4. Επειδή, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος, με τα οποία κατοχυρώνεται η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, διασφαλίζεται το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ατόμου και τίθεται υπό την προστασία του Κράτους η οικογένεια και ο γάμος, συνάγεται ότι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν το δικαίωμα όχι μόνο να επιλέγουν αλλοδαπή/ό σύζυγο, αλλά και να εξασφαλίζουν κοινή, με την/τον αλλοδαπή/ό σύζυγό τους, διαβίωση στην Ελλάδα (βλ. ΣτΕ 22/20097μ., πρβλ. ΣτΕ 2165/2003, 1414/2002). Ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, οι διατάξεις των άρθρων 82 επ. του ν.4251/2014, έχουν την έννοια ότι, εφόσον υφίσταται γάμος Έλληνα/Ελληνίδας πολίτη με αλλοδαπή/ό και πραγματική συμβίωση των συζύγων στην Ελλάδα, η Διοίκηση υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να ικανοποιήσει το υποβαλλόμενο από την αλλοδαπή/ό αίτημα παραμονής της/του στηνΧώρα, το οποίο μπορεί να απορριφθεί μόνο για τους λόγους που ρητώς προβλέπονται από τις ανωτέρω διατάξεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η σύναψη του γάμου με κύριο σκοπό την απόκτηση του δελτίου διαμονής κατά καταστρατήγηση των διατάξεων της μεταναστευτικής νομοθεσίας. Κατά την εξέταση, συνεπώς, τέτοιου αιτήματος, η Διοίκηση έχει την αρμοδιότητα να διερευνά με κάθε πρόσφορο μέσο την τυχόν εικονικότητα του γάμου, προκειμένου να διαπιστώνει εάν υφίσταται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, πραγματική έγγαμη συμβίωση, δικαιολογούσα την ικανοποίηση του εν λόγω αιτήματος (πρβλ. ΣτΕ 1700/2003, 1018/2001, 3663, 2400, 1353/2000), υπό την έννοια της διαπίστωσης της συνδρομής ή μη της ως άνω αρνητικής για την χορήγηση της εν λόγω άδειας προϋπόθεσης. Στο πλαίσιο αυτό, οι υπάλληλοι των αρμόδιων υπηρεσιών δύνανται να μεταβαίνουν στην δηλωθείσα από την/τον αλλοδαπή/ό ως διεύθυνση κατοικίας της/του, προκειμένου να εξακριβώνουν εάν πράγματι διάγει κοινό συζυγικό βίο με τον Έλληνα ή την Ελληνίδα σύζυγό του, καθώς και να την/τον καλούν να παραστεί ενώπιόν τους αυτοπροσώπως μαζί με τον/την σύζυγό της/του για συνέντευξη, με σκοπό, ομοίως, την διακρίβωση ύπαρξης πραγματικής έγγαμης συμβίωσης. Στην περίπτωση δε κατά την οποία, μετά τον κατά τα ανωτέρω έλεγχο, προκύψει, κατά την αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης, ότι δεν υφίσταται μεταξύ των συζύγων αληθής έγγαμη συμβίωση, το σχετικό αίτημα απορρίπτεται. […]
7. Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην τρίτη και τέταρτη σκέψη της παρούσας, για να απορριφθεί νομίμως αίτημα για χορήγηση άδειας διαμονής σε αλλοδαπό σύζυγο ημεδαπής, πρέπει να διαπιστωθεί αιτιολογημένα από την αρμόδια διοικητική αρχή ότι δεν υφίσταται πραγματική συμβίωση των συζύγων. Εν προκειμένω, η κρίση της Διοίκησης περί ανυπαρξίας πραγματικής συμβίωσης των συζύγων στηρίχθηκε αποκλειστικώς και μόνο στο από 5.7.2017 απόσπασμα πρακτικού της 3ης Γνωμοδοτικής Επιτροπής Μετανάστευσης της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας – Θράκης, σύμφωνα με το οποίο από συνέντευξη του αιτούντος και της συζύγου του διαπιστώθηκε ότι δεν υφίστανται τα απαιτούμενα δεδομένα που καταδεικνύουν ότι ο έγγαμος οικογενειακός βίος τους είναι αληθής, καθώς, κατά την κρίση της Επιτροπής, οι δύο σύζυγοι υπέπεσαν σε αντιφάσεις – λάθη αναφορικά με το σύνολο του οικογενειακού τους βίου και τη γνώση των χαρακτηριστικών τους και της ταυτότητάς τους όπως αναλυτικά προεκτέθηκαν αυτά. Με τα δεδομένα όμως αυτά, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του αιτούντος για την χορήγηση σε αυτόν άδειας διαμονής ως σύζυγο Ελληνίδας πολίτη, δεν παρίσταται νομίμως αιτιολογημένη. Τούτο διότι οι συγκεκριμένες ερωτήσεις της ανωτέρω Επιτροπής δεν είναι αφ’ εαυτού πρόσφορες για την διαπίστωση της ύπαρξης αληθούς έγγαμης συμβίωσης των συζύγων, επιδεχόμενες πολλαπλής ερμηνείας και διαφοροποιημένων απαντήσεων, οι δε απαντήσεις που δόθηκαν ενώπιόν της από τους δύο συζύγους, παρόλο που δεν ταυτίζονται, δεν μπορούν να θεωρηθούν στο σύνολό τους αντιφατικές, ενόψει και του ότι δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου η γλώσσα στην οποία πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη με τον αιτούντα και, συνακόλουθα, εάν αυτός ήταν σε θέση να κατανοεί πλήρως τις τεθείσες ερωτήσεις και να απαντά σε γλώσσα την οποία κατέχει. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τον τρόπο γνωριμίας των δύο συζύγων, η αναφορά από τον αιτούντα ότι δούλευε στο καΐκι του … και κάποια στιγμή μίλησε με τη σύζυγό του δεν αποκλείει το γεγονός ότι μπορεί όντως και να τους σύστησε ο …, όπως δήλωσε η Ελληνίδα σύζυγος. Σχετικά δε με τον τρόπο επικοινωνίας τους, την περιγραφή της οικίας τους και την εργασία της Ελληνίδας συζύγου, σε ουδεμία αντίφαση υπέπεσαν καθώς και οι δύο δήλωσαν ότι επικοινωνούν στο σταθερό τηλέφωνο, το σπίτι τους αποτελείται από σαλοκουζίνα και δύο υπνοδωμάτια και η σύζυγος εργάζεται σε ξενοδοχείο. Η μόνη πιθανή αντίφαση εντοπίζεται στην αναφορά των «τατουάζ» που έχει ο αιτών, καθώς η Ελληνίδα σύζυγος δήλωσε ότι ο αιτών έχει «τατουάζ» στην πλάτη, δεν θυμάται όμως αν έχει «τατουάζ» στα χέρια, ο δε αιτών δήλωσε ότι έχει τατουάζ στα χέρια, δεν ερωτήθηκε όμως αν όντως έχει τατουάζ στην πλάτη, ούτε ο ίδιος το απέκλεισε. Εξάλλου, από το προαναφερθέν απόσπασμα πρακτικού δεν προκύπτει εάν οι αναγραφόμενες σε αυτό ερωτήσεις και απαντήσεις συνιστούν το σύνολο των ερωτήσεων που τέθηκαν από την Επιτροπή και των απαντήσεων που δόθηκαν από τους δύο συζύγους, προκειμένου να διαπιστωθεί τόσο ο συνολικός αριθμός των ερωτήσεων και η βαρύτητά τους για την διαμόρφωση της κρίσης της, όσο και το ποσοστό των απαντήσεων στις οποίες παρουσιάστηκαν αντιφάσεις. Ακόμη, οι εν λόγω διαπιστώσεις της γνωμοδοτικής Επιτροπής δεν συνεπικουρούνται από άλλα στοιχεία περί μη πραγματικής συμβίωσης των συζύγων, κατά τις διατάξεις του άρθρου 86 παρ. 1 εδ. γ΄ του ν. 4251/2014 (ιδίως επιτόπια έρευνα στην δηλωθείσα ως κοινή κατοικία του ζεύγους, η οποία ήταν γνωστή στα αρμόδια αστυνομικά όργανα, ερωτήσεις σε γείτονες, προκειμένου να διαπιστωθεί η συνοίκησή τους, κ.λπ.), ούτε ενισχύονται από άλλα στοιχεία (λ.χ. την εν γένει προσωπικότητα του αιτούντος), τα οποία η Επιτροπή όφειλε να συνεκτιμήσει. Τέλος, εν όψει και του ότι δεν προκύπτει από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως αυτή νομίμως συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου, ότι η Διοίκηση έλαβε υπ’ όψιν της και συνεκτίμησε τα υποβληθέντα από τον αιτούντα αποδεικτικά στοιχεία ( όπως λ.χ. κοινές φορολογικές δηλώσεις, φωτογραφικό υλικό), το Δικαστήριο κρίνει ότι προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη και για το λόγο αυτό θα πρέπει να ακυρωθεί, κατ’ αποδοχή ως βάσιμου του σχετικώς προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης του αιτούντος, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακύρωσης.