Με χθεσινή της ανακοίνωση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι πράγματι υφίσταται άτυπη συμφωνία Ελλάδας-Γερμανίας αναφορικά με τις οικογενειακές επανενώσεις προσφύγων. Παράλληλα, επεσήμανε ότι κατά την αντίληψη της η συμφωνία αυτή δεν περιορίζει τις οικογενειακές επανενώσεις.
Ειδικότερα, η Επιτροπή απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ κ. Νίκου Ανδρουλάκη αναφέρει συγκεκριμένα ότι «Σύμφωνα με τις ανεπίσημες πληροφορίες που έχει λάβει η Επιτροπή, οι Υπουργοί της Ελλάδας και της Γερμανίας συμφώνησαν ότι η Γερμανία δέχεται 70 άτομα μηνιαίως μέσω της μεταφοράς βάσει της διαδικασίας του Δουβλίνου. Πρόκειται ιδίως για άτομα που έπρεπε να έχουν μεταφερθεί μέχρι τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2017. Σε αυτή τη βάση, η Επιτροπή αντιλαμβάνεται ότι τα δύο κράτη μέλη δεν περιορίζουν αυτή καθαυτή την οικογενειακή επανένωση δυνάμει του κανονισμού του Δουβλίνου, αλλά ότι έχουν συμφωνήσει, για υλικοτεχνικούς λόγους, να παρατείνουν τη χρονική διάρκεια κατά την οποία τα άτομα αυτά μεταφέρονται κανονικά στη Γερμανία».
Δυστυχώς, η Επιτροπή συνειδητά αποφασίζει να κλείσει το μάτι στην σημαντική παραβίαση του ενωσιακού δικαίου που συνεπάγεται η εν λόγω συμφωνία.
Γιατί η συμφωνία Γερμανίας Ελλάδας για τις ποσοστώσεις στην οικογενειακή επανένωση παραβιάζει το ενωσιακό δίκαιο;
Πρώτον, Γερμανία και Ελλάδα δεν αποφάσισαν απλά να ρυθμίσουν κάποια πρακτικά ζητήματα εφαρμογής μεταφοράς αιτούντων βάσει Δουβλίνου. Αντίθετα, αποφάσισαν από κοινού και συνειδητά να μην τηρήσουν εκ των προτέρων τις προθεσμίες και τους όρους που θέτει ο Κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ. Κατ’ αυτό τον τρόπο όμως αφαιρούν από μια νομική πράξη της ΕΕ την πρακτική της αποτελεσματικότητα, κάτι που το ΔΕΕ έχει πολλάκις κρίνει ως αντίθετο στο ενωσιακό δίκαιο.
Το Δουβλίνο ΙΙΙ επέφερε πληθώρα τροποποιήσεων στο προγενέστερο καθεστώς (το οποίο ρύθμιζε ο κανονισμός Δουβλίνο II) προκειμένου να χορηγηθεί ενισχυμένη προστασία στους μεμονωμένους αιτούντες. Υπό την έννοια αυτή ο Κανονισμός δεν εισάγει μόνο υποχρεώσεις για τους αιτούντες αλλά τους παρέχει και ορισμένα δικαιώματα. Μεταξύ άλλων, εισάγει ορισμένες θετικές υποχρεώσεις για τα κράτη μέλη να σέβονται την οικογενειακή ενότητα κατά την εξέταση αιτημάτων ασύλου. Παράλληλα, ο Κανονισμός εισάγει συγκεκριμένες προθεσμίες ώστε να διασφαλίζεται η ταχεία διεκπεραίωση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας και η αποτροπή καταστάσεων στις οποίες ο αιτών διεθνή προστασία παραμένει «μετέωρος», χωρίς να καθορίζεται κάποιο κράτος μέλος ως υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεώς του.
Η σημαντική καθυστέρηση οικογενειακής επανένωσης των αιτούντων με συγγενείς τους στη Γερμανία όχι μόνο παραβιάζει το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής, αλλά αφήνει αυτούς μετέωρους να περιμένουν για μήνες έως και χρόνια πότε θα επανενωθούν με τους συγγενείς του και θα εξεταστεί η αίτηση ασύλου τους, εν αντιθέσει προς τους σκοπούς του Κανονισμού.
Δυστυχώς, τα ζητήματα της μετανάστευσης το τελευταίο διάστημα ολοένα και περισσότερο κινούνται στο περιθώριο του δικαίου. Μη εφαρμογή δεσμευτικών νομικών πράξεων της ΕΕ κατά τη διαχείριση της «προσφυγικής κρίσης», συμφωνίες μεταμφιεσμένες σε κοινά ανακοινωθέντα και δελτία τύπου, με αδιαφάνεια και έλλειψη λογοδοσίας. Πολλά ίσως θα ήταν διαφορετικά αν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως θεματοφύλακας του ενωσιακού δικαίου είχε κρατήσει μια διαφορετική στάση.