πρίσμα των άρθ. 13 και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ το ένδικο βοήθημα της αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση του Ν. 4055/2012.

Write A Comment