Στην παρουσίαση του πρόσφατου νομοσχεδίου (και, πλέον, νόμου 4636/2019) που ρυθμίζει θέματα ασύλου και συναφή αναφερόταν:
«Προβλέπεται για πρώτη φορά ότι σε περίπτωση που οι αλλοδαποί κατά την υποδοχή δεν συμμορφώνονται προς τις αποφάσεις μεταφοράς τους σε άλλες δομές, τεκμαίρεται ότι δεν επιθυμούν την προστασία και παραπέμπονται σε διαδικασίες επιστροφής. Στόχος μας να μην μπουν καθόλου στο σύστημα όσοι εξαρχής ακόμα και πριν την καταγραφή τους δεν συμμορφώνονται.»[1]
Είναι σαφής η κατεύθυνση που δίνεται και η προκείμενη στην οποία στηρίζεται η διατύπωση: αντί να «εμφορείται από ανθρωπιστικά ιδεώδη», η προσέγγιση που θα εφαρμοστεί αντιμετωπίζει τους «προσφεύγοντες» ως αντικείμενα τα οποία θα πρέπει να συμμορφωθούν σε προκαθορισμένους κανόνες (δεν καθίσταται σαφές αν οι προσφεύγοντες θα ενημερώνονται σχετικά ώστε να γνωρίζουν τι αναμένεται από αυτούς).
Η διατύπωση αφορά στην υποδοχή και είναι ευνόητο ότι παρόμοια λογική θα διαπερνά τη συνέχεια. Επίσης, είναι ευνόητο ότι αυτή η λογική όχι μόνο δεν έχει σχέση αλλά έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη φιλοσοφία της ένταξης.
Οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από την ένταξη -όπως κι αν αυτή ορίζεται- περιορίζεται από έναν παράγοντα: την ύπαρξη -ή μη- σχετικής πολιτικής. Όχι όμως μιας οποιαδήποτε πολιτικής, αλλά εκείνης που θα έχει εσωτερική συνοχή και συνάφεια, θα είναι ρεαλιστική, θα λαμβάνει υπόψη τους ανθρώπους και θα υποστηρίζεται έμπρακτα από τους πολιτικούς. Η επισήμανση απαιτείται επειδή τίποτε δεν είναι αυτονόητο. Ένα παράδειγμα για την ανάγκη συνεκτικής πολιτικής και έμπρακτης υποστήριξής της από πολιτικούς παράγοντες αφορά σε μια πτυχή που ζούμε καθημερινά: από τη μια μεριά πολιτικοί μιλάνε για λαθρομετανάστες[2], από την άλλη καταβάλλεται προσπάθεια υλοποίησης ενός προγράμματος ένταξης, του HELIOS, που για να ενταχθεί κάποι@ σε αυτό πρέπει να έχει βρει σπίτι. Ποιος όμως θα νοικιάσει το σπίτι του σε έναν λαθρομετανάστη; Ανάλογες στάσεις (και ασυνέπειες του συστήματος) είχαμε συναντήσει παλιότερα, όταν ήταν σε εξέλιξη η προσπάθεια μεταρρύθμισης του συστήματος ψυχιατρικής περίθαλψης.
Η δημιουργία ενός κλίματος που ευοδώνει και δεν αντιστρατεύεται την ένταξη είναι λοιπόν συστατικό στοιχείο μιας πολιτικής, η οποία δεν μπορεί να περιορίζεται στην παράθεση ποσοτικών στόχων και τυπικών διαδικασιών που πρέπει να ακολουθηθούν αλλά να λειτουργεί ως πλαίσιο που νοηματοδοτεί τις επιμέρους δράσεις και ταυτόχρονα τις προσανατολίζει προς ένα γενικό στόχο.
Σε περίπτωση ύπαρξης πολιτικής, το άλλο ερώτημα αφορά στον ορισμό της ένταξης. Αλήθεια πόσο ξεκάθαρο είναι τι σημαίνει, ποιον και ποια αφορά, σε ποιο πλαίσιο εκτυλίσσεται;
Στο Βαβέλ όπου εργάζομαι νομίζουμε πια ότι τα πράγματα είναι ακόμη πιο πολύπλοκα. Όσο πιο πολύ ασχολούμαστε με την ένταξη, τόσο περισσότερο αποπροσανατολισμένοι και αβέβαιοι αισθανόμαστε.
Για παράδειγμα, μαθαίνουμε ότι για καθένα και καθεμιά η πορεία της ένταξης συνιστά κάτι διαφορετικό. Κι ότι αυτό που ονομάζουμε «ένταξη» δεν αφορά μόνο στον Άλλο αλλά εξίσου κι εμάς (ποιοι αλήθεια είμαστε εμείς; Πόσο ενταγμένοι είμαστε στην κοινωνία;) και το πλαίσιο στο οποίο συναντιόμαστε.
Αναρωτιόμαστε επίσης: τι σημαίνει «ένταξη» για έναν πρόσφυγα; Τι θα μας απαντήσει αν ρωτήσουμε κάτι σχετικό με αυτήν, χρησιμοποιώντας αυτή τη λέξη;
Πού εντασσόμαστε; Η απάντηση που δίνουμε είναι «σε αυτό που επίσημα ονομάζεται post–migration society. Ο καθ. Ρένος Παπαδόπουλος, δ/ντής του Centre for Trauma, Asylum and Refugees του Πανεπιστημίου του Essex, υποστηρίζει πως αυτό το «post» δεν είναι δηλωτικό μιας χρονικής ακολουθίας («η κοινωνία μετά την έλευση των μεταναστών) αλλά της κοινωνίας που κατασκευάζεται, της νέας πραγματικότητας που δημιουργείται από την κοινή ύπαρξη ανθρώπων οι οποίοι χαρακτηρίζονται από διαφορές και ομοιότητες. Αν είναι έτσι, δεν ισχύει η άποψη ότι οι πρόσφυγες πρέπει να ενσωματωθούν/αφομοιωθούν σε κάτι που υπάρχει και είναι αναλλοίωτο, ανεπηρέαστο από αλλαγές και όλοι και όλες πρέπει να συμμετέχουμε στην κατασκευή αυτής της νέας πραγματικότητας[3].
Αν δεχτούμε ότι κοινό βίωμα όλων των προσφύγων είναι η ακούσια απώλεια του οικείου τους χώρου[4], τότε, ως ένταξη θα μπορούσε να οριστεί η προσπάθεια κατασκευής ενός νέου οικείου χώρου, μιας νέας ταυτότητας, μιας νέας οντο-οικολογικής σταθερότητας.
Πρόκειται για μια πορεία που έχει διακριτά χαρακτηριστικά για κάθε άνθρωπο, ατομική, η οποία, πολλές φορές δεν ολοκληρώνεται ή ολοκληρώνεται μετά από γενιές.
Από την άλλη μεριά, η επικρατούσα αντίληψη θέλει οι διάφορες προσφυγικές εμπειρίες να μπορούν να γενικευθούν, καθώς και ότι υπάρχει κάτι σαν την ουσία ή τα χαρακτηριστικάτου πρόσφυγα (από τον Ιούλιο και μετά ακούσαμε και τον όρο «προσφυγικό προφίλ»). Ας είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι σε αυτήν την αντίληψη, αφού μπορεί να καταστεί ιδιαίτερα επιζήμια καθώς προϋποθέτει, κατά κάποιο τρόπο, ότι η προσφυγική συνθήκη είναι ενιαία, ομοιογενής και «δι-ιστορική»[5]. Αυτή η αντίληψη όχι μόνο απλοποιεί περίπλοκες και μεταβαλλόμενες ατομικές, οικογενειακές και κοινωνικές καταστάσεις ώστε να φαίνονται ως χαρακτηριστικά συγκεκριμένων ατόμων, αλλά έχει τελικά οδηγήσει στην κατάταξη ετερογενών (πολιτιστικά αλλά και εμπειρικά) ομάδων ή ατόμων σε μια κατηγορία ανθρώπων που βιώνουν απαράλλαχτες συνθήκες και έχουν τις ίδιες ανάγκες παρέμβασης. Και για την «ένταξή» τους.
Όμως οι άνθρωποι, και «αυτοί» και «εμείς», είμαστε διαφορετικοί, το πλαίσιο είναι ανομοιογενές, πολύπλευρο και πολύπτυχο, τα δυναμικά που προκύπτουν από τις σχέσεις επηρεάζουν σε διαφορετικό βαθμό και με διαφορετικό τρόπο καθένα και καθεμιά από εμάς. Η διάσταση του χρόνου πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, καθώς επίσης η παρομοίωση της ενταξιακής διαδικασίας με μια πορεία.
Κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας, που δεν είναι γραμμική, αλλά έχει πολλά πισωγυρίσματα, επανανοηματοδοτήσεις και αλλαγές, κοινή προσδοκία των προσφύγων είναι η αναζήτηση, η προσπάθεια δημιουργίας ενός νέου οικείου χώρου. Είναι επομένως απαραίτητο όλοι οι “σημαντικοί άλλοι” και ιδιαίτερα όσοι επαγγελματικά ασχολούνται μαζί τους να κατανοήσουν την ανάγκη τους να αποκαταστήσουν τα απτά στοιχεία του οικείου χώρου τους και την αίσθηση του ανήκειν. Ο οικείος χώρος είναι συνυφασμένος με την ταυτότητα και τα δύο μαζί συν-αρθρώνουν αυτό που ο Παπαδόπουλος ονομάζει «οντο-οικολογική σταθερότητα»[6]: ο όρος αναφέρεται στη μοναδική σχέση της ολότητας του ατόμου (ολότητα του είναιτου, της ύπαρξής του) με την ολότητα της οικολογίας του (δηλαδή, της σχέσης του με το ανθρώπινο και φυσικό περιβάλλον των οποίων είναι μέρος). Είναι μια δυναμική αίσθηση διευθετημένης πραγματικότητας, οικειότητας και προβλεψιμότητας του μοτίβου της ζωής που επιτρέπει σε έναν άνθρωπο να «διαβάζει τη ζωή».
Η ένταξη λοιπόν για τον πρόσφυγα έχει στόχο, ακόμη κι αν αυτός είναι ασυνείδητος, ασαφής, υπό συνεχή αναθεώρηση. Ταυτόχρονα, υπάρχει ένας στόχος σταθερός, σαφής, αδιαπραγμάτευτος, που όμως είναι προϊόν του νοσταλγικού αποπροσανατολισμού[7], μιας ιδιαίτερης επίπτωσης της ακούσιας απώλειας του οικείου χώρου, μοναδικού κοινού χαρακτηριστικού όλων των προσφύγων.
Δεν είναι βέβαιο ότι οι «από εδώ», έχουν επίγνωση της ύπαρξης αυτών των στόχων.
Αν δεν γίνει αντιληπτή κάθε ξεχωριστή διεργασία ένταξης, με τα συγκεκριμένα βιώματά της, ως κάτι το τελείως ιδιαίτερο για κάθε άνθρωπο ή οικογένεια, ελλοχεύει ο κίνδυνος να εκδηλωθούν στερεοτυπικές αντιδράσεις και να χαθεί ο άνθρωπος, οι ανάγκες, οι επιθυμίες, τα όνειρα, οι αγωνίες και οι προσδοκίες του μπροστά από τα μάτια μας. Οι προκλήσεις μπορούν να συζητηθούν ειλικρινά μόνο όταν τα άτομα γίνονται αποδεκτά και αντιληπτά ως ξεχωριστές υπάρξεις, και όχι ως ομοιογενής ομάδα στην οποία απευθύνεται η ίδια παρέμβαση. Φαίνεται ότι οι τελευταίες κυβερνητικές εξαγγελίες στρέφονται σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση.
Η ένταξη των προσφύγων έχει νομικές διαστάσεις (νομικό στάτους, αναγνώριση των δικαιωμάτων και πρόσβαση σε αυτά, π.χ. στην παιδεία, υγεία και εργασία), οικονομικές (εξασφάλιση μέσων διαβίωσης, π.χ. εργασία), κοινωνικοπολιτισμικές (ανταπόκριση σε νέες συνθήκες της κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής, κλπ.) και άλλες πτυχές. Η διεργασία ένταξης πρέπει να διασφαλίζει την αξιοπρέπεια των ανθρώπων, στοχεύοντας σε βασικές ανάγκες όπως η εξασφάλιση βιώσιμης κατοικίας και συνθηκών διαβίωσης, η γλώσσα, η εργασία και η εκπαίδευση αλλά και οποιαδήποτε άλλη ανάγκη είναι σημαντική για την ένταξη κάθε ξεχωριστού και μοναδικού ατόμου.
Μια κατοικία που είναι άξια να κατοικηθεί και να βιωθεί, μια γλώσσα που είναι άξια να μιληθεί, μια εργασία που αξίζει κανείς να επιτελέσει, μια εκπαίδευση στην οποία αξίζει κανείς να συμμετέχει, όλα αυτά περιλαμβάνονται στη συγκρότηση του νέου οικείου χώρου κάθε πρόσφυγα και προσφύγισσας και της ταυτότητας τους ως συστατικών στοιχείων μιας νέας οντο-οικολογικής σταθερότητας, μιας νέας ανθρώπινης υπόστασης.
Αν στόχος είναι η ένταξη, τότε ίσως «Χρειάζεται να δούμε τους τρόπους με τους οποίους μπορούν να συνδυαστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, η νομική και η ψυχοκοινωνική διάσταση, έτσι ώστε οι άνθρωποι αυτοί να ανακτήσουν τη φωνή τους. Ένας από τους πρωταρχικούς ρόλους των ερευνητών και των επαγγελματιών θα πρέπει να είναι η αποδόμηση της ιδέας του «αρχετυπικού πρόσφυγα»[8], και η αναζήτηση τρόπων ενεργοποίησης ενάντια στη φίμωσή τους. Η αποδόμηση γενικευμένων απόψεων και στερεότυπων αποτελεί ένα ουσιαστικό βήμα ούτως ώστε να θυμίζουμε στους εαυτούς μας πως κάθε πρόσφυγας, όπως και κάθε άνθρωπος, έχει όνομα, συγγενείς, ιστορία, πεποιθήσεις, ελπίδες και επιθυμίες»[9].
Ίσως λοιπόν ένταξη είναι όταν ο πρόσφυγας χάνει αυτό τον χαρακτηρισμό και αναγνωρίζεται ως άνθρωπος και μόνο.
Νίκος Γκιωνάκης ψυχολόγος, επιστημονικός υπεύθυνος του Κέντρου Ημέρας βαβέλ (μονάδα ψυχικής υγείας για μετανάστες και πρόσφυγες)
* Τα κείμενα τρίτων προσώπων που φιλοξενούνται στη στήλη «Απόψεις» του Immigration.gr δημοσιεύονται αυτούσια και απηχούν τις προσωπικές απόψεις των συγγραφέων και όχι του ιστολογίου ή του διαχειριστή του.
[3] Προσωπική επικοινωνία
[4] Παπαδόπουλος. ΡΚ (επιμ) Ψυχοκοινωνικές διαστάσεις της προσφυγικής συνθήκης – Συνεργική προσέγγιση, Έκδοση Κέντρου Ημέρας Βαβέλ, Αθήνα, 2019. https://babeldc.gr/wp-content/uploads/2019/09/Psyxokoinonikes-diastaseis-prosfygikhs-syn8hkhs.pdf, σελ. 52-
[5] Malkki, L. H. (1995). Refugees and exile: From “refugee studies” to the national order of things. Annual review of anthropology, 24(1), 495-523
[8] Malkki, L. H. (1996). Speechless emissaries: Refugees, humanitarianism, and dehistoricization. Cultural anthropology, 11(3), 377-404
[9] Παπαδόπουλος, ΡΚ (όπ. παρ.) : 36