τελευταια νεα
ΑΠΟΨΕΙΣ

Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για το ζήτημα της ασφαλούς τρίτης χώρας. Μία πρώτη αποτίμηση

Pinterest LinkedIn Tumblr
Μόλις λίγα εικοσιτετράωρα πριν, το Συμβούλιο της Επικρατείας εξέδωσε τις πολυαναμενόμενες αποφάσεις του σχετικά με το αν η Τουρκία μπορεί και υπό ποιες προϋποθέσεις να χαρακτηρισθεί «ασφαλή τρίτη χώρα» για πρόσφυγες και μετανάστες, καθώς και για την νομιμότητα της συγκρότησης των νέων «Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών».
Πρόκειται για τις υπ’ αριθμ. 445-447/2017 αποφάσεις της 7μελούς συνθέσεως του Δ’ Τμήματος του Δικαστηρίου, που δημοσιεύτηκαν και αφορούν ένδικα βοηθήματα που άσκησαν μη κυβερνητικές οργανώσεις και δύο Σύριοι, που ζητούν μεταξύ άλλων να μην επιστρέψουν στη γείτονα χώρα και να ακυρωθούν οι αποφάσεις της Επιτροπής Ασύλου με τις οποίες είχαν απορριφθεί ως απαράδεκτα τα αιτήματα τους, να τους αναγνωριστεί η ιδιότητα του πρόσφυγα και να τους παρασχεθεί άσυλο στην Ελλάδα.
Οι εν λόγω αποφάσεις του ΣτΕ καταρρίπτουν κάθε επιχείρημα κατά της συγκρότησης των νέων Επιτροπών, της συμμετοχής του EASO στην διαδικασία εξέτασης των αιτημάτων ασύλου, του ζητήματος, του κατά πόσον ο γεωγραφικός περιορισμός που διατηρεί η Τουρκία στη Σύμβαση της Γενεύης αρκεί για να μην θεωρείται «ασφαλής τρίτη χώρα», του πότε υφίσταται εύλογος δεσμός κάποιου αιτούντα με την Τουρκία κ.ά.  
Ωστόσο, το όλο ζήτημα λόγω σπουδαιότητας παραπέμφθηκε για οριστική κρίση στην Ολομέλεια του ανωτάτου ακυρωτικού δικαστηρίου.
Μέσα στις επόμενες γραμμές θα επιχειρηθεί μια πρώτη κριτική αποτίμηση σε νομικό επίπεδο του σκεπτικού του Δικαστηρίου στο κεντρικό ζητήματα των ειδικότερων προϋποθέσεων χαρακτηρισμού μιας χώρας ως «ασφαλούς τρίτης χώρας» σύμφωνα με το εθνικό και το ενωσιακό δίκαιο.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι παρακάτω σκέψεις περιορίζονται στην ερμηνεία δυο κριτηρίων της συγκεκριμένης διάταξης του άρθρου 56 του ν. 4375/2016 και όχι στο αν τελικά πράγματι η Τουρκία αποτελεί ασφαλή χώρα για πρόσφυγες. Για το ζήτημα αν η Τουρκία αποτελεί επί της ουσίας ασφαλή χώρα για πρόσφυγες και μετανάστες βλ. παλαιότερη ανάρτηση στο παρόν ιστολόγιο

Η έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας

Με τον όρο «ασφαλής χώρα» νοούνται συνήθως χώρες που μπορεί να θεωρηθούν είτε χώρες «μη-παραγωγής» προσφυγικών πληθυσμών ή χώρες στις οποίες οι άνθρωποι που διώκονται μπορούν να απολαύσουν επαρκούς προστασίας.
Η έννοια της «ασφαλούς τρίτης χώρας» φαίνεται να εκκινεί από την παραδοχή ότι οι αιτούντες θα πρέπει να ζητήσουν άσυλο στην πρώτη «ασφαλή χώρα» στην οποία είναι σε θέση να φτάσουν. Η εν λόγω σκέψη βασίζεται σε μια στενή ερμηνεία του άρθρου 31 (1) της Σύμβασης για τους Πρόσφυγες, το οποίο ορίζει ότι τα κράτη μέλη δεν θα επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις λόγω παράνομης εισόδου ή διαμονής στους πρόσφυγες εκείνους, οι οποίοι προέρχονται απευθείας από χώρα στην οποία απειλείται η ζωή και η ελευθερία τους.  
Μολονότι, γίνεται δεκτό ότι σε επίπεδο διεθνούς δικαίου δεν υπάρχει απόλυτος κανόνας που να επιβάλει στους αιτούντες άσυλο να υποβάλλουν πάντα τη σχετική τους αίτηση στην πρώτη ασφαλή χώρα που προσεγγίζουν, εντούτοις γίνονται καταρχήν διεθνώς αποδεκτές σχετικές ρυθμίσεις για την μεταφορά ευθύνης εξέτασης αιτήσεων ασύλου με βάση την έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας με σκοπό τον «επιμερισμό της ευθύνης μεταξύ των κρατών και την αποφυγή φαινομένων υποβολής πολλαπλών διαδοχικών αιτήσεων σε διάφορα κράτη, υπό την προϋπόθεση πάντα ότι οι αιτούντες άσυλο έχουν πρόσβαση σε προστασία με βάση τη σύμβαση της Γενεύης.
Η έννοια της «ασφαλούς χώρας» στο ευρωπαϊκό δίκαιο έχει πολλαπλές έννοιες που σχετίζονται με τη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων ασύλου και της προστασίας των προσφύγων: οι έννοιες της «ασφαλούς χώρας καταγωγής», «ασφαλούς τρίτης χώρας», «πρώτη χώρα ασύλου» εμφανίζονται στην Οδηγία 2013/32/ΕΕ σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, η οποία θέτει κοινά πρότυπα διαδικασίας και εγγυήσεων για όσους υποβάλουν αιτήσεις διεθνούς προστασίας στα κράτη μέλη της ΕΕ και η οποία ενσωματώθηκε στο δίκαιό μας με τον πρόσφατο ν. 4375/2016.
Ειδικότερα, στο άρθρο 56 του Ν. 4375/2016) προβλέπεται ότι, μια χώρα θεωρείται ως ασφαλής τρίτη χώρα για ένα συγκεκριμένο αιτούντα, όταν πληρούνται σωρευτικά τα εξής κριτήρια:
α. δεν απειλούνται η ζωή και η ελευθερία του λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, ή πολιτικών πεποιθήσεων,
β. η χώρα αυτή τηρεί την αρχή της μη επαναπροώθησης, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης,
γ. δεν υπάρχει κίνδυνος σοβαρής βλάβης για τον αιτούντα κατά το άρθρο 15 του π.δ. 141/2013,
δ. η χώρα αυτή απαγορεύει την απομάκρυνση κάποιου  σε χώρα όπου αυτός κινδυνεύει να υποστεί βασανιστήρια ή σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, όπως ορίζεται στο διεθνές δίκαιο,
ε. υπάρχει η δυνατότητα να ζητηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα και, στην περίπτωση που ο αιτών αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, να του χορηγηθεί προστασία σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης και
στ. ο αιτών έχει σύνδεσμο με την εν λόγω τρίτη χώρα, βάσει του οποίου θα ήταν εύλογο για αυτόν να μεταβεί σε αυτή.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 55 του ιδίου νόμου, μία χώρα θεωρείται ως πρώτη χώρα ασύλου για τον αιτούντα με την προϋπόθεση ότι θα γίνει εκ νέου δεκτός στη χώρα αυτή, εάν αυτός έχει αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας από αυτή και απολαμβάνει ακόμη της σχετικής προστασίας, ή απολαμβάνει άλλης αποτελεσματικής προστασίας στην εν λόγω χώρα, επωφελούμενος μεταξύ άλλων από την αρχή της μη επαναπροώθησης.
Η βασική δηλαδή ειδοποιός διαφορά μεταξύ «πρώτης χώρας ασύλου» και «ασφαλούς τρίτης χώρας» είναι ότι στην πρώτη περίπτωση ο ενδιαφερόμενος έχει ήδη απολαύσει προστασίας σε ένα κράτος, η οποία είναι και πάλι προσβάσιμη για το εν λόγω άτομο σε περίπτωση επιστροφής του στο κράτος αυτό. Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση το εν λόγω άτομο θα μπορούσε να είχε υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία, αλλά δεν το έπραξε, ή ζήτησε μεν καθεστώς προστασίας, πλην όμως η αίτησή του δεν έχει ακόμη εξεταστεί. 
Στις περιπτώσεις λοιπόν, που οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι μια χώρα όπως η Τουρκία χαρακτηρίζεται πρώτη χώρα ασύλου ή ασφαλής τρίτη χώρα για έναν αιτούντα, τότε απορρίπτουν με σχετική απόφαση τους  την αίτηση διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτη, χωρίς να εξετάσουν αυτήν επί της ουσίας.
Το κριτήριο της «Προστασίας σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης»

Όπως ήδη αναφέρθηκε, ένα από τα κριτήρια για να χαρακτηριστεί μια τρίτη χώρα ως ασφαλής είναι να υπάρχει η δυνατότητα να ζητηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα σε αυτήν και, στην περίπτωση που ο αιτών αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, να του χορηγηθεί προστασία σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης.
Το κυριότερο νομικό ζήτημα που ανακύπτει και απασχόλησε το Δικαστήριο στις υπό κρίση υποθέσεις είναι ποιο είναι ακριβώς το περιεχόμενο της προστασίας που πρέπει να απολαμβάνει ο αλλοδαπός στην εν λόγω τρίτη χώρα. Με απλά λόγια:  τι εννοεί ο νόμος όταν αναφέρει «…προστασία σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης»;  
Απαιτείται να μπορεί να λάβει το καθεστώς του πρόσφυγα κατά τη Σύμβαση της Γενεύης ή αρκεί η χορηγούμενη στη χώρα αυτή προστασία να είναι ισοδύναμη προς την προστασία που αναγνωρίζεται από τη Σύμβαση της Γενεύηςq;
Το ζήτημα έχει ιδιαίτερη σημασία για την περίπτωση της Τουρκίας, καθώς η χώρα αυτή έχει μεν επικυρώσει τη Σύμβαση για τους Πρόσφυγες και το Πρωτόκολλο του 1967, εντούτοις διατηρεί έναν γεωγραφικό περιορισμό για τους μη Ευρωπαίους αιτούντες άσυλο: αναγνωρίζει έτσι μόνο τους πρόσφυγες που προέρχονται από την Ευρώπη (δηλαδή χώρες που είναι μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης). Εντούτοις, από τον Απρίλιο του 2014 η Τουρκία εφαρμόζει τη νέα εθνική της νομοθεσία περί αλλοδαπών και διεθνούς προστασίας, η οποία έχει ως πρότυπο τις αντίστοιχες Οδηγίες της Ε.Ε. για το άσυλο και την επικουρική προστασία. 
Συγκεκριμένα, ο νόμος προβλέπει διάφορα είδη καθεστώτων προστασίας στην Τουρκία, όπως μεταξύ άλλων: 
(α) «καθεστώς πρόσφυγα» για αναγνωρισμένους πρόσφυγες με βάση τη σύμβαση της Γενεύης, πολίτες δλδ ενός των 47 κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης
(β) «Καθεστώς υπό όρους πρόσφυγα» για αναγνωρισμένους μη ευρωπαίους πρόσφυγες
(γ) «καθεστώς επικουρικής προστασίας», το οποίο γίνεται να αναγνωριστεί τόσο σε ευρωπαίους όσο και μη ευρωπαίους πολίτες, οι οποίοι δεν πληρούν μεν τις προϋποθέσεις της Σύμβασης της Γενεύης για τους πρόσφυγες προκειμένου να αναγνωριστούν ως πρόσφυγες, πλην όμως κινδυνεύουν σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής τους να υποστούν θανατική ποινή, βασανιστήρια ή εν γένει απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή να υποστούν βλάβη λόγω ένοπλων συγκρούσεων στη χώρα τους
(δ) «καθεστώς προσωρινής προστασίας», το οποίο χορηγείται σε περίπτωση μαζικών εισροών.
Οι Σύριοι που έφτασαν μαζικά έλαβαν αρχικά καθεστώς «επισκέπτη»και στη συνέχεια μπήκαν σε καθεστώς προσωρινής προστασίας, το οποίο επισημοποιήθηκε από τον Κανονισμό για την Προσωρινή Προστασία, τον Οκτώβριο του 2014.
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Αν προκριθεί η ερμηνεία ότι μια χώρα απαιτείται να έχει επικυρώσει πλήρως τη Σύμβαση της Γενεύης προκειμένου να θεωρηθεί ως «ασφαλής», τότε είναι προφανές ότι η Τουρκία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοια λόγω του υφιστάμενου γεωγραφικού περιορισμού που διατηρεί. Αντιθέτως, αν αρκεί και η «ισοδύναμη εθνική προστασία» τότε η Τουρκία μπορεί ίσως να αποτελεί «ασφαλή τρίτη χώρα» κατά την έννοια της νομοθεσίας.
Στις επίδικες υποθέσεις, οι αιτούντες βασιζόμενοι στην γραμματική διατύπωση και ερμηνεία της επίδικης διάταξης του άρθρου 56 του ν. 4375/2016 και της αντίστοιχης Οδηγίας υποστήριξαν, μεταξύ άλλων, ότι η χορηγούμενη προστασία πρέπει να είναι αυτή της Σύμβασης της Γενεύης: να μπορεί δλδ να αναγνωριστεί κάποιος ως πρόσφυγας και να απολαύσει την προστασία που προβλέπει το εν λόγω διεθνές κείμενο. Επομένως, εφόσον η Τουρκία διατηρεί γεωγραφικό περιορισμό και δεν επιτρέπει να λάβουν οι ενδιαφερόμενοι το συγκεκριμένο νομικό καθεστώς, τότε δεν μπορεί να θεωρηθεί κατά νόμο «ασφαλής» για αυτούς.
Αντιθέτως, το Δικαστήριο έκρινε ότι για θεωρηθεί ότι μια τρίτη χώρα ως ασφαλής, δεν απαιτείται η χώρα αυτή να έχει επικυρώσει τη Σύμβαση της Γενεύης (και μάλιστα χωρίς γεωγραφικό περιορισμό), αλλά αρκεί η χορηγούμενη στη χώρα αυτή προστασία να είναι ισοδύναμη προς την προστασία που αναγνωρίζεται από τη Σύμβαση της Γενεύης.
Προκειμένου να καταλήξει στην εν λόγω κρίση το Δικαστήριο βασίστηκε κυρίως στην αντιπαραβολή των αντίστοιχων διατάξεων του άρθρου 38 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ (που ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το άρ. 56 του ν. 4375/2016), οι οποίες δεν προβλέπουν ότι για να θεωρηθεί μια τρίτη χώρα ως ασφαλής, πρέπει να έχει κυρώσει τη Σύμβαση της Γενεύης, και του άρθρου 39 της ιδίας Οδηγίας (που δεν έχει μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη), που αφορά την «έννοια της ευρωπαϊκής ασφαλούς τρίτης χώρας» όπου ρητώς ορίζεται ότι μια ευρωπαϊκή χώρα μπορεί να θεωρηθεί «ασφαλής», μόνο εφόσον, μεταξύ άλλων έχει επικυρώσει και τηρεί τις διατάξεις της Σύμβασης της Γενεύης χωρίς γεωγραφικούς περιορισμούς.  
Η ερμηνεία αυτή του Δικαστηρίου, επιβεβαιώνεται και από την ίδια την τελεολογική ερμηνεία των εννοιών «πρώτη χώρα ασύλου» και «ασφαλής τρίτη χώρα». Και οι δύο έννοιες αυτές εκκινούν από την παραδοχή ότι τα κράτη μπορούν να μην εξετάσουν μια αίτηση ασύλου, εφόσον ο ενδιαφερόμενος απολαμβάνει ήδη ή μπορεί να απολαύσει προστασία έναντι κινδύνου δίωξης. Η βασική ειδοποιός διαφορά μεταξύ «πρώτης χώρας ασύλου» και «ασφαλούς τρίτης χώρας» είναι ότι στην πρώτη περίπτωση ο ενδιαφερόμενος έχει ήδη απολαύσει προστασίας σε ένα κράτος, η οποία είναι και πάλι προσβάσιμη για το εν λόγω άτομο σε περίπτωση επιστροφής του στο κράτος αυτό. Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση το εν λόγω άτομο θα μπορούσε να είχε υποβάλει αίτηση για προστασία, αλλά δεν το έπραξε, ή ζήτησε μεν καθεστώς προστασίας, πλην όμως η αίτησή του δεν έχει ακόμη εξεταστεί. Αντιπαραβάλλοντας κανείς τα κριτήρια που προβλέπονται ότι πρέπει να πληρούνται για τις δύο αυτές έννοιες, μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι εφόσον για το «μείζον», να απολαμβάνει δλδ κανείς ήδη προστασία σε μια τρίτη χώρα («πρώτη χώρα ασύλου») αρκεί ο ενδιαφερόμενος να απολαμβάνει άλλης αποτελεσματικής προστασίας στην εν λόγω χώρα, τότε το ίδιο ρέπει να ισχύει και για το «έλασσον», τη δυνατότητα δλδ να ζητήσει κανείς προστασία σε μια τρίτη χώρα.
Επομένως, προκειμένου να θεωρηθεί μια χώρα ως «ασφαλής τρίτη χώρα»  πράγματι δεν απαιτείται η χώρα αυτή να έχει επικυρώσει πλήρως τη Σύμβαση της Γενεύης αλλά αρκεί η χορηγούμενη στη χώρα αυτή προστασία να είναι ισοδύναμη προς την προστασία που αναγνωρίζεται από τη Σύμβαση της Γενεύης.
Το κριτήριο του συνδέσμου με την εν λόγω τρίτη χώρα

Το δεύτερο κρίσιμο ζήτημα που θέτει η εν λόγω απόφαση αφορά το κριτήριο του συνδέσμου του ενδιαφερομένου με την εν λόγω «ασφαλή» τρίτη χώρα, βάσει του οποίου θα ήταν εύλογο να μεταβεί σε αυτήν.
Κατά τη γνώμη, που επικράτησε στο Τμήμα, κατά την έννοιας της εν λόγω διάταξης του άρθρου 56 του ν. 4375/2016, η διέλευση του αιτούντος από Τρίτη χώρα μπορεί, σε συνδυασμό με συγκεκριμένες περιστάσεις που αφορούν τον αιτούντα (όπως μεταξύ άλλων, ο χρόνος παραμονής του σε αυτήν ή το γεγονός ότι η τρίτη χώρα βρίσκεται πλησίον της χώρας καταγωγής του) να θεωρηθεί ως σύνδεσμος αυτού με την Τρίτη χώρα, βάσει του οποίου θα ήταν αντικειμενικά εύλογο γι΄ αυτόν να μεταβεί στην εν λόγω χώρα.  
Η εν λόγω κρίση του Δικαστηρίου είναι εξαιρετικά προβληματική. Η διέλευση μέσω κάποιας χώρας και ο χρόνος παραμονής σε αυτήν είναι συχνά το αποτέλεσμα τυχαίων περιστάσεων και δεν συνεπάγεται κατ ‘ανάγκην την ύπαρξη οποιοασδήποτε ουσιαστικής σχέσης ή σύνδεσης. Ακριβώς, γι’ αυτούς του λόγους η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες έχει ήδη επισημάνει ότι η διέλευση μέσω της τρίτης χώρας δεν αποτελεί αφ’ εαυτή επαρκές κριτήριο ώστε να θεωρηθεί ότι υφίσταται επαρκής σύνδεσμος του ενδιαφερομένου με τη συγκεκριμένη χώρα.
Ομοίως το κριτήριο της εγγύτητας τη χώρας καταγωγής προς την ασφαλή τρίτη χώρα είναι αόριστο και αλυτιτελές. Η εγγύτητα δεν συνεπάγεται επ’ ουδενί ότι υπάρχει δεσμός με τη γειτονική χώρα. Το αντίθετο μάλιστα. Ενίοτε οι σχέσεις μεταξύ γειτονικών χωρών όχι μόνο δεν καθιστούν εύλογη αλλά αντιθέτως αδύνατη τη μετάβαση στη γειτονική αυτή χώρα.
Στο πλαίσιο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι τριάντα περίπου χρόνια πριν ένα παρόμοιο ζήτημα απασχόλησε της Ολομέλεια του ιδίου Δικαστηρίου. Τότε, το Συμβούλιο της Επικρατείας, με μία απόφαση-σταθμό (ΟλΣτΕ 830/1985), έκρινε ότι για την αναγνώριση προσώπου ως πρόσφυγα δεν απαιτείται τούτο να προέρχεται κατ` ευθείαν από τη Χώρα της οποίας έχει την υπηκοότητα, αλλά μπορεί να προέρχεται και από τρίτη χώρα, αρκεί να ευρίσκεται εκτός της χώρας του συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεώς του λόγω των αναφερομένων στη διάταξη αυτή καταστάσεων. Η εν λόγω απόφαση αφορούσε τούρκο πολίτη, κουρδικής καταγωγής, ο οποίος ήρθε στην Ελλάδα το 1984 και υπέβαλε αίτημα ασύλου, προερχόμενος από την τότε Δυτική Γερμανία, όπου διέμενε από το 1979 και είχε επιδιώξει ανεπιτυχώς να τύχει ασύλου.
Η θέση αυτή υπήρξε πρωτοποριακή για την εποχή της, καθώς το εν λόγω ζήτημα είχε προκαλέσει μεγάλη θεωρητική συζήτηση παγκοσμίως. Από ορισμένες χώρες ερμηνεύτηκε στενά, δηλ. οι ενδιαφερόμενοι έπρεπε να προέρχονται από χώρα που συνορεύει με τη χώρα υποδοχής, ενώ από άλλες χώρες ερμηνεύτηκε με την έννοια του «αμελλητί», έστω και αν αναγκάζονται οι περί ού ο λόγος πρόσφυγες να διέλθουν από τρίτη χώρα ή χώρες. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, με μία πρωτοποριακή για την εποχή του απόφαση, ερμήνευσε τις διατάξεις υπό το πνεύμα και τον σκοπό της Σύμβασης της Γενεύης για τους πρόσφυγες, και κατέληξε ότι για την αναγνώριση προσώπου ως πρόσφυγα δεν απαιτείται τούτο να προέρχεται κατ` ευθείαν από τη Χώρα της οποίας έχει την υπηκοότητα, αλλά μπορεί να προέρχεται και από τρίτη χώρα.
Τριάντα, λοιπόν, χρόνια μετά, το Ανώτατο Δικαστήριο καλείται και πάλι να δώσει απάντηση σε ένα παρόμοιο ζήτημα. Αυτή την φορά όμως το διακύβευμα είναι ακόμα πιο σημαντικό. 
Οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης οδηγούν στην αναδιαμόρφωση του προσφυγικού δικαίου, όπως το γνωρίζουμε μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Μέσα σε μια τέτοια πραγματικότητα, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας καλείται να κρατήσει ζωντανό το πνεύμα και την ουσία της Σύμβασης της Γενεύης. Το έχει πράξει στο παρελθόν. Οφείλει πρωτίστως στην ίδια του την ιστορία του να το πράξει και τώρα.

2 Comments

  1. Καλησπέρα σας,

    Θεωρώ λανθασμένη την αντίληψη των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που τίθενται στην ανάρτησή σας.

    Καταρχήν, η απόφαση είναι προδικαστική (παραπεμπτική) και δεν εμπεριέχει ουδεμία κρίση (οριστική ή μη) σχετικά με το εάν η Τουρκία συνιστά ασφαλή τρίτη χώρα, όπως προοκύπτει από την απλή επισκόπηση του περιεχομένου της: http://omadadikigorwn.blogspot.gr/2017/02/4452017.html

    Κατά δεύτερον, αξιολογείτε με προφανή ευκολία τους ισχυρισμούς των αιτούντων ενώπιον του Δικαστηρίου, στηριζόμενος προφανώς στα δημοσιεύματα και χωρίς να έχετε ίδια αντίληψη των δικογράφων και της προφορικής διαδικασίας που έλαβε χώρα, στην οποία ουδόλως υποστηρίχθηκαν τα επιχειρήματα που αποδίδετε στους αιτούντες.

    Εν γένει η ανάλυσή σας είναι όλως επιφανειακή, αναπαράγει τις αόριστες νομικές έννοιες του νόμου χωρίς να προσδιορίζετε ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το ισοδύναμο πλαίσιο προστασίας, που αντιθέτως οι αιτούντες έχουν αναλυτικώς εκθέσει προφοορικώς και εγγράφως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

    Επομένως απευθύνεστε σε επιφανειακό κοινό και το άρθρο σας δεν προσθέτει τίποτα στην κρίσιμη νομική συζήτηση που πρέπει να κυριαρχήσει.

    Εύχομαι μια γόνιμη συζήτηση με κοινωνούς και νομικούς που δεν θα δράττονται ευκαιριών και νομικών αναλύσεων τρίτων, για την άκοπη και ευκαιριακή αυτοπροβολή τους, τη στιγμή που το κράτος δικαίου στην Ελλάδα και στην Τουρκία καταρρέει.

    Με εκτίμηση,
    ΠΠΒ

  2. Σας ευχαριστω για το ενδιαφέρον σας και για το χρονο που αφιερώσατε να διαβάσετε το κείμενο μου και να το σχολιάσετε.

    Κάθε κριτική καλοδεχούμενη και απολύτως σεβαστή. Αρκεί να γίνεται επιστημονικά και όχι με ορους εμπαθειας. Εκτιμώ οτι η κριτική σας ειναι άδικη προς το πρόσωπο μου και τις απόψεις μου.

    Πρώτον, το κείμενο περιέχει μια πρώτη αποτίμηση κάποια κρίσιμων κατα την προσωπική μου άποψη νομικών ζητημάτων. Προφανώς, δεν φιλοδοξεί να καλύψει όλες τις επιμέρους πτυχές της απόφασης.

    Οι σκεψεις μου βασίζονται καθαρά στην ίδια την απόφαση του ΣτΕ και όχι σε δημοσιεύματα.

    Το να υποστηρίζει κανεις οτι η απόφαση ειναι απλώς παραπεμπτική δεν ακριβές. Η απόφαση παίρνει συγκεκριμένες θέσεις. Πχ σελ 26-27 απορρίπτει τους ισχυρισμούς περί αντισυνταγματικότητας της συμμετοχής και της διαδικασίας επιλογής δικαστών. Στη σελίδα 28 απορρίπτει ως αβάσιμα τα επιχειρήματα κατα του Κανονισμού Λειτουργίας των Επιτροπων. Στη σελίδα 37 όχι μονο αναφέρει οτι δεν αρκεί επιρροή ο γεωγραφικός περιορισμός αλλα εμμέσως πλην σαφώς η απόφαση υποστηρίζει οτι δεν χρειάζεται Καν να έχει επικυρώσει τη Σύμβαση της Γενευης αρκεί υποτίθεται να παρέχεται ισοδύναμη προστασία.

    Οι απόψεις μου περιορίζονται καθαρά στην ερμηνεία δυο κριτηρίων της συγκεκριμένης διάταξης του άρθρου 56 του ν. 4375/2016 και όχι στο αν τελικά πράγματι η Τουρκία αποτελεί ασφαλή χώρα για πρόσφυγες. Σας παραπέμπω σε παλαιότερη ανάλυση μου στο ίδιο ιστολόγιο όπου ξεκαθαρίζω οτι προσωπικά δεν θεωρώ την Τουρκία ασφαλή χώρα.
    http://www.immigration.gr/2016/05/blog-post.html?m=0

    Στο κριτηριο του "συνδέσμου" με την τριτη χώρα ασκώ σαφή κριτική στην κρίση του Δικαστηρίου. Την θεωρώ εσφαλμένη.

    Στις καταληκτικές σκέψεις μάλιστα διατυπώνω μετ' επιτασεως την ευχή το δικαστήριο να ερμηνεύσει τις κρίσιμες διατάξεις του 4375/16 και του ευρωπαϊκού δικαίου υπό το πνεύμα της Σύμβασης της Γενευης.

    Ευχαριστω
    Στάθης Πουλαράκης

Write A Comment