τελευταια νεα
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Παρατηρήσεις του ΕΣΠ πάνω στο νομοσχέδιο για τη διαδικασία εξέτασης αιτημάτων διεθνούς προστασίας, το οποίο συζητείται σήμερα στη Βουλή

Pinterest LinkedIn Tumblr


Στις 19 Απριλίου 2018, κατατέθηκε στο Ελληνικό Κοινοβούλιο νομοσχέδιο με το οποίο προτείνονται τροποποιήσεις στον ν.4375/2016 σε ό,τι αφορά τη διαδικασία εξέτασης αιτημάτων διεθνούς προστασίας.

Το νομοσχέδιο εισάγει, με μεγάλη καθυστέρηση, ρυθμίσεις που αφορούν την ενσωμάτωση Αναθεωρημένης Οδηγίας περί Υποδοχής (Οδηγία 2013/33/ΕΚ), καθότι η προθεσμία για την ενσωμάτωση των σχετικών διατάξεων έχει ήδη παρέλθει από τον Ιούλιο του 2015. Επιπλέον, εκ νέου εισάγονται τροποποιήσεις του ν. 4375/2016 -για τέταρτη φορά από τη δημοσίευση του- που σχετίζονται με την εφαρμογή της Κοινής δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας και τις συστάσεις για περιορισμό δικαιωμάτων και εγγυήσεων προς χάρη της αποτελεσματικής εφαρμογής της.

Υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι, παρά τις σημαντικές αλλαγές που με αυτό εισάγονται, δεν δόθηκε χρόνος για δημόσια διαβούλευση, το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες εκφράζει μεταξύ άλλων τον έντονο προβληματισμό του για το γεγονός ότι:
  • Στο νομοσχέδιο εισάγεται εκ νέου η δυνατότητα επιβολής μέτρου περιορισμού της κυκλοφορίας των αιτούντων άσυλο χωρίς να προβλέπονται οι αναγκαίες δικαιοκρατικές εγγυήσεις, μεταξύ άλλων επιβολή του μέτρου κατόπιν ατομικής αξιολόγησης, αιτιολογημένης ατομικής διοικητικής πράξης, ελέγχου  αναλογικότητας, πρόβλεψης μέγιστου χρόνου περιορισμού του δικαιώματος, αποτελεσματικού ένδικου μέσου και παροχής δωρεάν νομικής συνδρομής (βλ. άρθρο 7).

  • Ως προς το ζήτημα του γεωγραφικού περιορισμού στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, υπενθυμίζεται επιπλέον ότι με την υπ’ άριθμ. 805/2018 Απόφαση του ΣτΕ, ακυρώθηκε ήδη η προϊσχύουσα από τον Ιούνιο του 2017 Απόφαση της Διευθύντριας της Υπηρεσίας Ασύλου περί «Περιορισμού κυκλοφορίας των αιτούντων διεθνή προστασία», ενώ λίγες μέρες μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης του ΣτΕ, επανεκδόθηκε νέα όμοια κατά το περιεχόμενο των μέτρων Απόφαση του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου (ΦΕΚ 1366Β/20-4-2018), η οποία κατά την εκτίμηση μας, παραγνωρίζει τα κριτήρια της Απόφασης του ΣτΕ. Ιδίως αναφέρεται ότι η νέα αυτή Απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη την υποχρέωση επιμερισμού των αιτούντων άσυλο στο σύνολο της Ελληνικής επικράτειας, τον κίνδυνο έκθεσης σε μεταχείριση αντίθετη στο άρθρο 3 ΕΣΔΑ (απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση) εξαιτίας των συνθηκών υποδοχής που επικρατούν στα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και την υποχρέωση τήρησης της αρχής της αναλογικότητας.

  • Το νομοσχέδιο για ακόμη μια φορά δεν καταργεί ρητά τη δυνατότητα διοικητικής κράτησης προσώπων που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες και ιδίως των ανηλίκων, παρά το γεγονός ότι, όπως έχει επανειλημμένα επισημανθεί, η επιβολή μέτρου κράτησης δεν μπορεί ποτέ να είναι προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να καταργήσουν τη δυνατότητα κράτησης παιδιών για λόγους που σχετίζονται με το καθεστώς παραμονής τους ή των γονιών τους[1] (βλ. Άρθρα 8-10).

  • Δεν προβλέπεται η πρόσβαση στην εργασία των αιτούντων άσυλο, κατά το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της προκαταγραφής του αιτήματος ασύλου και της πλήρους καταγραφής, παρά το γεγονός ότι παρατηρούνται σοβαρές καθυστερήσεις, με ευθύνη της διοίκησης, ως προς την ολοκλήρωση της διαδικασίας πλήρους καταγραφής, με αποτέλεσμα αυτοί να αποκλείονται από την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματός τους στην εργασία (βλ. άρθρο 15).

  • Δεν αντιμετωπίζονται τα ζητήματα αποτελεσματικής προστασίας των ασυνόδευτων ανηλίκων, παρά την επίλυση των ζητημάτων αρμοδιότητας, και ιδίως δεν αναμορφώνεται το αναποτελεσματικό σύστημα Επιτροπείας Ασυνόδευτων Ανηλίκων.

  • Εισάγεται  μη προβλεπόμενος από την Οδηγία Υποδοχής, περιορισμός σε ό,τι αφορά τη διαδικασία πιστοποίησης των θυμάτων βασανιστηρίων, εξαιτίας του οποίου πρόσωπα που έχουν υποστεί  βασανιστήρια ενδέχεται να μην αναγνωριστούν ως  τέτοια και να μην λάβουν τις προβλεπόμενες υπηρεσίες αποκατάστασης κατά παράβαση της εθνικής και διεθνούς νομοθεσίας, [βλ. ενδεικτικά Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά των Βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας (UNCAT), που κυρώθηκε με το ν. 1782/1988 (βλ. άρθρο 23)].

  • Τροποποιείται η διαδικασία επιλογής του Διοικητικού Διευθυντή της Αρχής Προσφυγών,  με αποτέλεσμα να περιορίζονται οι μέχρι σήμερα προβλεπόμενες εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι ο Βοηθός Συνηγόρου του Πολίτη, ο οποίος συμμετείχε σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία στην Επιτροπή Επιλογής, αντικαθίσταται από τον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Μετανάστευσης (βλ. άρθρο 28 παρ.2).

  • Εισάγεται ένα καινοφανές σύστημα ελέγχου του έργου των Δικαστικών Λειτουργών  που είναι μέλη των Επιτροπών Προσφυγών καθότι προβλέπεται η  δυνατότητα αντικατάστασης τους «σε περίπτωση σημαντικών και αδικαιολόγητων καθυστερήσεων», διάταξη η οποία θα πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα της υποχρέωσης σεβασμού της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των Δικαστικών Λειτουργών (βλ. άρθρο 28 παρ. 3).

  • Προβλέπεται η δυνατότητα πλασματικής επίδοσης της δευτεροβάθμιας απόφασης, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην διασφαλίζεται ότι ο προσφεύγων θα λάβει πραγματική γνώση, σε γλώσσα που κατανοεί, όπως ορίζει η κείμενη νομοθεσία, της έκδοσης της δευτεροβάθμιας απόφασης και των συνεπειών αυτής, αλλά παράλληλα να περιορίζεται de facto το δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ,  «για να είναι πραγματική η προσφυγή που απαιτείται από το άρθρο 13 πρέπει να είναι διαθέσιμη από νομικής και πρακτικής άποψης, υπό την έννοια ειδικά ότι η άσκησή της δεν πρέπει να εμποδίζεται αδικαιολόγητα από πράξεις ή παραλείψεις των αρχών» [2] (βλ. άρθρο 28 παρ. 20).

  • Γενικεύεται η συμμετοχή του προσωπικού του EASO στη διαδικασία ασύλου στην Ελλάδα και εισάγεται η δυνατότητα προσωπικό του EASO να διεξάγει την καταγραφή αιτήσεων διεθνούς προστασίας και «κάθε άλλη διοικητική ενέργεια που αφορά τη διεκπεραίωση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας», διάταξη η οποία είναι αντίθετη με τον ίδιο τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 439/2010, σύμφωνα με τον οποίο «Η Υπηρεσία Υποστήριξης δεν διαθέτει καμία εξουσία σε σχέση με τη λήψη αποφάσεων από μέρους των αρχών των κρατών μελών για το άσυλο όσον αφορά τις ατομικές αιτήσεις διεθνούς προστασίας» (βλ. άρθρο 28 παρ.7).

  • Δεν προβλέπεται αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα με την κατάθεση ένδικων μέσων κατά απορριπτικής τελεσίδικης απόφασης επί αιτήματος ασύλου, όπως απαιτείται από την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.[3]    

Κατόπιν τούτων, το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες υπενθυμίζει ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να διασφαλιστεί ότι ο νέος νόμος θα είναι συμβατός με το Διεθνές, Ευρωπαϊκό και πρωτογενές Ενωσιακό Δίκαιο. Οποιαδήποτε παρέκκλιση θα επιφέρει καταστροφικές συνέπειες για τα ανθρώπινα δικαιώματα, έως ότου ακυρωθεί από τα ελληνικά και ευρωπαϊκά δικαστήρια και εκθέσει εκ νέου την Ελλάδα διεθνώς.


[1] UN Committee on the Protection of the Rights of All Migrant Workers and Members of Their Families (CMW), Joint general comment No. 4 (2017) of the Committee on the Protection of the Rights of All Migrant Workers and Members of Their Families and No. 23 (2017) of the Committee on the Rights of the Child on State obligations regarding the human rights of children in the context of international migration in countries of origin, transit, destination and return, 16 November 2017, CMW/C/GC/4-CRC/C/GC/23, http://www.refworld.org/docid/5a12942a2b.html, παρ. 5
[2]ενδεικτικά MSS κατά Βελγίου και Ελλάδας, παρ. 290.
[3] Idem.

Write A Comment