τελευταια νεα
ΑΠΟΨΕΙΣ

Εξέταση επί της ουσίας μεταγενέστερου αιτήματος διεθνούς προστασίας που κρίθηκε παραδεκτό στον δεύτερο βαθμό

Pinterest LinkedIn Tumblr
Σκέψεις με αφορμή την υπ’ αριθμ 25917/2018/29.5.2019 απόφαση της 16ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών*

* Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως δημοσιεύεται στο τεύχος Τεύχος 3/2017, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 2017 της Επιθεώρησης Μεταναστευτικού Δικαίου με τις ακόλουθες παρατηρήσεις του γράφοντος  
 
 
 
Με την υπ αρίθμ 25917/2018/29.5.2019 απόφαση της 16ης Επιτροπής Προσφυγώνέγινε δεκτή προσφυγή κατά απόφασης του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Αττικής δια της οποίας είχε απορριφθεί ως απαράδεκτο μεταγενέστερο αίτημα διεθνούς προστασίας αλλοδαπού. Συγκεκριμένα, εξετάζοντας την ασκηθείσα προσφυγή, η Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών έκρινε ότι ο προβληθείς δια του μετεγενεστέρου αιτήματος ισχυρισμός του αλλοδαπού, ότι κινδυνεύει η ζωή και η σωματική του ακεραιότητα, σε περίπτωση που αναγκαστεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, λόγω της έκρυθμης κατάστασης που επικρατεί εκεί τα τελευταία έτη, αποτελεί νέο ουσιώδη λόγο που επηρεάζει την κρίση επί της αίτησης διεθνούς προστασίας και, ως εκ τούτου το μεταγενέστερο αίτημα κρίθηκε παραδεκτό. Στη συνέχεια, η Επιτροπή, προέβη σε εξέταση του αιτήματος στην ουσία και αναγνώρισε τον προσφεύγοντα ως δικαιούχο επικουρικής προστασίας.
 
Υπενθυμίζεται ότι ως «μεταγενέστερη» αίτηση νοείται καταρχήν η αίτηση παροχής προστασίας από το ελληνικό κράτος που υποβάλλει αλλοδαπός ή ανιθαγενής μετά από «τελεσίδικη» απορριπτική απόφαση επί προγενεστέρου αντιστοίχου αιτήματος[1]και με την οποία ζητά εκ νέου την αναγνώριση στο πρόσωπό του της ιδιότητας του πρόσφυγα, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951, ή την χορήγηση καθεστώτος επικουρικής προστασίας[2].
 
Η μεταγενέστερη αυτή αίτηση εξετάζεται από τις αρμόδιες αρχές εξέτασης κατ’ αρχάς σε προκαταρκτικό στάδιο κατά το οποίο ερευνάται εάν έχουν προκύψει ή έχουν υποβληθεί από τον αιτούντα νέα ουσιώδη στοιχεία. Κατά το στάδιο αυτό ο αιτών υποβάλλει γραπτώς τα τυχόν νέα στοιχεία που προσκομίζει χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη. Κατ’ εξαίρεση πραγματοποιείται ακρόαση του αιτούντος για τη διευκρίνιση στοιχείων της μεταγενέστερης αίτησης εφόσον η αρμόδια αρχή κρίνει ότι αυτό είναι απαραίτητo. Εάν κατά την προκαταρκτική εξέταση, προκύψουν ή υποβληθούν από τον αιτούντα νέα ουσιώδη στοιχεία, τα οποία ο αιτών χωρίς υπαιτιότητά του δεν μπόρεσε να επικαλεστεί κατά την εξέταση της προγενέστερη αίτησης και τα οποία επηρεάζουν την κρίση επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, η αίτηση κρίνεται παραδεκτή, εξετάζεται περαιτέρω ως προς την ουσία της σύμφωνα με την διαδικασία που προβλέπεται εν γένει για την εξέταση των αιτημάτων διεθνούς προστασίας[3]. Σε αντίθετη περίπτωση η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
 
Κατ΄εφαρμογή λοιπών των ανωτέρω, η Επιτροπή Προσφυγών εξέτασε αρχικώς το αίτημα επί του παραδεκτού και, αφού διαπίστωσε ότι προέκυψαν νέα ουσιώδη στοιχεία, προχώρησε στην εξέταση του επί της ουσίας, ανανγωρίζοντας τελικά τον αλλοδαπό ως δικαιούχο επικουρικής προστασίας. Σημειωτέον ότι η όλη εξέταση του μετεγενεστέρου αιτήματος, τόσο ως προς το παραδεκτό όσο και την ουσία, έλαβε χώρα άνευ προφορικής ακροάσεως του ενδιαφερομένου, καθώς το δευτεροβάθμιο όργανο έκρινε ότι δεν συνέντρεχε κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 62 παρ. 1, εδ. α΄- δ΄ του Ν. 4375/2016[4], ενώ και στον πρώτο βαθμό δεν είχε λάβει χώρα συνέντευξη για τη διευκρίνιση στοιχείων της μεταγενέστερης αίτησης.
 
Στην προκείμενη ωστόσο περίπτωση, η Επιτροπή Προσφυγών υπέπεσε σε δύο σημαντικές πλημμέλειες.
 
Πρώτον, εφόσον απο την προκαταρκτική εξέταση, προέκυψαν νέα ουσιώδη στοιχεία και η μεταγενέστερη αίτηση κρίθηκε «παραδεκτή», η Επιτροπή Προσφυγών όφειλε αρχικά να εξετάσει το αίτημα ως προς την υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα και μονο στην περίπτωση που διαπίστωνε ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις της Σύμβασης της Γενεύης τότε να χορηγήσει το καθεστώς της επικουρικής προστασίας.
 
Σύμφωνα με τά άρ. 59 παρ. 4 ν. 4375/2016 και 40 παρ. 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ για τις διαδικασίες ασύλου, εάν η προκαταρκτική εξέταση καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πράγματι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν νέα νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας, τότε η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με την διαδικασία που προβλέπεται εν γένει για την εξέταση των αιτημάτων διεθνούς προστασίας (κεφάλαιο ΙΙ της Οδηγίας, κεφάλαιο Β΄ – άρ. 36-50 ν.4376/2016).  Οπως δε ρητά προβλέπεται στο άρθρο  39 παρ. 2 του ν.4375/2016 (άρ. 10 παρ. 2 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ), όλες οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας εξετάζονται αρχικά ως προς την υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα και, εφόσον δεν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις, εξετάζονται ως προς την υπαγωγή σε καθεστώς επικουρικής προστασίας[5].
 
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει κανείς και με βάση τις διατάξεις της Οδηγίας περί αναγνωρίσεως (Οδηγία 2011/95/ΕΕ, η οποία ενσωματώθηκε στο δίκαιό μας με το πδ 141/2013)[6]. Βάσει της οδηγίας αυτής, ιδίως δε του άρθρου 13, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να χορηγούν το καθεστώς του πρόσφυγα σε υπηκόους τρίτων χωρών ή σε ανιθαγενείς που πληρούν τις προϋποθέσεις προκειμένου να αναγνωρισθούν ως πρόσφυγες σύμφωνα με τα κεφάλαια ΙΙ και ΙΙΙ της οδηγίας αυτής. Προκειμένου να διαπιστωθεί αν αυτό συμβαίνει, θα πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, της εν λόγω Οδηγίας, να γίνεται αξιολόγηση κάθε αιτήσεως διεθνούς προστασίας σε εξατομικευμένη βάση. Ως εκ τούτου, μόνο στην περίπτωση που, μετά από μια τέτοια εξατομικευμένη αξιολόγηση, τα κράτη μέλη διαπιστώσουν ότι ο αιτούμενος την προστασία αυτή δεν πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο εν λόγω κεφάλαιο III, αλλά εκείνες που προβλέπονται στο κεφάλαιο V της ίδιας οδηγίας, μπορούν να χορηγήσουν σε αυτόν το καθεστώς της επικουρικής προστασίας αντί του καθεστώτος του πρόσφυγα[7].
 
Θα μπορούσε, ίσως, να υποστηριχθεί ότι στο βαθμό που στην υπό εξέταση περίπτωση οι «νέοι ουσιώδεις ισχυρισμοί» δεν στοιχειοθετούσαν λόγους υπαγωγής στο προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης της Γενεύης, δεν υπήρχε υποχρέωση για ειδικότερη αιτιολογία, και επομένως νομίμως η Επιτροπή Προσφυγών εξέτασε την αίτηση μόνο ως προς την χορήγηση επικουρικής προστασίας. Κατά παγία νομολογία, γίνεται δεκτό ότι ο αλλοδαπός ο οποίος επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα, οφείλει να εκθέσει στη Διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικώς δικαιολογημένο, φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων. Στην περίπτωση, δε, που δεν έχουν υποβληθεί από τον ενδιαφερόμενο, κατά τη διαδικασία ενώπιον της Διοίκησης, ουσιώδεις υπό την ανωτέρω έννοια ισχυρισμοί, αλλά γενικοί, αόριστοι ή προδήλως αβάσιμοι ισχυρισμοί, ή έχει γίνει μεν επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία, όμως, δε στοιχειοθετούν λόγους υπαγωγής στο προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης της Γενεύης, δεν απαιτείται ειδικότερη αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος παροχής ασύλου[8].
 
Η συγκεκριμένη, ωστόσο, ερμηνευτική εκδοχή δεν μπορεί να γίνει δεκτή στην υπό εξέταση περίπτωση. Εδώ δεν τίθεται ζήτημα απουσίας ειδικότερης αιτιολογίας. Αυτό που απουσιάζει είναι γενικά οποιαδήποτε αιτιολογία ως προς τα κριτήρια του προσφυγικού καθεστώτος. Απο την απόφαση της Επιτροπής Προσφυγών δεν προκύπτει επ’ ουδενί ότι η Επιτροπή εξέτασε την αίτηση διεθνούς προστασίας ως προς τα κριτήρια της Σύμβασης της Γενεύης. Ως εκ τούτου καθίσταται ανέφικτος ο  ακυρωτικός έλεγχος εκ μέρους του διοικητικού δικαστή[9]. Σε κάθε δε περίπτωση, η εν λόγω νομολογιακή θέση, η οποία εν πολλοίς είχε ήδη διαμορφωθεί πριν την προσαρμογή της νομοθεσίας μας προς τις διατάξεις του του ενωσιακού δικαίου που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του Κοινού Ευρωπαικού Συστήματος Ασύλου, έχει πλέον σε μεγάλο βαθμό σχετικοποιηθεί. Σήμερα, οι Οδηγίες για την αναγνώριση και τις διαδικασίες ασύλου,  που έχουν ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο, επιβάλλουν στις αρμόδιες αρχές συγκεκριμένες υποχρεώσεις, διαδικαστικού και ουσιαστικού χαρακτήρα κατά την εξέταση αιτημάτων διεθνούς προστασίας[10].
 
Επομένως, η Επιτροπή Προσφυγών όφειλε να εξετάσει το αίτημα ως προς την υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα και μονο στην περίπτωση που πληρούνταν τα σχετικά κριτήρια της Σύμβασης της Γενεύης (γεγονός που έπρεπε να προκύπτει από την αιτιολογία της), τότε να εξετάσει το αίτημα ως προς τη χορήγηση ή μη επικουρικής προστασίας. 
 
Δεύτερον, στο βαθμό που δεν είχε λάβει συνέντευξη επί της ουσίας σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, η Επιτροπή Προσφυγών όφειλε να καλέσει σε προφορική ακρόαση τον αλλοδαπό, προκειμένου να διασφαλιστεί το δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή και η «δίκαιη και αποτελεσματική» εξέταση του αιτήματος διεθνούς προστασίας. 
 
Ως γνωστόν, σύμφωνα με το οικείο κανονιστικό πλαίσιο, κάθε αίτηση διεθνούς προστασίας, εξετάζεται διοικητικά σε πρώτο βαθμό από το αρμόδιο Περιφερειακό Γραφείο ή κλιμάκιο Ασύλου της Υπηρεσίας Ασύλου, που είναι η «Αποφαινόμενη Αρχή», αφού προηγηθεί εμπεριστατωμένη αντικειμενική και αμερόληπτη εξέτασή του από ειδικώς εκπαιδευμένο προσωπικό και αφού ειδικότερα παρασχεθεί πρώτα στον αιτούντα η ευκαιρία προσωπικής συνεντεύξεως, η οποία του επιτρέπει να εκθέσει διεξοδικώς τους λόγους της αιτήσεώς του. Αντιθέτως, η διαδικασία σε δεύτερο βαθμό, ενώπιον των Επιτροπών Προσφυγών κατόπιν άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής κατά απορριπτικής πρωτοβάθμιας απόφασης, είναι καταρχήν έγγραφη και διενεργείται με βάση τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου[11], ενώ η κληση σε προφορική ακρόαση λαμβάνει κατά την κρίση της Επιτροπής μόνο κατ΄εξαίρεση σε συγκεκριμένες ρητά προβλεπόμενες περιπτώσεις[12].  
 
Μολονότι, λοιπόν, η πραγματοποίηση συνέντευξης δεν είναι καταρχήν υποχρεωτική στον δεύτερο βαθμό, αλλά εναπόκειται στην κρίση του δευτεροβάθμιου οργάνου, εντούτοις το ζήτημα του κατά πόσον είναι τελικά αναγκαία η προσωπική ακρόαση του ενδιαφερομένου, ενώπιον του οργάνου αυτού, πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα της υποχρεώσεώς του να προβεί στην κατά το άρθρο 46, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ (άρ. 62 παρ. 8 ν.4375/2016) πλήρη και ex nunc εξέταση, χάριν της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων και των συμφερόντων του αιτούντος[13]. Η δε υποχρεωση αυτή του δευτεροβάθμιου οργάνου δεν πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς αλλά στο πλαίσιο ολόκληρης της διαδικασίας εξετάσεως των αιτήσεων διεθνούς προστασίας την οποία ρυθμίζει η οδηγία αυτή, λαμβανομένου υπόψη του στενού συνδέσμου που υφίσταται μεταξύ της διαδικασίας προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου και της πρωτοβάθμιας διαδικασίας που προηγείται αυτής, κατά την οποία πρωτοβάθμια διαδικασία πρέπει να παρέχεται στον αιτούντα, σύμφωνα με το άρθρο 14 της εν λόγω οδηγίας, η ευκαιρία προσωπικής συνεντεύξεως σχετικά με την αίτησή του διεθνούς προστασίας[14].
 
Στην υπό εξέταση περίπτωση, στον πρώτο βαθμό η εξέταση του μεταγενεστέρου αιτήματος έλαβε χώρα σε προκαταρκτικό στάδιο εκ του φακέλου με βάση τα στοιχεία που προσκόμισε γραπτώς ο ενδιαφερόμενος. Συνεπώς, κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία δεν παρασχέθηκε στον αιτούντα η ευκαιρία προσωπικής συνεντεύξεως σχετικά με την αίτησή του διεθνούς προστασίας, και κατ΄επέκταση, στον φάκελο, που τέθηκε υπόψη της Επιτροπής Προσφυγών δεν υπήρχε πρακτικό συνέντευξης. Εντούτοις, η Οδηγία για τις διαδικασίες ασύλου επιτρέπει πράγματι στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να διεξάγουν την προκαταρκτική εξέταση μόνο βάσει γραπτών παρατηρήσεων χωρίς προσωπική συνέντευξη, υπό τον όρο ότι δεν καθίσταται αδύνατη ή ματαιώνεται πρακτικά ή περιορίζεται σοβαρά η πρόσβαση των αιτούντων άσυλο σε νέα διαδικασία[15]. Επομένως, η προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού τόσο στον πρώτο βαθμό όσο και στο δεύτερο από την Επιτροπή Προσφυγών νομίμως έλαβε καταρχήν χώρα με την έγγραφη διαδικασία, δηλαδή χωρίς να κληθεί ο προσφεύγων σε προφορική ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών.
 
Ωστόσο, αφ’ ης στιγμής, το αίτημα διήλθε της προκαταρκτικής εξέτασης και κρίθηκε παραδεκτό, η πραγματοποίηση συνέντευξης επί της ουσίας ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών καθίσταται αναγκαία προκειμένουν να εξασφαλιστεί όχι μονο το δικαιωμα σε «πραγματική προσφυγή» αλλά και εν γένει η «δίκαιη» εξέταση του αιτήματος ασύλου κατά το ενωσιακό δίκαιο[16]. 
 
Από την ίδια τη συστηματική και τελεολογική ερμηνεία της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ προκύπτει ότι ο ευρωπαίος νομοθέτης απαιτεί κατά κανόνα την πραγματοποίηση μίας τουλάχιστον συνέντευξης κατά την εξέταση επί της ουσίας αιτημάτων διεθνούς προστασίας. Κατ’ εξαίρεση, μονο σε συγκεκριμένες ρητά προβλεπόμενες περιπτώσεις μπορεί αυτή να παραλειφθεί, όταν η αποφαινόμενη αρχή δύναται να λάβει θετική απόφαση όσον αφορά το καθεστώς του πρόσφυγα βάσει των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων ή όταν δεν είναι αντικειμενικά δυνατή[17]. Συνεπώς, πλην ρητών προβλεπομένων εξαιρέσεων, δεν μπορεί να υπάρξει καταρχήν εξέταση επί της ουσίας αιτήματος διεθνούς προστασίας άνευ συνεντεύξεως του ενδιαφερομένου.
 
Επιπλέον, η απουσία συνεντεύξεως, καθιστά αδύνατο και τον πληρη και ex nunc έλεγχο επί της ουσίας του αιτήματος διεθνούς προστασίας, καθόσον αυτή συνιστά σημαντικό στοιχείο -ισως το σημαντικότερο- που θα εκτιμηθεί από το αρμόδιο «δικαστήριο» όταν αυτό προβαίνει στον πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων την οποία προβλέπει το άρθρο 46, παράγραφος 3, της Οδηγίας αυτής[18]. Συνεπώς, δεν μπορεί στην συγκεκριμένη περίπτωση να υπάρξει «πραγματική και αποτελεσματική προσφυγή», όπως απαιτεί η Οδηγία και το άρ. 47 του ΧΘΔΕ χωρίς την πραγματοποίηση προσωπικής συνέντευξη επί της ουσίας της αίτησης.  Αντίθετη, ερμηνευτική εκδοχή, οδηγεί στο άτοπο να εξετάζεται επι της ουσίας αίτημα διεθνούς προστασίας χωρίς την πραγματοποίηση συνέντευξης σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. 
 
Σε μια τέτοια επομένως, περίπτωση, όπως αυτή που αντιμετώπισε η Επιτροπή Προσφυγών, οσάκις δηλαδή δεν έχει λάβει χώρα συνέντευξη επί της ουσίας σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, η πραγματοποίηση συνέντευξης επί της ουσίας καθίσταται υποχρεωτική για το δευτεροβάθμιο οργανο, προκειμένου να διασφαλιστεί το δικαίωμα σε «πραγματική και αποτελεσματική προσφυγή» και η «δίκαιη και αποτελεσματική» εξέταση του αιτήματος διεθνούς προστασίας.


[1] Σύμφωνα με το άρθρο 34 στοιχείο κ΄ του ν. 4375/2016, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 28 παρ. 6 του Ν. 4540/2018: «Μεταγενέστερη αίτηση είναι η αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται μετά από απόφαση που δεν υπόκειται πλέον σε άσκηση του ενδίκου βοηθήματος του άρθρου 64 (ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών) ή απόφαση διακοπής της εξέτασης της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 47. Ως μεταγενέστερη αίτηση λογίζεται και κάθε νέα αίτηση διεθνούς προστασίας μετά από παραίτηση κατά τις διατάξεις του άρθρου 47».
[2] Ως «πρόσωπο που δικαιούται επικουρική́ προστασία» νοείται ο αλλοδαπός ή ο ανιθαγενής που δεν πληροί́ τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί́ ως πρόσφυγας, αλλά́ στο πρόσωπό του συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι από́ τους οποίους προκύπτει ότι αν επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του ή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, κινδυνεύει να υποστεί́ σοβαρή́ βλάβη υπό τη μορφή θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Βλ. άρ. 2 στοιχ. ζ΄και 15 π.δ. 141/2013, σε συνδυασμό.
[3] Άρ. 59 παρ. 4 εδ. α΄ν.4375/2016.
[4] Σύμφωνα με το αρ. 62 παρ. 1 ν. 4375/2016, οι Επιτροπές Προσφυγών καλούν υποχρεωτικά σε υποχρεωτικά τον προσφεύγοντα σε προφορική ακρόαση εφόσον: α. με την προσφυγή προσβάλλεται απόφαση ανάκλησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, β. ανακύπτουν ζητήματα ή αμφιβολίες ως προς την πληρότητα της συνέντευξης που πραγματοποιήθηκε κατά τον πρώτο βαθμό εξέτασης, γ. ο προσφεύγων υπέβαλε σοβαρά νέα στοιχεία που αφορούν σε οψιγενείς ισχυρισμούς ή δ. η υπόθεση είναι ιδιαίτερα περίπλοκη.
[5] Πρβλ. και άρ. 10 παρ. 2 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ για τις διαδικασίες ασύλου. 
[6] Όπως γίνεται παγίως δεκτό από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Σύμβαση της Γενεύης αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς νομικού συστήματος για την προστασία των προσφύγων και οι διατάξεις των οδηγιών που συγκροτούν το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου, όπως, μεταξύ άλλων, οι οδηγίες 2011/95/ΕΚ και 2013/32/ΕΕ σχετικά με τις προϋποθέσεις χορηγήσεως του καθεστώτος του πρόσφυγα και εν γένει διεθνούς προστασίας, το περιεχόμενο του καθεστώτος αυτού και τις ακολουθητέες διαδικασίες, θεσπίσθηκαν με σκοπό τη διευκόλυνση των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών κατά την εφαρμογή της Συμβάσεως αυτής έχοντας ως βάση κοινές έννοιες και κοινά κριτήρια. Οι διατάξεις των ως άνω οδηγιών πρέπει, ως εκ τούτου, να ερμηνεύονται συμπληρωματικά η μία προς την άλλη, υπό το πρίσμα της όλης οικονομίας και του σκοπού τους, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης και τις λοιπές σχετικές «συναφείς» διεθνείς συμβάσεις, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 78 παρ. 1 ΣΛΕΕ. Κατά την ερμηνεία αυτή θα πρέπει επίσης να γίνονται σεβαστά τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζει ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ΔΕΕ – αποφάσεις της 8.5.2014, C-199/12 έως C-201/12, X και λοιποί, σκέψεις 39 και 40, και της 26.2.2015, C-472/13, Shepherd, σκέψεις 22 και 23). Τα κράτη μέλη οφείλουν όχι μόνο να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιό τους κατά τρόπο σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης, αλλά και να μεριμνούν ώστε να μην στηρίζονται σε ερμηνεία αντίθετη προς τα θεμελιώδη δικαιώματα που προασπίζει η έννομη τάξη της Ένωσης ή προς τις λοιπές γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης (βλ. απόφαση ΔΕΕ της 21.12.2011, C-411/10 και C-439/10, Ν.S. και λοιποί, σκέψη 77).
[7] ΔΕΕ (Μειζ.Συνθ) απόφ. της 19ης Μαρτίου 2019, στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-297/17, C-318/17, C-319/17 και C‑438/17 – Ibrahim κ.ά, σκ. 98.
[8] Πρβλ. αντί άλλων ΣτΕ 633/2013, 4750, 288/2012, 1093, 1653, 2192,  3533, 4034/2008 κ.ά.
[9] Οι αιτούντες διεθνή προστασία, καθώς και ο αρμόδιος Υπουργός, έχουν δικαίωμα άσκησης αίτησης ακυρώσεως ενώπιον του αρμοδίου κατα τόπο Διοικητικού Εφετείου σε πρώτο βαθμό και κατόπιν εφέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σε δεύτερο βαθμό κατά των σχετικών αποφάσεων των Επιτροπών Προσφυγών Βλ. άρ. 64 ν.4375/2016 και 15 παρ. 3 ν. 3068/2002, όπως ισχύουν, σε συνδυασμό.
[10] Πρβλ. επι παραδείγματι αρ. 4 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ περι αναγνωρίσεως ως προς την αξιολόγηση των γεγονότων και περιστάσεων, καθώς και κεφάλαιο ΙΙ της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ περί διαδικασιών που περιλαμβάνει βασικές αρχές και εγγυήσεις για την εξέταση αιτημάτων διεθνούς προστασίας. 
[11] Όπως δε έχει κριθεί βλ. ΣτΕ Ολομ.2348/2017 σκ. 34, από τη διάταξη του άρθρου 14 παρ.1 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, με την οποία επιβάλλεται στην αποφαινόμενη αρχή η υποχρέωση να παράσχει, πριν από τη λήψη της απόφασής της, στον αιτούντα διεθνή προστασία ευκαιρία προσωπικής συνέντευξης σχετικά με την αίτησή του, προκύπτει ότι η υποχρέωση αυτή βαρύνει αποκλειστικώς την αρμόδια προς εξέταση του αιτήματος διεθνούς προστασίας σε πρώτο βαθμό αρχή και, ως εκ τούτου, δεν ισχύει για τις διαδικασίες προσφυγής. Ούτε το άρθρο 46 του ν.4375/2016, εξάλλου, ούτε οι άλλες διατάξεις της οδηγίας 2013/32/ΕΕ προβλέπουν τη διεξαγωγή ακροάσεως ενώπιον του επιληφθέντος της προσφυγής «δικαστηρίου», ακόμη και στην περίπτωση υποβολής σχετικής αιτήσεως από τον προσφεύγοντα.
[12] Βλ. άρ. 62 παρ. 1, εδ. α΄- δ΄ του Ν. 4375/2016.
[13] ΔΕΕ απόφ. της 26ης Ιουλίου 2017, C-348/16 – Sacko, σκ. 44. Στο πλαίσιο αυτό, έχει συναφώς κριθεί ότι το ως άνω άρθρο 46 της Οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου, ερμηνευόμενο υπό το φως του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύεται στην εθνική αρχή που επιλαμβάνεται –ως «δικαστήριο», κατά την έννοια της διάταξης αυτής- προσφυγής κατά απόφασης απορριπτικής αιτήματος διεθνούς προστασίας, να απορρίψει την εν λόγω προσφυγή, χωρίς να προβεί σε ακρόαση του προσφεύγοντος, όταν τα πραγματικά περιστατικά δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ως προς το βάσιμο της απόφασης αυτής, υπό την προϋπόθεση, αφενός ότι κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία παρεσχέθη στον αιτούντα η ευκαιρία προσωπικής συνέντευξης σχετικά με το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, σύμφωνα με το άρθρο 14 της ως άνω Οδηγίας και τη συνάδουσα προς τη διάταξη αυτή εθνική νομοθεσία, και ότι το πρακτικό της εν λόγω συνέντευξης περιελήφθη στο φάκελο της υπόθεσης, αφετέρου ότι η επιληφθείσα της προσφυγής αρχή μπορεί να διατάξει μια τέτοια ακρόαση εφόσον το κρίνει αναγκαίο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της. Βλ. ΔΕΕ, C-348/16 – Sacko και ΣτΕ Ολ 2348/2017, σκ. 34. Εξ αντιδιαστολής, συνάγεται ότι οσάκις δεν έχει πραγματοποιηθεί συνέντευξη στον πρώτο βαθμό, το άρ. 46 της Οδηγίας για τις διαδικασίες ασύλου, καθιστά υποχρεωτική την πραγματοποίηση συνέντευξης ενώπιον του δευτεροβαθμίου οργάνου.  
[15] Βλ. άρθρο 42 παρ. 2 εδ. τελευταίο της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.
[16] Αξίζει να σημειωθεί οτι ο νομοθέτης με το ν. 4375/2016 με προφανή σκοπό την απλούστευση των διαδικασιών και την ταχεία εξέταση των αιτημάτων ασύλου κατήργησε την υποχρέωση αναπομπής υποθέσεων στο πρώτο βαθμό, που προβλεπόταν υπό το προηγούμενο νομικό καθεστώς (πδ 113/2013) οσάκις αυτές είχαν απορριφθεί στον πρώτο βαθμό ως απαράδεκτες και εν συνεχεία γίνονταν δεκτές από τις Επιτροπές Προσφυγών προκειμένου να λάβει χώρα κατ’ ουσίαν εξέταση. Μάλιστα, με το άρ. 28 παρ. 11 του ν. 4540/2018, προστέθηκε νέα παρ. 9 στο άρ. 62 του ν.4375/2016, σύμφωνα με την οποία αναπομπή της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό επιτρέπεται μόνο στην περίπτωση προσφυγής κατά πρωτοβάθμιας απόφασης με την οποία απορρίπτεται αίτηση για να συνεχιστεί η εξέταση της υπόθεσης μετά από πράξη διακοπής.
[17]   Πρβλ. άρ. 14 παρ. 2 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και 52 παρ. 8 ν.4375/2016.
[18] ΔΕΕ C-348/16 – Sacko, σκ. 43.
 

Write A Comment