Η έννοια της ευαλωτότητας και η εφαρμογή ειδικών διατάξεων για τους αιτούντες άσυλο που χρήζουν ειδικών εγγυήσεων στις ευρωπαϊκές διαδικασίες ασύλου αποτελούν ένα από τα ακανθώδη ζητήματα στην υλοποίηση του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου (ΚΕΣΑ) και στην επερχόμενη μεταρρύθμισή του, κατόπιν των νομοθετικών προτάσεων τις οποίες υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το περασμένο έτος. Το παρόν άρθρο συνοψίζει τα κύρια ζητήματα που διέπουν τον εντοπισμό και την παροχή ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων στους ευάλωτους αιτούντες, με βάση τατελευταία στοιχεία και την ανάλυση που δημοσίευσε η Βάση Δεδομένων Ασύλου (AIDA).
Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) προσεγγίζει την ευαλωτότητα όχι ως χαρακτηριστικό κάθε ανθρώπου που ζητά άσυλο, ως μέλους μίας ομάδας «πληθυσμού ιδιαίτερα μειονεκτούσα και ευάλωτη που έχει ανάγκη ιδιαίτερης προστασίας», όπως την ερμήνευσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στην απόφαση M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδος (παρ. 251), αλλά ως μέτρο κατηγοριοποίησης των αιτούντων άσυλο σε υπο-σύνολα. Έτσι, εννοούνται ως ευάλωτες ορισμένες ομάδες όπως οι «ανήλικοι, οι ασυνόδευτοι ανήλικοι, τα άτομα με ειδικές ανάγκες, οι ηλικιωμένοι, οι εγκυμονούσες, οι μονογονεϊκές οικογένειες με ανήλικα παιδιά, τα θύματα εμπορίας ανθρώπων, τα άτομα με σοβαρές ασθένειες, τα άτομα με πνευματικές διαταραχές και τα άτομα που έχουν υποστεί βασανιστήρια, βιασμό ή άλλες σοβαρές μορφές ψυχολογικής, φυσικής ή σεξουαλικής βίας, όπως γυναίκες θύματα ακρωτηριασμού των γεννητικών οργάνων», σύμφωνα με το αρ. 21 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ για την υποδοχή.
Το ΚΕΣΑ αφήνει τον ακριβή καθορισμό των ευάλωτων ομάδων στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών που εφαρμόζουν το δίκαιο της ΕΕ. Ως εκ τούτου, η έννοια των προσώπων που χρήζουν ειδικής προστασίας στη διαδικασία ασύλου δεν εναρμονίζεται πλήρως μεταξύ των εθνικών συστημάτων ασύλου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ελληνικός ορισμός των ευάλωτων ομάδων σύμφωνα με το αρ. 14, παρ. 8 του Νόμου 4375/2016, όπου – σε αντίθεση με τη νομοθεσία άλλων χωρών – συμπεριλαμβάνονται τα πρόσωπα με μετατραυματικό σύνδρομο και ιδιαίτερα οι επιζήσαντες ναυαγίων. Οι πιέσεις τις οποίες υφίσταται η Ελλάδα από λοιπά κράτη της ΕΕ για να αναθεωρήσει τον εν λόγω ορισμό, κυρίως λόγω των διαδικαστικών εγγυήσεων που συνεπάγεται στο πλαίσιο της διαδικασίας στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ) των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου (βλ. παρακάτω), καθιστούν τρανό παράδειγμα των διαφορετικών ερμηνειών της ευαλωτότητας στο άσυλο.
Εντοπισμός
Κομβικό σημείο στην προστασία των ευάλωτων προσώπων αποτελεί η υποχρέωση των χωρών να προβούν στον έγκαιρο εντοπισμό τους (αρ. 22, παρ. 1 της Οδηγίας 2013/33ΕΕ για την υποδοχή, αρ. 24, παρ. 1 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ για τις διαδικασίες ασύλου). Οι μηχανισμοί για την τήρηση της υποχρέωσης αυτής ποικίλλουν, ωστόσο. Πέραν της ιδιάζουσας περίπτωσης της Ελλάδας, όπου η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) εμπλέκεται στην πράξη στη διαδικασία εντοπισμού που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΥΥΤ), ο εντοπισμός πραγματοποιείται μέσω ιατρικών ελέγχων σε ορισμένες χώρες (Ολλανδία, Σουηδία), μέσω ερωτηματολογίου σε άλλες (Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο), ενώ στις περισσότερες χώρες δεν έχουν θεσπιστεί διαδικασίες για να αναγνωρίζεται συστηματικά η ευαλωτότητα.
Πέραν των δυσκολιών τους να αναγνωρίσουν τα πρόσωπα που χρήζουν ειδικών εγγυήσεων, τα περισσότερα κράτη δεν συλλέγουν στατιστικά στοιχεία για τους ευάλωτους αιτούντες στα συστήματα ασύλου τους. Εξαιρέσεις αποτελούν η Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Κύπρος – οι δύο τελευταίες συλλέγουν λεπτομερή στοιχεία ανά κατηγορία ευαλωτότητας. Οι ελλείψεις αυτές καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολο να εκτιμηθεί με σαφήνεια πόσοι, ή ποιοι, αιτούντες παρουσιάζουν συγκεκριμένες ανάγκες στη διαδικασία ασύλου.
Ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις
Το ΚΕΣΑ επιβάλλει στα κράτη ειδικές υποχρεώσεις για την προσαρμογή της διαδικασίας ασύλου στις συγκεκριμένες ανάγκες των ευάλωτων προσώπων. Εντούτοις, η αναγνώριση του αιτούντος άσυλο ως ευάλωτου δεν φέρει τις ίδιες συνέπειες σε όλες τις χώρες. Η διακριτική ευχέρεια που αφήνει η Οδηγία 2013/32/ΕΕ για τις διαδικασίες ασύλου στα κράτη μέλη όσον αφορά τις διαδικαστικές εγγυήσεις που εφαρμόζονται σε ευάλωτους αιτούντες έχει ως αποτέλεσμα μία έλλειψη συνοχής στη μεταχείρισή τους. Πιο συγκεκριμένα, σημαντικές διαφορές παρατηρούνται στο πλαίσιο της εξέτασης των αιτημάτων κατά προτεραιότητα στην κανονική διαδικασία (αρ. 31, παρ. 7 της Οδηγίας), καθώς και της διαδικασίας στα σύνορα (αρ. 24, παρ. 3 και 25, παρ. 6 της Οδηγίας):
Σύμφωνα με την Οδηγία, τα κράτη μέλη της ΕΕ δύνανται να εξετάζουν κατά προτεραιότητα τις αιτήσεις ασύλου των ευάλωτων προσώπων στην κανονική διαδικασία, με στόχο την επίσπευση της πρόσβασής τους στη διεθνή προστασία. Ενώ οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (Ελλάδα, Κύπρος, Ισπανία, Γαλλία, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Ιταλία, Μάλτα, Πολωνία) προβλέπουν ευνοϊκές διατάξεις για την εξέταση κατά προτεραιότητα των αιτημάτων ασύλου ευάλωτων ομάδων και κυρίως ασυνόδευτων ανηλίκων, σε ορισμένες όπως η Ιταλία και η Ουγγαρία, κάτι τέτοιο δε συμβαίνει στην πράξη. Σε άλλα κράτη της ηπείρου, ωστόσο, οι ασυνόδευτοι ανήλικοι όχι μόνο δεν αποκτούν ταχύτερη πρόσβαση σε προστασία, αλλά αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες καθυστερήσεις από τους υπόλοιπους αιτούντες: η αναμονή για την πρωτοβάθμια απόφαση ενδέχεται να φτάσει τους 15 μήνες στην Αυστρία, ενώ φτάνει κατά μέσο όρο τους 17 μήνες στη Σουηδία.
Όσον αφορά τις διαδικασίες στα σύνορα, οι οποίες ως επί το πλείστον εφαρμόζονται εντός σύντομων προθεσμιών και σε πλαίσιο (άτυπης) κράτησης, το δίκαιο της ΕΕ εξαιρεί μόνο τους αιτούντες που χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων συνέπεια βασανιστηρίων, βιασμού ή άλλων σοβαρών μορφών βίας, και στους οποίους δεν δύναται να παρέχεται επαρκής υποστήριξη.
Οι ασυνόδευτοι ανήλικοι, με τη σειρά τους, εξαιρούνται παρά μόνον αν δεν εμπίπτουν σε ορισμένες από τις διατάξεις που επιτρέπουν τη χρήση τέτοιων διαδικασιών, ήτοι ασφαλής τρίτη χώρα, μεταγενέστερες αιτήσεις, ασφαλής χώρα προέλευσης, παρουσίαση ψευδών πληροφοριών ή εγγράφων, κακόπιστη καταστροφή εγγράφων και κίνδυνος για τη δημόσια τάξη ή εθνική ασφάλεια.
Η Ελλάδα δεν υποβάλλει τους ευάλωτους αιτούντες στην ταχύρρυθμη διαδικασία στα σύνορα, η οποία εφαρμόζεται στα ΚΥΤ των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου στο πλαίσιο της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας βάσει του αρ. 60, παρ. 4 του Νόμου 4375/2016. Στο πλαίσιο αυτό, η Υπηρεσία Ασύλου εξαίρεσε 2.961 αιτούντες το 2016 και 5.665 το πρώτο εξάμηνο του 2017 από την ως άνω διαδικασία. Ωστόσο, παρόμοια εξαίρεση δεν προβλέπεται για τη διαδικασία στις ζώνες διέλευσης αερολιμένων βάσει του αρ. 60, παρ. 1, σε ασυμφωνία με την ευρωπαϊκή Οδηγία.
Άλλες χώρες, βάσει νόμου ή διοικητικής πρακτικής, εξαιρούν τους ασυνόδευτους ανηλίκους (Βέλγιο, Ολλανδία, Γερμανία) ή γενικότερα τις ευάλωτες ομάδες (Ισπανία) από τέτοιες διαδικασίες. Σε άλλες περιπτώσεις, η χρήση της διαδικασίας αποφεύγεται όταν κρίνεται ότι η κράτηση συνιστά ιδιαίτερα επιβλαβές μέτρο για τον αιτούντα (Βέλγιο, Ολλανδία, Ελβετία, με την τελευταία να εφαρμόζει εθνικό δίκαιο και όχι ενωσιακό). Εν αντιθέσει, η Ουγγαρία από το Μάρτιο του 2017 εφαρμόζει συστηματικά τη διαδικασία στα σύνορα σε όλους τους αιτούντες πλην ασυνόδευτων ανηλικών κάτω των 14 ετών, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται αυθαίρετη κράτηση και σε ευάλωτα πρόσωπα.
Άλλα κράτη όπως η Γαλλία, που εφαρμόζουν αυστηρά το γράμμα της Οδηγίας, δεν προβλέπουν ρητή απαγόρευση της εφαρμογής των διαδικασιών στα σύνορα σε ομάδες που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Κατά συνέπεια, ενδέχεται η πλειοψηφία όσων υποβάλλουν αιτήσεις σε σημεία διέλευσης να υφίσταται τις αντίξοες συνθήκες της εν λόγω διαδικασίας και συστηματικής κράτησης, καθώς μόνο πέντε αιτούντες από τους 902 που ζήτησαν άσυλο στα σύνορα το 2016 μεταφέρθηκαν στην κανονική διαδικασία.
Φαίνεται λοιπόν ότι η εξαιρετική πολυπλοκότητα του δικαίου της ΕΕ όσον αφορά τη διαδικαστική μεταχείριση των ευάλωτων αιτούντων άσυλο, και κυρίως η αδυναμία της να αποκλείσει τη χρήση ταχύρρυθμων διαδικασιών στα σύνορα στην περίπτωσή τους, προκαλεί ισχυρές αντιφάσεις στην εφαρμογή της στις εθνικές έννομες τάξεις: ορισμένες χώρες εξαιρούν ρητά, άλλες καθόλου, ενώ όσες εφαρμόζουν αυστηρά τους κανόνες της Οδηγίας δεν εξαιρούν παρά έναν ελάχιστο αριθμό αιτούντων στην πραγματικότητα. Κατά συνέπεια, η υλοποίηση του ΚΕΣΑ παρουσιάζει σημαντικά κενά στην αποτελεσματικότητα των διατάξεων, οι οποίες στοχεύουν στην προστασία των ευάλωτων ομάδων και στην εξασφάλιση κατάλληλων συνθηκών για να τους επιτραπεί η πρόσβαση στο άσυλο.
Μίνως Μουζουράκης, Συντονιστής Βάσης Δεδομένων Ασύλου (AIDA), Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες και τους Εξόριστους (ECRE)
Η Βάση Δεδομένων Ασύλου (AIDA) του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες και τους Εξόριστους (ECRE) περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις διαδικασίες ασύλου, τις συνθήκες υποδοχής, την κράτηση και τα δικαιώματα των αναγνωρισμένων δικαιούχων προστασίας σε 20 ευρωπαϊκές χώρες.
Τα κείμενα τρίτων προσώπων που φιλοξενούνται στη στήλη «Απόψεις» του Immigration.gr δημοσιεύονται αυτούσια και απηχούν τις προσωπικές απόψεις των συγγραφέων και όχι του ιστολογίου ή του διαχειριστή του.