τελευταια νεα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

ΕΑ ΣτΕ Ολ 97/2018: Αναστολή εκτέλεσης υπό όρους της αναγνώρισης ως πρόσφυγα ενός των 8 τούρκων στρατιωτικών

Pinterest LinkedIn Tumblr

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναστολή εκτελέσεως της 22622/28-12-2017 αποφάσεως της 3ης Ανεξάρτητης Επιτροπής της Αρχής Προσφυγών. Με την απόφαση αυτή, ακυρώθηκε, κατόπιν αποδοχής προσφυγής του … , υπηκόου Τουρκίας, η 61477/29-9-2016 απόφαση του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Αττικής και αναγνωρίσθηκε ο ανωτέρω ως πρόσφυγας, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν.δ. 3989/1959, και των άρθρων 2 εδ. ε΄ και 13 του π.δ. 141/2013.
3. Επειδή, με την 2/2018 πράξη της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), όπως ισχύει, έγινε δεκτή η από 7-2-2018 αίτηση του ανωτέρω Τούρκου υπηκόου και διετάχθη η εισαγωγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας της κρινομένης αιτήσεως, καθώς και της συναφούς αιτήσεως ακυρώσεως. Οι αιτήσεις αυτές ασκήθηκαν ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ως δικαστηρίου αρμοδίου για την εκδίκασή τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 3068/2002 (Α΄ 274), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 49 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213). Με την ως άνω πράξη της Επιτροπής έγινε δεκτό ότι τίθεται το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα της ερμηνείας του άρθρου 1ΣΤ της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και του άρθρου 12 παρ. 2 περ. β΄ της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, που ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το π.δ. 141/2013, καθώς επίσης και της ερμηνείας του άρθρου 64 του ν. 4375/2016 σχετικά με την προβλεπόμενη σε αυτό ενδοστρεφή δίκη.
8. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων που ανεφέρθησαν στην προηγούμενη σκέψη (άρ. 2 στοιχ. α έως θ, 3, 4 παρ. 3, 5 παρ. 1 α΄, 6, 7 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 2, 10 παρ. 1 ε και 2, 12 παρ. 2 και 3, 13, 17, 20, 21 παρ. 1 και 2, 24 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 3, 34 π.δ. 141/2013), δεν αποκλείεται η επιβολή περιορισμών στα δικαιώματα που αναγνωρίζονται σε πρόσωπο το οποίο έχει αναγνωρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας (πρόσφυγας ή δικαιούχος επικουρικής προστασίας).
[…] 15. Επειδή, με τη διάταξη του άρθρου 64 παρ. 2 του ν. 4375/2016, η οποία αναφέρθηκε στη σκέψη 9, παρέχεται στον Υπουργό Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης (ήδη Μεταναστευτικής Πολιτικής), η δυνατότητα να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως, όπως το ένδικο αυτό βοήθημα κατοχυρώνεται και προβλέπεται από το άρθρο 95 του Συντάγματος και τα άρθρα 45 επ. του π. δ/τος 18/1989, κατά των αποφάσεων των Επιτροπών Προσφυγών της Αρχής Προσφυγών, οι οποίες αποφαίνονται επί των ενδικοφανών προσφυγών που ασκούν οι αιτούντες διεθνή προστασία κατά των αποφάσεων των Υπηρεσιών Ασύλου, με τις οποίες απορρίπτεται το αίτημά τους να αναγνωρισθούν ως πρόσφυγες ή ως δικαιούχοι επικουρικής προστασίας. Εν όψει δε του ότι η αίτηση αναστολής, με την οποία εξασφαλίζεται η παροχή προσωρινής έννομης προστασίας, αποσκοπεί στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητος της έννομης προστασίας που παρέχεται με την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, συνάγεται ότι με τη διάταξη του άρθρου 64 παρ. 2 του ν. 4375/2016, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τα άρθρα 20 παρ. 1 και 95 του Συντάγματος, παρέχεται στον αρμόδιο Υπουργό η δυνατότητα να ζητήσει και την αναστολή εκτελέσεως των προαναφερθεισών αποφάσεων των Επιτροπών Προσφυγών προκειμένου να ζητήσει περαιτέρω τη λήψη των κατάλληλων μέτρων για να αποσοβηθεί η ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη, κατά τους ισχυρισμούς του, βλάβη του δημοσίου συμφέροντος που θα προκύψει από την άμεση εκτέλεση των ανωτέρω αποφάσεων. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, αβασίμως προβάλλεται με το από 31-1-2018 υπόμνημα του ανωτέρω Τούρκου υπηκόου, ο οποίος έχει ασκήσει παρέμβαση στην ακυρωτική δίκη, ότι κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 64 παρ. 2 του ν. 4375/2016, παρέχεται στον αρμόδιο Υπουργό η δυνατότητα να ασκήσει μόνον αίτηση ακυρώσεως, και μάλιστα μόνο για τη διόρθωση προδήλων σφαλμάτων, κατά της 22622/28-12-2017 αποφάσεως της 3ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών, δεν παρέχεται δε σε αυτόν η δυνατότητα να ασκήσει και αίτηση αναστολής εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής.
16. Επειδή, η ανωτέρω 22622/28-12-2017 απόφαση της 3ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών, με την οποία ο παρεμβαίνων Τούρκος υπήκοος αναγνωρίσθηκε ως πρόσφυγας, παράγει διαρκή έννομα αποτελέσματα, συνιστάμενα στην υπαγωγή του σε πλαίσιο προστατευτικών κανόνων, κατά το χρονικό διάστημα της ισχύος της. Συνεπώς, αβασίμως προβάλλεται με το προαναφερθέν υπόμνημα ότι η απόφαση αυτή δεν είναι δεκτική αναστολής εκτελέσεως, αφενός μεν διότι έχει διαπιστωτικό/αναγνωριστικό χαρακτήρα αφετέρου δε διότι έχει ήδη εκτελεσθεί, καθόσον ο ανωτέρω, μετά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, αφέθη ελεύθερος, εφοδιασθείς με τα προβλεπόμενα έγγραφα από τις αρμόδιες αρχές.
17. Επειδή, η υπό της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας τυχόν χορηγούμενη, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 52 του π.δ. 18/1989, αναστολή της προσβληθείσης με αίτηση ακυρώσεως διοικητικής πράξεως, αναστέλλει μόνο την εκτέλεση και όχι την ισχύ της πράξεως αυτής, η οποία, λόγω του τεκμηρίου νομιμότητος με το οποίο είναι εξοπλισμένη, εξακολουθεί να υφίσταται και να παράγει τα έννομα αποτελέσματά της στην έννομη τάξημέχρι της ανακλήσεώς της από τη Διοίκηση ή της ακυρώσεώς της από το αρμόδιο δικαστήριο. Υπό την αντίθετη εκδοχή, η αναστολή εκτελέσεως θα εξοπλίζετο, ανεπιτρέπτως κατά νόμο, με προσωρινό ακυρωτικό αποτέλεσμα. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, κατά το μέρος που με αυτή ζητείται η αναστολή της ισχύος της ανωτέρω 22622/28-12-2017 αποφάσεως της 3ης Ανεξάρτητης Αρχής Προσφυγών, με την οποία ο παρεμβαίνων αναγνωρίσθηκε ως πρόσφυγας, είναι απορριπτέα.
18. Επειδή, περαιτέρω, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι στην προκειμένη περίπτωση συντρέχει περίπτωση χορηγήσεως της αιτουμένης αναστολής, ως εκ της προδήλου βασιμότητος των λόγων που προβάλλονται με την αίτηση ακυρώσεως, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το από 29-1-2018 δικόγραφο προσθέτων λόγων. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, δεδομένου ότι, κατά την κρίση της Επιτροπής Αναστολών, οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι: α) κατά παράβαση των οριζομένων στο άρθρο 1Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στα άρθρα 2 περ. ε΄ και 13 του π.δ. 141/2013, ο παρεμβαίνων Τούρκος υπήκοος αναγνωρίσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ως πρόσφυγας και β) η απόφαση αυτή είναι μη νόμιμη, διότι στο πρόσωπο του ανωτέρω συνέτρεχε λόγος αποκλεισμού του από το καθεστώς διεθνούς προστασίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1ΣΤ της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στο άρθρο 12 παρ. 2 περ. β΄ του π.δ. 141/2013, καθόσον αυτός, λόγω της συμμετοχής του στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016, διέπραξε μη πολιτικό έγκλημα, δεν παρίστανται ως προδήλως βάσιμοι.
19. Επειδή, η αναγνώριση ενός προσώπου ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας συνδέεται αρρήκτως με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Χώρας, η οποία οφείλει, ως μέλος της διεθνούς κοινότητος και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να σέβεται και να εφαρμόζει τα οριζόμενα στη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και στην οδηγία 2011/95/Ε.Ε. Περαιτέρω, η αναγνώριση ενός προσώπου, που πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις, ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας θεωρείται από αρχαιοτάτων χρόνων ως πράξη ειρηνική και ανθρωπιστική [«ποτιτρόπαιον αιδόμενος ούπερ…ιεροδόκα θεών λήμματ’ απ’ ανδρός αγνού» (τις θυσίες εκείνου που ευσπλαχνίζεται τον ικέτη οι θεοί τιμούν ως προσφορές θεοσεβούμενου άνδρα) Αισχύλου «Ικέτιδες» στιχ. 349-351] και, ως τοιαύτη, δεν δύναται να θεωρηθεί ως μη φιλική ενέργεια έναντι άλλου κράτους. (βλ. τη Διακήρυξη για το εδαφικό άσυλο, η οποία υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 14 Δεκεμβρίου 1967). Εξ άλλου, τυχόν υιοθέτηση της αντίθετης άποψης, ότι δηλαδή η αναγνώριση ενός προσώπου ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας έχει ως συνέπεια τη διατάραξη των σχέσεων της Χώρας με την χώρα καταγωγής του αιτούντος, θα οδηγούσε σε πλήρη αποδυνάμωση της Συνθήκης της Γενεύης του 1951, η οποία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς νομικού συστήματος για την προστασία των προσφύγων. Εν όψει τούτων, αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι η εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως θα επηρεάσει δυσμενώς τις σχέσεις της Χώρας με την Τουρκία, οι οποίες «μετά βεβαιότητος πρόκειται να διαταραχθούν, όπως προκύπτει από πρόσφατες δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων της Τουρκίας», και, συνεπώς, συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος, συναπτόμενοι με την προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης της Χώρας, οι οποίοι επιβάλλουν την χορήγηση της αιτουμένης αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εξ άλλου, ο ισχυρισμός ότι η χορήγηση της αιτουμένης αναστολής δεν βλάπτει τα συμφέροντα του παρεμβαίνοντος, δεδομένου ότι με την 139/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου έχει ήδη απορριφθεί το αίτημα των τουρκικών αρχών για την έκδοσή του στην Τουρκία, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο δε διότι, η μη έκδοση ενός προσώπου στο κράτος που το εκζητεί, έχει ως συνέπεια τη μη παράδοσή του στο εν λόγω κράτος, ενώ η χορήγηση ασύλου έχει ως συνέπεια την αναγνώριση στο πρόσωπο αυτό των προβλεπομένων από το διεθνές και το ενωσιακό δίκαιο δικαιωμάτων.
20. Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, με την προσβαλλόμενη 22622/28-12-2017 απόφαση της 3ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών, ο παρεμβαίνων Τούρκος υπήκοος αναγνωρίσθηκε ήδη ως πρόσφυγας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης και στις διατάξεις των άρθρων 2 περ. ε΄ και 13 του π.δ. 141/2013. Με την άσκηση, όμως αιτήσεως ακυρώσεως (Ε 403/2018) από τον Υπουργό Μεταναστευτικής Πολιτικής κατά της ανωτέρω αποφάσεως, η νομιμότης της εν λόγω κρίσεως ήδη αμφισβητείται δικαστικώς. Συνεπώς, η ιδιότητα του παρεμβαίνοντος ως πρόσφυγος θα κριθεί τελικώς με την έκδοση οριστικής αποφάσεως από το Συμβούλιο της Επικρατείας επί της ανωτέρω εκκρεμούς αιτήσεως ακυρώσεως, η οποία θα συζητηθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 4ης Μαΐου 2018.
21. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, συντρέχουν εν προκειμένω επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι επιβάλλουν τη διεξαγωγή της συγκεκριμένης δίκης και με τη δικονομική παρουσία του παρεμβαίνοντος, ώστε να παρασχεθεί σε αυτόν η δυνατότης υποστηρίξεως της υποθέσεώς του στα πλαίσια της δίκαιης (έννομης) δίκης που θα διεξαχθεί κατά την προαναφερθείσα δικάσιμο, με τις προϋποθέσεις και τις εγγυήσεις που κατοχυρώνονται από τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (κυρωθείσης με το ν.δ. 58/1974). Στο πλαίσιο της δίκης αυτής θα κριθεί, εντός των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου: α) αν ο ανωτέρω παρεμβαίνων νομίμως εθεωρήθη ως πρόσφυγας, κατά την έννοια του άρθρου 1Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης και των διατάξεων των άρθρων 2 περ. ε΄ και 13 του π.δ. 141/2013 και β) αν συνέτρεχε στο πρόσωπό του λόγος αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγος, κατά την έννοια των άρθρων 1ΣΤ της ανωτέρω Σύμβασης και 12 παρ. 2 περ. β΄ του ανωτέρω π.δ/τος («αναίμακτος φυγάς»). Ειδικότερα, κατά την εκδίκαση της προαναφερθείσης αιτήσεως ακυρώσεως, εγείρονται κρίσιμα νομικά ζητήματα, τα οποία άπτονται και των διεθνών σχέσεων και υποχρεώσεων της Χώρας, όπως: α) αν παρίσταται νόμιμη η κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι οι αποδιδόμενες στον ανωτέρω από τη Δημοκρατία της Τουρκίας πράξεις (προσβολή του πολιτεύματος, προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας, βία κατά του νομοθετικού σώματος και της κυβέρνησης) έχουν πολιτικό χαρακτήρα και β) αν η κρίση της ίδιας αποφάσεως περί μη συμμετοχής του ανωτέρω στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016 παρίσταται αιτιολογημένη. Εν όψει τούτων, κατά την κρίση της Επιτροπής, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή. Ειδικότερα, εφόσον ο ανωτέρω παρεμβαίνων έχει ήδη αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας με την προσβαλλόμενη απόφαση της 3ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών (η οποία συνιστά επιτροπή ασκούσα αρμοδιότητα δικαιοδοτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 89 παρ. 2 του Συντάγματος, ιδρυθείσα προκειμένου να διασφαλισθεί το κατοχυρούμενο στο άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ «δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου», ήτοι το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – βλ. ΣτΕ 2348 – 8/2017 Ολομ.), δεν είναι δυνατή η επιβολή σε αυτόν του στερητικού της ελευθερίας μέτρου της κρατήσεως (ήτοι του περιορισμού του σε ειδικό χώρο) ή της παρατάσεως της ήδη επιβληθείσης σε αυτόν κρατήσεως, η οποία επιτρέπεται να επιβληθεί, υπό προϋποθέσεις, μόνο σε εκείνους οι οποίοι δεν έχουν εισέτι αναγνωρισθεί ως δικαιούχοι διεθνούς προστασίας. Προκειμένου, όμως, αφενός μεν να εξυπηρετηθεί ο προαναφερθείς επιτακτικός σκοπός δημοσίου συμφέροντος, αφετέρου δε να προστατευθεί, κατά τρόπο αποτελεσματικό, η προσωπική ασφάλεια του ανωτέρω παρεμβαίνοντος, συντρέχει περίπτωση επιβολής σε αυτόν περιορισμών (μέτρων), η επιβολή των οποίων, άλλωστε, προβλέπεται από το διεθνές και το ενωσιακό δίκαιο. Προς τούτο, η Επιτροπή διατάσσει τη Διοίκηση όπως, μέχρις ότου εκδοθεί οριστική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της εκκρεμούς αιτήσεως ακυρώσεως: α) να μην χορηγήσει στον ανωτέρω παρεμβαίνοντα ταξιδιωτικά έγγραφα, β) να ορίσει σε αυτόν ως τόπο διαμονής του συγκεκριμένη, μη δημοσιοποιούμενη, διεύθυνση και γ) να του επιβάλει την υποχρέωση να εμφανίζεται καθημερινώς στο αστυνομικό τμήμα του τόπου της διαμονής του. Οίκοθεν νοείται ότι η Διοίκηση οφείλει να λάβει και παν έτερον αναγκαίο και πρόσφορο, κατά την κρίση της, μέτρο, με σκοπό την αποτελεσματική επιτήρηση και προστασία του ανωτέρω παρεμβαίνοντος, υπό την προϋπόθεση ότι τα ληφθησόμενα μέτρα δεν θα ισοδυναμούν με κατ’ ουσία κράτηση αυτού. Τέλος, επισημαίνεται στη Διοίκηση ότι σε περίπτωση μη τηρήσεως των διατασσομένων με την παρούσα απόφαση μέτρων και περιορισμών, η Επιτροπή δύναται, ανά πάσα στιγμή, κατόπιν υποβολής σχετικής αιτήσεως, να ανακαλέσει την παρούσα απόφαση.

Write A Comment