Παρά τη δεδομένη μέχρι σήμερα πρόοδο τόσο σε κανονιστικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο νοοτροπίας, η πλήρης εξίσωση ενός πολιτογραφηθέντος Έλληνα με τους λοιπούς πολίτες εξακολουθεί -σε πολλές περιπτώσεις- να αποτελεί ζητούμενο. Ίσως η πιο σοβαρή απόκλιση που εισάγεται εις βάρος των πολιτογραφηθέντων πολιτών, σε σχέση με τους Έλληνες από καταγωγή, εντοπίζεται στη νομοθεσία που διέπει την κατάσταση των δημοσίων και δημοτικών υπαλλήλων. Ειδικότερα, τόσο ο Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας (ν. ν. 3528/2007) όσο και ο Κώδικας Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007) εισάγουν πανομοιότυπους περιορισμούς στις προσλήψεις πολιτογραφηθέντων προσώπων, καθώς θέτουν ως όρο της πρόσληψης την προηγούμενη παρέλευση ενός έτους από την πολιτογράφηση. Πρόκειται όχι μόνο για έναν ανεπιεική και ακατανόητο περιορισμό αλλά για μια προδήλως αντισυνταγματική ρύθμιση που παραβιάζει τη θεμελιώδη αρχή της (αναλογικής) ισότητας των πολιτών έναντι του Νόμου, όπως έχει ερμηνευθεί από τη Δικαιοσύνη.
Αποτελεί, πράγματι, πάγια και διαχρονική νομολογιακή παραδοχή των Ελληνικών Δικαστηρίων, κατ’ ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 4 του Συντάγματος, ότι με την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας δημιουργείται μια νέα νομική κατάσταση για τον πολιτογραφηθέντα, ο οποίος εξομοιώνεται πλήρως με τον έχοντα την ελληνική ιθαγένεια από καταγωγή. Κατά συνέπεια, ο πολιτογραφηθείς απολαμβάνει άμεσα όλα τα δικαιώματα και βαρύνεται με όλες τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται το νομικό καθεστώς του Έλληνα πολίτη (ΣτΕ Ολομ. 190/1929, 3148/1971). Σύμφωνα δε με το θεμελιώδες άρθρο 4 του Συντάγματος, το οποίο μάλιστα περιλαμβάνεται στις διατάξεις του Συντάγματος που δεν μπορούν να αναθεωρηθούν, είναι απολύτως ανεπίτρεπτη η διάκριση των Ελλήνων πολιτών ανάλογα με την εθνική τους καταγωγή. Μάλιστα κατά την παρ. 4 αυτού, η ισότητα των πολιτών εκφράζεται και μέσα από την ακώλυτη και ισότιμη πρόσβαση όλων των πολιτών (ανεξαρτήτως καταγωγής) στις δημόσιες λειτουργίες.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει αποφανθεί ότι (ΟλΣτΕ 3317/2014), στην περίπτωση που εισάγεται με διατάξεις του κοινού ή του κανονιστικού νομοθέτη διάκριση των Ελλήνων πολιτών ανάλογα με την εθνική τους καταγωγή για την πρόσβαση στις δημόσιες λειτουργίες, η διάκριση αυτή δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτή. Μάλιστα, είναι αξιοσημείωτο ότι αυτή η κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αφορούσε στην εισαγωγή πολιτογραφηθέντων με καταγωγή από τρίτες χώρες στις στρατιωτικές σχολές και κατ’ επέκταση στις ένοπλες δυνάμεις, δηλαδή στον «πυρήνα» της κρατικής λειτουργίας. Κρίθηκε ειδικότερα ότι ήταν αντισυνταγματική η πρόβλεψη του «γένους» ως πρόσθετου προσόντος του υποψηφίου. Η διαχρονική στάση του Συμβουλίου της Επικρατείας επιβεβαιώθηκε με την πρόσφατη υπ’ αριθ. 205/2016 γνωμοδότηση του Ε΄ Τμήματος επί σχεδίου Προεδρικού Διατάγματος, για την εισαγωγή υποψηφίων στη Σχολή Ανθυποπυραγών του Πυροσβεστικού Σώματος. Το Δικαστήριο επανέλαβε τη βασική παραδοχή ότι με την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας δημιουργείται αμέσως μια νέα νομική κατάσταση για τον πολιτογραφηθέντα, ο οποίος εξομοιώνεται πλήρως με τον έχοντα την ελληνική ιθαγένεια από καταγωγή. Έκρινε δε εν συνεχεία ότι ρύθμιση, που απαιτούσε για τους υποψηφίους στην εν λόγω Σχολή τη συμπλήρωση τουλάχιστον ενός έτους από την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας με πολιτογράφηση, περιείχε μη νόμιμο κριτήριο και επομένως έπρεπε να διαγραφεί.
Είναι, λοιπόν, σαφές ότι δεν πρέπει να θεωρείται επιτρεπτή κατά το άρθρο 4 παρ. 4 του Συντάγματος οποιαδήποτε νομοθετική ή κανονιστική διάκριση επί τη βάσει της εθνικής καταγωγής τους, για την πρόσβαση στην άσκηση δημόσιων αξιωμάτων. Ως εκ τούτου, η ισχύουσα σήμερα απαγόρευση πρόσληψης Ελλήνων αλλογενών πριν την παρέλευση ενός έτους από την πολιτογράφησή τους, τελεί σε προφανή αντίθεση προς τη συνταγματική αρχή της ισότητας των Ελλήνων πολιτών και της ελεύθερης και ακώλυτης πρόσβασής τους στις δημόσιες λειτουργίες, καθώς εισάγει αδικαιολόγητους και δυσανάλογους περιορισμούς εις βάρος των πολιτογραφηθέντων Ελλήνων αλλογενών.
Πράγματι, προκαλείται αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην περιέλευση του πολιτογραφηθέντος στην ίδια νομική κατάσταση με τους λοιπούς Έλληνες πολίτες, χωρίς μάλιστα ο νομοθέτης να παρέχει καμία δικαιολόγηση για την επιλογή του αυτή. Δεν προκύπτει, δηλαδή, καμία δικαιολογητική βάση για τη διατήρηση του ως άνω αναχρονιστικού και αδικαιολόγητου περιορισμού. Όπως είναι γνωστό, δεν νοείται «δοκιμαστική περίοδος» μετά την έκδοση της απόφασης πολιτογράφησης, η δε αφαίρεση της ιθαγένειας είναι καθ’ όλα δυνατή, κατά τη διάταξη του άρθρου 16 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (ν. 3284/2004), για τους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους δημοσίας τάξεως, οποτεδήποτε και όχι μόνο κατά το πρώτο έτος μετά την πολιτογράφηση.
Εξ άλλου, και σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας, οι ίδιες διατάξεις τελούν σε προφανή αντίθεση προς τον ν. 4443/2016 και την αρχή της ίσης μεταχείρισης των πολιτών, που διατρέχει οριζόντια το σύνολο της εθνικής νομοθεσίας και της κανονιστικής δράσης της Διοίκησης. Και αυτό διότι οι διατάξεις αυτές συνιστούν «άμεσες διακρίσεις» κατά την έννοια της περ. α της παρ. 2 του άρθρου 2 ν. 4443/2016, καθώς σε εφαρμογή των σχετικών περιορισμών, ο πολιτογραφηθείς υφίσταται, για λόγους φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε άλλο πρόσωπο, σε ανάλογη κατάσταση (ήτοι ο Έλληνας με ελληνική καταγωγή ή ομογενής).
Στην οριστική εξάλειψη αυτής της άδικης διάκρισης αποσκοπεί τροπολογία που κατέθεσαν χθες (28.03.2018) οι βουλευτές της Δημοκρατικής Συμπαράταξης Χ. Κεφαλίδου, Ε. Χριστοφιλοπούλου, Ι. Αχμέτ, Γ. Καρράς και Θ. Παπαθεοδώρου σε σχέδιο νόμου του ΥΔΔΑΔ που συζητείται σήμερα στην Ολομέλεια της Βουλής. Με την κατατεθείσα πρόταση προτείνεται η πλήρης κατάργηση των περιοριστικών διατάξεων όχι μόνο για τους ομογενείς (όπως προβλέπει η ημιτελής και στρεβλή διάταξη του νομοσχεδίου) αλλά για κάθε πολιτογραφηθέντα. Η συμμόρφωση στη νομολογία του ΣτΕ και στην αρχή της ίσης μεταχείρισης πρέπει να γίνει άμεσα και ισότιμα, για όλους τους πολίτες, χωρίς την εισαγωγή νέων αστήρικτων και επικίνδυνων διακρίσεων (ομογενείς έναντι αλλογενών) που «πριμοδοτούν» αναίτια την εθνική καταγωγή και υποβιβάζουν τους αλλογενείς Έλληνες σε «πολίτες δεύτερης κατηγορίας».
Άλλωστε, σε γενικό επίπεδο, είναι πλέον σαφές ότι θα πρέπει να καταβληθεί μια ειλικρινής προσπάθεια για συμμόρφωση του συνόλου της νομοθεσίας προς τις αρχές της ίσης μεταχείρισης. Είναι διάσπαρτες οι διατάξεις που πρέπει να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν και μεγάλος ο αριθμός των άδικων καταστάσεων που πρέπει να θεραπευθούν. Είναι λ.χ. χαρακτηριστικό και σοβαρό το ζήτημα της διακριτικής μεταχείρισης των αλλοδαπών εργαζομένων από το ΙΚΑ/ΕΦΚΑ και την αδικία σε βάρος των νέων της «δεύτερης γενιάς». Ο ασφαλιστικός φορέας, παρά την ενσωμάτωση της ενωσιακής νομοθεσίας για την ίση μεταχείριση, επιμένει να αντιμετωπίζει επίμονα ρατσιστικά τη «μεταναστευτική οικογένεια» αφήνοντας χωρίς ασφάλεια τα παιδιά της που, ενώ ενηλικιώνονται, σπουδάζουν ή είναι άνεργα. Όλες αυτές οι αδικίες θα πρέπει άμεσα να εξαλειφθούν και όχι απλώς να «νομιμοποιηθούν», όπως παραπλανητικά επιχειρεί η Κυβέρνηση με σειρά αποσπασματικών παρεμβάσεων. Άλλωστε, η ίση μεταχείριση δεν αποτελεί απλό «σύνθημα» ούτε αόριστο «ιδεολόγημα». Οφείλει να διαπνέει και να διατρέχει την νομοθεσία και τη λειτουργία του Κράτους, με απτά και άμεσα αποτελέσματα. Όχι με ημίμετρα και πλάγια βήματα, αλλά με γενναίες και πραγματικά προοδευτικές τομές.
Δημήτρης Μάντζος, Δικηγόρος, Σύμβουλος ΚΟ ΔηΣυ
Τα κείμενα τρίτων προσώπων που φιλοξενούνται στη στήλη «Απόψεις» του Immigration.gr δημοσιεύονται αυτούσια και απηχούν τις προσωπικές απόψεις των συγγραφέων και όχι του ιστολογίου ή του διαχειριστή του.