Όσοι ασχολούνται με το προσφυγικό δίκαιο γνωρίζουν πολύ καλά ότι συχνά ζητήματα ουσίας ή διαδικασίας ασύλου καθορίζονται μέσω εσωτερικών εγκυκλίων – οδηγιών της Υπηρεσίας Ασύλου. Οι οδηγίες αυτές (αναφέρονται συχνά και ως τυπικές επιχειρησιακές διαδικασίες – standard operating procedure – SOPs), εμπεριέχουν ρυθμίσεις με δεσμευτικό περιεχόμενο για τα ιεραρχικά κατώτερα διοικητικά όργανα (περιφερειακά γραφεία ασύλου – χειριστές κλπ). Μέσω αυτών επιχειρείται η δημιουργία ομοιόμορφων διοικητικών πρακτικών που απευθύνονται στο εσωτερικό της υπηρεσίας με απώτερο στόχο τη βέλτιστη οργάνωση και λειτουργία των εμπλεκομένων αρχών στο προσφυγικό.
Το φαινόμενο αυτό βέβαια δεν είναι άγνωστο στο πεδίο της διοικητικής δράσης. Στη σύγχρονη διοικητική πραγματικότητα, σχεδόν όλοι οι νόμοι συνοδεύονται από μια πληθώρα εγκυκλίων, στο περιεχόμενο των οποίων προσανατολίζονται κατεξοχήν τα διοικητικά όργανα και οι οποίες συχνά ρυθμίζουν πολύ περισσότερα θέματα απ’ ότι νόμοι. Παράλληλα, τα πλεονεκτήματα που διαθέτουν οι εγκύκλιοι, όπως η ευελιξία τους για τη προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, η αποτελεσματικότερη εφαρμογή των νόμων, η ενότητα και ο συντονισμός της διοικητικής δράσης , η απο-συμφόρηση του νομοθέτη, η οποία επιτρέπει τον περιορισμό του στη ρύθμιση των ουσιωδών ζητημάτων, καλλιεργούν την τάση της διοίκησης να προσφεύγει στην έκδοση εγκυκλίων (φυγή στις εγκυκλίους).
Αυτό που γεννά προβληματισμό στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι το «απρόσιτο» των οδηγιών – εγκυκλίων για το ευρύ κοινό.
Παρά το γεγονός ότι, πολλές από αυτές τις εσωτερικές οδηγίες της υπηρεσίας ασύλου εισάγουν επί της ουσίας νέες ρυθμίσεις κανονιστικού περιεχομένου, οι οποίες αποκλίνουν ή συμπληρώνουν τις ισχύουσες διατάξεις για την εφαρμογή των οποίων εκδίδονται, εντούτοις, ουδέποτε δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ή στο διαδίκτυο, όπως επιβάλλεται από το Σύνταγμα και την κείμενη νομοθεσία (βλ. άρ. 5 παρ. 2 του ν. 3469/2006, άρ. 2 παρ. 4 του Ν. 3861/2010 -«Πρόγραμμα Διαύγεια»). Ούτε και δημοσιοποιούνται καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή κοινοποιούνται στους ενδιαφερομένους ή στους εμπλεκόμενους φορείς (ιδιώτες, οργανώσεις, φορείς, οικείοι δικηγορικοί σύλλογοι, κ.ά.), παρά το γεγονός ότι συχνά θεσπίζουν υποχρεώσεις για τους ενδιαφερομένους. Οι οδηγίες αυτές, επίσης, μεταβάλλονται συχνά με βάση τις ανάγκες στο πεδίο ή τις σταθμίσεις της Υπηρεσίας στο πλαίσιο εφαρμογής πολιτικών εγχώριων ή/και ευρωπαϊκών αποφάσεων για τη διαχείριση του προσφυγικού/μεταναστευτικού.
Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επικρατεί μεγάλη αβεβαιότητα γύρω από το τι, πως και πότε και για ποιους εφαρμόζεται τελικά! Συχνά κανείς –όχι μόνο οι πρόσφυγες/μετανάστες αλλά και οι νομικοί τους συμπαραστάτες- δεν γνωρίζουν επ’ ακριβώς τι θα ισχύσει στην περίπτωσή τους.
Η πρακτική αυτή της Υπηρεσίας απηχεί μια παραδοσιακή αντίληψη ενός «ερμητικά κλειστού κράτους», το οποίο συμπεριφέρεται στις νομικές συναλλαγές όπως κάθε άλλο άτομο: Όπως ακριβώς ο ιδιώτης που διευθύνει τα του οίκου του ή παρέχει οδηγίες για τη λειτουργία της επιχείρησης του, έτσι και η διοίκησή όταν ρυθμίζει τη συμπεριφορά της μέσα στο δικό της χώρο, τότε κινείται έξω από τη σφαίρα του δικαίου. Οι παραπάνω αντιλήψεις έχουν υποστεί σημαντικές μεταβολές στην πορεία της ιστορικής εξέλιξης. Στη σημερινή εποχή, η αντίληψη των interna του κράτους ως χώρος-μη δικαίου και η αρμοδιότητα της διοίκησης για αυτόνομη θέσπιση κανόνων δικαίου δεν εναρμονίζεται με την αρχή του κράτους δικαίου.
Η διαφάνεια και η δημοσιότητα αποτελούν βασικές συνιστώσες της δημοκρατικής αρχής, στο βαθμό που επιτρέπουν τον έλεγχο της δράσης των κρατικών οργάνων και αρχών από τους διοικούμενους. Η φανερή δράση και η διαφάνεια της διοικητικής δράσης (που απορρέει από το άρθρο 5Α Συντάγματος με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα καθενός –επομένως και των αλλοδαπών στην πληροφόρηση) συμβάλει στην καταπολέμηση της διαφθοράς και της διαπλοκής της δημόσιας διοίκησης, εγγυάται τον έλεγχο της και συμβάλει στην επαύξηση της αποτελεσματικής της λειτουργίας αλλά και της προστασίας των δικαιωμάτων των διοικουμένων.
Η Υπηρεσία Ασύλου, ως τμήμα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, δεσμεύεται από τις σχετικές συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις που επιβάλουν τη διαφάνεια και τη δημοσιότητα της διοίκησης. Ως εκ τούτου, οι εσωτερικές οδηγίες- εγκύκλιοι της Υπηρεσίας πρέπει να καταστούν προσιτές σε όλους. Κάτι τέτοιο θα είναι τελικά προς το συμφέρον τόσο της Υπηρεσίας, αφού έτσι θα διασφαλίζεται η αποτελεσματικότερη της λειτουργία όσο και προς το συμφέρον των ιδίων των διοικούμενων, καθώς και θα προστατεύονται καλύτερα τα δικαιώματά τους.