Στην υπόθεση C‑153/14 το Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/86 (2) σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανενώσεως (στο εξής: οδηγία 2003/86) και να κρίνει αν αποτελεί επιτρεπτό «μέτρο ενσωματώσεως» το οποίο το κράτος μέλος μπορεί να επιβάλλει σύμφωνα με τη διάταξη αυτή σε υπηκόους τρίτων χωρών που επιθυμούν να εισέλθουν στο εν λόγω κράτος μέλος στο πλαίσιο ασκήσεως του δικαιώματος οικογενειακής επανενώσεως την υποχρέωση να εξετασθούν επιτυχώς στη γλώσσα και τον πολιτισμό του εκάστοτε κράτους μέλους πριν από την είσοδό τους στη χώρα.
Σύμφωνα με τις προτάσεις της Γενικής Εισαγγελέως JULIANE KOKOTT, που υπεβλήθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου στις 19.3.2015, το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/86/ΕΚ, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανενώσεως, και η αρχή της αναλογικότητας δεν αντιτίθενται στην εφαρμογή μέτρου ενσωματώσεως όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, εάν η σχετική υποχρέωση υποβολής σε εξετάσεις αίρεται σε περιπτώσεις στις οποίες, λαμβανομένης υπόψη της ατομικής καταστάσεως του προσώπου που επιθυμεί να εισέλθει στη χώρα στο πλαίσιο ασκήσεως του δικαιώματος οικογενειακής επανενώσεως, δεν είναι εύλογη η εκπλήρωσή της ή εάν λόγω των ειδικών περιστάσεων της εκάστοτε περιπτώσεως συντρέχουν λόγοι που επιβάλλουν τη χορήγηση αδείας επανενώσεως παρά την αποτυχία στις εξετάσεις. Η εκτίμηση αυτή απόκειται στο αιτούν (εθνικό) δικαστήριο.
Εντούτοις, εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά τη συμμετοχή σε εξετάσεις κοινωνικοπολιτικής ενσωματώσεως όπως οι επίμαχες από την καταβολή τελών αντιβαίνει στην οδηγία 2003/86/ΕΚ, εάν τα τέλη αυτά και η είσπραξή τους είναι ικανά να αποτελέσουν εμπόδιο στην άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανενώσεως από όσους το επιθυμούν.
Δείτε το πλήρες κείμενο των προτάσεων της Γενικής Εισαγγελέως