τελευταια νεα
ΕΔΔΑ

ΕΔΔΑ: Νέα καταδίκη της Ελλάδας για μη νόμιμη κράτηση Αφγανού αιτούντος άσυλο σε εξευτελιστικές συνθήκες

Pinterest LinkedIn Tumblr

Απόφαση της 25.09.2012, Ahmade κατά Ελλάδας (50520/09), Πρώτο Τμήμα
Απάνθρωπη και Εξευτελιστική μεταχείριση – Συνθήκες κράτησης αλλοδαπού σε αστυνομικά τμήματα – αίτημα ασύλου – προσδιορισμός ηλικίας υπό απέλαση αλλοδαπού-  Άρθρα 3, 5, 8,6, 13 ΕΣΔΑ
Ο προσφεύγων, κατοικεί στην Αθήνα και κατάγεται από το Αφγανιστάν. Το 2007 κατέφθασε στην Ελλάδα, όπου και συνελήφθη. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι καταχωρήθηκε εσφαλμένα ως ενήλικος, λόγω της απουσίας διερμηνέα ενώπιον των ελληνικών αρχών.  Εκδόθηκε έπειτα, απόφαση απέλασης του και οδηγήθηκε στο κέντρο κράτησης Παγανής στην Λέσβο, όπου κρατήθηκε για πέντε ημέρες κάτω από αντίξοες συνθήκες, χωρίς την συνδρομή δικηγόρου και διερμηνέα. Μετά το πέρας των ημερών αφέθηκε ελεύθερος και διατάχθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα εντός μηνός.

Αργότερα, τον Μάιο του 2008 συνελήφθη στην Αθήνα από αστυνομικούς του Τ.Α. Αγίου Παντελεήμονα για παράνομη είσοδο στη χώρα., οπότε και εκδόθηκαν τις ημερομηνίες αποφάσεις απέλασης εις βάρος του, με αναγραφόμενη ημερομηνία γέννησης 1η Ιανουαρίου 1991. Εντούτοις, δεν διετάχθη εξ’ αυτών η κράτησή του, καθότι δεν είχε θεωρηθεί επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη ή ότι υπήρχε κίνδυνος φυγής του.

Αργότερα, συνελήφθη την εκ νέου για παράνομη είσοδο στη χώρα από αστυνομικούς του Τ.Α. Βάρης, οπότε και εκδόθηκε νέα απόφαση απέλασης του την 4η Αυγούστου 2008.  Τότε διετάχθη η διατήρηση της κράτησής του έως την απέλαση για χρονικό διάστημα το πολύ τριών μηνών, λόγω κινδύνου φυγής του. Την 11η  Αυγούστου 2008 αφέθηκε ελεύθερος υπό τον όρο να φύγει από τη χώρα εντός τριών μηνών.
Βέβαια, την 27η Αυγούστου 2009 συνελήφθη στη συνοικία του Αγίου Παντελεήμονα κατόπιν συμπλοκής αλλοδαπών και Ελλήνων. Με απόφαση της 31ης Αυγούστου 2009 διετάχθη εκ νέου η απέλαση του και η διατήρηση της κράτησής του κατ’ ανώτατο όριο για 6 μήνες, λόγω επικινδυνότητας του για τη δημόσια τάξη και κινδύνου φυγής του. Το εν λόγω πρακτικό έφερε ημερομηνία γέννησης του την 1η Ιανουαρίου 1985. Πέραν των ανωτέρω, υπήρχε και εκκρεμής ποινική διαδικασία, από την δικογραφία της οποίας και  φαινόταν ότι ο ενδιαφερόμενος είχε ενημερωθεί για τα δικαιώματά του στην μητρική του γλώσσα.
Τον Σεπτέμβριο 2009 υπεβλήθησαν ενώπιον του ΔΠ Αθηνών, μέσω δικηγόρων, αντιρρήσεις κατά της κράτησης του, οπότε και χορηγήθηκε στους συνηγόρους του αντίγραφο της απόφασης της 31ης Αυγούστου 2009. Στις αντιρρήσεις του, ο προσφεύγων κατήγγειλε τις συνθήκες κρατήσεως του ως «άθλιες». Ανέφερε επί παραδείγματι τον υπερπληθυσμό, την έλλειψη κρεβατιών για όλους τους κρατουμένους, τις άθλιες συνθήκες υγιεινής, την έλλειψη φωτισμού, τη μη δυνατότητα εξόδου στον καθαρό αέρα και την παρουσία πολύ άρρωστων ατόμων τα οποία, αποτελούσαν κατά την άποψή του κίνδυνο για τους άλλους. Ακόμη, τόνισε πως ήταν ανήλικος και οι αρχές λανθασμένα είχαν αναγράψει την  ανωτέρω ημερομηνία γέννησής ως την ορθή. Οι αντιρρήσεις απορρίφθηκαν την 15η Σεπτεμβρίου 2009, με τα σκεπτικό ότι ανεξαρτήτως του ζητήματος αν υπήρχε ή όχι κίνδυνος φυγής, ο προσφεύγων αποτελεί ανεπιθύμητο άτομο, φέρον ποινικές καταδίκες.

Την 18η Σεπτεμβρίου 2009 άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής όπου παραπονούταν εκ νέου για τις συνθήκες κράτησής του και υποστήριζε ότι δεν του είχε κοινοποιηθεί καμία απόφαση απέλασης έως την ημερομηνία κατάθεσης των αντιρρήσεών. Ακόμη, ανέφερε ότι ήταν αιτών άσυλο και ανήλικος, κάτι που οι δικαστικές αρχές δεν είχαν λάβει υπόψη. Τέλος, υποστήριζε ότι η παράνομη είσοδός του στη χώρα για την οποία είχε καταδικασθεί δεν αποτελούσε σοβαρό αδίκημα και ότι δεν ήταν επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη.

Με απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, η έφεση του απορρίφθηκε και την 28η Αυγούστου 2009 κατέθεσε με τη βοήθεια διερμηνέα για τη συμπλοκή στην οποία είχε παρευρεθεί και περί την μία ώρα αργότερα τέθηκε υπό κράτηση. Εν συνεχεία, παρουσιάστηκε ενώπιον του εισαγγελέα χωρίς διερμηνέα ή δικηγόρο, ο οποίος και τον παρέπεμψε στην αυτόφωρη διαδικασία. Το Δικαστήριο ανέβαλε την εξέταση της υπόθεσης λόγω της απουσίας διερμηνέα και διέταξε την παράταση της κράτησης του προσφεύγοντος. Εντούτοις, την 31η Αυγούστου δεν παρέστη διερμηνέας, ενώ δεν ερωτήθηκε αν επιθυμούσε να διορισθεί αυτεπάγγελτα δικηγόρος και δεν κλήθηκε να δηλώσει την ταυτότητά του και την ηλικία του και τελικώς καταδικάσθηκε. Δεδομένου δε ότι αδυνατούσε να καταβάλλει το ποσόν της χρηματικής ποινής, κρατήθηκε στο αστυνομικό τμήμα Αγίου Παντελεήμονα για οκτώ ημέρες.
Αργότερα, την 29η Αυγούστου 2009 παραπέμφθηκε σε δίκη με τη διαδικασία του αυτοφώρου για ψευδή δήλωση ενώπιον δημόσιας αρχής, οπότε και δεν έτυχε συνδρομής δικηγόρου. Συνολικώς δε, ο προσφεύγων κρατήθηκε ογδόντα τρεις ημέρες σε κελιά για ενηλίκους. Σύμφωνα δε με τους ισχυρισμούς του, οι συνθήκες κράτησης στα αστυνομικά τμήματα ήταν «απάνθρωπες και εξευτελιστικές».
Η Κυβέρνηση αρνήθηκε τις κατηγορίες αυτές, λέγοντας πως  τα κελιά αερίζονται και φωτίζονται καθώς και καθαρίζονται από ιδιωτική εταιρεία. Οι δε κρατούμενοι λάμβαναν καθημερινά τρία γεύματα. Ωστόσο, στις 10 Σεπτεμβρίου 2009 ο  Συνήγορος του πολίτη επισκέφθηκε το Τ.Α. Αγίου Παντελεήμονα για να ζητήσει πληροφορίες για την υπόθεση και επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς περί ακαταλληλότητας του χώρου, καθώς και τον υπερπληθυσμό.
Έκτοτε, στις 8 Σεπτεμβρίου 2009, ο προσφεύγων κατέθεσε αίτηση ασύλου και στην από 24 Νοεμβρίου 2009 γνωμοδότησή της, η αρμόδια Επιτροπή κατέληξε ότι δεν έπρεπε να γίνει δεκτή. Επί τούτου ο προσφεύγων άσκησε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΣτΕ και, αίτηση αναστολής της εκτέλεσης αυτής. Εν τω μεταξύ, το προεδρικό διάταγμα προεδρικό διάταγμα αριθ. 114/2010προέβλεψε εκ νέου την ευχέρεια των αιτούντων άσυλο να ζητούν την επανεξέταση της αίτησής , πράγμα το οποίο και δεν χρησιμοποίησε ο προσφεύγων. Τελικώς, η αίτηση αναστολής απερρίφθη λόγω μη προσκομιδής αποδεικτικών μέσων ως προς τον ισχυρισμό του κινδύνου να υποστεί διώξεις στο Ιράν, καθώς και να αιτιολογήσει ότι οι φόβοι του σε περίπτωση επιστροφής σε αυτή τη χώρα ήταν δικαιολογημένοι.
Όταν την 21η Σεπτεμβρίου 2009 κατετέθη η παρούσα προσφυγή,  αιτήθηκε και την εφαρμογή προσωρινών μέτρων, λέγοντας ότι ήταν ανήλικος ως γεννηθείς το 1993. Το Δικαστήριο ζήτησε από το Ελληνικό Κράτος να προβεί σε επιστημονική εκτίμηση της ηλικίας του, ελλείψει στοιχείων. Ωστόσο, ο προσφεύγων αρνήθηκε την υποβολή του σε ακτινολογική εξέταση με συνέπεια να πραγματοποιηθεί μόνον οπτική εξέταση. Επί των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών επισημάνθηκε πως, οι εκθέσεις επιστημονική επιτροπής CPT περιγράφουν ως «άθλια» την εικόνα των συνθηκών κράτησης των παρανόμων μεταναστών.
Ως προς το ζήτημα της ηλικίας του προσφεύγοντος  το Δικαστήριο σημειώνει ότι, επί των επίσημων εγγράφων αναφέρονταν κάθε φορά τουλάχιστον δεκατρείς φορές διαφορετικό έτος ή ημερομηνία γέννησης του ενδιαφερομένου. Δεδομένων αυτών ζητήθηκε η διενέργεια επιστημονικής έρευνας για τον προσδιορισμό της ηλικίας του προσφεύγοντος, ωστόσο λόγω της άρνησης του, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η άρνηση αυτού οφείλεται στην ύπαρξη λόγω να φοβάται ότι η εξέταση αυτή θα αποκάλυπτε μία πραγματικότητα που δε θα αντιστοιχούσε στις ηλικίες. Επομένως,  οι αιτιάσεις θα εξετασθούν ως προσβληθείσες από πρόσωπο ενήλικο.
Ως προς το άρθρο 3 και 13 της Συμβάσεως, καταγγέλλονται οι συνθήκες κράτησής του στα αστυνομικά τμήματα. Το άρθρο 3 της Σύμβασης καθιερώνει μία θεμελιώδη αξία κάθε δημοκρατικής κοινωνίας, μέσω της οποίας απαγορεύονται κατ’ απόλυτο τρόπο τα βασανιστήρια και η απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση. Ακόμη, επισημαίνεται πως προκειμένου να εμπίπτει στο άρθρο 3, μία κακομεταχείριση πρέπει να αγγίζει ένα ελάχιστο όριο σοβαρότητας, του οποίου η εκτίμηση είναι σχετική, εξαρτώμενη από σύνολο παραγόντων. Στους παράγοντες τούτους δε υπάγονται η διάρκεια της μεταχείρισης, οι συνέπειές αυτής, το φύλο, η ηλικία και η κατάσταση της υγείας (McGlinchey κατά Ηνωμένου Βασιλείου).
Τα στερητικά της ελευθερίας μέτρα συνοδεύονται αναπόφευκτα από ταλαιπωρία και ταπείνωση, με αποτέλεσμα αφ’ εαυτού να μην επιφέρουν παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Βέβαια, το Κράτος πρέπει να εξασφαλίζει ότι οι συνθήκες κρατήσεως είναι σύμφωνες με τις ανωτέρω αρχές «πέρα από οποιαδήποτε εύλογη αμφιβολία». Στην παρούσα περίπτωση, ο Συνήγορος του Πολίτη διαπίστωσε παραβάσεις της ανωτέρω αρχής, όπως και ο επιτετραμμένος του ΟΗΕ. Αυτά ωστόσο δεν επιβεβαιώνονται από κάποια μέσα και για τις συνθήκες στο  αστυνομικό τμήμα Παγκρατίου. Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης.
Αναφορικά με την καταγγελία περί του αιτήματος ασύλου, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι Διεθνείς Οργανισμοί έχουν εδώ και πολλά έτη υπογραμμίσει, το γεγονός ότι η ελληνική νομοθεσία ήταν ανεφάρμοστη στην πράξη με συνέπεια, η διαδικασία ασύλου να φέρει ελλείψεις τέτοιας έκτασης που οι πιθανότητες να εξεταστεί σοβαρά μία αίτηση ήταν ελάχιστες. Το Δικαστήριο ωστόσο υπογράμμισε πως δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της παραβίασης για το αν τελικώς ο προσφεύγων έπρεπε να απελαθεί. Οι ελληνικές αρχές, οι οποίες είναι υπεύθυνες για τα θέματα ασύλου, είναι  οι αρμόδιες να κρίνουν τούτο. Μνημονεύθηκε εν συνεχεία η απόφαση M.S.S., όπου το ΕΔΔΑ ομοίως υπογράμμισε ότι η αίτηση ακυρώσεως μια απορριπτικής απόφασης δεν είχε αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα. Στην παρούσα περίπτωση βέβαια, ο έλεγχος του ΣτΕ δεν ήταν αρκετά ευρύς ώστε να εξετάζει τα ουσιαστικά στοιχεία μιας αιτίασης σε σχέση με την παραβίαση της Σύμβασης. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπιστώνει παραβίαση των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 3 και 13 της Σύμβασης.
Επί του άρθρου 5 παρ. 1 ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι στερήθηκε την ελευθερία του, ενώ ήταν ανήλικος και ήταν αδύνατη η απέλασή του προς το Αφγανιστάν. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η «νομιμότητα» πρέπει να έχει την ίδια έννοια σε αμφότερες  τις παραγράφους 4 και 1 του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ. Ως εκ τούτου, ένας κρατούμενος έχει το δικαίωμα η κράτηση του να εξετασθεί τόσο υπό το φως του εθνικού δικαίου, όσο υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ και των γενικών αρχών που καθιερώνει, καθώς και υπό το φως της παρ. 1 της διάταξης του άρθρου 5 αυτής.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι έχει αποφανθεί επί του ζητήματος της αποτελεσματικότητας του δικαστικού ελέγχου σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο της κράτησης ατόμων ενόψει της διοικητικής απέλασής τους (προαναφερόμενες αποφάσεις S.D. κατά Ελλάδας, Tabesh κατά Ελλάδας, R.U. κατά Ελλάδας και Α.Α. κατά Ελλάδας, Rahimi κατά Ελλάδας). Έτσι έχει κρίνει ήδη ότι οι εν λόγω ελλείψεις αντίκεινται στο άρθρο 5 της Συμβάσεως. Ακόμη, υπογραμμίζει ότι, παρότι ο γενικός κανόνας του άρθρου 5 § 1 είναι ότι έκαστος έχει δικαίωμα στην ελευθερία, το εδάφιο στ) της διάταξης προβλέπει μία εξαίρεση επιτρέποντας τον περιορισμό αυτής, εντός του πλαισίου ελέγχου της μετανάστευσης, υπό την την κυριαρχική εξουσία αυτών προκειμένου να ελέγχουν την μετανάστευση στο έδαφος τους..
Δεδομένου μάλιστα ότι το Δικαστήριο επιλαμβάνεται την εφαρμογή των γενικών αρχών της Συμβάσεως, υπογραμμίζεται ότι πρέπει να τηρείται η γενική αρχή της ασφάλειας του δικαίου. Συνεπώς, είναι βασικό οι συνθήκες της στέρησης ελευθερίας να τίθενται εκ του εθνικού νομοθέτη κατά τρόπο που συνάδει με την «νομιμότητα» όπως ορίζεται εκ της Συμβάσεως , να είναι σαφής και να επιτρέπει πρόβλεψη των συνθηκών ανάλογα με τα δεδομένα της υπόθεσης.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η στέρηση της ελευθερίας του προσφεύγοντος βασιζόταν στην διασφάλιση της εκτελέσεως της ποινής απέλασής. Εντούτοις, το άρθρο 5 § 1 στ) δεν απαιτεί κάποιου είδους κράτηση ως ευλόγως αναγκαία, προκειμένου να διασφαλισθεί η απέλαση. Ακόμη επισημάνθηκε  ότι όλες οι αποφάσεις ελήφθησαν χωρίς ο προσφεύγων να τύχει της συνδρομής δικηγόρου και, σε ορισμένες, χωρίς διερμηνέα. Επομένως, επιβεβαιώνεται το παραπάνω σκεπτικό του Δικαστηρίου.
Εντούτοις, οι ατιάσεις του κρίθηκαν απορριπτέες λόγω του ότι δεν εξαντλήθηκαν τα εθνικά ένδικα μέσα. Ιδιαίτερα, δεν ασκήθηκε έφεση κατά της απόφασης του Πλημμελειοδικείου με την οποία και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης με αναστολή για την κατηγορία της παράνομης εισόδου στην ελληνική επικράτεια. Παρατηρεί δε ότι, αργότερα την υπόθεσή την ανέλαβε ομάδας δικηγόρων για τα δικαιώματα προσφύγων και μεταναστών, οι οποίοι συνέταξαν την αίτηση ασύλου του.
Επιμέλεια – Επεξεργασία: Ελένη Σβορώνου, Δικηγόρος, LL.M UCL, ΜΔΕ Πολιτικής Δικονομίας ΕΚΠΑ. Το κείμενο της παρούσας αποφάσεως τελεί υπό δημοσίευση στο 1/2013 τεύχος της ΕπιθεώρησηςΜεταναστευτικού Δικαίου

Write A Comment