τελευταια νεα
ΑΠΟΨΕΙΣ

Μια κριτική θεώρηση της έννοιας της «ασφαλούς τρίτης χώρας»: μεταξύ νομολογιακών παραδοχών και προτάσεων για αναθεώρηση του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου

Pinterest LinkedIn Tumblr

Στις 18 Μαρτίου 2016, η Ε.Ε. και η Τουρκία κατέληξαν σε μια αμφιλεγόμενη «Κοινή Δήλωση» (η Δήλωση εφεξής), η οποία έχει αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένης κριτικής από μέλη της ακαδημαϊκής  κοινότηταςΔιεθνείς Οργανισμούς για τα ανθρώπινα δικαιώματα και ελληνικές Μ.Κ.Ο. Σύμφωνα με τη Δήλωση αυτή, οι αιτήσεις ασύλου όλων των παράτυπων μεταναστών[1] οι οποίοι εισήλθαν στα νησιά του Βορείου Αιγαίου από την Τουρκία μετά τις 20 Μαρτίου του 2016 μπορούν να κριθούν απαράδεκτες επί της βάσης ότι η Τουρκία μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά ασφαλή τρίτη χώρα γι αυτούς. Σ’ αυτή την περίπτωση, θα επιστρέφονται στην Τουρκία.
Συμπληρωματικά με αυτές τις εξελίξεις, στις 6 Απριλίου του 2016 το Ελληνικό Κοινοβούλιο ψήφισε ένα νέο νόμο (Ν. 4375/2016), με τον οποίο μετέφερε τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ (APD εφεξής) στην Ελληνική νομοθεσία. Αυτή η τροποποίηση εισήγαγε αρκετές κρίσιμες αλλαγές στο Ελληνικό σύστημα ασύλου. Ανάμεσα στις πιο σχετικές για την εφαρμογή της Δήλωσης ήταν αρχικά η υιοθέτηση της ταχύρυθμης διαδικασίας ασύλου στα σύνορα (Άρθρο 60 παρ. 4 του Ν. 4375/2016) και δεύτερον η εισαγωγή μιας αρχικής εξέτασης περί του παραδεκτού των αιτήσεων ασύλου που κατατίθενται στα σύνορα (Άρθρα 54-56 του Ν. 4375/2016). Αυτές οι διατάξεις εφαρμόζονται σ’ όλους τους παράνομους μετανάστες, οι οποίοι εισήλθαν στα Ελληνικά νησιά του Βορείου Αιγαίου μετά τις 20 Μαρτίου του 2016 από την Τουρκία. Επομένως, αν θεωρηθεί ότι η Τουρκία αποτελεί ασφαλή τρίτη χώρα γι αυτούς, η αίτηση ασύλου τους απορρίπτεται ως απαράδεκτη (Άρθρο 54 παρ. 1 περ. δ του Ν. 4375/2016) και αντιμετωπίζουν απέλαση στην Τουρκία. Αξιοσημείωτο σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει καταρτίσει μια λίστα ασφαλών τρίτων χωρών και ότι η έννοια αυτή εφαρμόζεται μόνο στα πλαίσια του Άρθρου 60 παρ. 4 του Ν. 4375/2016, για εκείνους οι οποίοι εμπίπτουν στη Δήλωση.
Το Σεπτέμβριο του 2016 δυο Σύροι αιτούντες άσυλο κατέθεσαν αίτηση ακύρωσης ενώπιον του  Ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ εφεξής) κατά των απορριπτικών αποφάσεων των  Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, οι οποίες απέρριψαν τις αιτήσεις τους σε δεύτερο βαθμό και συμπληρωματικά κατά των αποφάσεων απέλασης, οι οποίες είχαν εκδοθεί και για τους δυο προσφεύγοντες αμφισβητώντας τη νομιμότητα σημαντικών διατάξεων του Ν. 4375/2016 που αποτελούν τη βάση για την εφαρμογή της προαναφερθείσας Δήλωσης. Στη συνέχεια, εξαιτίας αυτής της εξέλιξης οι Επιτροπές Προσφυγών αποφάσισαν να «παγώσουν» τις εκκρεμείς αποφάσεις τους επί των προσφυγών που είχαν καταθέσει Σύροι αιτούντες άσυλο μέχρι την έκδοση της τελικής απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ.
Η υπ. αριθμ. 2347/2017 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ.
Η προαναφερθείσα πολυαναμενόμενη απόφαση για τις υποθέσεις 2347/2017 και 2348/2017 της Ολομέλειας του ΣτΕ, εκδόθηκαν τελικά στις 22 Σεπτεμβρίου 2017. Το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση ακύρωσης και επικύρωσε την υπ. Αριθμ. 4159/8.9.2016 απόφαση της τρίτης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή ενάντια της υπ. αρίθμ. 38839/17.8.2016 απόφασης του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου (Π.Γ.Α. εφεξής) της Λέσβου, δηλώνοντας ότι η Τουρκία είναι ασφαλής τρίτη χώρα για τον Σύρο προσφεύγοντα. Η συγκεκριμένη απόφαση αφορούσε σημαντικά στοιχεία της Δήλωσης, όπως η έννοια της Τουρκίας ως ασφαλούς τρίτης χώρας για τον Σύρο προσφεύγοντα και αρκετές διατάξεις του καινούριου ελληνικού συστήματος ασύλου, το οποίο εισήχθη με το Ν. 4375/2016. Ανάμεσα στις σημαντικότερες απ’ αυτές, ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) στις ελληνικές διαδικασίες ασύλου, οι ταχύρυθμες διαδικασίες στα σύνορα και το ερώτημα εάν οι τρεις Υπουργικές Αποφάσεις με τις οποίες θεσπίστηκαν οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών αντίκεινται προς τις σχετικές διατάξεις του Ελληνικού Συντάγματος.[2]
Το ΣτΕ απέρριψε τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος σχετικά με τις παραβιάσεις της αρχής της μη επαναπροώθησης από τις Τουρκικές αρχές και τις κατηγορίες για την κράτηση Σύρων οι οποίοι είχαν επιστραφεί στην Τουρκία από την Ελλάδα (παράγραφοι 44, 45, 51, 52 και 53 της απόφασης). Περαιτέρω και πιο συγκεκριμένα το ΣτΕ έκρινε ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος για τη ζωή ή την ελευθερία του αιτούντος, βασιζόμενο στην εθνικότητά του και απέρριψε τις κατηγορίες του αιτούντος ότι η Τουρκία παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης στην πράξη. Το ΣτΕ βάσισε το σκεπτικό του στον μεγάλο αριθμό Σύρων προσφύγων που διαμένουν στην Τουρκία, στις διαβεβαιώσεις που δόθηκαν από τις Τουρκικές αρχές στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με την κατάσταση των Σύρων στην Τουρκία και στο γεγονός ότι ο προσφεύγων παρέμεινε στην Τουρκία  για ενάμιση μήνα χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα με τις Τουρκικές αρχές (παράγραφοι 47-48 της απόφασης). Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την άποψη του ΣτΕ, οι εξελίξεις οι οποίες ακολούθησαν το αποτυχημένο πραξικόπημα δεν επηρέασαν αρνητικά την παρεχόμενη προστασία προς τους Σύρους πρόσφυγες στην Τουρκία. Το ΣτΕ επίσης  προχώρησε σε  μια ερμηνεία  των προϋποθέσεων του άρθρου 38 παρ. 1 του APD κρίνοντας ότι η Τουρκία τις πληροί και επομένως είναι μια ασφαλής τρίτη χώρα. Σύμφωνα με την ερμηνεία του ΣτΕ, η προστασία που παρέχεται στην Τουρκία είναι σύμφωνη με τη Συνθήκη της Γενεύης για τους Πρόσφυγες του 1951 (εφεξής  Συνθήκη για τους Πρόσφυγες) και με το συμπληρωματικό Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης του 1967, παρά το γεγονός ότι η παρεχόμενη προσωρινή προστασία, μπορεί να ανακληθεί. Περαιτέρω, σύμφωνα με το ΣτΕ, το άρθρο 38 παρ. 1 του APD, δεν απαιτεί μια χώρα να έχει επικυρώσει τη Συνθήκη για τους Πρόσφυγες χωρίς γεωγραφικό περιορισμό, προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ασφαλής και ότι προς τούτο επαρκεί να παρέχει προστασία συγκεκριμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων προσφύγων, όπως είναι τα δικαίωμα και ιατρική περίθαλψη και στην εργασία (παράγραφοι 54, 55 της απόφασης). Το ΣτΕ έκρινε επίσης ότι σε περιπτώσεις διέλευσης από κάποια τρίτη χώρα, μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη «επαρκούς συνδέσμου» μεταξύ αφενός του αιτούντος άσυλο και αφετέρου της τρίτης χώρας, αφού εξεταστεί η διάρκεια της διαμονής και η εγγύτητα της τρίτης χώρας στη χώρα καταγωγής.  
Τέλος είναι άξιο αναφοράς ότι οι δικαστές του ΣτΕ αποφάσισαν με μικρή πλειοψηφία (13 κατά έναντι 12 υπέρ) να μην καταθέσουν προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ε.Ε. (εφεξής Δ.Ε.Ε.) σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 38 του APD (παράγραφος 62 της απόφασης), παρά το γεγονός ότι το Δ.Ε.Ε. δεν είχε ποτέ νομολογήσει σχετικά με το προαναφερθέν άρθρο και παρ’ όλο που σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 267 παρ. 3 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ε.Ε. (εφεξής Σ.Λ.Ε.Ε.), «Όποτε κάποια ερώτηση [σχετικά με την ερμηνεία των Συνθηκών] τεθεί σε μια υπόθεση η οποία εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου κράτους-μέλους εναντίον των αποφάσεων των οποίων δεν υπάρχει ένδικο μέσο σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, αυτό το δικαστήριο πρέπει να φέρει το ζήτημα ενώπιον του Δικαστηρίου».
Η υπ. Αριθμ 14011/2017 απόφαση της ενδέκατης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών  και η υπ. Αριθμ απόφαση 15602/2017 της ένατης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών 
Δύο διαφορετικές Επιτροπές Προσφυγών παρείχαν περαιτέρω ερμηνεία της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας σε αποφάσεις τους επί προσφυγών ενάντια στις αρνητικές πρωτοβάθμιες αποφάσεις επί αιτήσεων Σύρων αιτούντων άσυλο. Η απόφαση  της ενδέκατης Επιτροπής προηγήθηκε, ενώ η απόφαση της ένατης Επιτροπής ακολούθησε, περίπου μια εβδομάδα μετά την απόφαση του ΣτΕ. Στις αποφάσεις τους και οι δύο Επιτροπές επικεντρώθηκαν στην έννοια του «επαρκούς συνδέσμου». Αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η ερμηνεία τους απέκλινε από τη προσέγγιση του ΣτΕ. Στις επόμενες παραγράφους θα παρατεθεί η ανάλυση του περιεχομένου των δύο αυτών αποφάσεων.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, η Επιτροπή Προσφυγών οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η Τουρκία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί ασφαλή τρίτη χώρα για τους προσφεύγοντες. Ως αποτέλεσμα, η Επιτροπή έκανε δεκτή την προσφυγή τους και προχώρησε στην εξέταση της ουσίας της αίτησής τους σχετικά με την παροχή διεθνούς προστασίας.
Στην απόφασή της, η Επιτροπή επικεντρώθηκε στη σημασία της εξατομικευμένης εξέτασης κάθε αίτησης διεθνούς προστασίας, αναγνωρίζοντας την εμφανή ευάλωτη θέση των προσφευγόντων και τεσσάρων ανήλικων τέκνων τους. Η Επιτροπή απέρριψε την ύπαρξη «επαρκούς συνδέσμου», παρά την ύπαρξη συστήματος προστασίας στην Τουρκία, επί της βάσης των ακόλουθων παραγόντων. Αφενός, το εξαιρετικά σύντομο διάστημα που οι προσφεύγοντες παρέμειναν στην Τουρκία προτού αφιχθούν στην Ελλάδα,[3] την έλλειψη της όποιας πιθανότητας πρόσβασης σε υποστηρικτικό δίκτυο (όπως οικογενειακούς δεσμούς ή δεσμούς με κάποια κοινότητα) και το γεγονός ότι το δικαίωμα διαμονής τους σ’ ένα από τα διαθέσιμα κέντρα υποδοχής απερρίφθη. Αφετέρου, το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν καμία άλλη επαφή με τις τουρκικές αρχές ή κάποιο προγενέστερο δεσμό με την Τουρκία, όπως μακροχρόνιες επισκέψεις, σπουδές ή γλωσσικούς, οικογενειακούς και πολιτισμικούς δεσμούς. Η Επιτροπή τόνισε ότι απλή διέλευση δεν επαρκεί προκειμένου να καταφαθεί η ύπαρξη επαρκούς ή σημαντικού δεσμού επί της βάσης του οποίου οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν να επιστρέψουν εκεί.[4] Επιπρόσθετα, το δικαίωμα εισόδου δεν αποτελεί από μόνο του «επαρκή σύνδεσμο». Τέλος, η Επιτροπή αναφέρθηκε στην ερμηνεία της Ύπατης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες (UNHCR) σχετικά με την έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας, την οποία δεν έλαβε υπόψη το ΣτΕ στην προαναφερθείσα απόφασή του.
Στη συγκεκριμένη υπόθεσηο προσφεύγων ήταν ένας Σύρος αιτών άσυλο, ο οποίος παρέμεινε στην Τουρκία για οκτώ ημέρες πριν αφιχθεί στα ελληνικά νησιά. Η Επιτροπή Προσφυγών στην απόφασή της, ακολούθησε τη γραμμή της προαναφερθείσας υπ. Αριθμ.  2347/2017 απόφασης του ΣτΕ σχετικά με την ερμηνεία των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 38 παρ. 1 και 2 του APD προκειμένου μια τρίτη χώρα να χαρακτηριστεί ως ασφαλής τρίτη χώρα και έκρινε ότι η διέλευση από μια τρίτη χώρα, σε συνδυασμό με ιδιαίτερες συνθήκες, όπως η διάρκεια της διαμονής  ή η γεωγραφική εγγύτητα της χώρας με τη χώρα καταγωγής, μπορεί να αποτελεί «επαρκή σύνδεσμο». Παρόλα αυτά, η Επιτροπή στην απόφασή της επικεντρώθηκε περαιτέρω στην προϋπόθεση του «επαρκούς συνδέσμου» του αιτούντος με την Τουρκία και αποκλίνοντας από το σκεπτικό του ΣτΕ παρείχε μια αρκετά ενδιαφέρουσα ερμηνεία της έννοιας του «επαρκούς συνδέσμου». Η Επιτροπή έκρινε ότι η γεωγραφική εγγύτητα της χώρας καταγωγής με μια τρίτη χώρα αυτή καθαυτή δεν επαρκεί προκειμένου να καταφαθεί η ύπαρξη «επαρκούς συνδέσμου» υπό τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις. Μια τέτοια ερμηνεία θα παραβίαζε το καθήκον να εξετάζονται οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας σε εξατομικευμένη βάση, (όπως απαιτείται από τις σχετικές διατάξεις τόσο του APD όσο και του Ν. 4375/2016), δεδομένου ότι θα είχε ως αποτέλεσμα μια παρόμοια αντιμετώπιση όλων των υπηκόων της χώρας με γεωγραφική εγγύτητα στη γειτονική (τρίτη) χώρα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα ατομικά χαρακτηριστικά κάθε αιτούντος άσυλο, όπως η διάρκεια της διαμονής ή η ύπαρξη υποστηρικτικού φιλικού περιβάλλοντος στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα. Η διέλευση αυτή καθαυτή, χωρίς να πληρούνται αυτές οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις, δεν αποτελεί φυσική σύνδεση με μια τρίτη χώρα. Επομένως, επί της βάσης της αρκετά σύντομης διαμονής του προσφεύγοντος και της απουσίας οποιουδήποτε υποστηρικτικού δικτύου, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν μπορούσε να καταφαθεί η ύπαρξη «επαρκούς συνδέσμου» με την Τουρκία και ως εκ τούτου, η αίτηση διεθνούς προστασίας είχε παρανόμως απορριφθεί ως απαράδεκτη από το Π.Γ.Α. της Σάμου.
Νομολογιακές παραδοχές και προτάσεις για αναθεώρηση του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου
Οι προαναφερθείσες αποφάσεις κρίνονται ιδιαίτερα σημαντικές τόσο από νομικής όσο και πολιτικής άποψης, δεδομένου ότι τα ελληνικά δικαστήρια αποτέλεσαν τα πρώτα αρμόδια όργανα κράτους-μέλους της Ε.Ε. που κλήθηκαν να παράσχουν ερμηνεία σχετικά με την έννοια της Τουρκίας ως ασφαλούς τρίτης χώρας υπό το πρίσμα της Δήλωσης. Κρίνεται ως ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι στις αποφάσεις τους οι Επιτροπές Προσφυγών ακολούθησαν διαφορετικό σκεπτικό από αυτό του ΣτΕ σχετικά με την ερμηνεία των προϋποθέσεων του «επαρκούς συνδέσμου» όπως εκείνες προβλέπονται στα Άρθρα 38 παρ. 2 περ. α και 56 παρ. 1 περ. στ του APD και του Ν.4375/2016 αντίστοιχα.[5] Αυτή η απόκλιση γίνεται ακόμα σημαντικότερη όσον αφορά την απόφαση της ένατης Επιτροπής, η οποία ακολούθησε την υπ. Αριθμ. 2347/2017 απόφαση του ΣτΕ, σε αντίθεση με αυτή της ενδέκατης Επιτροπής και αρκετές αποφάσεις των προηγούμενων Επιτροπών Προσφυγών (προ της αναδιάρθρωσης τους τον Ιούνιο του 2016 βάσει του Άρθρου 86 του Ν. 4399/2016),[6] η οποία προηγήθηκε της δεσμευτικής απόφασης της Ολομέλειας του Ανώτερου Ελληνικού Διοικητικού Δικαστηρίου.
Η πλειοψηφία των δικαστών του ΣτΕ παρείχε ερμηνεία η οποία είναι σύμφωνη με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αναθεώρηση του APD καθώς και με την άποψη της Επιτροπής, όπως εκείνη την εξέφρασε με επιστολή της προς το Ελληνικό Υπουργείο Εσωτερικών στις 5 Μαΐου 2016 σύμφωνα με την οποία η μετάβαση από την Τουρκία επαρκεί προκειμένου να θεμελιωθεί η ύπαρξη «επαρκούς συνδέσμου». Πιο συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην αιτιολογική έκθεση της πρότασής της για την κατάργηση της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και την υιοθέτηση Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση κοινής διαδικασία; διεθνούς προστασίας στην Ένωση τονίζει τη σημασία των εννοιών των ασφαλών τρίτων χωρών για την αποτελεσματικότητα της κοινής διαδικασίας, προτείνει τη σταδιακή μετάβαση προς την πλήρη εναρμόνιση στον τομέα αυτό και την αντικατάσταση των εθνικών καταλόγων ασφαλών χωρών με τους Ενωσιακούς καταλόγους ή χαρακτηρισμούς χωρών ως ασφαλών σε επίπεδο Ένωσης και παροτρύνει όλα τα κράτη μέλη να προβλέψουν και να απαιτήσουν τη χρήση της έννοιας στην εθνική τους νομοθεσία.[7]
Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά ειδικότερα την έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας, η οποία παρέχεται από την Επιτροπή στο Άρθρο 45 της πρότασης της έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής. Στις παραγράφους 1-3 τίθενται οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της έννοιας. Αρχικά οι πέντε προϋποθέσεις της παραγράφου 1 που πρέπει να πληρούνται  προκειμένου να χαρακτηριστεί μια τρίτη χώρα ως ασφαλής, ταυτίζονται με εκείνες της παραγράφου 1 του Άρθρου 38 του ισχύοντος APD.[8] Στη συνέχεια η παράγραφος 2 θέτει ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας αφενός τον χαρακτηρισμό μιας τρίτης χώρας ως ασφαλούς σε επίπεδο Ένωσης ή σε εθνικό επίπεδο, σύμφωνα με τη διαδικασία του Άρθρου 50 της πρότασης είτε αφετέρου σε μεμονωμένες περιπτώσεις για έναν συγκεκριμένο αιτούντα.[9] Στην τελευταία αυτή περίπτωση (δηλαδή στην εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας για έναν συγκεκριμένο αιτούντα) η αποφαινόμενη αρχή προκειμένου να λάβει την απόφασή της πρέπει να αξιολογήσει την εκάστοτε μεμονωμένη περίπτωση σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του Άρθρου 45.
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη διάταξη προκειμένου να χαρακτηριστεί μια χώρα ως ασφαλής τρίτη χώρα στα πλαίσια μιας μεμονωμένης εξέτασης της αίτησης για έναν συγκεκριμένο αιτούντα θα πρέπει εκτός από τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις της παραγράφου 1, να θεμελιώνεται επιπροσθέτως η ύπαρξη επαρκούς συνδέσμου μεταξύ του αιτούντος και της τρίτης αυτής χώρας. Πιο συγκεκριμένα θα πρέπει να θεμελιώνεται η ύπαρξη σχέσης μεταξύ του αιτούντος και της εν λόγω τρίτης χώρας, βάσει της οποίας θα ήταν εύλογο για τον αιτούντα να μεταβεί στη συγκεκριμένη χώρα.[10] Η προαναφερθείσα σχέση μπορεί να εδράζεται μεταξύ άλλων στο γεγονός ότι ο αιτών διήλθε από την εν λόγω τρίτη χώρα η οποία βρίσκεται γεωγραφικά κοντά στη χώρα καταγωγής του αιτούντος.[11] Τέλος είναι άξιο αναφοράς το γεγονός ότι η Επιτροπή στην πρόταση της αναγνωρίζοντας την ύπαρξη μεγαλύτερου κινδύνου παραβίασης του Άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) κατά την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας, σε σχέση με την εφαρμογή της έννοιας της πρώτης χώρας ασύλου, κρίνει την ύπαρξη ανασταλτικού αποτελέσματος της προσφυγής κατά της απορριπτικής απόφασης απαραίτητο, προκειμένου να εξασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της πραγματικής προσφυγής σύμφωνα με το Άρθρο 13 της ΕΣΔΑ.[12]
Αντιθέτως, οι Επιτροπές απέρριψαν την άποψη ότι η απλή μετάβαση ή η γεωγραφική εγγύτητα επαρκούν προκειμένου να καταφαθεί η ύπαρξη «επαρκούς συνδέσμου». Επιπλέον και οι δυο Επιτροπές τόνισαν τη σημασία της εξατομικευμένης εξέτασης και της αξιολόγησης επί της βάσης κάθε αίτησης ξεχωριστά των ατομικών χαρακτηριστικών κάθε αιτούντος άσυλο (με σεβασμό προς την αρχή της εξατομικευμένης εξέτασης). Περαιτέρω, η απόφαση της ένατης Επιτροπής φαίνεται να συμφωνεί με την μειοψηφήσασα άποψη του αντιπροέδρου του ΣτΕ (κ. Χρ. Ράμμου) όπως εκείνη παρέχεται στην παράγραφο 62 της υπ. Αριθμ. 2347/2017 απόφασης, σύμφωνα με την οποία η απλή μετάβαση του αιτούντος από την Τουρκία και η μη εθελοντική διαμονή του αιτούντος μόνο για ενάμιση μήνα στη χώρα αυτή σε συνδυασμό με τη βούλησή του να αναζητήσει προστασία αλλού, δεν επαρκούν προκειμένου να θεμελιωθεί «επαρκής σύνδεσμος» μεταξύ εκείνου και της τρίτης χώρας σύμφωνα με το Άρθρο 56 παρ. 1 περίπτωση στ του Ν. 4375/2016.
Συμπερασματικά η νομολογία παρουσιάζει αποκλίσεις και θα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να παρακολουθηθούν οι μελλοντικές αποφάσεις που θα εκδοθούν από τα αρμόδια Ελληνικά δικαστήρια με αντικείμενο την Τουρκία ως ασφαλή Τρίτη χώρα για τους αιτούντες άσυλο. Επίσης έντονο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η διαδικασία αναθεώρησης του APD όσον αφορά την τελική απόφαση της Ε.Ε. σχετικά με την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας γενικά, αλλά και ειδικότερα σχετικά με τη προϋπόθεση του «επαρκούς συνδέσμου», δεδομένου ότι προς το παρόν φαίνεται να καταργείται ο επαρκής σύνδεσμος ως γενική προϋπόθεση για την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς τρίτης χώρας υπό το παρόν άρθρο 38(2)(α) του APD και να αποτελεί πλέον επιπρόσθετη προϋπόθεση εφαρμογής της έννοιας επί περιπτώσεων μεμονωμένης εξέτασης σχετικά με το αν μια τρίτη χώρα, που δεν έχει χαρακτηριστεί ως ασφαλής είτε σε Ενωσιακό είτε σε εθνικό επίπεδο μπορεί να χαρακτηριστεί ως ασφαλής για έναν συγκεκριμένο αιτούντα.

Καναβός Αστέριος, δικηγόρος, δικηγόρος συνεργαζομενος με την ΜΚΟ Refugee Support Aegean (RSA), υποψήφιος μεταπτυχιακός του L.L.M. International Migration and Refugee Law του Vrije University of Amsterdam (VU).
* Τα κείμενα τρίτων προσώπων που φιλοξενούνται στη στήλη «Απόψεις» του Immigration.gr δημοσιεύονται αυτούσια και απηχούν τις προσωπικές απόψεις των συγγραφέων και όχι του ιστολογίου ή του διαχειριστή του.


[1] Στο σημείο αυτό αξίζει να διευκρινιστεί ότι ο όρος «παράτυποι μετανάστες» χρησιμοποιείται στο παρόν άρθρο προκειμένου να δηλώσει όλους εκείνους τους αλλοδαπούς, οι οποίοι εισήλθαν παράτυπα στην επικράτεια του Ελληνικού κράτους. Ήτοι όσους υπηκόους τρίτων χωρών εισέρχονται κατά παράβαση του Ν. 3386/2005.
[2] Πιο συγκεκριμένα, οι υπ. Αριθμ. 9883/24.6.2016 (ΦΕΚ Β’ 1862/24.6.2016), και 3006/18.7.2016 (ΦΕΚ 429/5.8.2016, τ. Τ.Ο.Δ.Δ.), ΚΥΑ των Υπουργών i. Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, ii. Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και iii. Οικονομικών και η υπ. Αριθμ. 3004/15.7.2016 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης με τίτλο «Κανονισμός Λειτουργίας της Αρχής Προσφυγών» (ΦΕΚ Β’ 2206/15.7.2016).
[3] Η οικογένεια παρέμεινε στη Τουρκία για δεκαπέντε ημέρες στην Τουρκία πριν αφιχθεί στο ελληνικό νησί.
[4] «Η διέλευση μπορεί να στηρίζεται σε τυχαίες περιστάσεις και δεν σημαίνει απαραίτητα την ύπαρξη σημαντικής σύνδεσης ή δεσμού με τη χώρα αυτή».
[5] Είναι άξιο αναφοράς το γεγονός ότι ενώ το Άρθρο 56 του Ν. 4375/2016 μεταφέρει το Άρθρο 38 του APD σχετικά με την έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας στην ελληνική νομοθεσία, υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά μεταξύ τους. Πιο συγκεκριμένα, ενώ το κριτήριο του «επαρκούς συνδέσμου» προβλέπεται στην παράγραφο 2 του Άρθρου 38 ως επιπρόσθετη προϋπόθεση σ’ εκείνες (τις πέντε) που προβλέπονται στην παράγραφο 1, ο Έλληνας νομοθέτης το συμπεριέλαβε στην παράγραφο 1 του Άρθρου 56, ως μια από τις (έξι) προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σωρευτικά προκειμένου μια χώρα να θεωρηθεί ασφαλής υπό τη συγκεκριμένη διάταξη. 
[6] «Ν.4399/2016 Θεσμικό πλαίσιο για τη σύσταση καθεστώτων Ενισχύσεων Ιδιωτικών Επενδύσεων για την περιφερειακή και οικονομική ανάπτυξη της χώρας – Σύσταση Αναπτυξιακού Συμβουλίου και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 117/Α/22.6.2016).
[7] Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τη θέσπιση κοινής διαδικασίας διεθνούς προστασίας στην Ένωση και την κατάργηση της οδηγίας 2013/32/ΕΕ COM (2016) 467 final 2016/0224, σελ. 6, 17-19.
[8] Ibid άρθρο 45(1): «1. Μια τρίτη χώρα χαρακτηρίζεται ως ασφαλής τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι: α) δεν απειλούνται η ζωή και η ελευθερία λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων· β) δεν υπάρχει κίνδυνος σοβαρής βλάβης, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. XXX/XXX· γ) τηρείται η αρχή της μη επαναπροώθησης, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης· δ) τηρείται η απαγόρευση της απομάκρυνσης, κατά παράβαση του δικαιώματος αποφυγής των βασανιστηρίων και της σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης, όπως ορίζεται στο διεθνές δίκαιο· ε) υπάρχει δυνατότητα λήψης προστασίας, σύμφωνα με τις ουσιαστικές προδιαγραφές της Σύμβασης της Γενεύης, ή επαρκούς προστασίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 44 παράγραφος 2, κατά περίπτωση.
Η εκτίμηση του κατά πόσον μια τρίτη χώρα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ασφαλής τρίτη χώρα, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό βασίζεται σε σειρά πηγών πληροφοριών, περιλαμβανομένων ειδικότερα πληροφοριών από τα κράτη μέλη, τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο, την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες, το Συμβούλιο της Ευρώπης και άλλους σχετικούς οργανισμούς».
[9] Ibid άρθρο 45(2): «2. Η έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας εφαρμόζεται: α) όταν μια τρίτη χώρα έχει χαρακτηριστεί ως ασφαλής τρίτη χώρα, σύμφωνα με το άρθρο 50· β) όταν μια τρίτη χώρα χαρακτηρίζεται ως ασφαλής τρίτη χώρα σε επίπεδο Ένωσης· ή γ) σε μεμονωμένες περιπτώσεις σε σχέση με έναν συγκεκριμένο αιτούντα».
[10] Ibid άρθρο 45(3): «3. Η αποφαινόμενη αρχή θεωρεί ότι μια τρίτη χώρα είναι ασφαλής τρίτη χώρα για έναν συγκεκριμένο αιτούντα, έπειτα από μεμονωμένη εξέταση της αίτησης, μόνον εφόσον έχει πεισθεί για την ασφάλεια της τρίτης χώρας για τον συγκεκριμένο αιτούντα, σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στην παράγραφο 1, και έχει διαπιστώσει ότι: α) υπάρχει σχέση μεταξύ του αιτούντος και της εν λόγω τρίτης χώρας, βάσει της οποίας θα ήταν εύλογο για τον αιτούντα να μεταβεί στη συγκεκριμένη χώρα, μεταξύ άλλων διότι ο αιτών διήλθε από την εν λόγω τρίτη χώρα η οποία βρίσκεται γεωγραφικά κοντά στη χώρα καταγωγής του αιτούντος· β) ο αιτών δεν έχει υποβάλει σοβαρούς λόγους για να θεωρηθεί ότι η χώρα δεν είναι ασφαλής τρίτη χώρα για τις ιδιαίτερες συνθήκες του».
[11] Ibid.
[12] Ibid σελ. 21.

Write A Comment