Πρόσφατα ο Υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής στο περιθώριο κοινής συνέντευξης τύπου για τις εθελούσιες επιστροφές, ανακοίνωσε μια νέα πολιτική για τις εθελούσιες επιστροφές μεταναστών στις χώρες καταγωγής τους από τα ελληνικά νησιά.
Σύμφωνα με τη νέα πολιτική, η οποία ήδη ξεκίνησε να εφαρμόζεται, οι μετανάστες των οποίων το αίτημα ασύλου απορρίπτεται σε πρώτο βαθμό έχουν στη συνέχεια δύο δρόμους: Θα πρέπει εντός πέντε ημερών (από την επίδοση της απορριπτικής απόφασης) να ζητήσουν να ενταχθούν στα προγράμματα εθελούσιας επιστροφής ή να προχωρήσουν σε προσφυγή, οπότε χάνουν το δικαίωμα ένταξης στα προγράμματα. Όπως σημείωσε ο υπουργός, «είναι μια προσπάθεια να ξεμπλοκάρουμε λιγάκι τις διαδικασίες ασύλου σταματώντας το παιχνίδι της κατάχρησης ασύλου»[1].
Μέσα στις επόμενες γραμμές θα επιχειρηθεί να παρουσιαστεί συνοπτικά το νέο αυτό πρόγραμμα και να τεθούν κάποιοι πρώτοι νομικοί και ηθικοί προβληματισμοί [2]
Τα Προγράμματα Εθελοντικής Επιστροφής & Επανένταξης (AVRR)
Τα τελευταία χρόνια, τα προγράμματα «υποβοηθούμενης εθελούσιας επιστροφής και επανένταξης» (“assisted voluntary return” – AVR ή “assisted voluntary return and reintegration” – AVRR)έχουν γνωρίσει ιδιαίτερη άνθηση σε ολόκληρη την Ευρώπη και το δυτικό κόσμο. Από πέντε σχετικά προγράμματα που υπήρχαν το 1995, το 2011 έφτασαν σε 35, ενώ σήμερα υπολογίζονται ότι είναι ακόμα περισσότερα.
Τα προγράμματα αυτά, πολλά εκ των οποίων τα διαχειρίζεται ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (International Organization for Migration – IOM), διευκολύνουν την επιστροφή αλλοδαπών των οποίων τα αιτήματα ασύλου έχουν απορριφθεί (και, σε ορισμένες χώρες, και γενικότερα παράτυπων μεταναστών) στις χώρες καταγωγής τους. Συνήθως, καλύπτονται τα έξοδα των πτήσεων επιστροφής ή/και προσφέρονται στους ενδιαφερόμενους χρηματικά ποσά, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις και βοήθεια επανένταξης κατά την επιστροφή στη χώρα καταγωγής. Τέτοια προγράμματα επιτρέπουν την ομαλή επιστροφή «ανεπιθύμητων» μεταναστών από τα δυτικά κράτη προς τις χώρες τους, ενώ παράλληλα αποφεύγεται η χρήση αυστηρών και αναγκαστικών μέτρων, όπως οι απελάσεις και η κράτηση.
Μολονότι τα συγκεκριμένα προγράμματα είναι σαφώς προτιμότερα από την απέλαση, τόσο μη κυβερνητικές οργανώσεις όσο και οι ακαδημαϊκοί ασκούν δριμεία κριτική κατά των «εθελουσίων επιστροφών». Όπως υποστηρίζουν η συμμετοχή στα προγράμματα αυτά δεν βασίζεται επί της ουσίας στην ελεύθερη βούληση του αλλοδαπού. Για το λόγο αυτό ακόμα και ο τίτλος τους ως «εθελούσιες επιστροφές» είναι συχνά στην πράξη παραπλανητικός. Στην πραγματικότητα, για πολλά άτομα η μόνη εναλλακτική λύση αντί της «εθελούσιας» είναι ξεκάθαρα η αναγκαστική επιστροφή, κάτι που λίγο ή πολύ, όλοι –μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο ΔΟΜ- αναγνωρίζουν. Παράλληλα, ορισμένες κυβερνήσεις παραδέχονται ανοιχτά ότι η απειλή της απέλασης χρησιμοποιείται συχνά για την αύξηση της συμμετοχής στα προγράμματα AVVR.
Σε γενικές γραμμές πάντως, φαίνεται να αποτελεί κοινό τόπο ότι τα προγράμματα εθελουσίων επιστροφών αποτελούν σαφώς μια προτιμώμενη επιλογή τόσο για τα ευρωπαϊκά κράτη μέλη όσο και για τους ίδιους τους μετανάστες. Είναι πιο αξιοπρεπή και ασφαλή για τον μετανάστη, οικονομικότερα για τα κράτη μέλη, πιο βιώσιμα από την αναγκαστική επιστροφή και δεν απαιτούν τον ίδιο βαθμό συνεργασίας μεταξύ των κρατών που απαιτεί συχνά η απέλαση. Παρόλο που είναι δύσκολο να δώσει κανείς ακριβή αριθμητικά στοιχεία, εντούτοις υπολογίζεται ότι το κόστος των αναγκαστικών επιστροφών, είναι περίπου δέκα φορές μεγαλύτερο από εκείνο των προγραμμάτων εθελουσίων επιστροφών[3].
Τα μέτρα επανένταξης ως κρίσιμος παράγοντας επιτυχίας των προγραμμάτων εθελούσιας επιστροφής
Μολονότι τα προγράμματα AVRR διαφέρουν από χώρα σε χώρα, εντούτοις όλα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο προσφέρουν κάποια «χρηματικά ανταλλάγματα» στους επωφελούμενους τους. Στη μεγάλη πλειοψηφία των προγραμμάτων προβλέπονται πληρωμές μόνο «σε είδος». Έτσι, αντί οι δικαιούχοι να λαμβάνουν απευθείας μετρητά, τα ποσά αυτά διατίθενται ώστε να παρασχεθεί ένα φάσμα αγαθών ή υπηρεσιών σε αυτούς, συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής κατάρτισης, βοήθειας στην έναρξη μιας μικρής επιχείρησης στη χώρα καταγωγής ή στην αγορά εργαλείων και εξοπλισμού.
Τα τελευταία, όμως χρόνια διάφορα κράτη προσανατολίζονται στην απευθείας χορήγηση χρηματικών ποσών, προκειμένου να δελεάσουν ακόμη περισσότερα πρόσωπα να ενταχθούν στα εν λόγω προγράμματα. Έτσι, το Ηνωμένο Βασίλειο προέβλεψε την παροχή 2.000 λιρών Αγγλίας σε μετρητά σε όσους εντάσσονται σε πρόγραμμα εθελούσιας επιστροφής[4]. Πρόσφατα, η Γερμανία ανακοίνωσε την παροχή οικονομικών κινήτρων με σκοπό την υποβοήθηση των εθελούσιων επιστροφών. Όσοι μετανάστες αποφασίσουν να αποσύρουν την αίτηση ασύλου τους και να επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους θα λαμβάνουν έως 1.200 ευρώ. Αντιθέτως, αν αποφασίσουν να αναχωρήσουν μετά την απόρριψη τους αιτήματός τους θα λαμβάνουν χαμηλότερο ποσό, το οποίο θα ανέρχεται σε 800 ευρώ[5].
Τα προγράμματα όμως αυτά, όσο δελεαστικά και αν φαίνονται εκ πρώτης όψεως, εντούτοις δεν εστιάζουν καθόλου στην επανένταξη των μεταναστών στη χώρα καταγωγής τους, η οποία είναι ένα από τα πιο κρίσιμα στοιχεία για την επιτυχία των προγραμμάτων εθελούσιας επιστροφής.
Πράγματι, η επανένταξη αποτελεί ένα κρίσιμο παράγοντα για την επίτευξη μιας βιώσιμης επιστροφής[6]. Προκειμένου να αποτραπεί η περαιτέρω παράτυπη μετανάστευση, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αντιμετωπιστούν οι παράγοντες που οδήγησαν τους μετανάστες να εγκαταλείψουν τη χώρα καταγωγής τους κατά πρώτο λόγο. Οι δεξιότητες και η πρόσβαση σε μια κανονική πηγή εισοδήματος είναι ζωτικής σημασίας για την ικανότητα των ανθρώπων να υποστηρίζονται ανεξάρτητα. Πέρα από την εργασία, τα μέτρα επανένταξης παρέχουν τη δυνατότητα στον επωφελούμενο όχι μόνο να δημιουργήσει συνθήκες βιωσιμότητας για τον ίδιο και την οικογένειά του, αλλά και να συμμετέχει εκ νέου στην κοινωνική, οικονομική, πολιτική και πολιτιστική ζωή της χώρας του.
Βέβαια, όσο «γενναιόδωρα» και αν είναι τα πακέτα εθελούσιων επιστροφών και επανένταξης δεν μπορούν πάντα να βοηθήσουν τους επαναπατριζόμενους να υπερβούν τις προκλήσεις, που θα αντιμετωπίσουν στη χώρα καταγωγής τους, όπως η ανεργία και η εν γένει οικονομική κατάσταση. Σε τελική ανάλυση, ακόμα και μετά την πραγματοποίηση μέτρων επανένταξης, ορισμένοι άνθρωποι θα αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή σε μια άλλη χώρα, εκτός και αν βελτιωθούν οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στις χώρες προέλευσης.
Παρ΄όλα αυτά, αποτελεί γεγονός ότι όσοι έχουν επωφεληθεί από μέτρα επανένταξης συνήθως έχουν περισσότερες πιθανότητες να ενταχθούν στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας καταγωγής τους και επομένως λιγότερες πιθανότητες να μεταναστεύσουν εκ νέου. Ακόμα και αν η σχέση μεταξύ αποτυχίας ενσωμάτωσης στη χώρα καταγωγής και περαιτέρω μετανάστευσης για όσους επιστρέφουν δεν πρέπει να θεωρείται αυτονόητη, καθώς η τελική απόφαση κάποιου να μεταναστεύσει εκ νέου επηρεάζεται από πολλούς και ποικίλους παράγοντες, στην πράξη όσοι έχουν λάβει στήριξη ενσωμάτωσης είναι συνήθως περισσότερο απρόθυμοι να εγκαταλείψουν εκ νέου τη χώρα καταγωγής τους[7].
Οι «Εθελούσιες Επιστροφές» στην Ελλάδα
Διαχρονικά οι διατάξεις της ελληνικής μεταναστευτικής νομοθεσίας επικεντρώνονται στις λεγόμενες «εθελούσιες επιστροφές υπό πίεση» παράτυπων μεταναστών. Αντιθέτως, απουσιάζει η κατοχύρωση ενός γενικού δικαιώματος εθελούσιας επιστροφής τόσο για τους νόμιμους όσο και για τους παράτυπους μετανάστες καθώς και η αντίστοιχη υποχρέωση του κράτους να αναπτύσσει πολιτικές υποβοηθούμενης εθελούσιας επιστροφής.
Έτσι επί παραδείγματι συνήθως γίνεται λόγος για υποχρέωση του αλλοδαπού να εγκαταλείψει τη χώρα αμελλητί ή συχνότερα εντός συγκεκριμένης προθεσμίας όσων απορρίπτεται το αίτημά για χορήγηση άδειας διαμονής ή η άδεια διαμονής τους έχει λήξει ή ανακλήθηκε από τις αρμόδιες αρχές[8] ή σε περίπτωση που εγγράφονται στον κατάλογο ανεπιθύμητων αλλοδαπών[9]ή σε περίπτωση απόρριψης τους αιτήματος του ασύλου[10]. Ομοίως προβλέπεται η δυνατότητα χορήγησης προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης από τη χώρα σε περίπτωση που αλλοδαπός υπό απέλαση ή επιστροφή δεν κρίνεται ύποπτος φυγής ή επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη[11]
Μέχρι σήμερα, λοιπόν, οι σχετικές δράσεις και τα προγράμματα εθελούσιων επιστροφών στοχεύουν μόνο στις εθελούσιες επιστροφές υπό πίεση μέσω υλοποίησης προγραμμάτων στο πλαίσιο ειδικών ευρωπαϊκών ταμείων χρηματοδότησης δράσεων στον τομέα του ασύλου και της μετανάστευσης[12].
Συγκεκριμένα, ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (ΔΟΜ) στην Ελλάδα σε συνεργασία με το Υπουργείο Εσωτερικών στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης υλοποιεί Πρόγραμμα Εθελοντικής Επιστροφής και Επανένταξης[13]. Η διαδικασία περιλαμβάνει, ενημέρωση και συμβουλευτική προ της αναχώρησης, υποστήριξη για τη συλλογή των απαραίτητων εγγράφων (πχ ταξιδιωτικά έγγραφα), διαδικασία εύρεσης εισιτηρίων, συνοδεία του επωφελούμενου στο αεροδρόμιο, βοήθεια στον ενδιάμεσο σταθμό και τον τελικό προορισμό σε συνεργασία με τα Γραφεία του ΔΟΜ στις αντίστοιχες χώρες.
Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία, που ανακοινώθηκαν σε ειδική ενημερωτική εκδήλωση στα τέλη Μαρτίου 2017, 4.715 υπήκοοι τρίτων χωρών έχουν επιστρέψει στην πατρίδα τους με ασφάλεια και αξιοπρέπεια από την 1η Ιουνίου του 2016 έως και τις 15 Μαρτίου του 2017 μέσω του εν λόγω Προγράμματος. Από αυτούς, οι 174 ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες εκ των οποίων οι 75 είναι ιατρικά περιστατικά και οι 43 ασυνόδευτοι ανήλικοι. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα 5.995 υπήκοοι τρίτων χωρών εγγράφηκαν στο πρόγραμμα[14].
Το νέο «πακέτο επανένταξης για τα νησιά
Πρόσφατα το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής, ανακοίνωσε μια νέα πολιτική με στόχο την ενίσχυση των Εθελοντικών Επιστροφών μεταναστών από τα ελληνικά προς τις χώρες καταγωγής τους.
Αφορά άτομα που δεν ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες[15] και επιθυμούν να εγγραφούν στο πρόγραμμα στα νησιά της Λέσβου, της Χίου, της Λέρου, της Σάμου και της Κω. Το νέο πακέτο «επανένταξης» ισοδυναμεί με επιπλέον βοήθεια σε μετρητά. Ένα επιπλέον ποσό, αξίας 500 ευρώ ανά δικαιούχο, δίνεται στο αεροδρόμιο λίγο πριν την αναχώρηση. Το συγκεκριμένο ποσό δεν αντικαθιστά αυτό που ήδη λαμβάνουν οι δικαιούχοι προ της αναχώρησης με στόχο την κάλυψη των βασικών αναγκών μετά την αναχώρησή τους από την Ελλάδα. Αντιθέτως, διπλασιάζει την παρεχόμενη βοήθεια που δίνεται στους δικαιούχους.
Για παράδειγμα, κάποιος που έχει εγγραφεί στο πρόγραμμα Εθελοντικών Επιστροφών από το νησί της Λέσβου θα λάβει το ήδη προβλεπόμενο ποσό των 500 ευρώ συν την επιπλέον οικονομική βοήθεια των 500 ευρώ. Σύνολο, δηλαδή, 1.000 ευρώ. Από την άλλη μεριά, όσοι ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες και βρίσκονται στα προαναφερθέντα νησιά δε θα λάβουν το επιπλέον βοήθημα των 500 ευρώ αλλά την προβλεπόμενη βοήθεια επανένταξης σε είδος (1.500 ευρώ)[16].
Γιατί το νέο αυτό «πακέτο» εθελουσίων επιστροφών από τα νησιά εγείρει σοβαρούς προβληματισμούς;
Όπως ήδη αναφέρθηκε πολλά ευρωπαϊκά κράτη εφαρμόζουν αντίστοιχα προγράμματα εθελουσίων επιστροφών. Όλα ανεξαιρέτως προβλέπουν την παροχή οικονομικών κινήτρων σε όσους αλλοδαπούς επιθυμούν να ενταχθούν σε αυτά, συνήθως με την μορφή παροχών «σε είδος» ενώ δεν λείπουν και προγράμματα που προβλέπουν και την καταβολή χρηματικών ποσών στους επωφελούμενους, με σκοπό να στηρίξουν την αυτόνομη διαβίωσή τους και την κοινωνική τους επανένταξη στη χώρα καταγωγής τους.
Τι είναι, επομένως, αυτό που καθιστά μοναδικό το νέο πρόγραμμα που εφαρμόζεται στα ελληνικά νησιά; Τι είναι αυτό που αξίζει της προσοχής μας;
Σίγουρα δεν είναι η παροχή μετρητών στους δικαιούχους. Κάτι τέτοιο, όπως είδαμε συμβαίνει και σε άλλα κράτη του δυτικού κόσμου. Μήπως είναι το γεγονός ότι δίνουμε στους δικαιούχους χρηματικά ποσά για να μην ασκήσουν προσφυγή; Όσο αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς ηθικά ή νομικά με το να δίνονται χρήματα σε κάποιον ως κίνητρο για να μην ασκήσει ένα δικαίωμά του, ούτε και αυτό καθιστά «μοναδικό» το νέο αυτό πρόγραμμα∙ και άλλα κράτη –πέρα από την Ελλάδα- παρέχουν οικονομικά κίνητρα προς αιτούντες άσυλο για να αποσύρουν τις σχετικές τους αιτήσεις και να επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής ή προέλευσής τους.
Αυτό που τελικά καθιστά μοναδικό το νέο πρόγραμμα είναι ότι για πρώτη φορά η άσκηση ενός νομίμου δικαιώματος –στην προκείμενη περίπτωση η άσκηση προσφυγής κατά της πρωτοβάθμιας απόρριψης του αιτήματος ασύλου- οδηγεί εφεξής σε αποκλεισμό από τα προγράμματα εθελουσίων επιστροφών. Με άλλα λόγια, πρόκειται για την πρώτη φορά που πρόσφυγες ή μετανάστες «χάνουν» το δικαίωμα συμμετοχής στα προγράμματα εθελοντικής επιστροφής στη χώρα τους μετά την απόρριψη του αιτήματος ασύλου, εφόσον επιλέξουν να προσφύγουν σε δεύτερο βαθμό. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει, εξ όσων γνωρίζουμε, σε κανένα άλλο πρόγραμμα εθελούσιων επιστροφών στην Ευρώπη. Αυτό είναι λοιπόν που προκαλεί και το μεγαλύτερο προβληματισμό.
Η νέα αυτή πολιτική θέτει ένα νέο «επικίνδυνο προηγούμενο» που σύντομα μπορεί να επεκταθεί και σε άλλα στάδια της διαδικασίας ασύλου. Πράγματι, αν αυτό που μας απασχολεί είναι να μην γίνεται «κατάχρηση» του συστήματος ασύλου γιατί να μην εφαρμοστούν και άλλα τέτοια αντίστοιχα προγράμματα και σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας; Γιατί επί παραδείγματι να μην δώσουμε 2.000 ευρώ σε κάποιον για να μην υποβάλλει καν αίτηση ασύλου;
Κάποιοι θα αντιτείνουν, βέβαια, ότι το πρόγραμμα αυτό βασίζεται στην αρχή της ελεύθερης επιλογής: Οι μετανάστες είναι ελεύθεροι να επιλέξουν αν θα προσφύγουν ή αν θα πάρουν χρήματα και θα επιστρέψουν στη χώρα τους.
Αλήθεια, όμως, πόσο ελεύθερη μπορούμε να πούμε ότι είναι μια τέτοια επιλογή στην πράξη; Πόσο ελεύθεροι να αποφασίσουν είναι άνθρωποι με ελλιπή νομική ενημέρωση και συνδρομή, άνθρωποι που περίμεναν πολλούς μήνες να εξεταστούν οι αιτήσεις τους, ζώντας στο μεσοδιάστημα σε δύσκολες–έως απάνθρωπες- συνθήκες, γνωρίζοντας ότι η εναλλακτική που έχουν είναι να παραμείνουν για άλλους τόσους μήνες περιορισμένοι στα νησιά ή και υπό διοικητική κράτηση, αναμένοντας τις αποφάσεις επί των προσφυγών τους με αβέβαιο τελικό αποτέλεσμα – ή μάλλον «προδιαγραμμένο» αποτέλεσμα όπως υποστηρίζουν κάποιοι «κακοπροαίρετοι» με βάση τα εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά αναγνώρισης από τις δευτεροβάθμιες επιτροπές. Πόσο ελεύθεροι είναι να αποφασίσουν όταν γνωρίζουν ότι η μόνη διέξοδος γι’ αυτούς μετά την απόρριψη της προσφυγής που επιλέξουν τυχόν να ασκήσουν, θα είναι η διοικητική κράτηση και απέλαση και όχι η υποβοηθούμενη εθελούσια επιστροφής, όπως αντίστοιχα για τους υπόλοιπους αλλοδαπούς που βρίσκονται στην ηπειρωτική Ελλάδα; Δεν φαλκιδεύεται άραγε έτσι το δικαίωμά τους σε μια «πραγματική και αποτελεσματική» προσφυγή και σε μια δίκαιη κρίση επί του αιτήματος ασύλου, όπως επιτάσσει η εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία; Πόσο «νόμιμη και ηθική» λοιπόν είναι μια τέτοια πολιτική εθελουσίων επιστροφών «που τιμωρεί» κατ’ αυτόν τον τρόπο έναν άνθρωπο γιατί επέλεξε να ασκήσει ένα δικαίωμα που εμείς οι ίδιοι του αναγνωρίζουμε;
[2] Οι απόψεις οι οποίες εκφράζονται είναι καθαρά προσωπικές.
[3] Δύο είναι κυρίως οι λόγοι για τους οποίους το κόστος των απελάσεων είναι τόσο υψηλό. Πρώτον, συχνά οι αναγκαστικές επιστροφές-απελάσεις απαιτούν την πραγματοποίηση πτήσεων τσάρτερ και όχι κοινές εμπορικές πτήσεις. Δεύτερον, όσοι πρόκειται να επιστραφούν αναγκαστικώς συχνά παραμένουν για παρατεταμένες περιόδους υπό κράτηση, αυξάνοντας περαιτέρω το κόστος για την εκάστοτε πολιτεία.
[6] Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης ως επανένταξη ορίζεται η διαδικασία ομαλής εκ νέου ενσωμάτωσης ενός ατόμου σε ένα σύνολο ή και σε μια ομάδα, στην προκειμένη περίπτωση ενός μετανάστη στη χώρα του. Βλ. http://bit.ly/2poCvVO
[7] Comparative Research on the Assisted Voluntary Return and Reintegration of Migrants, By Khalid Koser and Katie Kuschminder, 2015, https://www.iom.int/sites/default/files/our_work/DMM/AVRR/IOM-KoserKushminder-Comparative-Research-on-AVRR-2015.pdf, σελ. 64-65.
[8] Πρβλ. πχ. άρ. 41 παρ. 4 ν. 2910/2001, άρ. 73 παρ. 4 ν. 3386/2005, άρ. 22 παρ. 2 και 24 παρ. 2 ν. 4251/2014, σε συνδυασμό κ.ά
[9] Βλ. άρ. 49 παρ. 2 ν. 2910/2001, 82 παρ. 2 ν. 3386/2005, όπως αυτός ισχύει.
[10] Βλ. άρ. 17 παρ. 4 π.δ. 90/2008, όπως τροποποιήθηκε με το αρ. 5 παρ. 1 πδ 81/2009, αρ. 26 παρ. 8 του πδ 114/2010, όπως αυτή αναριθμήθηκε και τροποποιήθηκε με το αρ. 35 παρ. 18 στοιχ. Δ του πδ 113/2013, άρ. 28 παρ. 5 του π.δ. 114/2010, όπως τροποποιήθηκε με το αρ. 5 παρ. 3 του πδ 167/2014.
[11] Βλ. άρ. 44 παρ. 4 ν. 2010/2001, 76 παρ. 4 ν. 3385/2005, όπως αυτός ισχύει, άρ. 22 ν. 3907/2011.
[12] Ευρωπαϊκό Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης – ETAME (Asylum, Migration and Integration Fund 2014 -2020 – AMIF), Ευρωπαϊκό Ταμείο Προσφύγων (Refugee Fund 2008-2013) Ευρωπαϊκό Ταμείο Επιστροφής (Return Fund 2008 – 2013).
[13] «Η εφαρμογή των Υποβοηθούμενων Εθελούσιων Επιστροφών συμπεριλαμβανομένων μέτρων Επανένταξης, χρηματοδοτούμενη κατά 75% από Ευρωπαϊκούς Πόρους (Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης της ΕΕ) και κατά 25% από Εθνικούς Πόρους (Υπουργείο Εσωτερικών) ξεκίνησε την 1η Ιουνίου του 2016 και αναμένεται να ολοκληρωθεί στις Μάιο του 2019.
[14] Δελτίο τύπου «Ενημερωτική Εκδήλωση στο πλαίσιο του Προγράμματος «Η Εφαρμογή των Υποβοηθούμενων Εθελούσιων Επιστροφών συμπεριλαμβανομένων μέτρων Επανένταξης», 30.03.2017, http://bit.ly/2psCfoM
[15] Σύμφωνα με το άρ. 8 του ν. 4375/2016, ως ευάλωτες ομάδες νοούνται:
α) οι ασυνόδευτοι ανήλικοι,
β) τα άτομα που έχουν αναπηρία ή πάσχουν από ανίατη ή σοβαρή ασθένεια,
γ) οι υπερήλικες,
δ) οι γυναίκες σε κύηση ή λοχεία,
ε) οι μονογονεϊκές οικογένειες με ανήλικα τέκνα,
στ) τα θύματα βασανιστηρίων, βιασμού ή άλλης σοβαρής μορφής ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής βίας ή εκμετάλλευσης, πρόσωπα με σύνδρομο μετατραυματικής διαταραχής, ιδίως επιζήσαντες και συγγενείς θυμάτων ναυαγίων και
ζ) τα θύματα εμπορίας ανθρώπων.