Καλημέρα! Κατ’αρχήν θα ήθελα να ευχαριστήσω την «ΆΡΣΙΣ» για τη σημερινή πρόσκληση, καθώς και εσάς που βρεθήκατε σήμερα εδώ για αυτή την καθ’ολα ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία που θα αποτελέσει, θεωρώ, σημείο εκκίνησης ανταλλαγής απόψεων και εποικοδομητικής συζήτησης. Μέσω της παρουσίασης μου προσωπικά ευελπιστώ, έχοντας υπόψιν τα προβλήματα που στο παρελθόν είχα αντιμετωπίσει και έχοντας, μέσω της τωρινής μου θέσης, αποκτήσει μια λίγο πιο διαφορετική θεώρηση, να θέσω κάποια σημεία για περαιτέρω προβληματισμό.
Ας δούμε, λοιπόν, εν συντομία το νομικό πλαίσιο που αφορά στους ασυνόδευτους ανηλίκους των οποίων, όπως όλοι ξέρουμε, οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας, για μεγαλύτερα διαδικαστικά εχέγγυα, εξαιρούνται από την ταχύρρυθμη διαδικασία και τις συντετμημένες προθεσμίες αυτής. Στη διαφάνεια έχω παραθέσει ορισμένες από τις πιο σημαντικές διατάξεις του ν. 4375/2016. Επιτρέψτε μου απλά να δώσω ιδιαίτερη έμφαση στις παραγράφους 8 και 9 του άρθρου 14 καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 43 και 45, βάσει των οποίων, εν ολίγοις, οι ασυνόδευτοι ανήλικοι ανήκουν αποτελούν μία από τις ευάλωτες ομάδες και μάλιστα, σε περίπτωση που σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ανακύψει αμφιβολία σχετικά με την ανηλικότητα κάποιου αιτούντος, διατάσσεται από τον αρμόδιο Διοικητή η παραπομπή του για τη διαπίστωση της ηλικίας του, ενώ, σε κάθε περίπτωση, μέχρι την έκδοση πορίσματος περί της ηλικίας του, το πρόσωπο θεωρείται ανήλικο και τυγχάνει αντίστοιχης μεταχείρισης, καθώς το βέλτιστο συμφέρον αυτού αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση κατά την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, κάτι που αναφέρεται σαφώς στο άρθρο 21 του πρόσφατου νόμου 4540/2018.Μάλιστα, βάσει αυτού, οι προστατευτικές διατάξεις υποδοχής εφαρμόζονται σε όλους τους ασυνόδευτους μετά την ταυτοποίηση τους, ασχέτως του αν υπέβαλαν αίτηση ασύλου, ενώ, επίσης, αρμόδια αρχή για την προστασία των ασυνοδεύτων και των χωρισμένων ανηλίκων, ορίζεται η Γενική Διεύθυνση Κοινωνικής Αλληλεγγύης του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής αλληλεγγύης.
Επίσης, η παράγραφος 5 του άρθρου 4 του π.δ.141/2013 αποτελεί μια διάταξη-ορόσημο, κατ’εμέ, για τους ασυνόδευτους ανηλίκους, καθώς σε αυτή γίνεται μνεία της εφαρμογής του ευεργετήματος της αμφιβολίας σε περιπτώσεις που ενώ τα δηλωθέντα στοιχεία δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, ο αιτών έχει, μεταξύ άλλων, καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του και έχει υποβάλει όλα τα συναφή στοιχεία που διαθέτει, δίνοντας ικανοποιητική εξήγηση για την τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων.
Εξίσου δε σημαντική είναι η υπ’αρ.1982/15-02-2016 Κ.Υ.Α., στο άρθρο 2 της οποίας, ορίζεται ότι εάν, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ο εκάστοτε αρμόδιος υπάλληλος αμφιβάλλει σχετικά με την ανηλικότητα αιτούντος διεθνούς προστασίας, οφείλει να ενημερώσει τον Προϊστάμενο του ΠΓΑ, ο οποίος με σχετική απόφαση του, παραπέμπει τον αιτούντα σε αρμόδια δομή του δημοσίου συστήματος υγείας ή σε εποπτευόμενο φορέα του Υπουργείου Υγείας εντός της τοπικής αρμοδιότητας του ΠΓΑ στα οποία απασχολείται παιδίατρος, ψυχολόγος και λειτουργεί κοινωνική υπηρεσία. Σημειωτέον ότι στο τέλος της παρουσίασης παραθέτω τις αποφάσεις περί των εν λόγω δημόσιων δομών καθώς, επίσης, ένα link για το policy brief που εκδόθηκε τον Αύγουστο του 2016 από τους Γιατρούς του Κόσμου, που εμπεριέχει ενδιαφέρουσες σκέψεις και προτάσεις.
Έχοντας αυτά υπόψιν, λοιπόν, θεωρώ σκόπιμο να αναφερθώ σε μια σχετική απόφαση της 7ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών. Αρχικά, ας πούμε κάποια λόγια για το πραγματικό αυτής.
Ο προσφεύγων, υπέβαλε τον Ιανουάριο του 2017 στο Π.Γ.Α. Σάμου, αίτηση χορήγησης διεθνούς προστασίας κατά την οποία καταγράφηκε ως ημερ/νία γέννησης του η 11η Οκτωβρίου 1998. Ήδη, όμως, από τον Νοέμβριο του 2016, είχε εκδοθεί απόφαση του Διοικητή του Κέντρου Πρώτης Υποδοχής με την οποία προσδιορίσθηκε η ηλικία του προσφεύγοντος στα δεκαοκτώ (18) έτη, δίχως, πάντως, να προέκυπτε ότι ο προσφεύγων έλαβε σχετική γνώση καθ’όσον, μεταξύ των στοιχείων του φακέλου, δεν υφίστατο σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως. Η ως άνω αίτηση διεθνούς προστασίας, εξετασθείσα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 60 παρ. 4 του ν. 4375/2016 ταχύρρυθμη διαδικασία, απορρίφθηκε ως αβάσιμη από το Π.Γ.Α. Σάμου λόγω μη πλήρωσης του αντικειμενικού στοιχείου του φόβου, κατά την έννοια των διατάξεων της Συμβάσεως της Γενεύης και επιδόθηκε νομίμως στον προσφεύγοντα, ο οποίος, όμως, μέσω της πληρεξουσίου δικηγόρου του, κατέθεσε υπόμνημα επ’αυτής, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι τόσο κατά τη διάρκεια της καταγραφής του αιτήματος του για διεθνή προστασία, όσο και κατά τη συνέντευξη του από την EASO, είχε δηλώσει ότι η ημερομηνία γέννησης του είχε εσφαλμένως καταγραφεί και ζητώντας, ενόψει των ανωτέρω, τη διόρθωση αυτής στην 1η Σεπεμβρίου του 1999, προσκομίζοντας, μάλιστα, το μοναδικό, κατά τους ισχυρισμούς του, αντίγραφο που μπορούσε να κατέχει ως άτομο κάτω των 18 ετών, ήτοι μια βεβαίωση φοίτησης του σε σχολείο του Πακιστάν κατά το έτος 2015. Περαιτέρω, ενόσω εκκρεμούσε η υπόθεση του σε α’ βαθμό, είχε καταθέσει και σχετική αίτηση προς το Π.Γ.Α. Σάμου και κάθε άλλη αρμόδια αρχή, ζητώντας αρχικά, την εν λόγω διόρθωση της ημερομηνίας γέννησης του και επικουρικώς, την παραπομπή του στην κατά το νόμο αρμόδια αρχή για προσδιορισμό της ηλικίας του βάσει της υπ’αρ.1982/2016 Κ.Υ.Α.
Σε ό,τι αφορά την κρίση της εν λόγω Επιτροπής τονίζεται ότι στην αρχική απόφαση (υπ’αρ.πρωτοκ. 12140/04-08-2017) κάναμε μνεία των ως άνω διατάξεων και αναβάλαμε την έκδοση τελεσίδικης απόφασης προκειμένου να παραπέμψουμε τον προσφεύγοντα στην αρμόδια δομή του δημόσιου συστήματος υγείας για τη διαπίστωση της ηλικίας του, σύμφωνα με την εκ του νόμου προβλεπόμενη διαδικασία.
Δυστυχώς, όμως, μετά την πάροδο ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος και κατόπιν συνεχούς προσωπικής επικοινωνίας μας με το αρμόδιο Π.Γ.Α., διαπιστώθηκε ότι δεν του είχε παρασχεθεί πρόσβαση στις υπηρεσίες του Νοσοκομείου Σάμου ούτε έχει εξετασθεί από το αρμόδιο ιατρικό προσωπικό, για λόγους αναγομένους εξ ολοκλήρου στην ανεπαρκή διαχείριση των εμπλεκόμενων φορέων, με αποτέλεσμα ο ανωτέρω να εξακολουθούσε να διαβιεί στο Κ.Υ.Τ. Σάμου, όπου οι συνθήκες ήταν τελείως ακατάλληλες για τον ίδιο, λαμβανομένων υπόψιν του νεαρού της ηλικίας του και της, εξ αυτού, ευάλωτης κατάστασης του.
Έτσι, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψιν όλες τις διατάξεις που παρέθεσα καθώς και το ότι ο προσφεύγων, τόσο κατά την αρχική καταγραφή του αιτήματος του, όσο και κατά την προφορική του συνέντευξη, δήλωσε ότι είναι ανήλικος έχοντας ως έτος γεννήσεως το 1999, χωρίς να καταστεί δυνατή η διαπίστωση της ηλικίας του, για λόγους, πάντως, μη οφειλομένους σε υπαιτιότητα του ιδίου, παρέπεμψε την υπόθεση του στην κανονική διαδικασία προς εξασφάλιση του βέλτιστου συμφέροντος του προσφεύγοντος, που, σε κάθε περίπτωση, ήγαγε τη μετεφηβική του ηλικία. Οπότε, παρά το ότι είχε ενηλικιωθεί, δεχθήκαμε την προσφυγή και τον παραπέμψαμε στην κανονική διαδικασία.
Στο σημείο αυτό, άρα, θα ήθελα να επισημάνω το πόσο σημαντική είναι η συνεχής παρακολούθηση της υπόθεσης, τόσο από την πλευρά τη δική σας, ως δικηγόροι, που στην ουσία μετατρέπεστε σε case managers όσο και από τη δική μας για την προστασία του βέλτιστου συμφέροντος των ανήλικων αιτούντων διεθνούς προστασίας. Για μένα δε, είναι πολύ σημαντικό να είμαστε όσο πιο ευέλικτοι και ελαστικοί γίνεται ως προς την εφαρμογή του ευεργετήματος της αμφιβολίας, το οποίο, σε διαφορετική περίπτωση, καθίσταται κενό νοήματος, αν και εφόσον, όσοι δεν είναι προδήλως ανήλικοι και δεν έχουν πρωτότυπα σχετικά έγγραφα προς επίρρωσιν της ανηλικότητας τους, μεταχειρίζονται πάντοτε ως ενήλικοι μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου.
Και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό όταν η ανηλικότητα, ως έμφυτο χαρακτηριστικό, μαζί με κάποιο άλλο στοιχείο, όπως για παράδειγμα, ελλείψει και ύπαρξης υποστηρικτικού δικτύου, την καταγωγή από χώρα όπου γίνεται στρατολόγηση ανηλίκων συγκεκριμένων ηλικιών ή τα προσωπικά βιώματα (π.χ. γυναικεία κλειτοριδεκτομή, αναγκαστικός γάμος) και το υπό κρίση πραγματικό (π.χ. καταναγκαστική εργασία, πορνεία, συστηματική ενδοοικογενειακή βία) συνηγορούν υπέρ της χορήγησης προσφυγικού καθεστώτος λόγω δίωξης ενόψει είτε ένταξης σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα είτε της συνδρομής συσσωρευμένων λόγων, αν και, όπως γνωρίζω, τόσο εξ ιδίων αλλά και από άλλους συναδελφους με τους οποίους έχω, κατά καιρούς, συνομιλήσει, στο δεύτερο βαθμό, δεν υπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Θα δούμε στη συνέχεια όσα στατιστικά στοιχεία κατάφερα να συγκεντρώσω από την Αρχή Προσφυγών.
Ως προς το προσφυγικό καθεστώς, πάντως, ας δώσω το παράδειγμα μιας απόφασης πρώτου βαθμού που αφορά σε έναν ασυνόδευτο ανήλικο, υπήκοο Πακιστάν, γεννηθέντα το 2000, στον οποίο χορηγήθηκε προσφυγικό καθεστώς λόγω του ότι εν ολίγοις, επρόκειτο για θύμα ενδοοικογενειακής βίας, ο οποίος, ακόμη και αν, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, αποκοπεί από το οικογενειακό του περιβάλλον, με δεδομένη την ανηλικότητα του, θα εκτεθεί σε συνθήκες, άλλως αναπότρεπτες, που εμπίπτουν στην έννοια της δίωξης, με φορείς δίωξης τόσο τον πατέρα του όσο και πάσης φύσεως ιδιωτικούς φορείς,που δύνανται να κακοποιήσουν το παιδί, να το καταστήσουν θύμα εμπορίας, να το εξαναγκάσουν σε εργασία ή σε άλλη μορφή εκμετάλλευσης, συνεπεία της ανηλικότητάς του.
Όπως βλέπετε στη διαφάνεια αυτή, παραθέτω και άλλες τρεις αποφάσεις πρώτου βαθμού, με τη μία να χορηγείπροσφυγικό καθεστώς σε έναν ασυνόδευτο ανήλικο υπήκοο Γουινέας, γεννηθέντα το 2000, του οποίου η μητέρα και πατριός είχαν δολοφονηθεί κατά τη διάρκεια των φυλετικο-πολιτικών ταραχών που ξέσπασαν το 2013 με αποτέλεσμα ο αδερφός του πατριού του που ήταν στρατιωτικός, να ανέλαβε την επιμέλεια του, να τον κακομεταχειριζόταν και να τον εξέθετε αναγκαστικά σε ανθυγιεινή εργασία. Η πρωτοβάθμια αρχή, λοιπόν, έκρινε, παρά τις γενικές σχετικές αναφορές του αιτούντος, εύλογη τη πιθανότητα, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής, να συνεχίσει να εκτίθεται στις ως άνω συνθήκες, λαμβανομένων υπόψιν, αφενός μεν, της επί μακρόν και κατ’ εξακολούθηση προσβολής θεμελιωδών δικαιωμάτων του, αφετέρου δε, της ανηλικότητάς του και της έλλειψης υποστηρικτικού δικτύου και έτσι, χορήγησε σε αυτόν προσφυγικό καθεστώς λόγω της ένταξης του στην ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα των ορφανών ανήλικων παιδιών, δίχως υποστηρικτικό περιβάλλον.
Παρομοίως, η άλλη απόφαση του Α.Κ.Α. Κω αφορά σε έναν ασυνόδευτο ανήλικο, υπήκοο Πακιστάν, γεννηθέντα το 1999, ο οποίος έφυγε από τη χώρα καταγωγής, λόγω κτηματικών διαφορών μεταξύ της οικογένειας του και του ξαδέρφου του, καθώς και λόγω του οτι οι γονείς του ήταν θύματα καταναγκαστικής εργασίας/ειλωτείας απο τα ξαδέρφια του, ενώ, μάλιστα, σύμφωνα με την πρωτοβάθμια αρχή απόφανσης, δεν μπορούσε ευλόγως να θεωρηθεί ότι ο ίδιος θα μπορούσε να αποκοπεί την οικογένεια του ώστε να αποφύγει παρόμοιες συνθήκες καταναγκαστικής εργασίας. Έτσι, το Α.Κ.Α. Κω, κρίνοντας ότι ο εν λόγω αιτών ανήκει στην ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα των άπορων ανηλίκων που δεν έχουν επαρκές υποστηρικτικό δίκτυο και που έχουν ήδη εκτεθεί σε συνθήκες εξαναγκαστικής εργασίας/ειλωτείας, χορήγησε σε αυτόν προσφυγικό καθεστώς.
Στην τελευταία δε απόφαση, η Επιτροπή Προσφυγών του Βύρωνα αναγνώρισε ως πρόσφυγα, μια προσφεύγουσα, υπήκοο Αιθιοπίας (εκ του πατέρα της), που είχε εκτεθεί σε συνθήκες εξαναγκαστικής παιδικής εργασίας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης και βάσει του προφίλ της (αναλφάβητη κοπέλα, δίχως οικογενειακό δίκτυο, θύμα εμπορίας και διακίνησης, που δεν κατείχε έγγραφα ιθαγένειας) και των συνθηκών στη χώρα καταγωγής (δηλαδή, ανισότητα αντιμετώπισης μόνων γυναικών, αδυναμία ενσωμάτωσης αυτών στην κοινωνία), θεώρησε ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα αυτή, ως μέλος της ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας των μόνων γυναικών στην Αιθιοπία, να στιγματιστεί, αδυνατώντας, μάλιστα, να ενσωματωθεί στην κοινωνία της χώρας καταγωγής και να απολαύσει τα νόμιμα δικαιώματα της.
Εν τούτοις, καλώς ή κακώς, δεν χρήζουν όλοι οι ανήλικοι προστασίας υπό την έννοια της σύμβασης της Γενεύης ή των διατάξεων της επικουρικής προστασίας ή με άλλα λόγια, η ανηλικότητα άνευ άλλου τινός, δεν χορηγεί στον ασυνόδευτο προσφεύγοντα καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Και για να είμαι σαφής, ας επισημάνω τα εξής για τις υποθέσεις που έρχονται ενώπιον ημών. Αν μπορούσαμε, λοιπόν, να κάνουμε μια πρόχειρη κατηγοριοποίηση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι από τη μία πλευρά, δεχόμαστε προσφυγές ασυνόδευτων ανηλίκων που εξακολουθούν να είναι ανήλικοι κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης και από την άλλη πλευρά, έχουμε υποθέσεις ασυνοδεύτων που ενηλικιώθηκαν.
Σε ό,τι αφορά τους προσφεύγοντες που εξακολουθούν να είναι ανήλικοι, όταν η υπόθεση φτάνει ενώπιον μας, τα πράγματα ήταν, τουλάχιστον μέχρι τώρα, πιο ξεκάθαρα, καθώς πρακτικά, κοιτούσαμε αν, ενόψει της ένταξης του εν λόγω προσφεύγοντος σε ευάλωτη ομάδα, οι αρμόδιες αρχές ασύλου, δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του π.δ. 220/2007 έλαβαν αμέσως τα κατάλληλα μέτρα, για να εξασφαλιστεί η αναγκαία εκπροσώπηση του και ενημέρωσαν τον Εισαγγελέα Ανηλίκων (ή κατά περίπτωση, τον κατά τόπον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών) ώστε να ενεργήσει ως προσωρινός επίτροπος και να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για το διορισμό μόνιμου επιτρόπου του ανηλίκου, ο οποίος, συνήθως είναι κοινωνικός λειτουργός και εν ολίγοις, εκπροσωπεί τον ανήλικο, μεριμνά δε, για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του στο πλαίσιο της διαδικασίας ασύλου.
Αν, λοιπόν, δούμε ότι η αρμόδια υπηρεσία ασύλου ουδέποτε προέβη σε αυτές τις ενέργειες καθιστώντας, κατά τον τρόπο αυτό, πλημμελή τη διαδικασία, καθόσον δεν τηρήθηκαν οι εγγυήσεις που προβλέπονται από το νόμο για την προστασία του βέλτιστου συμφέροντος του υπό κρίση ασυνόδευτου ανηλίκου, τότε, κατά κύριο λόγο, δεχόμασταν την υπό κρίση προσφυγή, ακυρώναμε την εν λόγω απόφαση και μέσω αναπομπής διατάσσαμε τις αρμόδιες αρχές να προβούν σε όλες τις νόμιμες ενέργειες. Παράδειγμα τέτοιας απόφασης αποτελεί η υπ’αρ.14791/19-09-2017 απόφαση της 4ηςΑνεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών. Βέβαια, η πρακτική αυτή, με την τροποποίηση του 4375/2016 μεσω του ν. 4540/2018, άλλαξε, καθώς, πλέον, επιτρέπεται η αναπομπή στον α’ βαθμό, μόνο στις περιπτώσεις των αιτήσεων συνέχισης της διαδικασίας, οπότε, μένει να δούμε πώς, στην πορεία του χρόνου, μπορούμε εμείς σε δεύτερο βαθμό να πράττουμε προς διασφάλιση του βέλτιστου συμφέροντος των ασυνοδεύτων.
Ως προς τους προσφεύγοντες, τώρα, που ήταν μεν ανήλικοι όταν κατέθεσαν την προσφυγή, αλλά κατά την ημερομηνία της συνεδρίασης (εξέτασης) είχαν ενηλικιωθεί και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι η διαδικασία θεωρητικά έχει τηρηθεί υπό την έννοια της αποστολής των σχετικών εγγράφων από το αρμόδιο Π.Γ.Α. προς τις αρμόδιες αρχές (ήτοι, Εισαγγελέα και ΕΚΚΑ), αλλά, στην πράξη, είτε ο Εισαγγελέας δεν όρισε μόνιμο επίτροπο ή ο ίδιος δεν παρέστη στη συνέντευξη είτε δεν παραπέμφθηκε σε δομή φιλοξενίας (βάσει άρθρων 8Α και 11 Ν. 3907/2011), τα πράγματα περιπλέκονται κάπως και, έγκειται στη διακριτική ευχέρεια της κάθε Επιτροπής το πώς θα λειτουργήσει.
Με άλλα λόγια, εξ όσων γνωρίζω, δεν υπάρχει μία εξ ολοκλήρου κοινή πρακτική μεταξύ των Επιτροπών αλλά, σε κάθε περίπτωση, μερικές από τις λύσεις που έχουν υιοθετηθεί είναι η εξής. Δεν αποκλείεται, λοιπόν, η Επιτροπή να ακυρώσει την πρωτοβάθμια απόφαση και αναπέμψει στον α’ βαθμό για την τήρηση της δέουσας διαδικασιας, αν και εδώ καταλαβαίνετε ότι υπάρχει αρκετή καθυστέρηση με τον αιτούντα να είναι ήδη ενήλικος και πρακτικά το αποτέλεσμα να μην διαφοροποιείται, απλά τηρείται η ορθή διαδικασία. Από την άλλη πλευρά, ανεξαρτήτως του αν αυτό θεωρείται ορθό ή όχι, υπάρχουν Επιτροπές που, αφού λάβουν υπόψιν το χρόνο που θα μεσολαβήσει και εξετάσουν το υπό κρίση πραγματικό και τα εξατομικευμένα χαρακτηριστικά του προσφεύγοντος (π.χ. το claim του, την ηλικία του, την ωριμότητα του, την ύπαρξη ή μη υποστηρικτικού δικτύου στη χώρα καταγωγής, τη λήψη δωρεάν νομικής συνδρομής κατ το στάδιο της προσφυγής κ.λ.π.),αποφαίνονται επί της ουσίας, βασιζόμενοι στην έλλειψη λυσιτέλειας σχετικής ακύρωσης και αναπομπής κάτι που ίσως και να ωφελεί τον ίδιο τον διοικούμενο -του οποίου η υπόθεση δεν διαιωνίζεται- και συμβάλλει στην γενικότερη αρχή της ασφάλειας του δικαίου.
Επίσης, δεν αποκλείεται, ανάλογα με τη συγκεκριμένη περίπτωση να προκύπτει ότι υπάρχει ειδικότερη δικονομική βλάβη του εν λόγω προσφεύγοντος, αν π.χ. εχουμε μια κακή συνέντευξη ή ο, ενήλικος πάντως, προσφεύγων, μέσω προσφυγής ή υπομνήματος, να προέβαλε οψιγενείς ισχυρισμούς και ως εκ τούτου, η Επιτροπή, προτού βγάλει σχετική απόφαση επί της ουσίας, να καλέσει αυτόν σε προφορική ακρόαση επί τη βάσει του αρ. 62 παρ. 1, εδ. β’, περ. α’-δ΄ του Ν. 4375/2016.
Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να αναφερθώ στα στατιστικά στοιχεία που ανέφερα πριν. Δυστυχώς, επί του παρόντος, δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία από τα οποία να φαίνεται σε πόσες υποθέσεις ασυνόδευτων ανηλίκων ενώπιον ημών διενεργήθηκε κάποια συνέντευξη, στην οποία να παρέστη και ο Επίτροπος αυτών. Πάντως, απ’ ό,τι βλέπετε, σε αυτό το διάστημα αναφοράς (από 21/07/2016 έως την 31/05/2018), ενώπιον της Αρχής Προσφυγών, βρίσκονταν 451 προσφυγές ασυνόδευτων ανηλίκων, ηλικίας 14-18 ετών, εκ των οποίων το 23% περίπου ενηλικιώθηκε ή πρόκειται να ενηλικιωθεί κατά την εξέταση της προσφυγής τους από την εκάστοτε Επιτροπή, ενώ το 11% αυτών των υποθέσεων αφορά σε υποθέσεις νησιών. Στο σημείο αυτό, ας επισημάνω ότι ο εν λόγω αριθμός ενδέχεται να είναι μεγαλύτερος, ίσως κατά 100, καθώς υπάρχουν υποθέσεις των οποίων η ανηλικότητα ή ενηλικότητα δεν έχει «κλειδώσει». Αναφορικά δε με την υπηκοότητα των εν λόγω προσφευγόντων, δέον όπως αναφερθεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία αυτών (ήτοι, 83,59%) προέρχεται από το Πακιστάν με ασυνόδευτους προσφεύγοντες από το Μπαγκλαντές (σε ποσοστό ύψους 4,43 %), το Αφγανιστάν, την Αλβανία, το Μαρόκο, την Αίγυπτο, την Αλγερία και τη Νιγηρία να ακολουθούν. Επίσης, από τις ως άνω αναφερόμενες προσφυγές, οι 195 εκκρεμούνενώπιον ημών (με τις 72 εξ αυτών να αφορούν σε ασυνόδευτους ανηλίκους που πρόκειται να ενηλικιωθούν κατά την ημερομηνία εξέτασης), ενώ έχουν εκδοθεί ήδη 225 αποφάσεις ουσίας(απορριπτικές κατά 93,33 %).
Αναμφίβολα, λοιπόν, από όλα τα ανωτέρω διαφαίνεται η μεγάλη σημασία που το στοιχείο του χρόνου έχει στην όλη διαδικασία. Στο σημείο αυτό, επίσης, θεωρώ πολύ σημαντικό να αναφέρω κάτι που τόσο εγώ όσο και συνάδελφοι μου έχουμε παρατηρήσει να συμβαίνει στη Θράκη, όπου δηλαδή εφαρμόζεται η διαδικασία συνόρων. Εκεί, λοιπόν, τα αιτήματα διεθνούς προστασίας ανηλίκων, απορρίπτονται με την προθεσμία των διαδικασιών του άρθρου 60 παρ. 4 του ν.4375/2016 ενόσω εκκρεμεί η εύρεση στέγασης σε δομές φιλοξενίας, κάτι που είναι ιδιαίτερα προβληματικό, κυρίως αν ο ανήλικος δεν προσφύγει εμπροθέσμως κατά της εν λόγω απορριπτικής, του αιτήματος του, πρωτοβάθμιας απόφασης.
Σίγουρα, πάντως, θεωρώ οτι ο νόμος για την Επιτροπεία που βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της διαβούλευσης, θέτει καλές βάσεις, μέσω, μεταξύ άλλων, της σύστασης Εποπτικού Συμβουλίου Επιτροπείας Ασυνόδευτων Ανηλίκων, της ίδρυσης Διεύθυνσης Προστασίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων στο ΕΚΚΑ και δημιουργίας ηλεκτρονικών μητρώων Ασυνόδευτων Ανηλίκων, Επαγγελματιών Επιτρόπν και Δομών Φιλοξενίας. Απομένει, βέβαια, να δούμε το πώς όλα αυτά θα εφαρμοσθούν στην πράξη.