Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Απόφαση της 17.1.2012, Zontul κατά Ελλάδας (12294/07), Πρώτο Τμήμα
Σεξουαλική κακοποίηση παρανόμως εισελθόντα στη χώρα αλλοδαπού από μέλη του λιμενικού σώματος. Απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Αναποτελεσματική έρευνα των εθνικών αρχών. Παραβίαση άρθρου 3 ΕΣΔΑ.
Τον Μάιο του 2001 ο προσφεύγων αλλοδαπός, τουρκικής ιθαγενείας, επιβιβάστηκε μαζί με άλλους αλλοδαπούς σε πλοιάριο στην Κωνσταντινούπολη με τελικό προορισμό την Ιταλία. Το εν λόγω πλοιάριο αναχαιτίστηκε από την Ελληνική Ακτοφυλακή και οδηγήθηκε σε λιμάνι της νήσου Κρήτης. Στις 5.6.2001, ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι δύο μέλη του λιμενικού σώματος, τον ανάγκασαν να γδυθεί ενόσω βρισκόταν στο μπάνιο και ένας εξ αυτών, ο D., με την απειλή γκλοπ, τον βίασε. Στις 6.6.2001, ο επικεφαλής αξιωματικός, ο οποίος απουσίαζε όταν έλαβε χώρα το εν λόγω περιστατικό, διέταξε τη διενέργεια σχετικής έρευνας. Τον Φεβρουάριο του 2004, ο προσφεύγων εγκατέλειψε την Ελλάδα, αρχικά για την Τουρκία, από όπου αναχώρησε τελικά για το Ηνωμένο Βασίλειο. Τον Ιούνιο του 2006 το αρμόδιο Ναυτοδικείο καταδίκασε σε δεύτερο βαθμό τον D. σε ποινή φυλάκισης έξι μηνών με αναστολή, η οποία τελικώς μετετράπη σε χρηματική.
Κατά το ΕΔΔΑ, η σεξουαλική κακοποίηση ενός κρατουμένου εκ μέρους ενός αξιωματούχου αποτελεί μια ιδιαίτερα σοβαρή και αποτρόπαια μορφή κακομεταχείρισης, ενόψει της ευάλωτης θέσης του θύματος και της μειωμένης δυνατότητας αντίδρασης αυτού, αλλά και της σοβαρότητας αυτής έναντι άλλων μορφών σωματικής ή πνευματικής κακομεταχείρισης. Στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια είχαν επισημάνει ότι υπήρξε «διείσδυση», γεγονός που προκάλεσε στον προσφεύγοντα αναμφίβολα έντονο σωματικό και ψυχικό πόνο. Ενόψει των ανωτέρω, το ΕΔΔΑ, με αναφορά και σε προγενέστερη σχετική του νομολογία, αλλά και αποφάσεις άλλων διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων, όπου κρίθηκε πολλάκις ότι η «διείσδυση» ισοδυναμεί με πράξη βασανισμού, κατέληξε ότι είχε παραβιαστεί εν προκειμένω το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ (απαγόρευση απάνθρωπής και εξευτελιστικής μεταχείρισης) κατά την ουσιαστική πτυχή αυτού. Περαιτέρω, το ΕΔΔΑ διατύπωσε σοβαρές επιφυλάξεις για το αν είχε διεξαχθή πραγματικά μία διεξοδική και αποτελεσματική έρευνα στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας σε βάρος των αξιωματικών του λιμενικού σώματος. Το σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος να εξεταστεί από τον ιατρό του κέντρου φύλαξης είχε απορριφθεί, ενώ και ο «ξυλοδαρμός» του, σύμφωνα με την εκδοχή του περιστατικού που παρουσίασε ο ίδιος ο δράστης, δεν είχε καταχωρηθεί στα ιατρικά αρχεία του εν λόγω κέντρου. Το συμπέρασμα της σχετικής ΕΔΕ, σύμφωνα με την οποία οι ισχυρισμοί των αξιωματικών του λιμενικού κρίνονταν ως «αξιόπιστοι» εν μέρει διότι η σχετική κακοποίηση δεν αναφερόταν στα ιατρικά αρχεία του κέντρου φύλαξης, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ικανοποιητικό. Επιπλέον, η κατάθεση του προσφεύγοντος είχε παραποιηθεί, καθώς ο βιασμός, είχε καταγραφεί ως «χαστούκι» και «χρήση ψυχολογικής βίας», τα γεγονότα συνοψίζονταν ανακριβώς και ο προσφεύγων φερόταν να μην επιθυμεί την ποινική δίωξη των συγκεκριμένων προσώπων. Ακριβώς, για τους λόγους αυτούς, ο Συνήγορος του Πολίτη είχε ζητήσει στις 13.3.2007 από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας τη διενέργεια νέας διοικητικής έρευνας γύρω από τις συνθήκες του περιστατικού. Βεβαίως, σε βάρος των δραστών κινήθηκε σχετική ποινική διαδικασία, δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει θεσπίσει ποινικές διατάξεις για την επιβολή κυρώσεων αναφορικά με πρακτικές αντίθετες προς το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Στην προκείμενη δε περίπτωση, ο δράστης είχε καταδικαστεί, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση, επί τη βάσει των εν λόγω διατάξεων. Επιπλέον, η εσωτερική διοικητική έρευνα και η ποινική διαδικασία ήταν αρκετά ταχείς και επιμελείς προκειμένου να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της ΕΣΔΑ. Παρόλα αυτά, η τελικώς επιβληθείσα ποινή σε βάρος του D., κατόπιν αναγνώρισης ελαφρυντικών, σε φυλάκιση έξι μηνών με αναστολή, η οποία μάλιστα μετατράπη τελικώς σε χρηματική ποινή ύψους 792 ευρώ, ήταν προδήλως δυσανάλογη σε σχέση με τη σοβαρότητα της πράξης σε βάρος του παθόντα. Λαμβάνοντας υπόψη τη διαπίστωση αυτή και το γεγονός ότι ο προσφεύγων είχε υποστεί μια πράξη βασανιστηρίων, το ελληνικό σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης, όπως εφαρμόστηκε στην προκειμένη περίπτωση, δεν είχε το επιδιωκόμενο αποτρεπτικό αποτέλεσμα, για την πρόληψη αδικημάτων, όπως αυτό που διεπράχθη σε βάρος του παθόντος, ούτε και επαρκούσε για την επανόρθωση όσων είχε αυτός υποστεί.
Άλλωστε, καίτοι ο προσφεύγων είχε ζητήσει να μετάσχει ως πολιτικώς ενάγων στη σχετική ποινική διαδικασία, εντούτοις, παρά τις προσπάθειες του να παρακολουθήσει την πρόοδο της σχετικής διαδικασίας, εξαιτίας του γεγονότος ότι βρισκόταν εκτός Ελλάδας, τελικώς δεν ενημερώθηκε εγκαίρως σχετικά, με αποτέλεσμα να μην καταφέρει να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματα του ως πολιτικώς ενάγων. Ενόψει, όλων των ανωτέρω, το ΕΔΔΑ, διαπίστωσε, επίσης, παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης και κατά το διαδικαστικό σκέλος αυτού, απορρίπτοντας τη σχετικώς προβληθείσα ένσταση απαραδέκτου εκ μέρους της Ελληνικής Κυβέρνησης περί μη εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων, λόγω της υποτιθέμενης παραίτησης του αιτούντος από την ιδιότητά του ως πολιτικώς ενάγων και, συνακόλουθα της έλλειψης της ιδιότητας του «θύματος» κατά την έννοια του άρθρου 34 της Σύμβασης.
(επιμέλεια-επεξεργασία Στάθης Πουλαράκης)
το παρόν κείμενο δημοσιεύεται στην Επιθεώρηση Μεταναστευτικού Δικαίου (ΕΜΕΔ) 3/2012 τεύχος, σελ. 262