Το Tribunale di Milano (πρωτοδικείο Μιλάνο) απεύθυνε προδικαστικό ερώτημα προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το οποίο ζητεί να διευκρινιστεί εάν συνάδει με την οδηγία 2013/32 εθνική νομοθεσία η οποία επιτρέπει να κρίνονται αμέσως ως απαράδεκτες ή να απορρίπτονται οι ένδικες προσφυγές που ασκούνται κατά της διοικητικής αποφάσεως που απορρίπτει τις αιτήσεις παροχής διεθνούς προστασίας.
Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν η άμεση απόρριψη στερεί, στην πραγματικότητα, από τον αιτούντα το κατοχυρούμενο στο άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας δικαίωμα πραγματικής προσφυγής.
Επί του εν λόγω ερωτήματος, ο γενικός Εισαγγελέας του ΔΕΕ Manuel Campos Sánchez-Bordona, προτείνει στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι η οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, και ιδίως τα άρθρα της 12, 14, 31 και 46, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η αρμόδια δικαστική αρχή έχει τη δυνατότητα να εκδώσει αμέσως απόφαση, χωρίς να απαιτείται προσωπική συνέντευξη του προσφεύγοντος, επί των προσφυγών που ασκούνται κατά της απορρίψεως αιτήσεων χορηγήσεως διεθνούς προστασίας όταν:
α) η προσφυγή είναι προδήλως αβάσιμη και, επομένως, δεν έχει πιθανότητες να ευδοκιμήσει, και
β) η εν λόγω απόφαση εκδίδεται κατόπιν πλήρους εξετάσεως των πραγματικών και νομικών περιστάσεων της καταστάσεως του αιτούντος, περιλαμβανομένων των πληροφοριών από την προσωπική συνέντευξη που διεξήχθη κατά το διοικητικό στάδιο, οι οποίες επαρκούν, κατά το δικαστήριο, για την έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής.
Διαβάστε το πλήρες κείμενο