5. Επειδή, η έκδοση, ήτοι η παράδοση υπό Κράτους τινός σε έτερο Κράτος προσώπου ευρισκομένου στο έδαφος του πρώτου και καταζητουμένου από τις αρχές του άλλου Κράτους, προκειμένου να ασκηθεί δίωξη για εγκληματική πράξη ή να εκτιθεί ποινή ή να εφαρμοσθεί μέτρο ασφαλείας, αποβλέπει στη διεθνή συνεργασία των Κρατών επί του ποινικού πεδίου, προκειμένου να καταπολεμηθεί το έγκλημα. Το εκζητούν Κράτος έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την παραβίαση του ποινικού νόμου και έχει στη διάθεσή του ευχερέστερα τα σχετικά αποδεικτικά μέσα προς τον σκοπό της λυσιτελέστερης δίωξης του εγκλήματος, κατ’ εφαρμογή της αρχής aut dedere aut punire.
6. Επειδή, η απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία διατάσσεται η έκδοση αλλοδαπού υπηκόου, δεν συνιστά πράξη αναγόμενη στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, αλλά εκτελεστή πράξη διοικητικής αρχής, κατά την έννοια των άρθρων 95 παρ. 1 περ. α΄ του Συντάγματος και 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) (ΣτΕ 2190/2001 επταμ., 1509/2010, 3185/2010, 3046/2017 επταμ.). Η απόφαση αυτή δεν εξαιρείται του ακυρωτικού ελέγχου, μη χαρακτηριζόμενη ως κυβερνητική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, καθόσον εκδίδεται εντός των ορίων που χαράσσει το άρθρο 5 παρ. 2 εδ. α΄ του Συντάγματος, το οποίο εγγυάται σε όλους, ανεξαιρέτως, τους ευρισκομένους στην Ελλάδα αλλοδαπούς, απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, επιτρέπει δε αποκλίσεις από την απόλυτη αυτή προστασία μόνον σε περιπτώσεις προβλεπόμενες από το διεθνές δίκαιο. Υπό την αντίθετη εκδοχή, θα καθίστατο ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως εκ μέρους του Υπουργού Δικαιοσύνης των διατάξεων των διεθνών συμβάσεων και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, με τις οποίες θεσπίζονται οι εγγυήσεις υπό τις οποίες κρίνεται το αίτημα εκδόσεως που υποβάλλουν αλλοδαπές αρχές (βλ. ΣτΕ 2190/2001 επταμ., 3046/2017 επταμ.). Εξ άλλου, ούτε η απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία καθορίζεται η σειρά προτεραιότητος μεταξύ των κρατών στα οποία θα παραδοθεί ο εκζητούμενος, σε περίπτωση συρροής αιτήσεων εκδόσεως, έχει τον χαρακτήρα κυβερνητικής πράξεως εξαιρουμένης του ακυρωτικού ελέγχου. Τούτο δε διότι η απόφαση αυτή εκδίδεται κατόπιν εκτιμήσεως αντικειμενικών κριτηρίων προβλεπομένων από τις διατάξεις των εφαρμοζομένων διεθνών συμβάσεων και της συμπληρωματικώς εφαρμοζομένης διατάξεως του άρθρου 439 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Conseil d’ État 119789 της 31.1.1992 και 222654 της 15.6.2001, Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Ελβετίας BGE 124II586 της 8.10.1998, BGE 132II81 της 22.12.2005). Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης […]
12. Επειδή, από τις αναφερθείσες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις των άρθρων 436 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προκύπτει ότι η διαδικασία εκδόσεως περιλαμβάνει δύο φάσεις: Κατά την πρώτη φάση, ανατίθεται σε όργανα της δικαστικής εξουσίας (Συμβούλιο Εφετών και, επί εφέσεως, Άρειος Πάγος σε συμβούλιο), με προφανή σκοπό την εξασφάλιση μειζόνων εγγυήσεων, η διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων (θετικών και αρνητικών) υπό τις οποίες επιτρέπεται η έκδοση από τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι οποίες εφαρμόζονται συμπληρωματικώς ως προς το εν λόγω ζήτημα. Και εάν μεν τα δικαστικά όργανα γνωμοδοτήσουν αμετακλήτως κατά της εκδόσεως, η διαδικασία τερματίζεται, ενώ, εάν γνωμοδοτήσουν αμετακλήτως υπέρ της εκδόσεως, κρίνοντας ότι δεν υφίσταται σχετική απαγόρευση και ότι συντρέχουν όλες οι τασσόμενες από τις σχετικές διατάξεις προϋποθέσεις, ακολουθεί η δεύτερη φάση της διαδικασίας, κατά την οποία ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ασκώντας την παρεχομένη επί του ζητήματος αυτού ευρύτατη διακριτική ευχέρεια (ευρεία, κατά την κατωτέρω εκτιθέμενη στη σκέψη 22 ειδικότερη γνώμη), έχει τη δυνατότητα είτε να διατάξει την έκδοση του εκζητουμένου είτε, αντιθέτως, να απορρίψει το αίτημα των αλλοδαπών αρχών (ΣτΕ 2190/2001 επταμ., 1654/2008, 1509/2010, 3185/2010, 3046/2017 επταμ.).
13. Επειδή, όπως έχει παγίως κριθεί, από το άρθρο 95 παρ. 1 του Συντάγματος συνάγεται ότι οι πράξεις ή γνωμοδοτήσεις των δικαστικών οργάνων, ακόμη και όταν αφορούν σε διοικητικής φύσεως αντικείμενα, δεν ελέγχονται στο πλαίσιο της ακυρωτικής διαδικασίας, ούτε αμέσως, αλλά ούτε και εμμέσως, επ’ ευκαιρία δηλαδή της προσβολής πράξεων διοικητικών οργάνων, οι οποίες ερείδονται επ’ αυτών (ΣτΕ 386/1986, 2172/1990, 2423/1992, 3668/1996, 212/2003, 419/2005, 1654/2008). Ειδικώς δε επί αιτήσεως ακυρώσεως κατά αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία διατάσσεται η έκδοση αλλοδαπού υπηκόου απαραδέκτως προβάλλονται λόγοι ακυρώσεως αναγόμενοι σε ζητήματα επί των οποίων έκριναν τα αρμόδια δικαστικά όργανα, κατόπιν γνωμοδοτήσεως των οποίων εκδόθηκε η υπουργική αυτή απόφαση και, γενικότερα, λόγοι ακυρώσεως αναγόμενοι σε ζητήματα, η κρίση επί των οποίων έχει ανατεθεί κατά νόμο στα εν λόγω δικαστικά όργανα, ενώπιον των οποίων ο εκζητούμενος έχει, άλλωστε, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το δικαίωμα να παραστεί και να προβάλει κάθε συναφή με τα ζητήματα αυτά ισχυρισμό. Τούτο δε διότι η εξέταση των ως άνω λόγων ακυρώσεως θα οδηγούσε σε έμμεσο έλεγχο, από το Συμβούλιο της Επικρατείς, της νομιμότητος της αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών και της, επί της σχετικής εφέσεως κατ’ αυτής εκδοθείσης, αποφάσεως του Αρείου Πάγου, με τις οποίες διαπιστώθηκε η συνδρομή των προϋποθέσεων υπό τις οποίες επιτρέπεται η έκδοση κατά τις οικείες διατάξεις και η έλλειψη των αντίστοιχων κωλυμάτων εκδόσεως (ΣτΕ 2190/2001 επταμ. 1654/2008). Αντιθέτως, ερευνώνται μόνον λόγοι ακυρώσεως αναφερόμενοι σε ίδια και αυτοτελή ελαττώματα της αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης με την οποία διατάσσεται η έκδοση αλλοδαπού υπηκόου.
14. Επειδή, το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, που προβλέπει η αναφερθείσα στη σκέψη 7 Απόφαση Πλαίσιο, αποβλέπει στη δημιουργία ενός απλουστευμένου και άμεσου συστήματος παράδοσης, απευθείας μεταξύ των δικαστικών αρχών, των προσώπων που έχουν καταδικαστεί για αξιόποινες πράξεις ή είναι ύποπτα για την τέλεση τέτοιων πράξεων, προς τον σκοπό της εκτέλεσης καταδικαστικών ποινικών αποφάσεων ή άσκησης ποινικής δίωξης. Το σύστημα αυτό αντικαθιστά το παραδοσιακό σύστημα συνεργασίας μεταξύ κυρίαρχων κρατών, το οποίο προϋποθέτει παρέμβαση και αξιολόγηση της πολιτικής εξουσίας για την ανωτέρω παράδοση. Το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, που συνιστά δικαστική απόφαση (άρθρο 4 παρ. 1 της Απόφασης – Πλαίσιο), αποσκοπεί στην εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ποινικών δικαστικών αποφάσεων εντός του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Συμβάλλει στο σκοπό που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να καταστεί ένας χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης βάσει του υψηλού βαθμού εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των κρατών – μελών. Αποτελεί την πρώτη περίπτωση συγκεκριμένης εφαρμογής, στον τομέα του ποινικού δικαίου, της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης, στην οποία βασίζεται, και η οποία έχει χαρακτηρισθεί ως ακρογωνιαίος λίθος της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και κατ’ εφαρμογή της οποίας τα κράτη μέλη υποχρεούνται, κατ’ αρχήν, να εκτελούν κάθε Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης. Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης εδράζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη των κρατών – μελών ως προς το ότι οι εθνικές έννομες τάξεις τους είναι σε θέση να παρέχουν ισοδύναμη και αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως δε από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαωμάτων της Ε.Ε. (ΔΕΕ στις υποθέσεις C-396/2011, Radu, C-399/2011 Melloni, C-404/2015 Aranxosi, C-659/2015 Căldăraru, C-477/2016 R. Kovalkovas, C-508/2018 OG, C-82/2019 PPU), Περαιτέρω, λαμβανομένου υπ’ όψιν του κεντρικού χαρακτήρα του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης στο θεσπισθέν με την προαναφερθείσα Απόφαση – Πλαίσιο σύστημα, ο κανόνας που τίθεται στο άρθρο 15 παρ. 1 της απόφασης αυτής (άρθρο 19 του ν. 3251/2004), ουδόλως έχει την έννοια ότι, μετά τη πάροδο των τασσομένων στο άρθρο 17 της ίδιας απόφασης (άρθρο 21 του ν. 3251/2004) προθεσμιών, η δικαστική αρχή εκτελέσεως του κράτους – μέλους δεν δύναται πλέον να εκδώσει την απόφαση για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή ότι το κράτος – μέλος δεν υποχρεούται πλέον να συνεχίσει τη διαδικασία εκτέλεσης του εν λόγω εντάλματος (ΔΕΕ στην υπόθεση C-237/2015 PUU).
19. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, όπως συμπληρώθηκε με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ειδικώς αιτιολογημένη, καθόσον δεν εξέτασε το ζήτημα του κινδύνου που διατρέχει ο αιτών σε περίπτωση εκδόσεώς του στις ΗΠΑ, με δεδομένη τη συνταγματική απαγόρευση εκδόσεως προσώπου για τη δράση του υπέρ της ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος). […]
20. Επειδή, ο ανωτέρω λόγος, τόσο κατά το σκέλος αυτού περί υπάρξεως κινδύνου που διατρέχει ο αιτών σε περίπτωση εκδόσεώς του στις ΗΠΑ, όσο και κατά το σκέλος αυτού περί παραβιάσεως της διατάξεως του άρθρου 5 παρ. 2 εδ. β΄ του Συντάγματος, στην οποία ορίζεται ότι “Απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού που διώκεται για τη δράση του υπέρ της ελευθερίας”, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Τούτο δε διότι αφορά ζήτημα η κρίση επί του οποίου ανήκει, κατά το νόμο, στα όργανα της ποινικής δικαιοσύνης που γνωμοδοτούν επί της αιτήσεως εκδόσεως. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι ο ανωτέρω λόγος προβάλλεται αβασίμως, καθόσον ως δράση υπέρ της ελευθερίας, για την οποία απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού, νοείται η δραστηριότητα του διωκομένου για την πραγματοποίηση της αυτοδιάθεσης των λαών, όπως την αποδέχεται ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, που κυρώθηκε με τον ΑΝ 585/1945 (ΑΠ 1741/1984, 820/1989), ή η δραστηριότητα που συνδέεται με την κατάλυση πολιτικής εξουσίας που δεν έχει δημοκρατική νομιμοποίηση και, πάντως, ως δράση υπέρ της ελευθερίας, δεν νοείται η οιασδήποτε μορφής επιχειρηματική δραστηριότητα, προς επίτευξη οικονομικών σκοπών. Κατά την ειδικότερη γνώμη των Συμβούλων […] ο ανωτέρω λόγος πρέπει να απορριφθεί και κατά τα δύο σκέλη του μόνον ως απαράδεκτος. Κατά την ειδικότερη γνώμη των Συμβούλων […] ο προβαλλόμενος λόγος είναι απαράδεκτος διότι, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν ο Υπουργός Δικαιοσύνης επιτρέπεται ή όχι να εξετάσει ζητήματα, όπως τα ανωτέρω, τα οποία δεν εξέτασαν τα όργανα της ποινικής δικαιοσύνης, πάντως στην προκειμένη περίπτωση οι σχετικοί ισχυρισμοί δεν προκύπτει ότι ετέθησαν προσηκόντως υπ’ όψη του Υπουργού.
21. Επειδή, περαιτέρω, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, είχε ήδη λήξει η διοικητική διαδικασία εξετάσεως του υποβληθέντος από τον αιτούντα αιτήματος χορηγήσεως του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, με την έκδοση της υπ’ αριθ. […] απορριπτικής επί του εν λόγω αιτήματος αποφάσεως της 7ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής, η δε αίτηση ακυρώσεως που άσκησε ο αιτών κατά της αποφάσεως αυτής απερρίφθη με την υπ’ αριθ. […] απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης (η οποία δημοσιεύθηκε στις 16.12.2019), ως ανομιμοποίητη. Με τα δεδομένα αυτά, είχε καταστεί τελεσίδικη η απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας που είχε υποβάλει ο αιτών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 46 παρ. 5 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 “σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας” (ΕΕL 180) και στο άρθρο 37 παρ. 2 του ν. 4375/2016 (Α΄ 51), με τον οποίο ο νομοθέτης προσαρμόσθηκε στις απαιτήσεις της ανωτέρω οδηγίας. Τέλος, με το από 15.11.2019 έγγραφο της Υπηρεσίας Ασύλου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη απερρίφθη το από 11.9.2019 δεύτερο αίτημα χορηγήσεως διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτών, με την αιτιολογία ότι υπεβλήθη καθ’ ον χρόνον εκκρεμούσε η εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως, που είχε ασκήσει αυτός κατά της ανωτέρω υπ’ αριθ. […] αποφάσεως της 7ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής και, συνεπώς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 34 στοιχ. κ΄, 59 παρ. 2 και 64 του ανωτέρω ν. 4375/2016, δεν ηδύνατο να εξεταστεί.
22. Επειδή, όπως προκύπτει από τις αναφερθείσες στις σκέψεις 7-11 διατάξεις α) των εφαρμοστέων εν προκειμένω διεθνών συμβάσεων που έχει συνάψει η Ελλάδα με τις Η.Π.Α. και τη Ρωσική Ομοσπονδία, β) της υπ’ αριθ. 2002/584/ΔΕΥ Απόφασης-Πλαίσιο του Συμβουλίου της 13.6.2002 και του ν. 3251/2004 για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης και γ) του άρθρου 439 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σε περίπτωση συρροής αιτήσεων εκδόσεως υποβαλλομένων από τρίτη χώρα (εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης) και συρροής των αιτήσεων αυτών με ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για πρόσωπο διωκόμενο στα εκζητούντα Κράτη για διαφορετικά εγκλήματα, μετά την έκδοση αμετακλήτων υπέρ της εκδόσεως (ή της παραδόσεως σύμφωνα με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης) του εν λόγω προσώπου, γνωμοδοτήσεων των αρμόδιων δικαστικών οργάνων της ποινικής δικαιοσύνης (τα οποία ερεύνησαν τη συνδρομή όλων των θετικών και αρνητικών προϋποθέσεων για την έκδοση ή την παράδοση του ανωτέρω προσώπου), ο Υπουργός Δικαιοσύνης, εφόσον αποφασίσει τελικώς την έκδοση (ή την παράδοση) του εκζητουμένου, καθορίζει, κατ’ ευρύτατη διακριτική ευχέρεια, τη σειρά προτεραιότητος μεταξύ των Κρατών στα οποία θα εκδοθεί (ή θα παραδοθεί) αυτός. Η αρμοδιότητα αυτή του Υπουργού Δικαιοσύνης ασκείται μετά τη συνεκτίμηση των προβλεπομένων στα προαναφερθέντα νομοθετήματα κριτηρίων, καθώς και των περιστάσεων της υποθέσεως.
23. Επειδή, περαιτέρω, τα κριτήρια αυτά δεν είναι ούτε αποκλειστικά ούτε κατατάσσονται ιεραρχικώς, έκαστο δε εξ αυτών, αναλόγως των περιστάσεων και των παραμέτρων της συγκεκριμένης υποθέσεως, δύναται να αποβεί αποφασιστικό για τον καθορισμό της, κατά τα ανωτέρω, προτεραιτότητος. Εν τούτοις, η διατύπωση ρητής δεσμεύσεως εκ μέρους ενός εκ των εκζητούντων Κρατών ότι, σε περίπτωση εκδόσεως σε αυτό του εκζητουμένου υπηκόου του, δεν θα τον εκδώσει μεταγενεστέρως στα λοιπά εκζητούντα αυτόν Κράτη, όπου διώκεται για τη διάπραξη ετέρων εγκλημάτων, έρχεται σε αντίθεση με τη φύση του θεσμού της εκδόσεως, που είναι η διεθνής δικαστική συνδρομή στις ποινικές υποθέσεις, προκειμένου να προωθηθεί η δίκαιη και βέλτιστη ποινική καταστολή. Συνεπώς, το ανωτέρω κριτήριο, ήτοι η ανάληψη ή μη υποχρεώσεως εκ μέρους ενός από τα εκζητούντα Κράτη να επανεκδώσει τον εκζητούμενο για τα υπόλοιπα εγκλήματα, είναι ικανό να ασκήσει, αυτό και μόνο, αποφασιστική επιρροή στην, εν λόγω αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης. Οι Σύμβουλοι […] διατύπωσαν την γνώμη, στην οποία προσχώρησαν οι Πάρεδροι […] ότι Κατά την έννοια των εφαρμοστέων διατάξεων, επί αιτήματος εκδόσεως ή επί συγκρούσεως σχετικών αιτημάτων, αποφαίνεται αιτιολογημένως ο Υπουργός Δικαιοσύνης, της αιτιολογίας δυναμένης να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, βάσει των νομίμων κριτηρίων, ως προς την επιλογή και την εκτίμηση των οποίων ο Υπουργός διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια. […]
25. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μη νόμιμη, διότι όχι μόνο δεν προτιμήθηκε ένα μόνον από τα υποβληθέντα αιτήματα εκδόσεως, αλλά τα εν λόγω αιτήματα εσωρεύθησαν αναιτιολογήτως. Ο λόγος αυτός προβάλλεται μεν παραδεκτώς, διότι αφορά σε αυτοτελή πλημμέλεια της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι, όμως, απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο δε διότι, κατά το θεσπιζόμενο από τα προαναφερθέντα νομοθετήματα σύστημα, ο Υπουργός Δικαιοσύνης, κατά την άσκηση της παρεχομένης σε αυτόν ευρύτατης διακριτικής ευχέρειας, είχε μεν τη δυνατότητα να επιλέξει ένα μόνο Κράτος στο οποίο θα εκδοθεί (ή θα παραδοθεί) ο εκζητούμενος αιτών, εξ ουδεμιάς, όμως, διατάξεως εκωλύετο, εν όψει των θετικών γνωμοδοτήσεων των αρμοδίων δικαστικών οργάνων της ποινικής δικαιοσύνης, και κατά συνεκτίμηση του γεγονότος ότι τα αποδιδόμενα στον αιτούντα αδικήματα παρίστανται διαφορετικά και κατά την περιγραφή τους και κατά την αντικειμενική τους υπόσταση, να διατάξει την έκδοση (ή την παράδοση) του αιτούντος στις δικαστικές αρχές και των τριών, εν προκειμένω, εκζητούντων Κρατών, καθορίζοντας τη σειρά προτεραιότητος μεταξύ αυτών, μετά από τη συνεκτίμηση των προβλεπομένων κριτηρίων και των περιστάσεων της υποθέσεως. Κατά την ειδικότερη γνώμη των Συμβούλων […] κατά τις ειδικές διατάξεις της Σύμβασης Εκδόσεως Ελλάδας -ΕΣΣΔ (άρθρο 48) και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης (άρθρο 17), δεν γίνεται διάκριση αναλόγως του εάν η έκδοση ζητείται για τις ίδιες ή για διαφορετικές πράξεις. Εξ άλλου, ο Υπουργός Δικαιοσύνης, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση με το προαναφερθέν περιεχόμενο, εξέτασε, όπως άλλωστε είχε τη δυνατότητα, και το ενδεχόμενο να απορρίψει τα αιτήματα των δικαστικών αρχών της Γαλλίας, των ΗΠΑ και της Ρωσικής Ομοσπονδίας περί εκδόσεως (ή παραδόσεως) του αιτούντος. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μη νόμιμη, διότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν άσκησε την παρεχομένη σε αυτόν ευχέρεια να απορρίψει τα προαναφερθέντα αιτήματα, ανεξαρτήτως του ότι προβάλλεται απαραδέκτως με το υπόμνημα που κατετέθη μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως, εντός της παρασχεθείσης από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου προθεσμίας, είναι, εν πάση περιπτώσει, απορριπτέος ως αβάσιμος.
26. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ακυρωτέα, διότι σε αυτήν ουδεμία αιτιολογία διαλαμβάνεται σχετικά με τους λόγους για τους οποίους προεκρίθησαν ως χώρες εκδόσεως του αιτούντος η Γαλλία και οι ΗΠΑ, στις οποίες ουδέποτε έχει μεταβεί και με τις οποίες ουδείς βιοτικός δεσμός τον συνδέει, αντί της Ρωσίας (στην οποία συναινεί να εκδοθεί), η οποία είναι η χώρα καταγωγής και υπηκοότητός του, γνωρίζει το νομοθετικό της πλαίσιο και έχει τη δυνατότητα να εκπροσωπηθεί από συνήγορο της επιλογής του, με τον οποίο θα μπορεί να επικοινωνεί στη μητρική γλώσσα του. Ο λόγος αυτός, αναφερόμενος στον καθορισμό της σειράς προτεραιότητος των Κρατών στα οποία θα εκδοθεί (ή θα παραδοθεί) ο αιτών, προβάλλεται παραδεκτώς.
27. Επειδή, η κατά προτεραιότητα ικανοποίηση των δύο αιτήσεων εκδόσεως του αιτούντος, που υπεβλήθησαν από τις δικαστικές αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας, θα εματαίωνε, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στις σκέψεις 15 και 23, την επανέκδοση του ήδη εκζητουμένου στις δικαστικές αρχές της Γαλλίας και των ΗΠΑ, προκειμένου να δικασθεί για τα εκεί αποδιδόμενα σε αυτόν αδικήματα, καθόσον, όπως ρητώς ανεφέρετο στις ανωτέρω αιτήσεις, ο αιτών, ως Ρώσος υπήκοος, δεν θα εξεδίδετο μεταγενεστέρως σε κάποιο άλλο Κράτος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 2 του Συντάγματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Τούτο όμως θα προσέκρουε στον σκοπό στον οποίο αποβλέπει ο θεσμός της εκδόσεως (ή της παραδόσεως βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης), που συνίσταται στη διεθνή συνεργασία στο πεδίο του ποινικού δικαίου, προκειμένου να επιτευχθεί η βέλτιστη καταστολή του εγκλήματος. Συνεπώς, το κριτήριο της μη επανεκδόσεως σε άλλο Κράτος έχει όχι μόνο αποφασιστική σημασία για την κατάταξη της Ρωσικής Ομοσπονδίας ως τρίτης (και τελευταίας) χώρας στην οποία θα εκδοθεί ο αιτών, αλλά προσδιορίζει, από μόνο του, την εν λόγω κατάταξη. Με τα δεδομένα αυτά, και λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι ο έλεγχος που ασκεί το Συμβούλιο της Επικρατείας στο ζήτημα του καθορισμού των χωρών στις οποίες κατά προτεραιότητα θα εκδοθεί ο εκζητούμενος είναι περιορισμένος (βλ. Conseil d’ État 222654 της 15.6.2001), η προσβαλλόμενη πράξη παρίσταται, ως προς το κεφάλαιο του ορισμού της Ρωσικής Ομοσπονδίας ως της τελευταίας χώρας στην οποία θα εκδοθεί ο αιτών, νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, εν όψει και της ευρύτατης (ευρείας κατά τη γνώμη που διατυπώθηκε στη σκέψη 22) ευχέρειας που παρέχεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος, κατά την άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητός του, δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που με αυτήν ορίσθηκαν η Γαλλία και οι ΗΠΑ ως πρώτη και δεύτερη χώρα, αντιστοίχως, στις οποίες θα παραδοθεί ο αιτών, μετά τη συνεκτίμηση των ως άνω προβλεπομένων κριτηρίων, παρίσταται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, δεδομένου ότι, άλλωστε, δεν προβάλλονται ειδικότερες αιτιάσεις στρεφόμενες κατά του ορισμού αυτού.
28. Επειδή, στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄256) ορίζεται ότι: “1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. 2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξει επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν εημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων”.
29. Επειδή, με την ανωτέρω διάταξη προστατεύεται το δικαίωμα των μελών της οικογενείας να συμβιώνουν και να απολαμβάνουν ο ένας τη συντροφιά του άλλου, ούτως ώστε να αναπτύσσονται κατά τρόπον αρμονικό οι οικογενειακές σχέσεις (ΕΔΔΑ Marchx v. Belgium της 13.6.1979, Olsson v. Sweden της 24.3.1988).
30. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το δικαίωμα του αιτούντος στην οικογενειακή του ζωή, το οποίο προστατεύεται από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Τούτο δε διότι, σε περίπτωση εκδόσεώς του, αρχικώς μεν στη Γαλλία, εν συνεχεία δε στις ΗΠΑ, δεν υπάρχει περίπτωση να επιστρέψει στην χώρα του (Ρωσία) και να επανενωθεί με την οικογένειά του. Ειδικότερα, όπως ισχυρίζεται ο αιτών και προκύπτει από τις προσκομιζόμενες βεβαιώσεις, έχει δύο ανήλικα τέκνα (ηλικίας 5 και 8 ετών), τα οποία δεν έχει συναντήσει από την ημέρα της συλλήψεώς του, η δε σύζυγός του έχει διαγνωσθεί με καρκίνο στον εγκέφαλο, υποβαλλόμενη, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες ιατρικές βεβαιώσεις και γνωματεύσεις, σε επεμβάσεις, χημειοθεραπείες και επιθετική αγωγή σε νοσοκομείο της Γερμανίας. Ο λόγος αυτός προβάλλεται παραδεκτώς, καθόσον αναφέρεται σε αυτοτελή πλημμέλεια της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφορώσα τον καθορισμό της σειράς προτεραιότητος των Κρατών στα οποία θα εκδοθεί (ή θα παραδοθεί) ο αιτών, κατά παράβαση του άρθρου 8 της εφαρμοζομένης εν προκειμένω Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών.
31. Επειδή, η ΕΣΔΑ επιδιώκει την εξασφάλιση μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Καθώς δε το έγκλημα αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη διεθνή διάσταση, είναι προς το συμφέρον όλων των κρατών οι ύποπτοι για διάπραξη εγκλημάτων που διαφεύγουν στο εξωτερικό να άγονται ενώπιον της Δικαιοσύνης. Η εγκαθίδρυση ασφαλών καταφυγίων για τους υπόδικους, θα κατέληγε στον κίνδυνο τα κράτη να είναι υποχρεωμένα να προσφέρουν καταφύγιο στα εκζητούμενα πρόσωπα και, με τον τρόπο αυτόν, να υπονομεύονται τα θεμέλια του θεσμού της εκδόσεως (ΕΔΔΑ Soering v. the United Kingdom της 7.7.1989). Συνεπώς, εφόσον η έκδοση είναι αποτέλεσμα συνεργασίας μεταξύ των κρατών στο πεδίο του ποινικού δικαίου, προς τον σκοπό της καταστολής του εγκλήματος, η δε δικαιολόγηση της εκδόσεως ενυπάρχει στην ίδια τη φύση της, κάθε κράτος έχει την εξουσία να ικανοποιεί τα υποβαλλόμενα από έτερα κράτη αιτήματα εκδόσεων. Ωστόσο, η σχετική απόφαση ενός κράτους πρέπει, στο βαθμό που αποτελεί επέμβαση στο προστατευόμενο από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ δικαίωμα, να είναι σύμφωνη με τον νόμο, να είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, τουτέστιν να δικαιολογείται από μία επιτακτική ανάγκη, και να παρίσταται ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό (πρβλ. ΕΔΔΑ LevaKovic v. Denmark της23.10.2018, Dalia v. France της19.2.1998, Uner v. the Netherlands της18.10.2006). Κατά την κρίση του ζητήματος περί της αναλογικότητος της επεμβάσεως, οι εθνικές αρχές διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, λαμβάνοντας υπ’ όψιν μεταξύ άλλων, τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων τα οποία αποδίδονται στον εκζητούμενο, καθώς και το βέλτιστο συμφέρον των τέκνων, στο οποίο πρέπει μεν να δίδεται σημαντική βαρύτητα, πάντως, όμως δεν δύναται να είναι, από μόνο του, αποφασιστικό (πρβλ. ΕΔΔΑ Jeunesse v. τhe Netherlands της 3.10.2014, Uner v. the Netherlands). Τούτο δε διότι η φύση και η σοβαρότητα των αποδιδομένων σε αυτόν αδικημάτων, είναι δυνατόν να υπερκεράσουν τα υπόλοιπα κριτήρια τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν (πρβλ ΕΔΔΑ Salem v. Denmark της 1.12.2016, Krasniqi v. Austria της 25.4.2017), καθόσον στην περίπτωση που δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τον έλεγχο της αναλογικότητος, η βαρύτητα του αδικήματος έχει πρωτεύουσα σημασία (Supreme Court of the United Kingdom στην υπόθεση Νorris v. Government of USA της 24.2.2010).
32. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση ο ορισμός, με την προσβαλλόμενη απόφαση, της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ως τρίτης (και τελευταίας) χώρας στην οποία θα εκδοθεί ο αιτών, έχει μεν ως συνέπεια την επέμβαση στην οικογενειακή ζωή του και τη διατάραξη των οικογενειακών δεσμών του με τη σύζυγο και τα δύο ανήλικα τέκνα του (άρθρο 8 παρ. 1 της ΕΣΔΑ), καθόσον παρίσταται αβέβαιο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτός θα παραμείνει αρχικώς μεν στη Γαλλία, εν συνεχεία δε στις ΗΠΑ, μέχρις ότου επιστρέψει στην Ρωσία. Η επέμβαση, όμως, αυτή δεν παραβιάζει τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, καθόσον: α) είναι νόμιμη, προβλεπόμενη από τις εφαρμοστέες εν προκειμένω διεθνείς συμβάσεις, την υπ’ αριθ. […] Απόφαση Πλαίσιο του Συμβουλίου της 13.6.2002 και τον ν. 3251/2004 για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, β) επιδιώκει την πρόληψη και καταπολέμηση του εγκλήματος, ήτοι έναν από τους προβλεπόμενους από το άρθρο 8 παρ. 2 της ΕΣΔΑ σκοπούς και γ) ανταποκρίνεται σε επιτακτική κοινωνική ανάγκη, καθόσον στον αιτούντα αποδίδεται η διάπραξη στη Γαλλία και στις ΗΠΑ, ιδιαιτέρως σοβαρών ποινικών αδικημάτων, για τα οποία είτε έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση όπως είναι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, είτε προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, σύμφωνα με τις γνωμοδοτήσεις των αρμοδίων δικαστικών οργάνων της ποινικής δικαιοσύνης. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, το δικαίωμα του αιτούντος στην οικογενειακή του ζωή και ειδικότερον, το δικαίωμά του να ευρίσκεται πλησίον των ανηλίκων τέκνων του, είναι μεν ληπτέο υπ’ όψιν, πλην, όμως, δεν είναι, από μόνο του, αποφασιστικό, ούτε δύναται να τεθεί υπεράνω του διεθνούς δημοσίου συμφέροντος της καταπολεμήσεως του εγκλήματος, το οποίο εξυπηρετεί η έκδοση του αιτούντος αρχικώς στη Γαλλία και εν συνεχεία στις ΗΠΑ, προκειμένου να δικασθεί για τα αποδιδόμενα σε αυτόν αδικήματα. (πρβλ. ΕΔΔΑ King v. the United Kingdom της 26.1.2010, επί του παραδεκτού). Εξ άλλου, στην προκειμένη περίπτωση, βαρύνουσα σημασία έχει και το γεγονός ότι, όπως προεκτέθηκε, η κατά προτεραιότητα έκδοση του αιτούντος στη Ρωσική Ομοσπονδία, θα είχε ως συνέπεια τη μη επανέκδοσή του στις ανωτέρω χώρες (Γαλλία, ΗΠΑ), οι οποίες έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον ποινικό έλεγχο του αιτούντος, με αποτέλεσμα τη ματαίωση του σκοπού της εκδόσεως (εκ της παραδόσεως), που συνίσταται στη διεθνή συνεργασία των κρατών επί του ποινικού πεδίου, προς πάταξη της εγκληματικής δραστηριότητος. Με τα δεδομένα αυτά, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το προστατευόμενο από το άρθρο 8 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δικαίωμα του αιτούντος σε σεβασμό της οικογενειακής του ζωής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
33. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μη νόμιμη, διότι εκδόθηκε χωρίς την προηγούμενη ακρόαση του αιτούντος, κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος. Ειδικότερον, ο αιτών ισχυρίζεται ότι με επανειλημμένες αιτήσεις του προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης είχε ζητήσει να κληθεί από αυτόν προ της εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκειμένου να εκθέσει τους λόγους, οι οποίοι συνηγορούσαν για την έκδοσή του στη Ρωσική Ομοσπονδία και όχι στη Γαλλία και στις ΗΠΑ. […]
35. Επειδή, ανεξαρτήτως του ότι τα προβλεπόμενα από τις εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις κριτήρια, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, προκειμένου να καθορισθεί η σειρά προτεραιότητος μεταξύ των κρατών στα οποία θα εκδοθεί (ή παραδοθεί) ο εκζητούμενος αιτών έχουν άπαντα αντικειμενικό χαρακτήρα, μη συνδεόμενα με την υποκειμενική συμπεριφορά και την προτίμηση του αιτούντος σχετικά με το κράτος, στο οποίο επιθυμεί να εκδοθεί (ή παραδοθεί), στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, αλλά και συνομολογεί ο αιτών, οι προαναφερθείσες τέσσερις (4) αιτήσεις του, στις οποίες εξετίθεντο οι ισχυρισμοί του, περιήλθαν στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και, συνεπώς, οι περιεχόμενοι σε αυτές ισχυρισμοί του ετέθησαν υπ’ όψιν του αρμόδιου Υπουργού, χωρίς να είναι αναγκαία η αυτοπρόσωπη παράστασή του. Με τα δεδομένα αυτά, ετηρήθη ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος τύπος της προηγουμένης ακροάσεως, ο δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εν πάση δε περιπτώσει, το ζήτημα της ευνοϊκότερης ποινικής μεταχειρίσεως, κατά τα αναφερόμενα στην υπ’ αριθ[…] αίτηση του αιτούντος προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, η οποία εισήχθη, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος με τον νέο Ποινικό Κώδικα (ν. 4619/2019), απτόμενο ζητήματος, η έρευνα του οποίου έχει ανατεθεί, κατά νόμον, σε δικαστικά όργανα της ποινικής δικαιοσύνης, αντιμετωπίσθηκε με την υπ΄ αριθμ. 1913/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία, όπως ανεφέρθη στη σκέψη 17 απερρίφθη η από 2.8.2019 αίτηση του αιτούντος, με την οποία ζήτησε την επανεξέταση των υπ’ αριθ. 2080/2017 και 2191/2018 αποφάσεων του Αρείου Πάγου.
36. Επειδή, προβάλλεται ότι στην προκειμένη περίπτωση, παραβιάζονται το δικαίωμα του αιτούντος στη ζωή και η απαγόρευση των βασανιστηρίων, καθόσον αυτός κρατείται στην Ελλάδα επί 29 μήνες, χωρίς να του έχει απαγγελθεί κατηγορία και χωρίς να του έχει επιβληθεί ποινή, ευρίσκεται δε σε πλήρη απομόνωση, στερούμενος του δικαιώματος προαυλισμού, ενώ έχει επίσημη ενημέρωση από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη ότι απειλείται η ζωή του. Περαιτέρω, ο αιτών ισχυρίζεται ότι οι περιγραφόμενες στην αίτηση εκδόσεως των ΗΠΑ κατηγορίες εις βάρος του επισύρουν ακόμα και την ποινή του θανάτου, η οποία εξακολουθεί να ισχύει στην Πολιτεία της Καλιφόρνια.
37. Επειδή, ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι με αυτόν δεν αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση αυτοτελείς πλημμέλειες, αλλά ανάγεται στη βλάβη που υφίσταται ο αιτών λόγω της κρατήσεώς του για μεγάλο χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, ο ίδιος λόγος, κατά το δεύτερο σκέλος του, είναι, επίσης, απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι άπτεται ζητημάτων, η έρευνα των οποίων έχει ανατεθεί κατά νόμον στα αρμόδια όργανα της ποινικής δικαιοσύνης. Κατά την ειδικότερη γνώμη των Συμβούλων […]τα ανωτέρω προβαλλόμενα περί κινδύνου ζωής κ.λπ. είναι απαράδεκτα, ως προβαλλόμενα το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου.
38. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας, καθόσον επιδιώκεται με αυτήν η φυσική εξόντωση του αιτούντος, για τον λόγο ότι κατέχει τεχνογνωσία που συμβάλλει στην οικονομική απελευθέρωση των ανθρώπων, στην απελευθέρωση των οικονομικών συναλλαγών από τη “μέγγενη” του διεθνούς τραπεζικού συστήματος και την απρόσκοπτη άσκηση των δικαιωμάτων της αυτοδιάθεσης και της ελεύθερης άσκησης της επιχειρηματικότητος.
39. Επειδή, ο ανωτέρω λόγος είναι απορριπτέος προεχόντως ως αναπόδεικτος, διότι από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, δεν προκύπτει και, δη, καταδήλως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε για την εξυπηρέτηση σκοπού διαφόρου εκείνου που τάσσεται από τον νόμο για την έκδοσή της, δηλαδή την εξυπηρέτηση της διεθνούς δικαστικής συνδρομής στο πεδίο του ποινικού δικαίου, Περαιτέρω, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς του αιτούντος, δεν στοιχειοθετείται η έννοια της κατάχρησης εξουσίας εκ του γεγονότος ότι η προβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε τρεις (3) ημέρες μετά τη δημοσίευση της υπ’ αριθμ. […] αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απερρίφθη η αίτηση ακυρώσεως που άσκησε ο αιτών κατά της υπ’ αριθμ. […] αποφάσεως της 7ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών του Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολικής, με την οποία είχε απορριφθεί το αίτημά του περί χορηγήσεως του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (βλ. σκέψη 21). Τέλος, το γεγονός ότι την 19.7.2019 είχε εκδοθεί ακριβές αντίγραφο αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, έχον ακριβώς όμοιο περιεχόμενο με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση, δεν συγκροτεί, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της αιτήσεως, λόγο κατάχρησης εξουσίας, διότι δεν ανάγεται στην εξυπηρέτηση άλλου δημοσίου σκοπού, τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι το επικαλούμενο από τον αιτούντα “έγγραφο” δεν φέρει υπογραφή του Υπουργού Δικαιοσύνης και, συνεπώς, έχον τη μορφή σχεδίου, ουδέν έννομο αποτέλεσμα παρήγαγε.
40. Επειδή, με το υπόμνημα που κατετέθη μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως και εντός της χορηγηθείσης από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου προθεσμίας, ο αιτών αναφέρει ότι προβάλλει ως πρόσθετους λόγους που προβάλλονται στην αίτηση ακυρώσεως που άσκησαν η σύζυγος και τα ανήλικα τέκνα του κατά της ήδη προσβαλλομένης αποφάσεως. Οι λόγοι όμως αυτοί προβάλλονται απαραδέκτως, διότι οι πρόσθετοι λόγοι προβάλλονται μόνον με χωριστό δικόγραφο και όχι δια παραπομπής σε άλλο δικόγραφο, που αφορά σε άλλη δίκη.
41. Επειδή, με το υπόμνημα που ανεφέρθη στην προηγούμενη σκέψη, ο αιτών υποβάλλει αίτημα “να γίνει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΚ και στην Eurojust σε σχέση με τη δυνατότητα εκτέλεσης ή μη Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, η ισχύς του οποίου έχει λήξει κατά τα προβλεπόμενα στις οικείες διατάξεις”. Το αίτημα αυτό είναι απορριπτέο, προεχόντως διότι αφορά το κύρος και την ισχύ του υπ’ αριθ. […] Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, το οποίο εκδόθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα του Πρωτοδικείου Παρισίων Γαλλίας, άπτεται, δηλαδή, ζητήματος, η έρευνα του οποίου έχει ανατεθεί, κατά νόμον, σε δικαστικά όργανα της ποινικής δικαιοσύνης.
42. Επειδή, συνεπώς, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.