Μια ενδιαφέρουσα απόφαση αναφορικά με τη δυνατότητα επεξεργασίας βιομετρικών δεδομένων υπηκόων τρίτης χώρας από τις αρχές κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για “επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος”, εξέδωσε το Δικαστήριο της ΕΕ πριν από λίγες ημέρες (υπόθεση C-70/18).
Ειδικότερα, η υπόθεση αφορά σε προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας της Ολλανδίας σχετικά με την επεξεργασία βιομετρικών δεδομένων Τούρκων υπηκόων στο πλαίσιο της πρόληψης και καταπολέμησης της απάτης περί την ταυτότητα και τα έγγραφα.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, Τούρκοι υπήκοοι άσκησαν διοικητική προσφυγή κατά αποφάσεων του Ολλανδού υφυπουργού, κατά το μέρος που αυτές τους υποχρέωναν να συνεργαστούν κατά τη λήψη των βιομετρικών δεδομένων τους προκειμένου να λάβουν άδεια προσωρινής διαμονής στη χώρα.
Οι διοικητικές προσφυγές απορρίφθηκαν, με τους Τούρκους υπηκόους να ασκούν εκ νέου προσφυγές, αυτή τη φορά κατά των απορριπτικών αποφάσεων, ενώπιον του Πρωτοδικείου της Χάγης. Το Δικαστήριο έκρινε βάσιμες τις εν λόγω προσφυγές, σημειώνοντας ότι η σχετική ρύθμιση για την επεξεργασία βιομετρικών δεδομένων συνιστούσε «νέο περιορισμό», ο οποίος δεν ήταν ανάλογος προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό, ήτοι την πρόληψη και καταπολέμηση της απάτης περί την ταυτότητα και τα έγγραφα.
Ο υφυπουργός άσκησε έφεση κατά των αποφάσεων αυτών ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ολλανδίας, με το Δικαστήριο να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα προς το Δικαστήριο της ΕΕ.
Τα ερωτήματα προς το ΔΕΕ
Το αρχικό ερώτημα αφορούσε στο κατά πόσον η λήψη, καταχώριση και διατήρηση βιομετρικών δεδομένων σε κεντρικό αρχείο συνιστά «νέο περιορισμό» κατά την έννοια των σχετικών διατάξεων της Συμφωνίας Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας[1]. Στη συμφωνία αυτή προβλέπεται ρήτρα standstill η οποία απαγορεύει, εν γένει, τη λήψη οποιουδήποτε νέου εσωτερικού μέτρου από κράτος-μέλος που θα είχε ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να υπόκειται η εκ μέρους Τούρκου υπηκόου άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στην εθνική επικράτεια σε όρους πιο περιοριστικούς από εκείνους που ίσχυαν ως προς αυτόν κατά τον χρόνο που τέθηκαν σε ισχύ οι εν λόγω αποφάσεις όσον αφορά το οικείο κράτος μέλος (απόφαση Yön, C 123/17, σκέψη 39).
Περαιτέρω, σε περίπτωση που κριθεί ότι όντως η επεξεργασία αυτή δεδομένων συνιστά πράγματι «νέο περιορισμό», το Δικαστήριο της ΕΕ ερωτάται κατά πόσον ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, και συγκεκριμένα την πρόληψη και καταπολέμηση της απάτης περί την ταυτότητα και τα έγγραφα.
Και οι απαντήσεις
Αρχικά, το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι εθνική ρύθμιση, όπως η συγκεκριμένη, σύμφωνα με την οποία η χορήγηση άδειας προσωρινής διαμονής σε υπηκόους τρίτων κρατών, συμπεριλαμβανομένων Τούρκων υπηκόων, τελεί υπό την προϋπόθεση της λήψης, καταχώρισης και διατήρησης των βιομετρικών δεδομένων τους σε κεντρικό αρχείο, συνιστά «νέο περιορισμό». Ωστόσο, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται από τον σκοπό, ο οποίος εν προκειμένω συνίσταται στην πρόληψη και στην καταπολέμηση της απάτης περί την ταυτότητα και τα έγγραφα.
Στην ουσία, το Δικαστήριο, αφού έκανε δεκτό ότι η επεξεργασία βιομετρικών δεδομένων αποτελεί πράγματι νέο περιορισμό σχετικά με τις προϋποθέσεις πρόσβασης των Τούρκων υπηκόων στην απασχόληση, προέβη σε μία στάθμιση αναφορικά με το αν ο περιορισμός αυτός είναι ανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό (πρόληψη και καταπολέμηση της απάτης περί την ταυτότητα και τα έγγραφα). Κατά τη στάθμιση αυτή, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη μίας σειρά από παραμέτρους αναφορικά με την αναλογικότητα, την καταλληλότητα και την αναγκαιότητα του μέτρου.
Όσον αφορά το ζήτημα αν ο σκοπός της πρόληψης και της καταπολέμησης της απάτης περί την ταυτότητα και τα έγγραφα, μπορεί να αποτελέσει επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος το Δικαστήριο υπενθυμίζει πως έχει κριθεί ότι ο σκοπός της αποτροπής της παράνομης εισόδου και της παράνομης διαμονής συνιστά επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος (απόφαση Demir, C-225/12, σκέψη 41).
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι η λήψη και η διατήρηση δακτυλικών αποτυπωμάτων στο πλαίσιο της χορήγησης διαβατηρίων, με σκοπό την πρόληψη της πλαστογράφησης και της δόλιας χρήσης τους, επιδιώκουν σκοπό γενικού συμφέροντος αναγνωριζόμενο από την ΕΕ, ήτοι την αποτροπή της παράνομης εισόδου προσώπων στο έδαφός της (απόφαση Schwarz, C-291/12, σκέψεις 36 έως 38). Τέλος, το Δικαστήριο επισημαίνει τη σημασία που προσδίδει ο ενωσιακός νομοθέτης της στην καταπολέμηση της απάτης περί την ταυτότητα.
Σε σχέση με την καταλληλότητα της επίμαχης ρύθμισης στο πλαίσιο της επίτευξης του σκοπού, το Δικαστήριο σημειώνει ότι η λήψη, η καταχώριση και η διατήρηση των δακτυλικών αποτυπωμάτων και της εικόνας προσώπου των υπηκόων τρίτων κρατών σε κεντρικό αρχείο καθιστούν δυνατό τον ακριβή προσδιορισμό του προσώπου περί του οποίου πρόκειται και τον εντοπισμό περιπτώσεων απάτης περί την ταυτότητα και τα έγγραφα, μέσω της σύγκρισης των βιομετρικών δεδομένων του αιτούντος τη χορήγηση άδειας προσωρινής διαμονής με εκείνα που περιέχονται στο εν λόγω αρχείο.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η στάθμιση του Δικαστηρίου σε σχέση με το ζήτημα της αναλογικότητας της εν λόγω ρύθμισης προς το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και της προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Μεταξύ άλλων το Δικαστήριο διατυπώνει επιχειρήματα σχετικά με:
- Τη νομιμότητα της επεξεργασίας και τον περιορισμό του σκοπού: Το Δικαστήριο αναφέρει αρχικά ότι για την πρόληψη και την καταπολέμηση της απάτης περί την ταυτότητα και τα έγγραφα, τα κράτη μέλη οφείλουν να εξακριβώνουν τα στοιχεία της ταυτότητας τα οποία δήλωσε ο αιτών άδεια προσωρινής διαμονής. Σύμφωνα με το ΔΕΕ, ο σκοπός αυτός απαιτεί να διασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ο αιτών δεν υπέβαλε, πριν από την εν λόγω αίτηση, άλλη αίτηση με διαφορετική ταυτότητα, μέσω της αντιπαραβολής των δακτυλικών αποτυπωμάτων του με εκείνα που περιέχονται σε κεντρικό αρχείο.
-
Ελαχιστοποίηση δεδομένων: Όπως επισημαίνει το ΔΕΕ, τα δεδομένα τα οποία αφορά η επίμαχη ρύθμιση περιορίζονται σε δέκα δακτυλικά αποτυπώματα και σε μία εικόνα προσώπου. Η λήψη των δεδομένων αυτών, πέραν του ότι καθιστά δυνατή την εξακρίβωση με αξιόπιστο τρόπο της ταυτότητας του ενδιαφερομένου, δεν είναι πράξη αυστηρώς ιδιωτικού χαρακτήρα και δεν είναι ιδιαίτερα δυσάρεστη σωματικά ή ψυχολογικά για τον ενδιαφερόμενο (απόφαση Schwarz, C-291/12 σκέψη 48).[2]
- Ασφάλεια επεξεργασίας: Σύμφωνα με το ΔΕΕ, η πρόσβαση και η χρήση των βιομετρικών δεδομένων που περιέχονται στο κεντρικό αρχείο επιτρέπεται μόνο σε ειδικά εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους, προκειμένου να εξακριβώσουν ή να επαληθεύσουν την ταυτότητα των υπηκόων τρίτων κρατών στον βαθμό που απαιτείται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.
- Περιορισμός της περιόδου αποθήκευσης: Όσον αφορά τη διάρκεια της διατήρησης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η επίμαχη εθνική ρύθμιση προβλέπει ότι τα βιομετρικά δεδομένα διατηρούνται στο κεντρικό αρχείο για πέντε έτη μετά την απόρριψη της αίτησης για τη χορήγηση άδειας προσωρινής διαμονής, την αναχώρηση του ενδιαφερομένου μετά τη λήξη νόμιμης διαμονής ή τη λήξη της ισχύος απαγόρευσης εισόδου ή κήρυξης προσώπου ως ανεπιθύμητου. Τα βιομετρικά δεδομένα καταστρέφονται αμέσως σε περίπτωση πολιτογράφησης του υπηκόου τρίτου κράτους κατά τη διάρκεια της διαμονής του στην Ολλανδία.
Λαμβάνοντας υπόψη όλους τους παραπάνω παράγοντες, το Δικαστήριο έκρινε ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση δεν ξεπερνά το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού της πρόληψης και της καταπολέμησης της απάτης περί την ταυτότητα και τα έγγραφα.
Η απόφαση παρέχει ορισμένα σαφή κριτήρια, τα οποία λαμβάνονται υπόψη για την κρίση περί αναλογικότητας αντίστοιχων περιορισμών που προβλέπονται στο δίκαιο κρατών-μελών στο όνομα “επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος”. Σε κάθε περίπτωση, η νομιμότητα μίας τέτοιας επεξεργασίας δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι αρχές προστασίας δεδομένων, τα δικαιώματα των υποκειμένων και ο υποχρεώσεις των υπευθύνων επεξεργασίας πρέπει να τηρούνται απαρέγκλιτα και με βάση το σχετικό νομικό πλαίσιο[3].
Η απόφαση είναι διαθέσιμη στο http://curia.europa.eu
Βασίλης Καρκατζούνης, Δικηγόρος, LLM, CIPP/E, Μέλος της Διαρκούς Επιστημονικής Επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τις επιπτώσεις της τεχνητής νοημοσύνης στο δικαστικό σύστημα
[1] Η οποία υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 στην Άγκυρα από την Τουρκική Δημοκρατία, αφενός, και από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) και την Κοινότητα, αφετέρου, και συνήφθη, εγκρίθηκε και επικυρώθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 48, στο εξής: Συμφωνία Συνδέσεως.
[2] Εξάλλου, ο ίδιος ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο του κανονισμού 767/2008, την υποχρέωση των αιτούντων θεώρηση να παρέχουν τα δέκα δακτυλικά αποτυπώματά τους και εικόνα του προσώπου τους.
[3] Τόσο των σχετικών διατάξεων του ΧΘΔΕΕ και του ΓΚΠΔ, όσο και ειδικότερων κανόνων που προβλέπονται στην Οδηγία LED