Η πρόσφατη περίπτωση του τούρκου στρατιωτικού, που συνελήφθη και ετέθη εκ νέου υπό κράτηση, σε συνέχεια της προσωρινής διαταγής αναστολής εκτέλεσης της θετικής απόφασης περί ασύλου από το αρμόδιο Διοικητικό Εφετείο έθεσε ένα νομικό ζήτημα, το οποίο μέχρι σήμερα δεν έχει απασχολήσει τη θεωρία και τη νομολογία: Αν και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να τεθεί σε διοικητική κράτηση ένας «ελεύθερος» αιτών διεθνή προστασία αλλοδαπός.[1]
Στις ακόλουθες γραμμές θα επιχειρηθεί να παρατεθούν κάποιες σχετικές νομικές σκέψεις. Οίκοθεν νοείται ότι το κείμενο δεν φιλοδοξεί να ασχοληθεί με το ζήτημα της κράτησης των αιτούντων διεθνή προστασία σε όλο το εύρος του ή να εξετάσει αν η απόφαση κράτησης στην περίπτωση του τούρκου στρατιωτικού ήταν νόμιμη και επαρκώς αιτιολογημένη. Αντιθέτως, το κείμενο επικεντρώνεται στο καθαρά νομικό ζήτημα: αν είναι δυνατή καταρχήν η έκδοση απόφασης κράτησης σε βάρος αιτούντος διεθνή προστασία ο οποίος δεν κρατείται για άλλη αιτία.
Όπως προελέχθη, αναφορικά με την κράτηση αιτούντων διεθνή προστασία μέχρι σήμερα, η προσοχή είχε επικεντρωθεί κυρίως στην επιρροή που ασκεί στην κράτηση και στην εκκρεμή απέλαση αλλοδαπού η εκ μέρους του υποβολή αιτήματος ασύλου, ζήτημα για το οποίο είχαν διατυπωθεί κατά το παρελθόν αποκλίνουσες απόψεις[2]. Λύση στη συγκεκριμένη προβληματική επιχειρήθηκε να δοθεί με την Οδηγία 2005/85/ΕΚ «σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα»[3]. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι η κράτηση του αιτούντος ασύλου αλλοδαπού δεν είναι επιτρεπτή παρά μόνο, εάν συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, οπότε και μπορεί να αιτιολογηθεί η στέρηση της ελευθερίας του. Κατά την Οδηγία, αλλοδαπός ή ανιθαγενής που αιτείται διεθνή προστασία, δεν κρατείται για μόνο το λόγο ότι έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και ότι εισήλθε και παραμένει παράνομα στη χώρα[4]. Στην περίπτωση που η αίτηση διεθνούς προστασίας υποβληθεί ενόσω αυτός κρατείται βάσει των σχετικών διατάξεων των νόμων 3386/2005 και 3907/2011 όπως ισχύουν, τότε ο αιτών διεθνή προστασία παραμένει κατ’ εξαίρεση υπό κράτηση, και εφόσον δεν μπορούν να εφαρμοσθούν εναλλακτικά μέτρα και μόνο στην περίπτωση που τούτο είναι αναγκαίο να διαπιστωθεί η ταυτότητά του, οι συνθήκες εισόδου και τα πραγματικά στοιχεία προέλευσής του, συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη ή τέλος κρίνεται η κράτησή του αναγκαία για την ταχεία και αποτελεσματική εξέταση του αιτήματός του[5]. Οι αρμόδιες υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας διατηρούν, ωστόσο, το δικαίωμα να αποφασίσουν την κράτηση συγκεκριμένου αιτούντος, κατ’ εξαίρεση και εφόσον κριθεί ότι δεν μπορούν να εφαρμοσθούν εναλλακτικά μέτρα, όταν ο αιτών συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη για λόγους που αιτιολογούνται ειδικώς στην απόφαση κράτησης[6]. Στην εξαιρετική περίπτωση που υπάρχουν λόγοι δημόσιας τάξης που επιβάλουν την κράτηση του αλλοδαπού, θα πρέπει αυτή να γίνεται με ιδιαίτερη φειδώ από τη διοίκηση, με παράλληλη συντόμευση των διαδικασιών κρίσης του αιτήματός του για την παροχή ασύλου, ώστε άμεσα και γρήγορα να εκδίδεται η τελική απόφαση αποδοχής ή απόρριψης της αίτησής του.
Οι ως άνω διατάξεις αντικαταστάθηκαν από το νεότερο νόμο 4375/2016, με τον οποίο η ελληνική νομοθεσία προσαρμόστηκε προς τις διατάξεις της νεότερης Οδηγίας 2013/32/ΕΕ «σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας».
Όσον αφορά στην κράτηση αιτούντων διεθνή προστασία, το άρθρο 46 του ν. 4375/2016 προβλέπει ότι «Αλλοδαπός ή ανιθαγενής που υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας ενόσω κρατείται βάσει των σχετικών διατάξεων των νόμων 3386/2005 (Α’ 212) και 3907/2011 (Α’ 7), όπως ισχύουν, παραμένει υπό κράτηση κατ’ εξαίρεση, εφόσον αυτή είναι αναγκαία, κατόπιν ατομικής αξιολόγησης και υπό την προϋπόθεση ότι δεν μπορούν να εφαρμοσθούν εναλλακτικά μέτρα, όπως αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 22 παρ. 3 του ν. 3907/2011, για έναν από τους παρακάτω λόγους:
α. για τη διαπίστωση των στοιχείων της ταυτότητας ή της καταγωγής του ή
β. προκειμένου να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση διεθνούς προστασίας, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτούντος, όπως ο κίνδυνος αυτός ορίζεται στο άρθρο 18 (ζ) του ν. 3907/2011, ή
γ. όταν τεκμηριώνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι ο αιτών υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερήσει απλώς ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής, εφόσον πιθανολογείται ότι η εκτέλεση της απόφασης αυτής μπορεί να υλοποιηθεί ή
δ. εφόσον συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη, κατά την αιτιολογημένη κρίση της αρμόδιας αρχής της παραγράφου 3, ή
ε. όταν υπάρχει σημαντικός κίνδυνος διαφυγής, κατά τη έννοια του άρθρου 2 (ιδ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 18 στοιχείο ζ’ του ν. 3907/2011, τα οποία εφαρμόζονται αναλόγως, και προκειμένου να διασφαλιστεί η υλοποίηση της διαδικασίας μεταφοράς σύμφωνα με τον ως άνω Κανονισμό. […]»
Συγκρίνοντας κανείς τις διατάξεις των δύο αυτών νομοθετημάτων προκύπτει ότι κατά το προϊσχύον δίκαιο οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές διατηρούσαν την ευχέρεια να διατάξουν την κράτηση οποιουδήποτε αιτούντος διεθνή προστασία (ακόμη και αν αυτός δεν τελούσε ήδη υπό κράτηση). Αντιθέτως, με τον πρόσφατο νόμο 4375/2016 φαίνεται να μην διατηρείται η ευχέρεια των αρχών να διατάσσουν την κράτηση προσώπου που έχει αιτηθεί διεθνή προστασία, εφόσον αυτός δεν κρατείται ήδη βάσει των σχετικών διατάξεων των νόμων 3386/2005 και 3907/2011.
Ενόψει αυτών, υποστηρίζεται ότι αλλοδαπός ή ανιθαγενής αιτών άσυλο, μπορεί να τεθεί υπό κράτηση με βάση τις διατάξεις της νομοθεσίας περί διεθνούς προστασίας μόνο εφόσον κρατείται ήδη ενόψει απέλασης ή επιστροφής. Κάθε άλλη κράτηση αλλοδαπού που έχει αιτηθεί άσυλο δεν είναι δυνατή με βάση το συγκεκριμένο άρθρο. Επομένως, κατά την ερμηνευτική αυτή εκδοχή, που βασίζεται στη γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 46 του νόμου 4375/2016, στην προκείμενη περίπτωση δεν μπορούσε να διαταχθεί καταρχήν απόφαση κράτησης σε βάρος του τούρκου στρατιωτικού, καθόσον, μεταξύ άλλων, αυτός δεν τελούσε ήδη υπό καθεστώς κράτησης.
Από την άλλη μεριά, μια τέτοια ερμηνευτική εκδοχή φαίνεται να θέτει ζητήματα συμβατότητας προς το ενωσιακό δίκαιο. Η Οδηγία 2013/33, προς την οποία φέρεται να αποτελεί συμμόρφωση το άρθρο 46 του ν. 4375/2016, προβλέπει γενικά τη δυνατότητα των αρχών να θέτουν υπό κράτηση οιονδήποτε αιτούντα διεθνή προστασία, κατόπιν ατομικής αξιολόγησης όταν κάτι τέτοιο απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης.[7] Και ναι μεν ο νομοθέτης, προσαρμόζοντας την εθνική νομοθεσία προς τις διατάξεις της οδηγίας δεν κωλύεται να θεσπίσει ευνοϊκότερες διατάξεις εν σχέσει προς αυτή, τούτο όμως υπό την προϋπόθεση ότι οι ευνοϊκές αυτές διατάξεις δεν είναι αντίθετες προς την Οδηγία και της στερούν την πρακτική της αποτελεσματικότητα. Οι διατάξεις του νόμου 4375/2016 όπως προελέχθη φέρεται να «αποκλείουν» την κράτηση αιτούντος διεθνή προστασία, ακόμα και στην περίπτωση που πράγματι συντρέχουν νόμιμοι λόγοι για την κράτηση του, εκ μόνου του γεγονότος ότι αυτός δεν κρατείται ήδη για απέλαση ή επιστροφή. Στο βαθμό λοιπόν που συγκεκριμένες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας αποδυναμώνουν ουσιαστικά ή αποκλείουν στην πράξη τη δυνατότητα κράτησης αιτούντος διεθνή προστασία που κρίνεται επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, τότε οι διατάξεις αυτές καθίστανται ανίσχυρες. Επομένως, κατά την ερμηνευτική αυτή εκδοχή μπορεί να διαταχθεί η κράτηση αιτούντος διεθνή προστασία ανεξαρτήτως του αν αυτός κρατείται ήδη ή όχι από τις αρχές.
Τέλος, ανεξαρτήτως του ζητήματος κατά πόσο τίθεται ζήτημα συμβατότητας ή μη της εθνικής νομοθεσίας ως προς το ενωσιακό δίκαιο, μπορεί να υποστηριχθεί, ότι οι επίμαχες διατάξεις του άρθρου 46 του ν. 4375/2016, δεν κατήργησαν την ευχέρεια των αστυνομικών αρχών με βάση το άρθρο 12 παρ. 3 του προϊσχύοντος πδ 113/2013 να διατάξουν την κράτηση οποιουδήποτε αιτούντος άσυλο στην περίπτωση που συντρέχουν λόγοι δημοσίας τάξης και εθνικής ασφάλειας. Και τούτο διότι, ναι μεν από την έναρξη ισχύος του νόμου 4375/2016 καταργήθηκε κάθε γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος ή ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που αποτελούν αντικείμενό του, πλην όμως, στην προκείμενη περίπτωση στο βαθμό που ο νόμος 4375/2016 δεν προβλέπει τίποτα αναφορικά με αν και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να τεθεί σε διοικητική κράτηση ένας «ελεύθερος» αιτών διεθνή προστασία αλλοδαπός, διατηρείται σε ισχύ η ως άνω διάταξη του προγενέστερου προεδρικού διατάγματος. Συνεπώς, υπό την ερμηνευτική αυτή εκδοχή οι αστυνομικές αρχές μπορούν καταρχήν να θέσουν υπό κράτηση αιτών άσυλο που δεν κρατείται ήδη για απέλαση ή επιστροφή. Μια τέτοια πάντως δεν φαίνεται ότι μπορεί να ξεπεράσει την ρητή γενική πρόβλεψη του άρθρου 81 παρ. 1 εδ τελευταίο του ν.4375/2016, σύμφωνα με το οποίο «Με την έναρξη ισχύος του Μέρους Γ’ του παρόντος, σύμφωνα με το άρθρο 89, καταργείται το Μέρος Α’ του π.δ. 113/2013 (Α’ 146)» μεταξύ των οποίων και το εν λόγω άρθρο 12 παρ. 3 του πδ 113/2013 και επομένως δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτή.
Στο δύσκολο αυτό νομικό ζήτημα, την τελική απάντηση καλείται να δώσει το αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο, στο οποίο και διαβιβάστηκε η ως άνω απόφαση κράτησης του τούρκου στρατιωτικού, προκειμένου κατ’ άρθρο 46 παρ. 5 του ν. 4375/2016 να κριθεί η νομιμότητα επιβολής του μέτρου της κράτησης. Στα δύσκολα νομικά ζητήματα, όπως το συγκεκριμένο, υπάρχουν πολλές ερμηνευτικές προσεγγίσεις, μία όμως συνήθως «κρατούσα». Για το λόγο αυτό και αναμένεται με ενδιαφέρον η κρίση του Δικαστηρίου για το ποια από τις ανωτέρω ερμηνευτικές εκδοχές τελικά θα επικρατήσει.
[1] Σημειώνεται ότι στο βαθμό που ασκήθηκε αίτηση ακύρωσης κατά της απόφασης της Επιτροπής Προσφυγών που αναγνώρισε τον τούρκο στρατιωτικό ως πρόσφυγα, η εν λόγω απόφαση δεν έχει καταστεί «τελεσίδικη» κατά νόμω και ο ενδιαφερόμενος διατηρεί την ιδιότητα του «αιτούντος διεθνή προστασία» κατ’ άρθρο άρθρου 34 περ. δ΄ και ε΄ του ν. 4375/2016, σε συνδυασμό με το άρθρο 64 του ίδιου νόμου.
[2] Βλ. αντί άλλων Ε.Πουλαράκης, Η προσωρινή δικαστική προστασία του αλλοδαπού από την πράξη της διοικητικής απέλασης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σελ. 67 επ. με περαιτέρω παραπομπές και «Η διοικητική κράτηση αιτούντων διεθνή προστασία αλλοδαπών μετά τον Ν 4375/2016» (ειδικό θέμα) σε Επιθεώρηση Μεταναστευτικού Δικαίου 2016, σελ 36 επ.
[3] Προς την ως άνω Οδηγία, η οποία αποτελεί ένα από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 78 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (πρώην άρθρο 63 ΣΕΚ) μέτρα για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού συστήματος για το άσυλο είχε ήδη χωρήσει προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας με τα π.δ. 90/2008 και 81/2009. Κατά την εφαρμογή, όμως, των διαταγμάτων αυτών ανέκυψαν ζητήματα συμβατότητας του ελληνικού συστήματος εξέτασης αιτημάτων παροχής ασύλου με το δίκαιο της ΕΕ, τα οποία οδήγησαν στην έκδοση των από 29.10.2009 και 24.6.2010 προειδοποιητικών επιστολών εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ακολούθησε η έκδοση του π.δ. 114/2010, το οποίο προχώρησε στην κατάργηση των ως άνω π.δ./των 90/2008 και 81/2009 και αποτελούσε μέχρι πρόσφατα το ισχύον νομοθέτημα προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την προαναφερόμενη Οδηγία. Εν συνεχεία, μετά την ψήφιση του ν. 3907/2011 για την εν γένει αναδιοργάνωση του συστήματος ασύλου της χώρας, εκδόθηκε το π.δ. 113/2013 με το οποίο επιχειρείται εκ νέου η καθιέρωση ενιαίας διαδικασίας αναγνώρισης σε αλλοδαπούς και ανιθαγενείς του καθεστώτος του πρόσφυγα ή δικαιούχου επικουρικής προστασίας σε συμμόρφωση προς την εν λόγω Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου. Σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 1 του π.δ. 113/2013, αιτήσεις διεθνούς προστασίας που έχουν υποβληθεί πριν από τις 7.6.2013 εξετάζονται από τις αρχές και σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στο π.δ. 114/2010. Μεταγενέστερες αιτήσεις που υποβάλλονται μετά τις 7.6.2013, εξετάζονται από τις αρχές που προβλέπονται στο Μέρος Α ́ του π.δ. 113/2013 και σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο Μέρος αυτό διαδικασία. Αναφορικά με τη νομιμότητα της επανόδου της Διοίκησης στο ζήτημα των διαδικασιών αναγνώρισης σε αλλοδαπούς και ανιθαγενείς του καθεστώτος του πρόσφυγα ή του δικαιούχου επικουρικής προστασίας βλ. το οικείο πρακτικό επεξεργασίας (152/2013) του Ε΄τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
[4] Άρθρα 18 Οδηγίας, 12 παρ. 1 π.δ. 113/2013, 13 π.δ. 114/2010.
[5] Άρθρο 12 παρ. 2 π.δ. 113/2013. Πρβλ. σχετικά και άρθρο 13 π.δ. 114/2010, η δε τελευταία προϋπόθεση προστέθηκε με το άρθρο 59 παρ. 1 του ν. 4075/2012 (ΦΕΚ Α’ 89/11.4.2012).
[6] Άρθρο 12 παρ. 3 π.δ. 113/2013.
[7] Βλ και ΔΕΕ (Μειζ.Συνθ) υπόθ. C-601/2015 PPU, απόφ της15.2.2016, J. N. κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, όπου κρίθηκε ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο ε΄, της οδηγίας 2013/33, τηρώντας δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, του δικαιώματος του αιτούντος στην ελευθερία και, αφετέρου, των απαιτήσεων προστασίας της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξεως, και ότι το κύρος των επίμαχων διατάξεων είναι συμβατό προς τα άρθρα 6 και 52, παράγραφοι 1 και 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.