τελευταια νεα
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

ΔΠρΘεσ 46/2018: Ανάκληση βεβαίωσης εγγραφής πολίτη ΕΕ και επιβολή μέτρου επιστροφής με οικειοθελή αναχώρησή της από τη Χώρα

Pinterest LinkedIn Tumblr

8. Επειδή, η αιτούσα ήδη από το έτος 2006, σε ηλικία 26 ετών, εντάχθηκε στην εγκληματική οργάνωση που διηύθυνε ο σύζυγός της και παρέμεινε σ’ αυτήν έως τη σύλληψή της (στις 17.1.2012), νομιμοποιώντας υπέρογκα ποσά προερχόμενα από την εγκληματική δραστηριότητα του συζύγου της και συμμετέχοντας στη διάπραξη του ειδεχθούς εγκλήματος της εκβίασης, συμμετοχή που αν και χαρακτηρίστηκε ως απλή από το ποινικό δικαστήριο, συνίστατο, όπως έγινε δεκτό από το ίδιο, τόσο στην αυτοπρόσωπη είσπραξη χρηματικών ποσών από δύο τουλάχιστον εκβιαζόμενα καταστήματα όσο και στο σχεδιασμό και προγραμματισμό των εισπράξεων από τους εκβιαζόμενους επιχειρηματίες, αλλά και στην παροχή ψυχικής συνδρομής στο ηγετικό στέλεχος της εγκληματικής οργάνωσης και σύζυγό της, κατά τη διάπραξη απ’ αυτόν των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε. Ενόψει δε της φύσης και της σοβαρότητας των αδικημάτων στα οποία ενεπλάκη η αιτούσα, κατ’ επάγγελμα, συνεχώς και αδιαλείπτως επί σειρά ετών, η διάπραξη των οποίων δεν τερματίστηκε αυτοβούλως, αλλά μόνον κατόπιν συλλήψεως της ανωτέρω, και ενόψει της παντελούς έλλειψης ηθικών αναστολών που αυτή επέδειξε, του εθισμού της στο εύκολο παράνομο κέρδος και των διασυνδέσεων και της εμπειρίας που απέκτησε κατά το μεγάλο διάστημα της συνεχούς εγκληματικής δράσης της για την απόκτησή του, αποτελεί ενεστώσα, πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή, που στρέφεται κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, λόγω του κινδύνου υποτροπής της σε συμμετοχή σε παράνομες πράξεις. Συνεπώς, συντρέχουν στο πρόσωπό της οι επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος που απαιτούνται προκειμένου να ανακληθεί η βεβαίωση εγγραφής πολίτη κράτους μέλους της Ε.Ε. που της είχε χορηγηθεί εν μέσω της εγκληματικής της δραστηριότητας και να επιβληθεί σε βάρος της το μέτρο της επιστροφής, παρόλο που είναι σύζυγος και μητέρα Ελλήνων, παρισταμένης, συνακόλουθα, νομίμως αιτιολογημένης της σχετικής κρίσης των αρμοδίων οργάνων της Διοίκησης, τα οποία ουδόλως υπερέβησαν τα άκρα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας, όπως αβασίμως η αιτούσα προβάλλει. Ομοίως απορριπτέος παρίσταται και ο ισχυρισμός της τελευταίας ότι κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και των άρθρων 9 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος και 8 της Ε.Σ.Δ.Α. δεν ελήφθησαν υπ’ όψιν οι οικογενειακές και εν γένει βιοτικές σχέσεις που έχει αναπτύξει επί δεκαετίας στην Ελλάδα, όπου διαβιούσε με τον Έλληνα σύζυγό της και το τέκνο τους. Τούτο διότι, ανεξαρτήτως εάν οι επικαλούμενες συνθήκες της προσωπικής και οικογενειακής κατάστασης της αιτούσας δεν αναφέρονται αναλυτικά στην προσβαλλόμενη πράξη, πάντως, δεν κώλυαν, όπως ορθώς κρίθηκε με την πράξη αυτή, την επιστροφή της, ενόψει των ως άνω επιτακτικών λόγων δημόσιας τάξης και ασφάλειας που συντρέχουν στο πρόσωπό της, αλλά και του ότι αυτή, ναι μεν είναι σύζυγος και μητέρα Ελλήνων, όμως, ο σύζυγός της έχει καταδικαστεί σε κάθειρξη, με συνέπεια να παραμείνει έγκλειστος για πολλά έτη στο μέλλον, ενώ, το τέκνο της ουδόλως αποδεικνύεται ότι βρίσκεται στην Ελλάδα, καθώς δεν προσκομίζεται κανένα σχετικό στοιχείο (π.χ. βεβαίωση φοίτησής του σε σχολείο), η ίδια δε, δεν αποδεικνύει ότι έχει νόμιμη, σταθερή κι ενεστώσα εργασία στη Χώρα, που να καθιστά δυνατή τη συντήρηση αυτής και του τέκνου της, η οποία δεν προκύπτει ότι θα κινδυνεύσει περισσότερο στη Χώρα καταγωγής της, ενόψει και του ότι ο σύζυγός της και πατέρας της θυγατέρας της αδυνατεί να συνδράμει στη συντήρησή τους λόγω του εγκλεισμού του. Εξάλλου, η επιστροφή της ουδόλως κωλύεται από το άρθρο 41 του ν. 3907/2011, λόγω της ιδιότητάς της ως γονέα ημεδαπού, καθόσον η σχετική απαγόρευση που τίθεται με το εν λόγω άρθρο δεν υφίσταται σε περίπτωση επικινδυνότητας του γονέα για τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία, όπως ρητώς αναφέρεται στο ίδιο αυτό άρθρο. Περαιτέρω, η μείωση της επιβληθείσας σε βάρος της αιτούσας ποινής κατ’ έφεση δεν αντικατοπτρίζει διαφορετική εκτίμηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων που αυτή διέπραξε, ούτε οφείλεται σε αθώωσή της για κάποιο εκ των εγκλημάτων για το οποία καταδικάστηκε πρωτοδίκως, αλλά συνίσταται στην αναγνώριση ελαφρυντικών, η οποία αποτελεί παράμετρο της κρίσης του ποινικού δικαστή ως προς την επιμέτρηση της ποινής, που δεν κλονίζει την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης σχετικά με τη συνδρομή λόγων δημόσιας τάξης και ασφάλειας στο πρόσωπό της, ενώ, ούτε η αναστολή εκτέλεσης της επιβληθείσας κατ’ έφεση ποινής κλονίζει την εν λόγω αιτιολογία, καθόσον συναρτάται προς την κρίση του ποινικού δικαστηρίου επί του ζητήματος εάν η εκτέλεση της ποινής είναι αναγκαία για ν’ αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων (ΣτΕ 1969/2012 σκ. 5), που δεν δεσμεύει την κρίση των αρμόδιων διοικητικών οργάνων και, συνακόλουθα, του Δικαστηρίου τούτου (πρβλ. ΣτΕ 4869/2012 σκ. 5, 2630/2012 σκ. 5). Τέλος, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης δεν κλονίζεται ούτε από την 12/2012 Διάταξη του Ανακριτή του 3ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με την οποία η αιτούσα αφέθηκε ελεύθερη, καθώς η Διάταξη αυτή, που, εξάλλου, δεν δεσμεύει τα αρμόδια όργανα της Διοίκησης, λήφθηκε υπ’ όψιν κατά το σχηματισμό της κρίσης τους, ενώ, άλλωστε, μ’ αυτήν τέθηκε ως όρος η καταβολή χρηματικής εγγύησης, ανερχόμενης στο υπέρογκο ποσό των 300.000,00 ευρώ.

Write A Comment