Σύμφωνα με την πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Cruz Villalón στην υπόθεση «Leyla Ecem Demirkan v. Federal Republic of Germany», οι Τούρκοι υπήκοοι δεν έχουν δικαίωμα να εισέρχονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς visa, στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.
Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, η Leyla Ecem Demirkan και η μητέρα της υπέβαλαν αίτημα στη γερμανική Πρεσβεία στην Άγκυρα προκειμένου να τους χορηγηθεί visa και να μπορέσουν να επισκεφθούν τον πατριό και σύζυγο αντίστοιχα, ο οποίος βρισκόταν στη Γερμανία. Η αίτησή τους απερρίφθη και στη συνέχεια, προσέφυγαν στη γερμανική δικαιοσύνη καθώς, όπως υποστήριξαν, έχουν δικαίωμα εισόδου χωρίς visa βάσει των διατάξεων του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της συμφωνίας συνδέσεως ΕΟΚ – Τουρκίας του 1970. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 41 παρ. 1 του πρόσθετου Πρωτοκόλλου απαγορεύεται στα συμβαλλόμενα μέρη να επιβάλλουν μεταξύ τους νέους περιορισμούς στην ελευθερία εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Παρά τα προβλεπόμενα στη συμφωνία, η Γερμανία από το 1980 έχει θέσει ως προϋπόθεση για την είσοδο Τούρκων υπηκόων στα εδάφη της την κατοχή visa, παρά το περιεχόμενο της συμφωνίας. Η συγκεκριμένη ρήτρα δεν αναφέρεται μόνο σε εκείνους που παρέχουν υπηρεσίες αλλά και στα πρόσωπα, τα οποία επιθυμούν να λάβουν υπηρεσίες και το δικαίωμά τους δε θα πρέπει να περιορίζεται.
Με την πρότασή [Link] του, ο Γενικός Εισαγγελέας του ΔΕΕ υποστηρίζει ότι η ανωτέρω ρήτρα δεν έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις της παθητικής ελευθερίας παροχής υπηρεσιών. Συνεπώς, με τα προβλεπόμενα στη συμφωνία δεν αίρεται η υποχρέωση των Τούρκων, οι οποίοι επιθυμούν να εισέλθουν στην ΕΕ να εμφανίσουν κάρτα visa, εφόσον τους ζητηθεί από τις Αρχές του κράτους.
Επίσης, επισημαίνεται ότι αν και με τις συνθήκες μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών προστατεύεται τόσο η ενεργητική όσο και η παθητική ελευθερία παροχής υπηρεσιών, αυτή η ευρεία ερμηνεία δεν μπορεί να εφαρμοστεί και στη συμφωνία μεταξύ ΕΟΚ – Τουρκίας. Οι συνθήκες έχουν διαφορετικό δικαιολογητικό πεδίο καθώς στην πρώτη περίπτωση, στόχος είναι η δημιουργία μιας ενιαίας εσωτερικής αγοράς ενώ στη δεύτερη, στόχος ήταν η ενίσχυση των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ των συμβαλλομένων μερών και η δημιουργία πρόσφορου εδάφους για τη μελλοντική και ενδεχόμενη είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο Γενικός Εισαγγελέας υπογραμμίζει ότι η παρεχόμενη από τη συμφωνία συνδέσεως προστασία της παθητικής ελευθερίας παροχής υπηρεσιών βάσει του άρθρου 41 παρ. 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου, δεν εκτείνεται σε Τούρκους υπηκόους, οι οποίοι προτίθενται να μεταβούν σε κράτος – μέλος προκειμένου να επισκεφθούν συγγενικά τους πρόσωπα και να διαμείνουν σε αυτό έως τρεις μήνες και επικαλούνται την απλή δυνατότητα αποδοχής υπηρεσιών σε αυτό το κράτος – μέλος.
Πηγή: Lawnet.gr, 12.4.2013