10. Επειδή, ωστόσο, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δικαίωμα ακρόασης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των δικαιωμάτων άμυνας, τα οποία συνιστούν γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης (ΔΕΕ C – 166/13, Μukarubega, σκ. 45, ΔΕΕ C – 249/13, Κhaled Boudjlida, σκ. 34), έχει δε ως αποδέκτες τις εθνικές αρχές των κρατών μελών όταν λαμβάνουν αποφάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΚ C – 349/07, Soprope, σκ. 38). Ειδικότερα, το δικαίωμα ακρόασης, το οποίο εγγυάται σε όλους τη δυνατότητα να καθιστούν γνωστή, λυσιτελώς και ουσιαστικώς (ΔΕΚ Soprope, σκ 37), την άποψή τους κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και πριν την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης που θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά τους αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην παροχή προς τον ενδιαφερόμενο της δυνατότητας να διορθώσει ένα λάθος ή να προβάλει στοιχεία σχετικά με την προσωπική του κατάσταση που συνηγορούν υπέρ του να ληφθεί ή να μη ληφθεί η απόφαση ή να έχει αυτή ορισμένο περιεχόμενο, συνεπάγεται δε υποχρέωση της διοίκησης να μελετά με τη δέουσα προσοχή τις παρατηρήσεις του ενδιαφερομένου, εξετάζοντας με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης υπόθεσης και αιτιολογώντας εμπεριστατωμένως την απόφασή της (ΔΕΕ Mukarubega, σκ. 46 – 48, Βοudjlida, σκ. 36 – 38, ΔΕΚ, Soprope, σκ. 49 – 50). Κατά τη νομολογία, εξάλλου, του ίδιου Δικαστηρίου ο σεβασμός του δικαιώματος ακρόασης, που δεν αποτελεί απόλυτο προνόμιο αλλά υπό προϋποθέσεις υπόκειται σε περιορισμούς (ΔΕΕ Boudjlida, σκ. 43), επιβάλλεται ακόμη και όταν η εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία δεν προβλέπει ρητώς μια τέτοια διατύπωση (ΔΕΕ Boudjlida, σκ. 39). Στην περίπτωση αυτήν, τα κράτη μέλη λαμβάνουν, στο πλαίσιο της διαδικαστικής τους αυτονομίας, τα κατάλληλα μέτρα τηρώντας τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (ΔΕΕ C – 383/13PPU,M.G,N.R., σκ. 35, Mukarubega σκ. 52, Boudjlida, σκ. 42). Στο πλαίσιο, συγκεκριμένα, της Οδηγίας 2008/115, η οποία επιβάλλει στις αρμόδιες εθνικές αρχές την υποχρέωση έκδοσης απόφασης επιστροφής, άπαξ διαπιστωθεί η παράνομη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας (ΔΕΕ C – 61/11 PPU, ElDridi, σκ. 35, C – 329/11, Αchughbabian, σκ. 31, M.G,N.R., σκ. 43 και Mukarubega, σκ. 57), το δικαίωμα ακρόασης πριν από τη λήψη απόφασης επιστροφής διασφαλίζει τόσο τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να εκφράσει την άποψή του σχετικά με το νόμιμο της διαμονής του και την τυχόν εφαρμογή εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παρ. 2 έως και 5 του άρθρου 6 της Οδηγίας όσο και την τήρηση των υποχρεώσεων που το άρθρο 5 της Οδηγίας επιβάλλει στις αρμόδιες εθνικές αρχές (ΔΕΕ Boudjlida, σκ. 44, 46, 47 και 49). Ο σεβασμός, άλλωστε, του δικαιώματος ακρόασης επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να εκφράσει την άποψή του σχετικά με τις λεπτομέρειες του τρόπου επιστροφής (καταναγκαστικός ή οικειοθελής χαρακτήρας αυτής, προθεσμία προς αναχώρηση, ΔΕΕ Boudjlida, σκ. 51), διασφαλίζει καλύτερα για την αρμόδια εθνική αρχή τη δυνατότητα εξέτασης του φακέλου και πλήρους αιτιολόγησης της απόφασής της αλλά και τον μετέπειτα ενδεχόμενο έλεγχο της σχετικής απόφασης από τη δικαιοσύνη (Δ.Ε.Ε. Boudjlida σκ. 58 – 59). Δεδομένου, άλλωστε, ότι η απόφαση επιστροφής του υπηκόου τρίτης χώρας συνδέεται στενώς, βάσει των διατάξεων της Οδηγίας 2008/115, με τη διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα της διαμονής, το δικαίωμα ακρόασης δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που η αρμόδια εθνική αρχή προτίθεται να εκδώσει ταυτοχρόνως απόφαση περί διαπίστωσης παράνομης διαμονής και απόφαση περί επιστροφής, η αρχή αυτή υποχρεούται οπωσδήποτε να παράσχει δυνατότητα ακρόασης στον ενδιαφερόμενο, ώστε αυτός να μπορέσει να εκφράσει τις θέσεις του ειδικώς ως προς τη δεύτερη απόφαση, εφόσον ο ενδιαφερόμενος είχε τη δυνατότητα να εκθέσει, λυσιτελώς και αποτελεσματικώς, τις απόψεις του όσον αφορά τον παράνομο χαρακτήρα της διαμονής του και τους λόγους που μπορούν να δικαιολογήσουν, δυνάμει του εθνικού δικαίου, την απόφαση της εν λόγω αρχής να μην εκδώσει απόφαση περί επιστροφής (ΔΕΕ Mukarubega, σκ. 60). Δηλαδή η μη τήρηση του δικαιώματος ακρόασης δεν είναι ικανή να καταστήσει εκ συστήματος παράνομη την εκδοθείσα απόφαση επιστροφής, οπότε δε συνεπάγεται αυτομάτως την ακύρωσή της. Για να διαπιστωθεί μια τέτοια παρανομία, ο εθνικός δικαστής, προκειμένου να μην περιοριστεί η αποτελεσματικότητα της Οδηγίας 2008/115, που επιβάλλει στα κράτη μέλη την προτεραιότητα απομάκρυνσης μη νομίμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΔΕΕ M.G, N.R., σκ. 41 και 43), οφείλει να εξακριβώσει, όταν εκτιμά ότι πρόκειται για πλημμέλεια θίγουσα το δικαίωμα ακρόασης, αν, σε συνάρτηση με τις νομικές και πραγματικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, οι ισχυρισμοί που θα προέβαλε ο αιτών ενώπιον της Διοικήσεως και αναφέρονται, ειδικώς και ορισμένως, στο δικόγραφο της αιτήσεως ακύρωσεως, θα ήταν, κατά τον νόμο, κρίσιμοι για την άσκηση της αρμοδιότητας της Διοίκησης, δηλαδή θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην απόφαση περί απομακρύνσεως (πρβλ. ΔΕΕ Μ.G, N.R., σκ. 39, 40 και 44) και να δικαιολογήσουν, ενδεχομένως, την παραμονή του στη χώρα με τη χορήγηση άδειας διαμονής άλλου τύπου εκ των προβλεπόμενων στον εκάστοτε ισχύοντα νόμο περί αλλοδαπών (παρ’ ημιν βλ. ν. 3386/2005 και νυν το ν.4251/2014).
11. Επειδή, ειδικότερα και σε σχέση με τα προδιαληφθέντα στην προηγούμενη σκέψη (10), ως προς την κρινόμενη υπόθεση προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι ο, γεννηθείς το έτος 1992, αιτών, μέχρι να του επιβληθεί, με την προσβαλλομένη, στις 6.9.2016 το μέτρο επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, καίτοι δεν προκύπτει αν γεννήθηκε στην ελληνική επικράτεια, αλλά, πάντως, από την παιδική του ηλικία διαβιούσε σε αυτήν, όπου ολοκλήρωσε το εξατάξιο δημοτικό σχολείο στον … από το 1998 έως το 2004, ενώ είχαν χορηγηθεί σε αυτόν τα έτη 2007 και 2009 δύο (συναπτές) άδειες διαμονής ως μέλος οικογένειας υπηκόου τρίτης χώρας (προφανώς όπως δύναται να συναχθεί από τα στοιχεία της δικογραφίας, της μητρός του, …), ολοκλήρωσε, επίσης, το πρώτο εκ των δύο ετών του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας (που θα οδηγούσε στην απονομή σε αυτόν τίτλου σπουδών ισότιμου με το απολυτήριο γυμνασίου), πριν τη σύλληψή του το Μάρτιο του 2012 για το προαναφερθέν ποινικό αδίκημα, μετά δε την αποφυλάκισή του (στις 6.6.2013), έστω περίπου 2, 5 έτη μετά, μερίμνησε για τη νομιμοποίηση της διαμονής του στη Χώρα με την προς τούτο υποβολή της, απορριφθείσας με την προσβαλλομένη, υπ’ αριθμ. πρωτ. …/9.11.2015 αίτησής του να του χορηγηθεί η προαναφερθείσα άδεια διαμονής, εκκρεμούσης δε, ακόμη, της τελευταίας (απορριφθείσας, εν τέλει, με την προσβαλλομένη, αίτησής του), προσελήφθη, τον Ιούλιο του 2016, ως υπάλληλος (φύλακας αποβάθρας) υπό πλήρη απασχόληση και εσχάτως πορίζεται εισόδημα εκ μισθωτών υπηρεσιών και έχει πραγματοποιήσει τα τελευταία έτη μικρό αλλά σταθερό αριθμό ημερών εργασίας στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., όπου διαθέτει ατομικό βιβλιάριο υγείας και Α.Μ.Κ.Α. Συγχρόνως, όσον αφορά την αυτουργική συμμετοχή του στο έγκλημα περί τη διακίνηση ναρκωτικών για το οποίο καταδικάστηκε τελεσιδίκως, κατά τα προδιαληφθέντα, υπό τα δεδομένα, τα πραγματικά περιστατικά και τις συνθήκες που προεκτέθηκαν, όπως προκύπτουν από το κείμενο των πρακτικών τόσο της οικείας πρωτόδικης απόφασης όσο και της (τελεσίδικης) απόφασης του ανωτέρω δευτεροβάθμιου ποινικού Δικαστηρίου (που για αυτό παρατέθηκαν αναλυτικότερα) ο λόγος δημόσιας τάξης και ασφάλειας στο πρόσωπο του αιτούντος δεν τυγχάνει επιτακτικός και ιδιαιτέρως ενεστώς ή υπό άλλη άποψη τόσο σοβαρός, ώστε να αποκλείει, εκ προοιμίου και άνευ ετέρου, τη χορήγηση σε αυτόν τυχόν ετέρου τίτλου διαμονής (π.χ. για εξαιρετικούς λόγους ή για εξαρτημένη εργασία και παροχή υπηρεσιών ή έργου) κατόπιν ενδεχόμενης νέας σχετικής αιτήσεώς του, σε συνδυασμό με αντίστοιχη συνεκτίμηση των βιοτικών του δεσμών (οικογενειακών, επαγγελματικών, οικονομικών, πολιτιστικών, κοινωνικών) και, εν γένει, των παραμέτρων του ατομικού του βίου στην Ελλάδα, των οποίων, δηλαδή, δεν αποκλείεται η συνεκτίμηση, ένεκα ακριβώς της μη συνδρομής επιτακτικού λόγου δημόσιας τάξης, που να καθιστά μια τοιαύτη συνεκτίμηση (των σχέσεων και των δεσμών του στη Χώρα και, συλλήβδην, των βιοτικών του πτυχών) αλυσιτελή ή άνευ εννόμου σημασίας ως προς το ένδικο μέτρο της επιστροφής. Και τούτο, ενόψει της φύσης του ποινικού αδικήματος που τέλεσε (συμμετοχή – μεσολάβηση στην πώληση ινδικής κάναβης από κοινού), της (μετεφηβικής) ηλικίας του κατά το χρόνο εκείνο (20 ετών), που σε τόσο νεαρή ηλικία, κατά τα κοινώς γνωστά, ευκολότερα ηδύνατο να παρασυρθεί και δυσκολότερα να απεμπλακεί (από τυχόν υφιστάμενο εγκληματικό κύκλωμα), του γεγονότος ότι δεν απασχόλησε τις αρχές πριν ή μετά την τέλεση (το Μάρτιο του 2012) του εν λόγω ποινικού αδικήματος (που εμφανίζεται να είναι μεμονωμένο), καθώς και (ενόψει) του ότι δεν προέκυψε να είχε ιθύνοντα ρόλο ή ρόλο προμηθευτή ή κύριου οργανωτή, παρά (περισσότερο) ελάσσονα ρόλο μικροδιακινητή – μεσολαβητή στην όλη δράση των προσώπων που καταδικάστηκαν, με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις, για από κοινού πώληση ναρκωτικών. Ο αιτών, όμως, δεν είχε κληθεί σε ακρόαση πριν την απόρριψη, με την ανωτέρω επίδικη απόφαση του Γ.Γ.Α.Δ.Μ.Θ. (υπ’ αριθμ. πρωτ. …/6.9.2016), του αιτήματός χορήγησης σε αυτόν της ανωτέρω άδειας διαμονής, καθόσον κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και κατά τα ήδη εκτεθέντα στη σκέψη 8, οι διατάξεις του άρθρου 20 (παρ. 2) του Συντάγματος και του άρθρο 6 (παρ. 1) του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν.2960/1999, φ Α΄ 45) δεν επιβάλλουν τέτοια κλήση σε ακρόαση όταν η διαδικασία που καταλήγει στην έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης κινείται κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου στην οποία (αίτησή του) δύναται να αναπτύξει τις απόψεις του και νομίμως και ορθώς μεν, κατά τα εκτεθέντα στην προαναφερθείσα σκέψη 8, δεν κλήθηκε προς ακρόαση καθ’ ο μέρος με την εν λόγω απόφαση απορρίφθηκε το προαναφερθέν αίτημά του. Εντούτοις, συγχρόνως, οι ανωτέρω ισχυρισμοί που αφορούν την προσωπική και οικογενειακή κατάσταση και τους βιοτικούς δεσμούς του αιτούντος στη Χώρα που κινδυνεύουν να ανατραπούν βιαίως και απότομα σε περίπτωση που υποχρεωθεί να εγκαταλείψει άμεσα το ελληνικό έδαφος σε εκτέλεση της προσβαλλομένης (ήτοι ως προς το επιβληθέν με αυτήν σε βάρος του μέτρο επιστροφής), τυγχάνουν (οι ανωτέρω ισχυρισμοί) ακουστοί και εξεταστέοι στο στάδιο της απομάκρυνσης του αλλοδαπού από τη χώρα (βλ. Σ.τ.Ε. 715/2015) και μπορούν, ορώμενοι κεχωρισμένως αλλά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, ως εκ της φύσεώς τους και της σημασίας τους, ενδεχομένως, να ασκήσουν επιρροή στην περί επιστροφής του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του απόφαση του οικείου διοικητικού οργάνου. Ενόψει των ανωτέρω, η Διοίκηση υποχρεούται, προκειμένου, συγχρόνως, να είναι πλήρως αιτιολογημένη η κάθε σχετική απόφασή της και ως προς το σκέλος της επιστροφής, να ερευνά αν οι συγκεκριμένες συνθήκες που εκάστοτε συντρέχουν και οι ιδιαίτεροι παράμετροι που αφορούν τον ενδιαφερόμενο αλλοδαπό θα καθιστούσαν την απομάκρυνσή του από τη Χώρα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αντίθετη προς την προστασία του ιδιωτικού βίου κατ’ άρθρο 8 της Ε.Σ.Δ.Α. ή προς τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας, σε περίπτωση, μάλιστα, που ο αιτών, καίτοι ενήλικος, ωστόσο ουδέποτε δημιούργησε οποιονδήποτε δεσμό με τη χώρα καταγωγής του παρά μόνο με την Ελλάδα, όπερ αποτελεί συνεκτιμώμενο κριτήριο σύμφωνα και με την νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, κατά τα προδιαληφθέντα στη σκέψη 5. Επομένως, ο λόγος αυτός ακύρωσης (περί μη τηρήσεως της διαδικασίας της προηγούμενης ακρόασης του αιτούντος πριν την επιβολή σε αυτόν του μέτρου επιστροφής) λυσιτελώς και βασίμως προβάλλεται με ορισμένη, μάλιστα, μνεία στο δικόγραφο (βάσει σφαιρικής εκτιμήσεως τούτου) των απόψεων και των ισχυρισμών που θα μπορούσε να είχε προβάλει ενώπιον της Διοικήσεως, αν είχε κληθεί προς τούτο πριν την έκδοση της προσβαλλομένης (δηλαδή, εν πολλοίς, όσον αφορά τους δεσμούς του στη Χώρα που επικαλείται και περί των οποίων προσκομίστηκαν και περιέχονται στη δικογραφία σχετικά στοιχεία – ήδη εκτεθέντα). Ενόψει των ήδη εκτεθέντων, η κλήση του αιτούντος, εν προκειμένω, θα καθιστούσε ευχερέστερη, ακριβέστερη και πληρέστερη την αιτιολόγηση από τη Διοίκηση της σχετικής απόφασής της περί επιβολής ή μη σε βάρος του του επίμαχου μέτρου της επιστροφής και θα συντελούσε στην καλύτερη αποκρυστάλλωση πασών των επιμέρους πτυχών της υπόθεσης όσον αφορά είτε την επιταγή ή τη χρεία άμεσης απομάκρυνσης του αιτούντος από την επικράτεια είτε την ενδεχόμενη παραμονή του σε αυτήν δυνάμει, τυχόν, έτερης, δυναμένης να χορηγηθεί σε αυτόν, άδειας διαμονής σύμφωνα με τις διατάξεις που, ενδεικτικώς, προεκτέθηκαν στη μείζονα (άρθρα 19 και 19Α του ν.4251/2014) ή τυχόν έτερες διατάξεις (π.χ. άρθρο 15 του ν.4251/2014), ιδίως, εφόσον (θα) τυγχάνει άδεια διαμονής μη συνεπαγόμενη για αυτόν τόσο μεγάλο εύρος δικαιωμάτων, όπως η ζητηθείσα από αυτόν του άρθρου 108 του ν.4251/2014 που αποτελεί η τελευταία προστάδιο απόκτησης άδειας επί μακρόν διαμένοντος, κατά τα προδιαληφθέντα. Δε δύναται, δηλαδή, να αποκλεισθεί, υπό τα ήδη εκτεθέντα δεδομένα που αφορούν τον αιτούντα, η χορήγηση στον τελευταίο από τη Διοίκηση, εφόσον συντρέχουν οι οικείες θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις, τυχόν άλλης από εκείνη που ζήτησε άδειας διαμονής (εφόσον υποβάλει, αυτονοήτως, σχετικό αίτημα), η οποία (τυχόν ζητηθησόμενη άλλη άδεια διαμονής) να απαιτεί, ενδεχομένως, την πλήρωση εκ μέρους του περισσοτέρων προϋποθέσεων επανεξεταζόμενων σε κάθε επόμενη ανανέωσή της ή προς ανανέωση άδειας άλλης κατηγορίας, ώστε να καταστεί, νομικώς και πρακτικώς, εφικτό να επανεξετασθεί στο μέλλον, τύχον, περαιτέρω άμβλυση των παραμέτρων δημόσιας τάξης και ασφάλειας στο πρόσωπό του από την πάροδο και άλλου χρόνου, χωρίς να έχει (εντωμεταξύ) απασχολήσει (εκ νέου) τις αρχές, κριτήριο που προβλέπεται ρητώς και σύμφωνα με τη σχετική νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. Ειδικότερα, ως προς το τελευταίο χρήζει επισημάνσεως ότι κάθε περισσότερος χρόνος που παρέρχεται από την εκ μέρους του τέλεση του ποινικού αδικήματος που αποτέλεσε την αιτιολογική βάση για τη διαπίστωση συνδρομής λόγων δημόσιας τάξης και ασφάλειας στο πρόσωπό του, χωρίς έκτοτε να έχει ο ίδιος εκδηλώσει τοιαύτη βαριάς μορφής αξιόποινη ή, συλλήβδην, παραβατική συμπεριφορά, συντελεί (η παρέλευση του χρόνου) στην άμβλυνση των παραμέτρων δημόσιας τάξης και ασφάλειας στο πρόσωπό του σύμφωνα με τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. (βλ. οπ.π. Uner c. Pays – Bas, σκ. 40) και δεν αποκλείεται η στο εγγύς μέλλον επανεξέταση της περίπτωσής του με θετική έκβαση από τη Διοίκηση ή σε περίπτωση προσφυγής στη Δικαιοσύνη από την τελευταία, επί τυχόν υποβληθησόμενου αιτήματός του για χορήγηση σε αυτόν τίτλου διαμονής εκ των προβλεπομένων στο Νόμο, ως προεκτέθηκε (για εξαιρετικούς ή ανθρωπιστικούς λόγους, εξαρτημένη εργασία, σπουδές, άλλη επαγγελματική απασχόληση ή, ενδεχομένως, ακόμη και αυτή κατ’ άρθρο 108 του ν.4251/2014 προς επανεκτίμηση της περίπτωσής του και της ενδεχόμενης εμπράκτου πρόθεσής του για ομαλή ένταξη στην ελληνική κοινωνία). Τα δε μόλις προεκτεθέντα συνιστούν, συγχρόνως, ένα κίνητρο για αυτόν αλλά και αποτελούν έκφανση της εγρήγορσης της Πολιτείας ως προς την τήρηση της τάξης και του δικαίου αλλά και, συγχρόνως, ως προς την προσαρμογή των δεδομένων στην κάθε περίπτωση κατόπιν σφαιρικής εξετάσεως (με ασφαλέστερο τρόπο και σε πιο επίκαιρο χρόνο) των εκάστοτε κατά το νόμο και τα πράγματα εμφιλοχωρούντων παραμέτρων. Ωστόσο, στην ίδια την προσβαλλομένη δε διαλαμβάνεται συγκεκριμένη και επαρκώς θεμελιωμένη μνεία και εκτίμηση ούτε δύναται να συναχθεί τοιαύτη από το προεκτεθέν αιτιολογικό της έρεισμα όσον αφορά τους ανωτέρω δεσμούς του αιτούντος και αν ελήφθησαν αυτοί αρκούντως υπόψη και πώς ακριβώς, ήτοι κατά πόσο προέβη η Διοίκηση και πώς (ήτοι με ποιά επιμέρους κριτήρια και δεδομένα κρίσης και με ποιό τελικώς σχετικό συμπέρασμα) σε ειδικότερη και πιο εξατομικευμένη στάθμιση των συντρεχουσών παραμέτρων της προκείμενης περίπτωσης (δημόσιας τάξης από τη μια και ατομικού και οικογενειακού βίου του αιτούντος από την άλλη). Συνεπώς, ο σχετικός λόγος ακύρωσης της προσβαλλομένης (ως προς το επιβληθέν με αυτήν μέτρο επιστροφής και τη μη κλήση του αιτούντος σχετικώς σε ακρόαση) πρέπει να γίνει δεκτός, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της εξέτασης των λοιπών λόγων ακύρωσης που ανάγονται στο αυτό σκέλος της ένδικης πράξης. Πρέπει, συνεπώς, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη κατά το μέρος που με αυτήν επιβλήθηκε στον αιτούντα το μέτρο της επιστροφής.