Με την πρόσφατη απόφασή του στην υπόθεση Air Baltic, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έκρινε ότι η απαρίθμηση στον Κώδικα Συνόρων Σένγκεν των λόγων για τους οποίους ένα κράτος μπορεί να αρνηθεί την είσοδο σε πολίτη τρίτης στο χώρο Σενγκεν είναι αποκλειστική. Επομένως, τα κράτη μέλη δεν διαθέτουν περιθώριο διακριτικής ευχέρειας να αρνούνται την είσοδο υπηκόου τρίτης χώρας στο έδαφός τους κατ’ εφαρμογή μη προβλεπόμενης από τον κώδικα συνόρων του Σένγκεν προϋποθέσεως.
Υπεθυμίζεται ότι στα τέλη του περασμένου έτους στην υπόθεση Koushkaki, το ΔΕΕ είχε ήδη αποφανθεί ομοίως ότι η απαρίθμηση των λόγων άρνησης χορήγησης θεώρησης εισόδου (visa) στον οικείο κώδικα θεωρήσεων της ΕΕ είναι και αυτή αποκλειστική.
Ακουλουθώντας αντίστοιχη συλλογιστική και στην υπόθεση Air Baltic, το Δικαστήριο κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα όσον αφορά και στον Κώδικα Συνόρων Σένγκεν. Επιπλέον, το Δικαστήριο προέβη σε μια σειρά γενικών και ειδικών παρατηρήσεων σχετικά με την φύση και την ερμηνεία των συγκεκριμένων νομοθετικών πράξεων του ενωσιακού δικαίου.
Σημειώνεται ότι ο Κώδικας Συνόρων του Σένγκεν θεσπίζει κοινούς κανόνες για τα πρότυπα και τις διαδικασίες συνοριακού ελέγχου προσώπων κατά τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η συγκεκριμένη υπόθεση αφορούσε περίπτωση Ινδού υπηκόου, ο οποίος έφτασε στις 8 Οκτωβρίου 2010,στη Ρίγα της Λεττονίας με πτήση από τη Μόσχα. Κατά το σχετικό συνοριακό έλεγχο στο αεροδρόμιο της Ρίγα ο ενδιαφερόμενος αλλοδαπός επέδειξε έγκυρο ινδικό διαβατήριο χωρίς ομοιόμορφη θεώρηση καθώς και ένα ακυρωθέν ινδικό διαβατήριο που έφερε ομοιόμορφη θεώρηση πολλαπλών εισόδων η οποία είχε χορηγηθεί από την Ιταλική Δημοκρατία με περίοδο ισχύος από τις 25 Μαΐου 2009 έως τις 25 Μαΐου 2014. Η είσοδος του Ινδού υπηκόου στη λεττονική επικράτεια απαγορεύθηκε με το αιτιολογικό ότι δεν διέθετε έγκυρη θεώρηση.
Παράλληλα, οι αρχές της Λεττονίας επέβαλαν διοικητικό πρόστιμο στην αεροπορική εταιρεία για μεταφορά προς τη Λεττονία προσώπου που δεν διέθετε τα απαραίτητα για την είσοδό του στη χώρα ταξιδιωτικά έγγραφα.
Η αεροπορική εταιρεία προσέφυγε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κατά της σχετικής απόφασης. Η σχετική προσφυγή απερρίφθη σε πρώτο βαθμό, ωστόσο, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέστειλε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με το σχετικό νομικό ζήτημα.
Το ΔΕΕ, πρώτον, διευκρίνησε ότι η ακύρωση από αρχή τρίτης χώρας ταξιδιωτικού εγγράφου δεν επιφέρει αυτοδικαίως ακυρότητα της ομοιόμορφης θεωρήσεως που περιέχεται στο έγγραφο αυτό. Σύμφωνα με τον κώδικα θεωρήσεων, η ακύρωση ή η ανάκληση ομοιόμορφης θεωρήσεως προϋποθέτει την έκδοση ειδικής αποφάσεως προς τον σκοπό αυτό από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους χορηγήσεως ή άλλου κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, αρχή τρίτης χώρας δεν είναι αρμόδια να ακυρώσει ομοιόμορφη θεώρηση. Εξάλλου, η ακύρωση του ταξιδιωτικού εγγράφου στο οποίο έχει τεθεί η θεώρηση μετά τη χορήγησή της δεν συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των λόγων που μπορούν να δικαιολογήσουν την ακύρωσή της από την αρμόδια αρχή κατά τον οικείο κώδικα Θεωρήσεων. Συνεπώς, η εκδοθείσα από αρχή τρίτης χώρας απόφαση περί ακυρώσεως ταξιδιωτικού εγγράφου το οποίο περιέχει ομοιόμορφη θεώρηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιφέρει αυτοδικαίως ακύρωση ή ανάκληση της συγκεκριμένης θεωρήσεως.
Δεύτερον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο κώδικας συνόρων του Σένγκεν δεν προβλέπει την απαγόρευση εισόδου του ενδιαφερομένου στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ανεξάρτητα από τις τυχόν διαφορετικές γλωσσικές αποδόσεις της συγκεκριμένης διάταξης του κώδικα σε επιμέρους γλώσσες των κρατών μελών, η ανάγκη ομοιόμορφης ερμηνείας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης απαιτεί, να γίνει ερμηνεία της διάταξης σε συνάρτηση με τον σκοπό και το γενικό πλαίσιο των κανόνων των οποίων αποτελεί μέρος.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το σχετικό έντυπο που δίδεται σε όσους απαγορεύεται η είσοδος δεν προβλέπει την άρνηση με το αιτιολογικό ότι η θεώρηση εισόδου, δεν επικολλήθηκε επί έγκυρου διαβατηρίου.
Επιπλέον,το Δικαστήριο τόνισε ο νομοθέτης της Ένωσης δεν θέλησε να αποκλείσει κάθε δυνατότητα εισόδου στο έδαφος των κρατών μελών σε περίπτωση ελλείψεως θεωρήσεως επί έγκυρου ταξιδιωτικού εγγράφου. Τούτο, καθώς, προέβλεψε ρητώς τη δυνατότητα να τεθεί η θεώρηση επί χωριστού φύλλου όταν το κράτος μέλος που χορηγεί τη θεώρηση δεν αναγνωρίζει το ταξιδιωτικό έγγραφο που του επιδεικνύεται.
Εξάλλου, η επίδειξη δύο χωριστών εγγράφων δεν περιάγει τις αρμόδιες αρχές σε κατάσταση αδυναμίας να διενεργήσουν υπό εύλογες συνθήκες τους αναγκαίους ελέγχους που προβλέπει ο Κώδικας συνόρων του Σένγκεν για την καταπολέμηση της παράτυπης μετανάστευσης και της εμπορίας ανθρώπων, καθώς και στην πρόληψη κάθε απειλής κατά της εσωτερικής ασφάλειας, της δημόσιας τάξεως, της δημόσιας υγείας και των διεθνών σχέσεων των κρατών μελών.
Επομένως, τυχόν απαγόρευση εισόδου απλά με την αιτιολογία ότι η θεώρηση εισόδου δεν έχει επικολληθεί επί έγκυρου διαβατηρίου θα παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας.
Τέλος, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι οι εθνικές αρχές των κρατών μελών δεν διαθέτουν περιθώριο διακριτικής ευχέρειας να αρνούνται την είσοδο υπηκόου τρίτης χώρας στο έδαφός τους κατ’ εφαρμογή μη προβλεπόμενης από τον κώδικα συνόρων του Σένγκεν προϋποθέσεως. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό, ακολουθώντας κατα βάση το σκεπτικό του στην προγενέστερη υπόθεση Koushkaki, λαμβάνοντας υπόψη ότι (α) το τυποποιημένο έντυπο αιτιολογώντας την άρνηση εισόδου περιέχει έναν εξαντλητικό κατάλογο των λόγων άρνησης, (β) η ίδια η φύση του συστήματος Σένγκεν »προϋποθέτει έναν κοινό ορισμό των προϋποθέσεων εισόδου» και (γ) η συγκεκριμένη ερμηνεία η ερμηνεία αυτή επιτυγχάνει τον «στόχο της διευκόλυνση των νόμιμων ταξιδιών», ο οποίος περιλαμβανεται ρητά στο προοίμιο του Κώδικα θεωρήσεων.
Η εν λόγω απόφαση είναι εξόχως σημαντική, στο βαθμό που αφορά όχι μόνο πολίτες τρίτης χώρας που πρέπει να εφοδιαστούν με σχετική θεώρηση εισόδου, όπως στην υπόθεση Koushkaki, αλλά ευρύτερα όσους αλλοδαπούς επιθυμούν να εισέλθουν στον ενιαίο χώρο Σένγκεν (π.χ. και όσους απαλλάσσονται της σχετικής υποχρεώσης έγκυρης visa, βάσει συμφωνιών με την Ε.Ε., αμερικανούς κ.ά.).
Περαιτέρω, και αυτό είναι το ουσιαστικότερο σημείο αυτής, αναγνωρίζεται για πρώτη φορά από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι τα κράτη μέλη δεν διαθέτουν περιθώριο διακριτικής ευχέρειας να αρνούνται την είσοδο υπηκόου τρίτης χώρας στο έδαφός τους κατ’ εφαρμογή μη προβλεπόμενης από τον κώδικα συνόρων του Σένγκεν προϋποθέσεως.
Με άλλα λόγια, το ζήτημα της απαγόρευσης εισόδου στον ενιαίο χώρο Σένγκεν δεν επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε κράτους αλλά ρυθμίζεται ομοιόμορφα με ενιαίους ευρωπαϊκούς κανόνες.
Στάθης Πουλαράκης