Με τις πρόσφατες Προτάσεις του, ο Γενικός Εισαγγελέας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Henrik Saugmandsgaard Øe διευκρινίζει αν, και υπό ποιες προϋποθέσεις, το γεγονός ότι, στο παρελθόν, εφαρμόστηκε σε ένα πρόσωπο η προβλεπόμενη στο άρθρο 1 (ΣΤ), στοιχείο αʹ, της Συμβάσεως της Γενεύης ρήτρα αποκλεισμού δύναται να δικαιολογήσει τον περιορισμό της ελευθερίας κυκλοφορίας και διαμονής που το συγκεκριμένο πρόσωπο αντλεί από την οδηγία 2004/38 σχετικά με το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους.
Ειδικότερα, ο Γενικός Εισαγγελέας προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει στα σχετικά προδικαστικά ερωτήματα που έθεσαν το Rechtbank Den Haag, zittingsplaats Middelburg (πρωτοδικείο Χάγης, τόπος συνεδριάσεως Middelburg, Κάτω Χώρες) και το Raad voor Vreemdelingenbetwistingen (συμβούλιο ενδίκων διαφορών αλλοδαπών, Βέλγιο) ως εξής:
1. Το άρθρο 27, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το γεγονός ότι πολίτης της Ένωσης ή μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης αποκλείστηκε, κατά το παρελθόν, από το καθεστώς πρόσφυγα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1 (ΣΤ), στοιχείο αʹ, της Συμβάσεως της Γενεύης σχετικά με το καθεστώς πρόσφυγα, μολονότι δεν μπορεί να στηρίξει αυτομάτως τη διαπίστωση υπάρξεως πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής, στρεφόμενης κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, δύναται να ληφθεί υπόψη για τον σκοπό αυτόν, όταν από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως προκύπτει η ύπαρξη προσωπικής συμπεριφοράς που συνιστά τέτοια απειλή.
Συναφώς, το κράτος μέλος υποδοχής οφείλει να προβεί σε ατομική εκτίμηση της προσωπικής συμπεριφοράς του ενδιαφερομένου λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, των διαπιστώσεων των αρμόδιων σε θέματα ασύλου αρχών όσον αφορά τη σοβαρότητα των εγκλημάτων που του προσάπτονται, τον βαθμό προσωπικής συμμετοχής του στην τέλεση των εν λόγω εγκλημάτων, καθώς και την ενδεχόμενη ύπαρξη λόγων απαλλαγής από την ποινική ευθύνη.
Η έλλειψη κινδύνου να επαναλάβει ο ενδιαφερόμενος εγκλήματα του είδους που προβλέπονται στο άρθρο 1 (ΣΤ), στοιχείο αʹ, της Συμβάσεως της Γενεύης στο κράτος μέλος υποδοχής και η παρέλευση σημαντικού χρονικού διαστήματος από την εικαζόμενη τέλεση τέτοιων εγκλημάτων δεν εμποδίζουν από μόνες τους τη διαπίστωση πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής, στρεφόμενης κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.
2. Το άρθρο 27, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι κάθε περιορισμός που επιβάλλει κράτος μέλος στην ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής πολίτη της Ένωσης ή μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης πρέπει να συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας και να σέβεται το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του συγκεκριμένου προσώπου. Στο πλαίσιο αυτό, το κράτος μέλος οφείλει να σταθμίσει, αφενός, την προστασία των προβαλλόμενων προς στήριξη ενός τέτοιου περιορισμού θεμελιωδών συμφερόντων και, αφετέρου, τα συμφέροντα του προσώπου όσον αφορά την άσκηση των εν λόγω ελευθεριών και την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του. Το εν λόγω κράτος μέλος οφείλει να λάβει υπόψη, ιδίως, τους απαριθμούμενους στο άρθρο 28, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής παράγοντες, στον βαθμό που ασκούν επιρροή στην ιδιαίτερη κατάσταση που είναι επίμαχη.
3. Το άρθρο 28, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η δεκαετής περίοδος διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής, η οποία παρέχει δικαίωμα στην προστασία κατά της απελάσεως που καθιερώνει η εν λόγω διάταξη, δεν περιλαμβάνει τις περιόδους κατά τις οποίες πολίτης της Ένωσης διέμεινε, πριν από την προσχώρηση στην Ένωση του κράτους μέλους ιθαγένειάς του, στο κράτος μέλος υποδοχής χωρίς να έχει το δικαίωμα αυτό δυνάμει του εθνικού δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους.
Διαβάστε το πλήρες κείμενο