τελευταια νεα
ΑΠΟΨΕΙΣ

Παιδιά μετανάστες που γεννιούνται στη θάλασσα: Μια παλιά και συνάμα σύγχρονη πρόκληση για το δίκαιο ιθαγένειας

Pinterest LinkedIn Tumblr
H μικρή Mercy, λίγο μετά τη γέννησή της στο πλοίο Aquarius, στις 21 Μαρτίου 2017.
Φώτο αρχείου Γιατροί χωρίς Σύνορα
 

Πριν μερικές μέρες έλαβε χώρα ο 63ος Διαγωνισμός τραγουδιού της Γιουροβίζιον. Μεταξύ των φετινών συμμετοχών ξεχώρισε εκείνη της Γαλλίας, με το τραγούδι “Mercy”. Οι δημιουργοί εμπνεύστηκαν το τραγούδι από ένα μικρό κορίτσι, που γεννήθηκε πάνω στο πλοίο Aquarius των SOSMéditerranée και των Γιατρών χωρίς Σύνορα, κατά τη διάρκεια διάσωσης προσφύγων και μεταναστών σε διεθνή ύδατα μεταξύ Ιταλίας και Λιβύης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που γεννιέται ένα παιδί πάνω σε σκάφος στη Μεσόγειο. Υπολογίζεται ότι χιλιάδες εγκυμονούσες γυναίκες έχουν φθάσει στις ιταλικές ακτές τα τελευταία χρόνια, ενώ δεκάδες παιδιά έχουν γεννηθεί πάνω σε σκάφη διάσωσης, μιας και οι μητέρες τους βρίσκονταν ήδη σε προχωρημένη εγκυμοσύνη.
Περιπτώσεις σαν και αυτή της Mercy, επαναφέρουν στο προσκήνιο μία παλιά και συνάμα σύγχρονη πρόκληση για το δίκαιο ιθαγένειας, τον καθορισμό της ιθαγένειας των παιδιών που γεννιούνται στη θάλασσα. Ποια ιθαγένεια αποκτούν τα παιδιά αυτά; Των γονέων τους, του παράκτιου κράτους ή του κράτος της σημαίας του πλοίου;  
Σε επίπεδο διεθνούς δικαίου δύο είναι οι κρίσιμες διεθνείς συμβάσεις που προβλέπουν σχετικά. Η πρώτη είναι η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1961 για τη Μείωση της Ανιθαγένειας (UN Convention on the Reduction of Statelessness) [1].
Η εν λόγω σύμβαση προβλέπει καταρχήν ότι κάθε συμβαλλόμενο Κράτος χορηγεί υπηκοότητα[2] σε κάθε πρόσωπο που γεννιέται στο έδαφός του και που διαφορετικά θα ήταν ανιθαγενές, ενώ περιλαμβάνει ειδική ρύθμιση για την περίπτωση γέννησής σε πλοίο ή αεροπλάνο. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση που το άτομο, το οποίο κατά τη γέννησή του κινδυνεύει να υποπέσει σε καθεστώς ανιθαγένειας, γεννηθεί σε πλοίο ή σε αεροπλάνο, η γέννηση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 3 της Σύμβασης του 1961, θεωρείται ότι έλαβε χώρα στο έδαφος του κράτους της σημαίας του πλοίου ή του κράτους όπου έχει καταχωρηθεί το αεροπλάνο.
Σύμφωνα, δε με τα σχετικά συμπεράσματα ομάδας εμπειρογνωμόνων των Ηνωμένων Εθνών του 2011 (“Dakar Conclusions”) και τις Κατευθυντήριες οδηγίες της ΥΑ ΟΗΕ για τους πρόσφυγες για την Ανιθαγένεια του 2012, στην έννοια του πλοίου κατά την ως άνω διάταξη δεν εμπεριέχονται αποκλειστικά τα πλοία που προορίζονται για μεταφορά στην ανοικτή θάλασσα, ενώ και η επέκταση της έννοιας του εδάφους ενός συμβαλλόμενου κράτους στο πλοίο που φέρει τη σημαία του ή στο αεροπλάνο που είναι καταχωρημένο σε αυτό εφαρμόζεται εξίσου και στα πλοία εντός των χωρικών υδάτων ή του λιμένος ενός άλλου κράτους, καθώς και στα αεροσκάφη εντός του αεροδρομίου άλλου κράτους[3].
Το δεύτερο κρίσιμο σχετικό διεθνές κείμενο είναι η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS – United Nations Convention on the Law of the Sea), που υπεγράφη στο Montego Bay στις 10 Δεκεμβρίου του 1982[4].
Σύμφωνα με το άρθρο 91 αυτής, κάθε κράτος καθορίζει τους όρους για τη χορήγηση της εθνικότητάς του σε πλοία, για την νηολόγηση πλοίων στην επικράτειά του και για το δικαίωμα να φέρουν τη σημαία του. Τα πλοία έχουν την εθνικότητα του κράτους τη σημαία του οποίου δικαιούνται να φέρουν. Πρέπει να υπάρχει πραγματικός δεσμός ανάμεσα στο κράτος και στο πλοίο. Περαιτέρω κατά το άρθρο 94 της ιδίας σύμβασης, κάθε κράτος θα ασκεί αποτελεσματικά τη δικαιοδοσία και τον έλεγχό του σε διοικητικά, τεχνικά και κοινωνικά θέματα πάνω στα πλοία που φέρουν τη σημαία του.
Το γεγονός, ωστόσο, ότι το κράτος της σημαίας ασκεί, σύμφωνα με το δίκαιο της θάλασσας, δικαιοδοσία στα εν λόγω πλοία δεν σημαίνει άνευ ετέρου ότι αυτά εξομοιώνονται με έδαφος της συγκεκριμένης χώρας. Η παλαιότερη θεωρία του δημοσίου διεθνούς δικαίου ότι το πλοίο ξένης σημαίας είναι ξένο έδαφος και άρα ο επιβαίνων σε αυτό, ακόμη και εάν το πλοίο βρίσκεται εντός των χωρικών υδάτων και της αιγιαλίτιδας ζώνης του παράκτιου Κράτους, δεν βρίσκεται επί του εδάφους αυτού του Κράτους (θεωρία της εξωεδαφικότητας), έχει εγκαταλειφθεί ήδη από τις αρχές του αιώνα διότι οδηγούσε σε απαράδεκτες νομικές συνέπειες[5]. Επομένως, πρόσωπα πχ που γεννήθηκαν σε ελληνικά μεν πλοία ή αεροσκάφη πλην όμως η γέννηση τους έλαβε χώρα όταν αυτά βρίσκονταν σε ξένο λιμάνι ή αερολιμένα, δεν θεωρούνται ότι γεννήθηκαν επί ελληνικού εδάφους.
Από την άλλη μεριά, παιδιά που γεννιούνται σε διεθνή ύδατα αποκτούν καταρχήν την ιθαγένεια του κράτους της σημαίας, εφόσον βέβαια το δίκαιο της χώρας αυτής αναγνωρίζει την αρχή του ius soli, την αρχή δλδ ότι κάποιος αποκτά δια της γεννήσεως στο έδαφός του την ιθαγένεια της εν λόγω χώρας Ομοίως, αποκτά την ιθαγένεια βάσει του δικαίου του εδάφους και το παιδί που γεννιέται στα χωρικά ύδατα της χώρας, εφόσον και πάλι το κράτος αυτό εφαρμόζει το δίκαιο του εδάφους. Και στις δύο περιπτώσεις, το παιδί μπορεί επίσης να «κληρονομεί» παράλληλα και την ιθαγένεια των γονιών του, ειδικά στην περίπτωση χωρών που αναγνωρίζουν το δικαίωμα του αίματος (jus sanguinis)[6]
Ωστόσο, η αρχή του δικαίου του εδάφους στην απόλυτη μορφή της, δεν εφαρμόζεται σήμερα από καμία ευρωπαϊκή χώρα[7], σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, όπου αποτελεί το κυρίαρχο σύστημα απόδοσης της αμερικανικής ιθαγένειας. Όλα τα κράτη στην Ευρώπη, σήμερα παρέχουν την ιθαγένεια τους κυρίως επί τη βάσει της αρχής του δικαίου του αίματος (jus sanguinis), και επικουρικά μέσω περιορισμένης εφαρμογής του δικαίου του εδάφους για τα παιδία «νομίμων» μεταναστών ή για την μείωση περιπτώσεων ανιθαγένειας.
Έτσι, σύμφωνα, με τον Ιταλικό νόμο περί ιθαγένειας[8] αποκτά την ιταλική ιθαγένεια από τη γέννηση του, πέρα από το τέκνο Ιταλού ή Ιταλίδας, και όποιος γεννιέται σε ιταλικό έδαφος, εφόσον και οι δύο γονείς του είναι άγνωστοι ή ανιθαγενείς, καθώς και εκείνος που δεν αποκτά την ιθαγένεια των γονέων του σύμφωνα με το νόμο του κράτους στο οποίο ανήκουν. Ομοίως αποκτά την ιταλική ιθαγένεια κάθε πρόσωπο άγνωστης ιθαγένειας, που βρίσκεται στην Ιταλία. 
Αντίστοιχα και ο ελληνικός κώδικας ιθαγένειας, προβλέπει καταρχήν ότι το τέκνο Έλληνα ή Ελληνίδας αποκτά από τη γέννηση του την Ελληνική Ιθαγένεια βάσει της αρχής του αίματος (Ius sanguinis), ενώ επικουρικώς υιοθετείται η αρχή του εδάφους (ius soli), προκειμένου να περιορίζεται το φαινόμενο των ατόμων χωρίς ιθαγένεια (απάτριδες) ή για την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας στα παιδιά μεταναστών που διαμένουν νόμιμα στη χώρα. Συγκεκριμένα, αποκτά την ελληνική ιθαγένεια από τη γέννηση του όποιος γεννιέται σε ελληνικό έδαφος[9], εφόσον, μεταξύ άλλων, δεν αποκτά αλλοδαπή ιθαγένεια με τη γέννηση του ούτε μπορεί να αποκτήσει τέτοια με σχετική δήλωση των γονέων του στις οικείες αλλοδαπές αρχές, αν το δίκαιο της ιθαγένειας των γονέων του απαιτεί την υποβολή παρόμοιας δήλωσης[10], ή είναι άγνωστης ιθαγένειας[11], εφόσον η αδυναμία διαπίστωσης της τυχόν αποκτώμενης με τη γέννηση αλλοδαπής ιθαγένειας δεν οφείλεται σε άρνηση συνεργασίας γονέα[12].
Η χώρα μας ωστόσο, σε αντίθεση με την Ιταλία, δεν έχει υπογράψει ούτε κυρώσει τη Σύμβαση για τη Μείωση της Ανιθαγένειας του 1961, κατά την οποία τα κράτη μέλη αυτής παραχωρούν ιθαγένεια σε ανιθαγενή άτομα που δεν θα μπορούσαν να πάρουν καμία άλλη ιθαγένεια και που γεννήθηκαν σε πλοίο ή αεροπλάνο με τη σημαία τους. Ως εκ τούτου, παιδιά που γεννιούνται σε πλοία που φέρουν ελληνική σημαία, και που άλλως θα καθίσταντο ανιθαγενή δεν αποκτούν άνευ ετέρου την ελληνική ιθαγένεια, εκτός αν το πλοίο βρίσκεται εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων ή σε διεθνή ύδατα.
Με βάση, λοιπόν, τα παραπάνω, μπορούμε να διακρίνουμε τις εξής δύο πιθανές περιπτώσεις:
Παιδί γεννιέται στα χωρικά ύδατα της Ιταλίας ή της Ελλάδας

Στην περίπτωση αυτή το παιδί θεωρείται ότι έχει γεννηθεί σε ιταλικό ή ελληνικό έδαφος αντίστοιχα. Εφόσον το παιδί αυτό δεν μπορεί να αποκτήσει για λόγους που ανάγονται στο εσωτερικό δίκαιο της εν λόγω χώρας την ιθαγένεια των γονιών του τότε, αποκτά –και μάλιστα από το χρόνο της γέννησης του- την ιταλική ή την ελληνική ιθαγένεια αντίστοιχα. Αντιθέτως, αν μπορεί να αποκτήσει κατά νόμο την ιθαγένεια των γονιών του, τότε δεν αποκτά την ιταλική ή ελληνική ιθαγένεια.
Δεν αποκλείεται, βέβαια, ένα παιδί να γεννηθεί εντός ελληνικών ή ιταλικών χωρικών υδάτων, πάνω σε σκάφος υπό σημαία κράτους που έχει κυρώσει τη Σύμβαση του 1961 για τη μείωση της ιθαγένειας. Στην περίπτωση αυτή γεννάται το ζήτημα ποια ιθαγένεια αποκτά το παιδί αυτό (πάντα υπό τον όρο ότι δεν μπορεί να αποκτήσει την ιθαγένεια των γονιών του). Την ιθαγένεια του παράκτιου κράτους, εντός των χωρικών υδάτων του οποίου γεννήθηκε ή την ιθαγένεια του κράτους της σημαίας, με βάση το άρθρο 3 της Σύμβασης του 1961; Και οι δύο διατάξεις προϋποθέτουν το παιδί να μην μπορεί να αποκτήσει αλλοδαπή ιθαγένεια. Μπορεί, επομένως στην περίπτωση αυτή το παράκτιο κράτος να αρνηθεί να χορηγήσει την ιθαγένειά του με το σκεπτικό ότι το παιδί θα μπορούσε να πάρει την ιθαγένεια του κράτους της σημαίας του πλοίου; Και αντίστροφα, μπορεί το κράτος της σημαίας του πλοίου να αρνηθεί να χορηγήσει την ιθαγένειά του με το σκεπτικό ότι το παιδί μπορεί να αποκτήσει την ιθαγένεια του παράκτιου κράτους; Μια αυστηρή εφαρμογή της εν λόγω προσέγγισης μπορεί να καταστήσει το παιδί τελικά ανιθαγενές. Στο βαθμό που ο καθορισμός της ιθαγένειας, ανήκει καταρχήν στην αποκλειστική αρμοδιότητα κάθε κράτους, ενώ η σύμβαση έρχεται σε δεύτερο επίπεδο να καλύψει περιπτώσεις και κενά που μπορούν να οδηγήσουν σε ανιθαγένεια, θα πρέπει να αναγνωριστεί η προτεραιότητα στην εθνική νομοθεσία του παράκτιου κράτους για την απόδοση ιθαγένειας στο παιδί που γεννάται στα χωρικά του ύδατα. Με άλλα λόγια, το παιδί αποκτά καταρχήν την ιθαγένεια του παράκτιου κράτους, και μόνο εφόσον αυτό δεν καταστεί εφικτό την ιθαγένεια του κράτους της σημαίας, με βάση το άρθρο 3 της σύμβασης του 1961. 
Παιδί γεννιέται στα διεθνή ύδατα

Στην περίπτωση αυτή το παιδί θεωρείται ότι έχει γεννηθεί στο έδαφος του κράτους της σημαίας του πλοίου. Αν το κράτος της σημαίας αναγνωρίζει την αρχή του δικαίου του εδάφους, τότε το παιδί μπορεί να αποκτήσει την ιθαγένεια αυτή, εφόσον πληρούνται οι εκάστοτε ρυθμίσεις της νομοθεσίας του κράτους αυτού. Αν μάλιστα το κράτος της σημαίας έχει υπογράψει και κυρώσει τη Σύμβαση του 1961 για τη μείωση της ανιθαγένειας (η Ιταλία ναι, η Ελλάδα όχι), τότε το παιδί αυτό θα αποκτά την ιθαγένεια του κράτους αυτού, υπό τον όρο βέβαια ότι άλλως θα καθίσταται ανιθαγενές. Σε αντίθετη περίπτωση, θα αποκτά την ιθαγένεια των γονιών του. 
Την ιθαγένεια των γονέων του θα αποκτά, τέλος, και το παιδί εκείνο που γεννιέται στην ανοιχτή θάλασσα πάνω σε πλωτό μέσο που δεν φέρει την σημαία κανενός κράτους. Δεν αποκλείεται, όμως το πρόσωπο αυτό να μην μπορεί να αποκτήσει την ιθαγένεια των γονέων του σύμφωνα με το νόμο του κράτους στο οποίο ανήκουν. Στην τελευταία αυτή περίπτωση το πρόσωπο αυτό θα καταστεί τελικά ανιθαγενές, καθόσον αφενός δεν μπορεί να αποκτήσει την ιθαγένεια των γονιών του αφετέρου το πλωτό σκάφος στο οποίο γεννήθηκε δεν διαθέτει «σημαία» και επομένως δεν συνδέεται νομικά με κάποιο κράτος. Παράλληλα, στο βαθμό που έχει γεννηθεί εκτός της ιταλικής ή ελληνικής επικράτειας και δεν είναι «έκθετο» δεν μπορεί να αποκτήσει την ιταλική ή ελληνική ιθαγένεια[13].
————
Από τη σύντομη αυτή ανάλυση προκύπτει πόσο δύσκολο είναι συχνά να καθοριστεί στην πράξη η ιθαγένεια των μωρών που γεννιούνται στη θάλασσα. Όσον αφορά ειδικά στη Μεσόγειο, τόσο η Ελλάδα όσο και η Ιταλία -τα συχνότερα δλδ σημεία αφίξεων μέσω θαλάσσης για μετανάστες και πρόσφυγες- δεν αποδίδουν άνευ ετέρου την ιθαγένεια στα παιδιά αυτά, εφόσον μπορούν καταρχήν να αποκτήσουν την ιθαγένεια των γονιών τους. Στην πράξη, όμως, συχνά για τα παιδιά αυτά η απόκτηση ιθαγένειας είναι πρακτικά ανέφικτη, καθόσον αδυνατούν να την καθορίσουν ή να την αποδείξουν και για το λόγο αυτό στερούνται de facto της κρατικής προστασίας (de facto ανιθαγενείς)[14]. Και ναι μεν, η χορήγηση διεθνούς προστασίας (ασύλου ή επικουρικής προστασίας) μπορεί να αμβλύνει τις δυσμενείς συνέπειες της de facto ανιθαγένειάς, εντούτοις, πρόσβαση σε αυτήν την προστασία έχει μόνο ένα μέρος των παιδιών μεταναστών και προσφύγων. Τα υπόλοιπα συνεχίζουν συχνά να ζουν ως de facto ανιθαγενείς. 
Εξήντα και πλέον χρόνια μετά την υιοθέτηση σχετικών διεθνών συμβάσεων, ο κίνδυνος να βρεθεί ένα άτομο σε κατάσταση ανιθαγένειας παραμένει υπαρκτός. Στη σημερινή εποχή της κινητικότητας, η ανιθαγένεια εμφανίζεται διαρκώς με νέες μορφές, τις οποίες το δημόσιο διεθνές δίκαιο καλείται να αντιμετωπίσει, προκειμένου να ωθήσει τα κράτη να λάβουν τα αναγκαία μέτρα στις εσωτερικές τους νομοθεσίες.
ΥΓ 1: Το κείμενο αναφέρεται στη δυνατότητα κτήσης ιθαγένειας από τη γέννηση και όχι στην κτήση ιθαγένειας του κράτους υποδοχής μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα πχ. λόγω γέννησης και φοίτησης σε ελληνικό σχολείο (πχ άρ. 1Α και 1Β του Κ.Ε.Ι) ή μέσω ευνοϊκότερων όρων για την πολιτογράφηση για τα παιδιά μεταναστών ή ανιθαγενή άτομα. 
  
ΥΓ 2: Για την ιστορία η μητέρα της Mercy ήταν από τη Νιγηρία, το δε πλοίο Aquarius, πάνω στο οποίο γεννήθηκε σε διεθνή ύδατα, έφερε τη σημαία Γιβραλτάρ. Ποια λοιπόν ιθαγένεια απέκτησε το μικρό κοριτσάκι;

[1] Η Σύμβαση αυτή κυρώθηκε μόνο από 71 κράτη επί συνόλου 193 κρατών-μελών του ΟΗΕ βλ. https://tinyurl.com/y9bo3umw Η χώρα μας δεν κυρώσει τη Σύμβαση, σε αντίθεση με τη Δ.Σ. του ίδιου Οργανισμού του 1954 για το νομικό καθεστώς των ανιθαγενών και του συνοδεύοντος αυτήν Παραρτήματος που η Ελλάδα την κύρωσε (ν. 139/1975) και η οποία προσπαθεί να υποκαταστήσει, τρόπον τινά, την έλλειψη προστασίας που ένα κράτος παρέχει στους υπηκόους του, προσπαθώντας να ρυθμίσει κυρίως το ζήτημα της νομικής τους κατάστασης, και παράλληλα και αυτό της προσωπικής τους κατάστασης, ορίζοντας για το τελευταίο ζήτημα ότι η προσωπική κατάσταση των ανιθαγενών θα διέπεται από το δίκαιο της χώρας της κατοικίας τους ή εν ελλείψει κατοικίας από το δίκαιο της χώρας της διαμονής τους (άρθρο 12§1). Άλλες Διεθνείς Συμβάσεις του ΟΗΕ που αφορούν στους ανιθαγενείς είναι η διεθνής σύμβαση του 1979 για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών (Ν 1342/1983), η διεθνής σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού (Ν 2101/1992), το άρθρο 7 παρ. 1 της οποίας ορίζει ότι το παιδί εγγράφεται στο ληξιαρχείο αμέσως μετά τη γέννηση του και έχει από εκείνη τη στιγμή το δικαίωμα ονόματος, το δικαίωμα να αποκτήσει ιθαγένεια και, στο μέτρο του δυνατού, το δικαίωμα να γνωρίζει τους γονείς του και να ανατραφεί από αυτούς, καθώς και το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (Ν 2462/1997), το άρθρο 24 παρ. 2 του οποίου ορίζει ότι κάθε παιδί πρέπει να εγγράφεται αμέσως μετά τη γέννηση του στο ληξιαρχείο και να αποκτά όνομα, ενώ η παρ. 3 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι κάθε παιδί έχει δικαίωμα να αποκτά ιθαγένεια. Επίσης, στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν υιοθετηθεί δύο ιδιαίτερης σημασίας συμβάσεις, οι οποίες και ορίζουν ένα γενικό πλαίσιο κανόνων για την επίλυση ιδίως των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν μετά το 1989 λόγω της διάλυσης και της διαδοχής των κρατών του πρώην «Ανατολικού Μπλοκ». Πρόκειται για την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ιθαγένειας του 1997 (βλ. επ’ αυτής Σπ. Βρέλλη, Οι γενικές αρχές της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την ιθαγένεια του 1997, Αρμ 1999, 1314 επ.) και για τη Σύμβαση του 2006 για την Αποφυγή της Ανιθαγένειας στις περιπτώσεις της Διαδοχής Κρατών. Και οι δύο συμβάσεις αυτές περιλαμβάνουν γενικές αρχές, κανόνες και διαδικασίες υψίστης σημασίας για την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος στην ιθαγένεια στην Ευρώπη. Οι βασικότερες διατάξεις αυτών αφορούν στη γενική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων στο νόμο και στην πρακτική, στην υποχρέωση των κρατών να εγγυώνται ειδική προστασία στα παιδιά που γεννιούνται στην επικράτειά τους και δεν αποκτούν με τη γέννηση κάποια ιθαγένεια, στις ειδικότερες προϋποθέσεις απώλειας της ιθαγένειας βάσει διατάξεων νόμου, στην υποχρέωση των κρατών να αιτιολογούν εγγράφως τις αποφάσεις που εκδίδουν στις υποθέσεις της ιθαγένειας.
[2] Οι έννοιες ιθαγένεια και υπηκοότητα έχουν καταρχήν ταυτόσημο περιεχόμενο. Οι διαφορές μεταξύ των δύο όρων εντοπίζονται καταρχάς σε επίπεδο κοινωνιολογικό. Η υπηκοότητα έχει μοναρχική προέλευση και υποδηλώνει αυτόν που υπακούει και εξουσιάζεται. Πρόκειται δηλ. για ενωτικό δεσμό που λειτουργεί κάθετα. Αντιθέτως, η ιθαγένεια εκφράζει την οριζόντια ενωτική σχέση μεταξύ ενός πολίτη και του κράτους. Από άποψη δημοσίου δικαίου ο όρος υπηκοότητα χρησιμοποιείται συχνά για να εκφράσει την «ενεργό ιθαγένεια» ενός πολυϊθαγενούς προσώπου, την ιθαγένεια δλδ εκείνη προς την πολιτεία της οποίας το περί ού ο λόγος άτομο συνδέεται στενότερα και στην οποία είναι τακτοποιημένο διοικητικά βλ. αντί άλλων Ζ. Παπασιώπη- Πασιά, Δίκαιο ιθαγένειας, 2004, σελ. 9-10.
[3] UNHCR, Interpreting the 1961 Statelessness Convention and Preventing Statelessness among Children: (“Dakar Conclusions”), September 2011, διαθέσιμο στοhttp://www.unhcr.org/refworld/docid/4e8423a72.htmlσελ. 12. Βλομοίως και UNHCR, Guidelines on Statelessness No. 4: Ensuring Every Child’s Right to Acquire a Nationality through Articles 1-4 of the 1961 Convention on the Reduction of Statelessness, 21 December 2012, HCR/GS/12/04, διαθέσιμο στο:  http://www.refworld.org/docid/50d460c72.htmlσελ. 13.   
[4]  Κυρώθηκε από τη χώρα μας με το ν. 2321/1995 ΦΕΚ Α΄136/23.06.1995
[5] Βλ. αντί άλλων Εμμ Ρούκουνας, Διεθνές Δίκαιο II, 2006, σελ. 26, Ζ. Παπασιώπη-Πασιά, Δίκαιο Ιθαγένειας, 2004, σελ. 76.
[6] Υπό τον αυτονόητο όρο ότι η πολυϊθαγένεια, η κατοχή διπλής ή πολλαπλής ιθαγένειας επιτρέπεται από τα επιμέρους δίκαια ιθαγένειας των χωρών αυτών.
[7] Μετά και την σχετική τροποποίηση του Συντάγματος της Ιρλανδίας που ίσχυσε το 2004.
[8] Βλ. άρ. 1 παρ. 1 και 2 L. 5 febbraio 1992, n. 91 (1), όπως ισχύει βλ σε https://bit.ly/2kaGIIJ (στα αγγλικά).
[9] Όσον αφορά το ζήτημα του καθορισμού του ελληνικού εδάφους εντός του οποίου θα πρέπει να έχει γεννηθεί το άτομο για να του προσδοθεί η ελληνική ιθαγένεια, αυτό ορίζεται από τους σχετικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου και τους σχετικούς ελληνικούς νόμους. Ως έδαφος της επικράτειας νοείται ο συγκεκριμένος χώρος στον οποίο η Ελλάδα ασκεί εθνική κυριαρχία, συμπεριλαμβανομένου του υπεδάφους και του υπερκείμενου εναέριου χώρου. Στην έννοια του εδάφους συμπεριλαμβάνεται και η αιγιαλίτιδα ζώνη, όπως ρητά ορίζεται και στο άρθρο 22 του Α.Ν. 2597/1940, και η οποία με το άρθρο μόνο του Α.Ν. 230/1936 και 139 του Ν.Δ. 187/1973 καθορίζεται σε έξι (6) ναυτικά μίλια από την ακτή. Για τις ανάγκες όμως της αεροπλοΐας η έκταση αυτής, όπως ορίζεται στο ΠΔ 6/18 Σεπτεμβρίου 1931, ανέρχεται σε δέκα ναυτικά μίλια. Αντιθέτως, δεν αποτελούν έδαφος του κράτους οι περιοχές όπου το κράτος ασκεί ειδικές λειτουργικές αρμοδιότητες που είτε καλούνται «κυριαρχικά δικαιώματα» όπως πχ η υφαλοκρηπίδα, είτε «έλεγχος και δικαιοδοσία», όπως πχ η Συνορεύουσα ζώνη, η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και οι αλιευτικές ζώνες βλ. Εμμ. Ρούκουνας, Διεθνές Δίκαιο, ΙΙ, 2006, σελ. 26. 
[10] Η περίπτωση αυτή αναφέρεται στις περιπτώσεις που γεννήθηκε μεν το τέκνο από γονείς ορισμένης αλλοδαπής ιθαγένειας πλην όμως, την ιθαγένεια αυτή δεν μπορεί το τέκνο να την αποκτήσει για λόγους που ανάγονται στο εσωτερικό δίκαιο της εν λόγω χώρας, όπως π.χ. επειδή, σύμφωνα με το δίκαιο της ιθαγένειας των γονέων του, γεννήθηκε σε ξένο έδαφος και για το λόγο αυτό δεν αποκτά την ιθαγένεια της πολιτείας της οποίας υπήκοοι είναι οι γονείς του. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή δεν αφορά τα παιδιά τα οποία μπορούν να αποκτήσουν την αλλοδαπή ιθαγένεια των γονέων τους πλην όμως οι γονείς για λόγους άγνοιας, σκοπιμότητας ή και αδιαφορίας παρέλειψαν να απευθυνθούν στις αρμόδιες αρχές των χωρών τους και να υποβάλλουν σχετική αίτηση προσκομίζοντας τα απαραίτητα δικαιολογητικά Βλ. εγκύκλιος 8/28.5.2010 του ΥΠΕΣ. 
[11] Η έννοια της άγνωστης ιθαγένειας (άδηλης, όπως αναφερόταν υπό το προϊσχύον νομικό καθεστώς του Ν.Δ. 3370/1955) καλύπτει τόσο την περίπτωση που οι γονείς του τέκνου είναι και οι δύο ανιθαγενείς, όσο και την περίπτωση του να είναι αυτοί άγνωστοι όπως όταν λ.χ. το τέκνο είναι έκθετο, οπότε η εύρεση του στην Ελλάδα «εξομοιούται προς την εν Ελλάδι γέννηση αυτού» βλ. Π. Βάλληνδας, Δίκαιον Ιθαγένειας κατά τον Κώδικα της Ελληνικής ιθαγένειας του 1955, 1957, σελ. 60.
[12] Άρθρο 1  του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (Ν 3284/2004), όπως αυτό ισχύει μετά και την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του Ν 3838/2010 (ΦΕΚ Α’ 49/24.3.2010). Σύμφωνα με την εγκύκλιο 8/28.5.2010 του Υπουργείου Εσωτερικών «η αδυναμία διαπίστωσης της τυχόν αποκτώμενης με τη γέννηση αλλοδαπής ιθαγένειας δεν θα πρέπει να οφείλεται σε άρνηση συνεργασίας γονέα. Το απλό  δηλ. γεγονός ότι η αρμόδια ελληνική αρχή δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει την ιθαγένεια του γνωστού γονέα επειδή αυτός δεν συνεργάζεται καλόπιστα με αυτήν δεν καθιστά άγνωστη την ιθαγένεια του ιδίου ή του τέκνου του, κατά την έννοια που το απαιτεί εδώ ο νόμος, ώστε να αποκλεισθούν πλήρως φαινόμενα καταχρηστικής άσκησης του εν λόγω δικαιώματος».
[13] Πχ. ο ΚΕΙ προβλέπει την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας de jure soli μόνο από πρόσωπα άγνωστης ιθαγένειας που γεννιούνται σε ελληνικό έδαφος, ενώ αντίστοιχα ο ιταλικός νόμος περί ιθαγένειας προβλέπει την κτήση της ιταλικής ιθαγένειας και για εγκαταλελειμμένα παιδιά που δεν γεννήθηκαν στην χώρα, υπό τον όρο όμως οι γονείς τους παραμένουν άγνωστοι. 
[14] Ο νομικός ορισμός του όρου “ανιθαγενής” που διατυπώνεται στο άρθρο 1 παρ. 1 της Σύμβασης του 1954 για το καθεστώς των Ανιθαγενών περιλαμβάνει τα άτομα, τα οποία στερούνται του νομικού δεσμού της ιθαγένειας με κάποιο Κράτος και χαρακτηρίζονται de jure ανιθαγενείς. Από την έννοια αυτή αποκλείονται εκείνοι, οι οποίοι, παρά το γεγονός ότι διατηρούν το νομικό δεσμό της ιθαγένειας με ορισμένο Κράτος, δεν έχουν αποτελεσματική ιθαγένεια ή αδυνατούν να την καθορίσουν ή να την αποδείξουν και για το λόγο αυτό στερούνται της κρατικής προστασίας de facto (πραγματικά). Βλ. αντί άλλων Ζ. Παπασιώπη- Πασιά, Η αντιμετώπιση των de facto ανιθαγενών σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο, ΕΜΕΔ 2013,123 επ.

Write A Comment